Γρηγορίου Ξενόπουλου, «Η διασκεδαστική τέχνη»

Παρακινήθηκα να γράψω τη μικρή αυτή μελέτη, όταν διαπίστωσα πως πολλοί νεοέλληνες κριτικοί, προπάντων νέοι, περιφρονούν ως κατώτερα κι ανάξια τα λογοτεχνικά έργα που διασκεδάζουν τον κόσμο —διηγήματα, μυθιστορήματα, δράματα, κωμωδίες και ποιήματα κάθε λογής— και δεν θεωρούν «έργα Τέχνης» αληθινά, παρά εκείνα που κάνουν τον κοινό αναγνώστη να πλήττει. Αλλ' αυτό προέρχεται από πλάνη και παρεξήγηση. Η τέχνη δεν κρίνεται μόνο από την ευχαρίστηση ή την ανία που προξενεί. Κι ούτε η διασκεδαστική είναι πάντα κατώτερη, ούτε η πληκτική είναι πάντα ανώτερη. Απεναντίας, η πληκτική Τέχνη δεν έχει κάποια αξία, παρά μόνον όταν υπάρχουν κι άνθρωποι, λίγοι έστω, που τους διασκεδάζει. Γιατί το διασκεδαστικό είναι στοιχείο της Τέχνης απαραίτητο. Γενικά, η Τέχνη είναι Μία. Κι είτε μεγάλη, είτε μικρή —γιατί υπάρχει και μικρή αλλά γνήσια Τέχνη— είναι, και πρέπει να είναι, και δεν μπορεί παρά να είναι, διασκεδαστική.

Μήπως αυτό σας φαίνεται παραδοξολογία; Μήπως έχετε και σεις την ιδέα πως διασκεδαστική είναι μόνο η κατώτερη Τέχνη; Όχι, κάθε αληθινή Τέχνη, διασκεδάζει. Κι η φαινομενική αυτή παραδοξολογία είναι μια αλήθεια, που δεν διστάζω να την πω μεγάλη, γιατί δεν την βρήκα εγώ, παρά την έβγαλα απ' όσα έχουν διδάξει μεγάλοι αισθητικοί, καλλιτέχνες και τεχνοκρίτες, από τον Πλάτωνα ώς τον Μπρινετιέρ. Μια αλήθεια, τελοσπάντων, γνωστή. Κι επειδή στις ημέρες μας φαίνεται να την ξεχνούν —γιατί όχι και να την αγνοούν;— πολλοί από τους νέους —γιατί όχι κι από τους παλιούς;— δεν θα 'ταν ίσως περιττό να την ξαναθυμηθούμε όλοι.

Αλλά διασκεδάζει η Τέχνη —η γνήσια τώρα, η αληθινή, μικρή ή μεγάλη αδιάφορο— κι όταν το είδος της, το θέμα της, δεν είναι καθαυτό διασκεδαστικό; Ιδού ένα μεγάλο ζήτημα. Καλά, όταν διαβάζει κανείς τον Δον Κιχώτη, φυσικότατο είναι να διασκεδάσει· καλά, όταν βλέπει στο θέατρο μια κωμωδία σαν τους Γάμους του Φιγκαρό ή τον Ασθενή κατά φαντασία. Μα κι όταν βλέπει τον Οιδίποδα Τύραννο, μα κι όταν διαβάζει τα μαρτύρια των κολασμένων στην Θεία Κωμωδία, ή του Κουασιμόδου στη Notre-Dame de Paris.

Για να εξηγήσουν το παράξενο αυτό φαινόμενο μερικοί αισθητικοί —πώς δηλαδή μπορεί κανείς να διασκεδάζει με τις δυστυχίες, τις συμφορές και τις φρίκες που παρουσιάζουν σχεδόν πάντα το έπος, το μυθιστόρημα και, κατά κανόνα, η τραγωδία— έφτασαν να πουν πως ο θεατής ή ο αναγνώστης, την ώρα που βλέπει ή διαβάζει, αισθάνεται κάποια ασφάλεια και κάποια υπεροχή απέναντι των τραγικών ηρώων, μακαρίζει τον εαυτό του που δεν πάσχει όσα δεινά πάσχουν οι δύσμοιροι εκείνοι, κι απ' αυτό προέρχεται η ευχαρίστηση κι η διασκέδασή του. Μου φαίνεται πως ένα παράδοξο εξηγείται εδώ με άλλο. Είναι αστείο να φανταστούμε πως διασκεδάζουμε όταν βλέπουμε τον Οιδίποδα με χυμένα μάτια, επειδή αισθανόμαστε τα δικά μας στη θέση τους· ή όταν ο Ουγκώ μας παρουσιάζει τον Κουασιμόδο στον απαίσιο κύφωνα, επειδή εμείς καθόμαστε ήσυχα σε μια πολυθρόνα και διαβάζουμε. Η εξήγηση βρίσκεται αλλού —βρίσκεται σ' αυτήν την ίδια την Τέχνη, στη φύση της, στην ουσία της ή, αν θέλετε, στο μυστήριό της. Γιατί και η Τέχνη, όπως τόσα άλλα σ' αυτόν τον κόσμο, είναι ένα μυστήριο. Συλλογισθείτε μόνο τούτο: ένα πράγμα, αν το βλέπαμε στη ζωή, στην πραγματικότητα, δεν θα μας έκανε παρά αποστροφή, βδελυγμία, φρίκη —ντροπή κάποτε— όταν μας το παρουσιάζει ένας ζωγράφος, ένας γλύπτης, ένας ποιητής, ένας μυθιστοριογράφος, μας φαίνεται όχι μόνο ανεκτό, αλλά και τερπνό και ωραίο. Δεν είναι αυτό ένα μυστήριο, κάτι σαν μετουσίωση, κάτι σαν χημική ένωση, που από δύο σώματα παράγει ένα τρίτο ολωσδιόλου διαφορετικό; Αισθανόμαστε βέβαια και λύπη, και φρίκη, όταν το πράγμα που μας παρουσιάζει ο τεχνίτης είναι λυπηρό ή φριχτό· αλλά η λύπη μας, η φρίκη μας, είναι πολύ διαφορετική από εκείνη που θα είχαμε, αν βλέπαμε το ίδιο λυπηρό ή φριχτό πράγμα στην πραγματικότητα. Φαντασθείτε άξαφνα τί θα παθαίναμε, αν βλέπαμε τεράστια φίδια, θεριά, να περισφίγγουν και να πνίγουν ανθρώπους· αλλά το σύμπλεγμα του Λαοκόοντα μας ευχαριστεί, μας διασκεδάζει. Φανταστείτε τί θα παθαίναμε, αν βλέπαμε μια μητέρα μπροστά στην τελευταία προσβολή του άρρωστου μοναχογιού της που θα τον αφήσει ηλίθιο για πάντα, να διστάζει αν πρέπει να τον απαλλάξει από τέτοια ζωή, να τον σκοτώσει με τα ίδια της τα χέρια, δίνοντάς του φαρμάκι, όπως εκείνος, λίγες στιγμές πρωτύτερα, την είχε παρακαλέσει τόσο θερμά να το κάμει. Στους Βρυκόλακες του Ίψεν η υπερτραγική αυτή σκηνή μάς διασκεδάζει. Η φρίκη μας γι' αυτήν, όπως και για κάθε άλλη τέτοια που βλέπουμε στο θέατρο ή διαβάζουμε, είναι μέσα σ' όλη μας την αισθητική συγκίνηση, τη συγκίνηση που μας δίνει η Τέχνη· είναι μια φρίκη ηδονική, όπως κι η λύπη μας, όπως και τα δάκρυα που χύνουμε κάποτε επάνω στις σελίδες ενός βιβλίου. Αλλά το ίδιο διαφορετική είναι κι η χαρά μας, η ευθυμία μας, το γέλιο μας, όταν διαβάζουμε ή βλέπουμε στο θέατρο κάτι φαιδρό, αστείο —ακόμα και σε μια χιουμοριστική εικόνα ή γελοιογραφία— παρ' αν βλέπαμε το ίδιο φαιδρό κι αστείο πράγμα στη ζωή.

Αυτή είναι πιο αληθινή εξήγηση. Και περισσότερο από τους αισθητικούς που πρόβαλαν την ασφάλεια του θεατή ή του αναγνώστη, δίκιο έχουν κατά βάθος οι απλοί άνθρωποι, που όταν απορούν κι οι ίδιοι, πώς, χωρίς να είναι Νέρωνες, μπορούν να διασκεδάζουν στο θέατρο με τις συμφορές των άλλων, ή όταν αισθάνονται την ανάγκη να δικαιολογηθούν που δεν παθαίνονται τόσο με τις θεατρικές και λογοτεχνικές φρίκες, σας λένε: «ωχ, αδερφέ, ψέματα είναι!» Ναι, αυτοί είναι πιο κοντά στην αλήθεια.

[πηγή: Ν. Γρηγοριάδης, Δ. Καρβέλης, Χ. Μηλιώνης, Κ. Μπαλάσκας, Γ. Παγανός, Γ. Παπακώστας, Κείμενα Νεοελληνικής Λογοτεχνίας, Γ΄ Λυκείου, Οργανισμός Εκδόσεως Διδακτικών Βιβλίων, Αθήνα 81988, σ. 239-241]

εικόνα