Ηρόδοτος, «Η ιστορία του Πολυκράτη» (απόσπασμα)

[…]

Διορισμένος από τον Κύρο, ήταν στις Σάρδεις ύπαρχος ο Οροίτης, Πέρσης την καταγωγή. Αυτός πεθύμησε ανόσιο πράγμα. Δίχως να έχει πάθει τίποτα από τον Πολυκράτη τον Σάμιο, ή να έχει ακούσει κακό από μέρους του, χωρίς καν να τον έχει δει πρωτύτερα, πεθύμησε να τον συλλάβει και να τον αφανίσει, καταπώς λεν οι περισσότεροι, για την αιτία που θα πω.

Στις βασιλικές πύλες κάθονταν κάποτε ο Οροίτης και κάποιος άλλος Πέρσης, που άκουγε στο όνομα Μητροβάτης, άρχοντας του νομού Δασκυλείου. Από λόγο σε λόγο έφτασαν οι δυο τους να φιλονικούν, και καθώς η διαφωνία τους ήταν τί ξεχωρίζει έναν άντρα, λένε πως είπε ο Μητροβάτης, ονειδίζοντας τον Οροίτη: «Πράγματι θέλεις να σε λογαριάζουν άντρα; Εσύ που το νησί της Σάμου, μια πιθαμή από την επαρχία σου, δεν το πρόσθεσες στην επικράτεια του μεγάλου βασιλιά; Μ' όλο που πρόκειται για ένα νησί που ήταν εύκολο να το βάλει κανείς στο χέρι, αφού ένας ντόπιος με δεκαπέντε μόνο οπλίτες, κάνοντας κίνημα, έγινε κύριός του, και τώρα ζει και τυραννεύει;». Οι πολλοί λοιπόν λένε πως όταν το άκουσε αυτό ο Οροίτης, τον πλήγωσε η προσβολή και θέλησε να εκδικηθεί, όχι εκείνον που την πρόφερε, αλλά τον Πολυκράτη με κάθε μέσο να τον αφανίσει, αφού αυτός στάθηκε η αιτία του ονειδισμού του.

Άλλοι, οι λιγότεροι, διηγούνται πως έστειλε ο Οροίτης στη Σάμο κήρυκα για να ζητήσει κάτι (τί ακριβώς ήταν αυτό, δεν λέγεται) και ο Πολυκράτης έτυχε να αναπαύεται στη σάλα των ανδρών και πλάι του να βρίσκεται ο Ανακρέων ο Τήιος. Και δεν ξέρω πώς, είτε επίτηδες είτε από καθαρή σύμπτωση, καταφρόνησε ο Πολυκράτης τη δύναμη του Οροίτη, γιατί, ενώ ο κήρυκας του Οροίτη είχε ήδη παρουσιαστεί και μιλούσε, ο Πολυκράτης (με το πρόσωπο την ώρα εκείνη, κατά τύχη, στραμμένο προς τον τοίχο) ούτε που γύρισε να τον δει και ούτε που του έδωσε απόκριση.

Αυτές λοιπόν τις δύο αιτίες διηγούνται για το θάνατο του Πολυκράτη, και καθένας ας πιστέψει όποια από τις δύο θέλει. Πάντως ο Οροίτης, έχοντας την έδρα του τότε στη Μαγνησία, που βρίσκεται λίγο πιο πάνω από τον Μαίανδρο ποταμό, έστειλε τον Μύρσο, γιο του Γύγη, λυδικής καταγωγής, να φέρει αγγελία στη Σάμο, επειδή είχε μάθει στο μεταξύ τί είχε κατά νου ο Πολυκράτης. Γιατί ο Πολυκράτης είναι ο πρώτος ανάμεσα στους Έλληνες που ξέρουμε, ο οποίος έβαλε στο νου του να γίνει θαλασσοκράτορας, εκτός από τον Μίνωα της Κνωσού, κι αν ίσως κάποιος άλλος πριν απ' αυτόν διαφέντεψε τη θάλασσα. Πάντως, μένοντας στη γενιά που τη λέμε ανθρώπινη, ο Πολυκράτης υπήρξε ο πρώτος που συνέλαβε το σχέδιο να γίνει κύριος της Ιωνίας και των νησιών.

Μαθαίνοντας λοιπόν ο Οροίτης πως είχε ο Πολυκράτης τέτοιες βλέψεις, του στέλνει αγγελιοφόρο με το ακόλουθο μήνυμα: «Ο Οροίτης αυτά έχει να πει στον Πολυκράτη. Ακούω πως καταπιάνεσαι με πολύ φιλόδοξες υποθέσεις, αλλά τα μέσα που διαθέτεις δεν αναλογούν στα σχέδιά σου. Αν όμως κάνεις ό,τι σου πω, και τον εαυτό σου θα υψώσεις και εμένα θα με σώσεις. Γιατί εμένα ο βασιλιάς Καμβύσης σχεδιάζει να με δολοφονήσει — έχω για αυτό εξακριβωμένες πληροφορίες. Αν λοιπόν βοηθήσεις και με πάρεις από δω, μαζί και την περιουσία μου, ένα μέρος της έχε το ο ίδιος, το υπόλοιπο άφησε να το έχω εγώ. Έτσι και όσο εξαρτάται από χρήματα, θα γίνεις κύριος όλης της Ελλάδας. Αν ωστόσο δυσπιστείς σ' όσα σου γράφω για την περιουσία μου, στείλε κάποιον εδώ, που να σου είναι απόλυτα πιστός, και εγώ θα του την επιδείξω».

Ακούγοντας το μήνυμα αυτό ο Πολυκράτης ευχαριστήθηκε και ξεσηκώθηκε. Κι όπως τον ένοιαζε υπερβολικά να μεγαλώσει τα κεφάλαιά του, στέλνει πρώτα εκεί, να δει τί γίνεται, τον Μαιάνδριο, το γιο του Μαιανδρίου, γνωστό πολίτη, που ήταν και γραμματικός του. Πρόκειται γι' αυτόν που λίγο αργότερα αφιέρωσε στο Ηραίο όλα τα αξιοθέατα στολίσματα από τη σάλα του Πολυκράτη. Πληροφορημένος ο Οροίτης ότι αναμένεται ο παρατηρητής, νά τί σοφίστηκε. Πήρε και γέμισε με πέτρες οκτώ κιβώτια ώς επάνω, λίγο πιο κάτω από τα χείλια· απάνω απάνω σκέπασε τις πέτρες με χρυσάφι, έδεσε ύστερα τα κιβώτια και περίμενε. Ώσπου έφτασε ο Μαιάνδριος, είδε το θησαυρό, και έστειλε μήνυμα στον Πολυκράτη.

Και εκείνος, μολονότι τόσο τα μαντεία όσο και οι φίλοι τον απέτρεπαν, έκανε τις ετοιμασίες του για να ταξιδέψει ο ίδιος, κι ας είχε δει η θυγατέρα του στον ύπνο της ένα παράξενο όραμα. Της φάνηκε πως ήταν ο πατέρας της μετέωρος στον αέρα, ο Δίας τον έλουζε και ο ήλιος τον μύρωνε. Έχοντας δει αυτό το όραμα η κόρη, έκανε το παν για να μην αναχωρήσει ο Πολυκράτης πηγαίνοντας στον Οροίτη, και μάλιστα, ακόμη και τη στιγμή που αυτός ανέβαινε στο πλοίο με τα πενήντα κουπιά, εκείνη φώναζε κατόπιν του. Αυτός όμως την εφοβέρισε πως αν γυρίσει πίσω σώος, θα την αφήσει ακόμη χρόνους πολλούς στην παρθενιά της· και εκείνη ευχήθηκε, να δώσει ο θεός έτσι να γίνει, γιατί το είχε καλύτερο να μείνει χρόνια πολλά παρθένα, παρά να στερηθεί τον πατέρα της.

Ο Πολυκράτης όμως καταφρονώντας κάθε συμβουλή αρμένιζε κιόλας να συναντήσει τον Οροίτη, έχοντας μαζί του κι άλλους πολλούς συντρόφους και ανάμεσά τους τον Δημοκήδη, το γιο του Καλιφώντα, Κροτωνιάτη την καταγωγή, γιατρό το επάγγελμα, που ασκούσε την τέχνη του καλύτερα από κάθε άλλον στον καιρό του. Φτάνοντας ωστόσο ο Πολυκράτης στη Μαγνησία, βρήκε απαίσιο τέλος, ανάξιο για τον άνθρωπο, ανάξιο και για το υπερήφανό του φρόνημα. Γιατί, αν εξαιρέσουμε τους τυράννους των Συρακουσών, κανένας από τους άλλους Έλληνες τυράννους δεν είναι άξιος να παραβληθεί στο μεγαλείο με τον Πολυκράτη. Πάντως αφού τον εθανάτωσε ο Οροίτης, με τρόπο που θα δίσταζα να τον διηγηθώ, τον ανεσταύρωσε. Όσο για κείνους που τον είχαν ακολουθήσει, τους Σαμίους τους απέλυσε, λέγοντας πως θα πρέπει να του χρωστούν και χάρη, αφού στο εξής θα είναι ελεύθεροι. Όσοι όμως ήταν ξένοι στη συνοδεία και υπηρέτες, τους ελογάριασε ανδράποδά του και τους κράτησε. Ο Πολυκράτης τώρα, ψηλά κρεμασμένος, εκπλήρωνε το όνειρο της θυγατέρας του, αφού τον έλουζε ο Δίας, κάθε που έβρεχε, και ο ήλιος τον άλειφε, καθώς το σώμα μόνο του έβγαζε την ικμάδα του.

Αυτό λοιπόν το τέλος είχαν οι πολλές ευτυχισμένες μέρες του Πολυκράτη, όπως το είχε προφητέψει ο Άμασης, ο βασιλιάς της Αιγύπτου.

[πηγή: Ηρόδοτος, Επτά νουβέλες και τρία ανέκδοτα, εισαγ.-μτφ. Δ.Ν. Μαρωνίτης, Εκδόσεις Άγρα, Αθήνα 1981, σ. 79-89]

εικόνα