Νεότερη Ευρωπαϊκή Λογοτεχνία (Β΄ Γενικού Λυκείου - Επιλογής) - Βιβλίο Μαθητή (Eμπλουτισμένο)

4

ΤΟΥ ΝΕΚΡΟΥ ΑΔΕΡΦΟΥ

Μάνα με τους εννιά τους γιους και με τη μια σου κόρη,
την κόρη τη μονάκριβη, την πολυαγαπημένη,
την είχες δώδεκα χρονώ κι ο ήλιος δεν την είδε·
στα σκοτεινά την έλουζες, στ’ άφεγγα την επλέκας,
στ’ άστρα και στον αυγερινό έφκιανες τα σγουρά της.
Οπού σε φέραν προξενιά από τη Βαβυλώνα
να την παντρέψεις στα μακριά, πολύ μακριά στα ξένα.
Οχτώ αδελφοί δε θέλουνε κι ο Κωσταντίνος θέλει.
 
— Δώσ’ τηνε, μάνα, δώσ’ τηνε την Αρετή στα ξένα,
στα ξένα κει που περπατώ, στα ξένα που πηγαίνω,
να ’χω κι εγώ παρηγοριά, να ’χω κι εγώ κονάκι.
— Φρόνιμος είσαι, Κωσταντή, κι άσχημ’ απελογήθης·
κι αν μ’ έρθει, γιε μου, θάνατος, κι αν μ’ έρθει, γιε μ’, αρρώστια,
κι αν τύχει πίκρα για χαρά, ποιος θα με τήνε φέρει;
 
Τον Θεό τής έβαλ’ εγγυτή και τους αγιούς μαρτύρους,
αν τύχει κι έρθει θάνατος, αν τύχει κι έρθει αρρώστια,
κι αν τύχει πίκρα για χαρά, να πάει να τη φέρει.
Και σαν την επαντρέψανε την Αρετή στα ξένα,
και μπήκε χρόνος δίσεκτος και μήνες οργισμένοι,
κι έπεσε το θανατικό κι οι εννιά αδελφοί πέθαναν,
βρέθηκ’ η μάνα μοναχή, σαν καλαμιά στον κάμπο.
Παιδάκια κοιλοπόνεσε, παιδιά δεν έχ’ κοντά της·
χορτάριασε η πόρτα της, πρασίνισε κι η αυλή της.
Στα οχτώ μνήματα δέρνεται, στα οχτώ μοιρολογάει,
στου Κωσταντίνου το θαφτό τις πλάκες ανασκώνει.
 
— Σήκω, Κωσταντινάκη μου, την Αρετή μου θέλω·
τον Θεό μου ’βαλες εγγυτή και τους αγιούς μαρτύρους,
αν τύχει πίκρα για χαρά, να πας να με την φέρεις.
 
Ο Κωσταντής ταράχθηκε ’πό μέσα το μνημόρι·
κάνει το σύννεφ’ άλογο και τ’ άστρο σαλιβάρι,
και το φεγγάρι συντροφιά και πάγει να τη φέρει.
Παίρνει τα όρη πίσω του και τα βουνά μπροστά του,
βρίσκει την και χτενίζουνταν έξω στο φεγγαράκι.
Από μακριά τη χαιρετά κι από μακριά τής λέγει:
 
— Περπάτησ’, Αρετούλα μου, κι η μάνα μας σε θέλει.
— Αλίμονο, αδελφάκι μου, και τι είν’ τούτ’ η ώρα;
 
Αν είναι ίσως για χαρά, να βάλω τα χρυσά μου,
κι αν είναι πίκρα, πες μέ το, να ’ρθω καταπώς είμαι.
— Περπάτησ’, Αρετούλα μου, κι έλα καταπώς είσαι.
 
Στη στράτα που διαβαίνανε, στη στράτα που πηγαίναν,
ακούν πουλιά να κελαηδούν, ακούν πουλιά να λένε:
 
— Ποιος είδε κόρην όμορφη να σέρν’ αποθαμένος;
— Άκουσες, Κωσταντάκη μου, τι λένε τα πουλάκια;
«Ποιος είδε κόρην όμορφη να σέρν’ αποθαμένος!»
— Λωλά πουλιά κι ας κελαηδούν, λωλά πουλιά κι ας λένε.
— Τι βλέπουμε τα θλιβερά, τα παραπονεμένα,
να περπατούν οι ζωντανοί με τους αποθαμένους!
— Άκουσες, Κωσταντάκη μου, τι λένε τα πουλάκια;
Πως περπατούν οι ζωντανοί με τους αποθαμένους.
— Πουλάκια είν’ κι ας κελαηδούν, πουλάκια είν’ κι ας λένε.
— Φοβούμαι σε, αδελφάκι μου, και λιβανιές μυρίζεις.
— Εχτές βραδύ επήγαμε πέρα στον Άι-Γιάννη,
και θύμιασε μας ο παπάς με περισσό λιβάνι.
 
Και παραμπρός που πήγαιναν κι άλλα πουλιά τους λένε:
 
— Θεέ μεγαλοδύναμε, μεγάλο θάμα κάνεις,
τέτοια πανώρια λυγερή να σέρν’ αποθαμένος.
 
Τ’ άκουσε πάλ’ η λυγερή και ράγισ’ η καρδιά της.
 
— Άκουσες, Κωσταντάκη μου, τι λένε τα πουλάκια;
Πες με που ’ν’ τα μαλλάκια σου, το πηγουρό μουστάκι;
— Μεγάλ’ αρρώστια μ’ έβρηκε, μ’ έριξε του θανάτου,
με πέσαν τα ξανθά μαλλιά, το πηγουρό μουστάκι.
 
Βρίσκουν το σπίτι κλειδωτό, κλειδομανταλωμένο,
και τα σπιτοπαράθυρα που ’ταν αραχνιασμένα.
 
— Άνοιξε, μάνα μ’, άνοιξε και να την η Αρετή σου.
— Αν είσαι Χάρος διάβαινε κι άλλα παιδιά δεν έχω·
και μέν’ η Αρετούλα μου λείπ’ μακριά στα ξένα.
 
— Άνοιξε, μάνα μ’, άνοιξε κι εγώ είμ’ ο Κωσταντής σου·
εγγυτή σου ’βαλα τον Θεό και τους αγιούς μαρτύρους
αν τύχει πίκρα για χαρά, να πάω να σε τη φέρω.
 
Ώσπου να βγει στην πόρτα της, εβγήκε η ψυχή της.
 

ΔΗΜΟΤΙΚΟ