3 |
ΩΔΗ ΣΤΗ ΣΕΛΗΝΗ |
Γλυκύτατη φωνή βγάν’ η κιθάρα,
και σε τούτη την άφραστη αρμονία
της καρδιάς μου αποκρίνεται η λαχτάρα. |
|
Γλυκέ φίλε, είσαι συ, που με τη θεία
έκσταση του Οσσιάνου, εις τ’ ακρογιάλι,
της νυχτός εμψυχείς την ησυχία. |
|
Κάθισε για να πούμε ύμνον στα κάλλη
της Σελήνης· αυτήν εσυνηθούσε
ο τυφλός ποιητής συχνά να ψάλλει. |
|
Μου φαίνεται τον βλέπω που ακουμβούσε
σε μίαν ετιά, και το φεγγάρι ωστόσο
στα γένια τα ιερά λαμποκοπούσε. |
|
Απ’ το Σκοπό, να το, προβαίνει· ω πόσο
συ τη νύχτα τερπνά παρηγορίζεις!
Ύμνον παθητικό θε να σου υψώσω, |
|
παθητικό σα εσένα, όταν λαμπίζεις
στρογγυλό, μεσουράνιο, και το φως σου
σε ταφόπετρα ολόασπρη αποκοιμίζεις. |
|
ΔΙΟΝΥΣΙΟΣ ΣΟΛΩΜΟΣ |
|