Β29
ΕΠΕΙΣΟΔΙΟ ΣΤΟ ΛΙΒΑΔΙΤΟ ΕΠΕΙΣΟΔΙΟ που άλλαξε τη ζωή του πανεπιστημιακού επιμελητή Μιχαήλ Σεβτσένκο, διαδραματίσθηκε ένα φωτεινά, ηλιόλουστο πρωί, στο πράσινο λιβάδι ανάμεσα στα κτίρια των θετικών και ανθρωπιστικών επιστημών. Εκείνη τη νύχτα τον είχε ξαναπιάσει ο παλιός πόνος, ένας πόνος που ο Σεβτσένκο τον γνώριζε πολύ καλά. Άρχισε κατά το βραδάκι με μικρές σουβλιές στο ούλος, με μια αίσθηση επιτάχυνσης της ροής του αίματος και των καρδιακών παλμών. Ο Μιχαήλ Σεβτσένκο κατάλαβε πως ο πόνος κατέφθανε και γι’ αυτό ήπιε δυο χάπια, έπεσε στο κρεβάτι και πάσχισε ν’ αποκοιμηθεί ανάμεσα στους φωσφορισμούς της τηλεοπτικής οθόνης, που μπροστά της, σαν κάθε βράδυ, καθόταν η γυναίκα του κάνοντας ατέλειωτα χαζά ζάπινγκ. Κι εκείνη επίσης είχε καταλάβει τι ερχόταν και γι’ αυτό χαμήλωσε διακριτικά τον ήχο, αλλά οι λάμψεις της οθόνης εξακολούθησαν να του διώχνουν τον πολυπόθητο ύπνο. Κατάφερε εντούτοις να αποκοιμηθεί για λίγο, κι όταν μια δυνατή σουβλιά τον ξύπνησε απότομα, η οθόνη σκορπούσε ακόμα το ιριδίζον φως της. Κατάλαβε πως θα περνούσε μιαν ατέλειωτη λευκή νύχτα. Ο κούφιος κοπτήρας, ο τρίτος επάνω αριστερά, άρχισε να στέλνει κύματα πόνου, στην αρχή ρυθμικά, υπόκωφα, ύστερα όλο και πιο άγρια, όλο και πιο ακανόνιστα· κύματα πόνου, που απλώνονταν σ’ όλο το σαγόνι, διαχέονταν στους βολβούς των ματιών, πλημμύριζαν το μυαλό του. Η ξάγρυπνη γυναίκα τού έβαζε κομπρέσες, που ο Σεβτσένκο άλλοτε τις πίεζε νευρικά πάνω στο πρόσωπό του κι άλλοτε τις πετούσε απότομα μ’ έναν οργίλο μορφασμό. Περίμενε το ξημέρωμα ζαλισμένος από τα χάπια, που δεν βοήθησαν σε τίποτα, με τα νεύρα κουρελιασμένα, το βλέμμα θολό. Και σ’ αυτήν ακριβώς την κατάσταση, τη στιγμή που συνειδητοποίησε ξεκάθαρα πως δεν υπήρχε καμιά άλλη διέξοδος, αποφάσισε να πάει στον οδοντογιατρό. Μόλο που η μοίρα του ήταν κάτι το αποκλειστικά δικό του, και συνεπώς μοναδική, δεν έπαυε να είναι μια από τις τόσες ανθρώπινες μοίρες που είχαν γίνει γνωστές από βιβλία, άρθρα και δοκίμια, που μιλούσαν με διαφορετικούς τρόπους για βασικά όμοιες ιστορίες. Όταν αφηγούνταν στους Αμερικανούς την ιστορία της εξέγερσής του ενάντια στην εξουσία, εκεί στην αλύτρωτη πατρίδα, τις διώξεις, τη φυλάκιση και, τέλος, τη φυγή και το άσυλο που βρήκε στη χώρα τους, εκείνοι έγνεφαν με ευγενική κατανόηση, και τελικά κατάλαβε πως η περιπέτειά του δεν τους εντυπωσίαζε: τους μιλούσε για κάτι το πασίγνωστο. Αλλά μονάχα αυτός ήξερε τι σήμαιναν πραγματικά όλα αυτά. Όχι μόνο τα μαρτύριά του, αυτά είχαν πια περάσει, αλλά η ζωή εδώ πέρα, η κατάκτηση ενός καινούριου πολιτισμού, η εκμάθηση της γλώσσας, η φοίτηση στο πανεπιστήμιο, όπου αναγκάστηκε, ώριμος, μορφωμένος άντρας αυτός, να κάθεται στα θρανία μαζί με μπλαζέ, ελαφρόμυαλους σπουδαστές. Τα υπόμεινε όλα και ήξερε γιατί. Κέρδισε μια σεβαστή υποτροφία από μια οργάνωση εμιγκρέδων, κι έσφιξε τα δόντια. Χάρη στη σκληρή μελέτη του, κατάφερε να περάσει γρήγορα όλες τις εξετάσεις και πέτυχε να φθάσει ως τη θέση του επιμελητή σ’ εκείνο το διάσημο πανεπιστήμιο. Έσφιγγε τα δόντια, όταν δεν τον πονούσαν. Και τον πονούσαν όλο και συχνότερα. Με μια τεράστια ψυχική προσπάθεια είχε κατορθώσει να ξεπεράσει όλους τους τρόμους και τα τραύματα της αλλοτινής ζωής του, μονάχα για τους αβάσταχτους πόνους των δοντιών του δεν βρήκε βάλσαμο και γιατρειά. Τα δόντια του είχαν χαλάσει στη φυλακή από την άλλη μεριά του ωκεανού, δηλαδή τού τα είχαν χαλάσει· με την κακή διατροφή, την έλλειψη βιταμινών, τα ατελείωτα ρεύματα, το πλύσιμο με το κρύο νερό. Και του εμφύτευσαν για πάντα ένα βαθύ, ακατανίκητο τρόμο για τον οδοντογιατρό. Όποτε θυμόταν εκείνον το μακελάρη της φυλακής με τις τανάλιες και τους τροχούς του, σκοτείνιαζε το φως του. Για την ακρίβεια, τα έβλεπε όλα μαύρα και κόκκινα, γιατί τότε, όταν εκείνος ο κομπογιανίτης τον πετσόκοβε, ο θολωμένος Σεβτσένκο έβλεπε εναλλάξ πότε το πρόσωπο του και πότε τη μεγάλη κόκκινη πινακίδα με τα χοντρά μαύρα γράμματα, στον απέναντι τοίχο. Ήξερε πως εδώ τα μηχανήματα ήταν διαφορετικά. Η γυναίκα του και οι φίλοι του τού το έλεγαν συνεχώς, του έφερναν οδοντιατρικά προσπέκτους, όπου οι τροχοί γυρίζουν με τόσες στροφές το δευτερόλεπτο ώστε το πράγμα γίνεται εντελώς ανώδυνο, του μιλούσαν για τις αναλγητικές ενέσεις, για τα απαλά χέρια των ξανθών γυναικών οδοντογιατρών αλλά ο Μιχαήλ Σεβτσένκο, που είχε τολμήσει να τα βάλει με μια τρομερή αυτοκρατορία, με το στρατό και την αστυνομία της, αυτός ο ίδιος Μιχαήλ Σεβτσένκο δεν μπορούσε να κατανικήσει το μοναδικό του φόβο, το φόβο για το γρύλισμα του τροχού, για το μέταλλο που κατατρώει την οδοντίνη. Όμως, εκείνο το πρωί, όταν με τα νεύρα καταρρακωμένα από τους πόνους, καταζαλισμένος από τα χάπια, κοίταζε με θολωμένο μάτι την κόκκινη ανατέλλουσα σφαίρα που του θύμιζε τα ξημερώματα στην πατρίδα, εκείνο λοιπόν το πρωί, ο Μιχαήλ Σεβτσένκο ήταν έτοιμος να ξεπεράσει και την τελευταία φοβία του. Βογγώντας, ξέπλυνε το πονεμένο στόμα του, φόρεσε αργά το καλοσιδερωμένο πουκάμισο, έδεσε προσεκτικά τη γραβάτα του κι ύστερα στάθηκε καρδιοχτυπώντας μπροστά στον καθρέφτη. Από το διπλανό δωμάτιο ακουγόταν η γυναίκα του που τηλεφωνούσε στον οδοντογιατρό. Χιλιάδες στροφές το δευτερόλεπτο, σκέφτηκε, χιλιάδες ταχύτατες, άηχες, ανώδυνες στροφές, κι ακόμα παραπάνω. Με ήρεμο, αποφασιστικό βήμα, βγήκε από το κτίριο της Οικονομικής Πτέρυγας, ήξερε πως αμέσως μετά τη γωνία τον περιμένει το πράσινο λιβάδι που απλώνεται ως το κτίριο των ανθρωπιστικών επιστημών, κι ακόμα πιο πέρα, ως τη λαμπερή τζαμόπορτα του ιατρείου, που αντανακλά το πρωινό ηλιόφως. Του άρεσε το λιβάδι αυτή την ώρα, του θύμιζε ένα τοπίο της χώρας του, αυτής που είχε αναγκαστεί να εγκαταλείψει για πάντα, ένα τοπίο με ιτιές πλάι σε ένα μικρό ποτάμι που τρέχει στην κοιλάδα. Παρ’ όλους τους πόνους του, ή μάλλον ακριβώς λόγω των πόνων του, αναλογίσθηκε τη μακρινή, χαμένη πατρίδα.
Μόλις έστριψε τη γωνία, συνέβησαν δύο πράγματα. Κοίταξε τη λαχταριστή, πλατιά χλοϊσμένη έκταση κάτω από το πρωινό ηλιόφως. Την ίδια στιγμή κοίταξε και τα τρία τέσσερα περίπτερα στην άκρη του λιβαδιού, στο λιθόστρωτο πλάι στο κτίριο των Οικονομικών Επιστημών. Συνήθως φρόντιζε ν’ αποφεύγει αυτά τα περίπτερα. Εκεί οι αριστεριστές φοιτητές εξέθεταν μαρξιστικά βιβλία και αντιιμπεριαλιστικές μπροσούρες, και πουλούσαν μπλουζάκια με την εικόνα του Τσε Γκεβάρα, του Μαρξ και των άλλων γενειοφόρων κλασικών. Ίσως να προσπερνούσε δίχως να δώσει την παραμικρή προσοχή, ίσως να διάβαινε πλάι τους δίχως να στρέψει το κεφάλι, δίχως να κοιτάξει τα πλήθη των νέων που σύχναζαν μονίμως εκεί πέρα, ίσως, όπως πάντα, να άνοιγε το βήμα καταφεύγοντας στη χλόη, την πρασινάδα, τη χλωροφύλλη, τη μαλακή γη, τις αναμνήσεις, το χώμα που βουλιάζει απαλά σαν το πατάς. Οπωσδήποτε θα έκανε κάτι άλλο από αυτό που έκανε, οπωσδήποτε η ζωή του δε θα είχε πάρει έναν τόσο διαφορετικό δρόμο, αν εκείνο το συφοριασμένο πρωί δεν τον πονούσε το δόντι, αν δεν είχε περάσει μια φριχτή νύχτα, αν τα νεύρα του δεν ήταν εντελώς σπασμένα, αν δεν ήταν τόσο παραζαλισμένος, τόσο θολωμένος. Ο μαυρομάλλης φοιτητής, με το μαντίλι γύρω στο λαιμό, μοίραζε προκηρύξεις στους περαστικούς, που τις έχωναν στις τσέπες τους ή τις διάβαζαν συνεχίζοντας το δρόμο τους. Μερικοί τούς έριχαν μια ματιά και τις πετούσαν στο πρώτο καλάθι σκουπιδιών, κι άλλοι, κρατώντας τες στο χέρι, έμπαιναν σε κάποιο περίπτερο. Μια καθημερινή εικόνα που ο Μιχαήλ Σεβτσένκο τη γνώριζε πολύ καλά. Ίσως να πέρασε πολύ κοντά από το φοιτητή, ίσως πάλι εκείνος να τον διάλεξε εντελώς τυχαία. Όπως και να ’ταν, ο νεαρός προχώρησε ξαφνικά προς αυτόν και του έτεινε το κόκκινο, το κατακόκκινο χαρτί με τα χοντρά μαύρα γράμματα. Ο Μιχαήλ Σεβτσένκο έγνεψε αρνητικά, πολύ ανάλαφρα, και τάχυνε το βήμα. Αλλά, ειδικά εκείνο το πρωί και ποτέ πριν, ο νεαρός έτρεξε μπροστά του, έτσι του φάνηκε του Σεβτσένκο, και ανέμισε προκλητικά το φυλλάδιο μπροστά στο πρόσωπο του. Ο Σεβτσένκο σταμάτησε και κοίταξε το νεαρό κατάματα. — Σας παρακαλώ, δε θέλω να πάρω αυτό το χαρτί, είπε. — Εντάξει, είπε ο νεαρός, εδώ είναι ελεύθερη χώρα. — Και γι’ αυτό ακριβώς δε θα το πάρω, είπε ο Σεβτσένκο. — Ε, δεν είστε υποχρεωμένος να το πάρετε, είπε ο νεαρός με το μαντίλι. Έτσι είπε, αλλά δεν παραμέρισε, εξακολούθησε να στέκει μπροστά του προσφέροντάς του το χαρτί. Όχι, δεν το πρόσφερε, το έτεινε εναντίον του, του το ’φερνε στη μούρη. Ο πόνος στον κοπτήρα, τον τρίτο επάνω αριστερά, έγινε αβάσταχτος. Θέλησε να δώσει μια σπρωξιά στο νεαρό και να συνεχίσει το δρόμο του. Αλλά δεν τον έσπρωξε. Έκανε στο πλάι και τον άφησε να στέκεται εκεί με το μάτσο των χαρτιών στα χέρια. — Έι, φώναξε ο μαυρομάλλης μαρξιστής από τα βάθη της Λατινικής Αμερικής, έι, μίστερ, φώναξε. Ο Σεβτσένκο δε γύρισε. Προχώρησε στη χλόη, προς την πορτοκαλιά από τον ήλιο τζαμόπορτα του ιατρείου. Ο πόνος ορμούσε μέσ’ από τα οστά των παρειών στ’ αυτί. Ο νεαρός έτρεξε πίσω του. — Ίσως να σας ενδιαφέρει αυτό, είπε και του έχωσε κάτω από τη μύτη ένα κόκκινο χαρτί. Ο Σεβτσένκο δεν ήταν σίγουρος αν ήταν εκείνο που του είχε προσφέρει πρωτύτερα. — Σας είπα πως δε μ’ ενδιαφέρει, είπε ο Σεβτσένκο κι έσφιξε τα δόντια, έτσι που ο πόνος απλώθηκε προς τον οφθαλμικό ιστό. — Αυτό το είπατε για το προηγούμενο, είπε ο φοιτητής, δεν το είπατε γι’ αυτό. Αργότερα ο φοιτητής δήλωσε πως ο Μιχαήλ Σεβτσένκο όρμησε εναντίον του εκείνη ακριβώς τη στιγμή. Αλλά, στην ανάκριση που επακολούθησε, ο Σεβτσένκο υποστήριξε πως αυτό το έκανε μετά, πως εκείνος που ήρξατο χειρών αδίκων ήταν ο φοιτητής. Πως εκείνος παρέβη πρώτος το νόμο κατά της σωματικής και ακαδημαϊκής του ακεραιότητας. Η αλήθεια είναι πως μήτε για τον Σεβτσένκο ήταν απόλυτα ξεκάθαρο το ποιος επιτέθηκε πρώτος, θυμόταν όμως πολύ καλά ότι θέλησε να ξεφύγει για άλλη μια φορά. Παραμέρισε προς τα αριστερά και σκούντησε με τον ώμο του το φοιτητή, ή ο φοιτητής τον σκούντησε στα πλευρά. Όπως και να ’ταν, μετά από αυτό έκανε καμιά δεκαριά βήματα προς την τζαμόπορτα του ιατρείου. Άστραφτε κόκκινη μέσ’ στο πρωινό φως, τόσο έντονα ώστε ένιωσε την ανάγκη να φορέσει γυαλιά ηλίου. Αλλά σαν έβαλε το χέρι στην τσέπη του σακακιού του για να πάρει τα γυαλιά, έβγαλε μαζί τους και το κόκκινο φυλλάδιο. Τη στιγμή που σπρώχθηκαν ή αγγίχτηκαν, ο φοιτητής του το ’χωσε κλεφτά στην τσέπη. Η τζαμόπορτα άστραφτε κατακόκκινη, ο πόνος τον σούβλισε, χίμηξε στα μάτια, στον εγκέφαλο, τον τρυπάνισε με χίλιες στροφές, με χίλιες στροφές χώθηκε μέσ’ στα μηνίγγια του, τα πάντα συστρέφονταν, περιστρέφονταν, ο πόνος τον τρυπάνιζε, τον τρυπάνιζε έτσι καθώς τρυπανίζουν οι ταχύτατοι τροχοί πίσω από εκείνη την τζαμόπορτα, κατατρώγοντας την οδοντική ουσία, έτσι καθώς ο πρωτόγονος τροχός μακέλευε τα ούλα του σε ένα ιατρείο φυλακής πριν από πολλά πολλά χρόνια, αντιβουίζοντας μέσ’ στο κρανίο του, γεμίζοντας το στόμα του με θραύσματα δοντιών. Στάθηκε. Στράφηκε. Ο φοιτητής στεκόταν πάντα καταμεσής του λιβαδιού με το μάτσο των κόκκινων χαρτιών στο χέρι. Τον πλησίασε. Ο φοιτητής στεκόταν και χαμογελούσε. Ο Σεβτσένκο στήθηκε μπροστά του σφίγγοντας τα δόντια, τσαλακώνοντας εκείνο το κομμάτι του χαρτιού. Αυτή η λεπτομέρεια, αυτή η ουσιώδης λεπτομέρεια αποσιωπήθηκε από τους μάρτυρες: μονάχα τότε ο Σεβτσένκο στήθηκε μπροστά του, όταν κρατούσε εκείνο το τσαλακωμένο χαρτί. Το χαμόγελο του φοιτητή έσβησε. Πισωπάτησε ένα βήμα. — Εδώ, είν’ ελεύ... είπε. Ήθελε να πει και: ...θερη χώρα. Είπε μονάχα ...ρα. Δεν μπόρεσε να πει τίποτα άλλο, γιατί ο Σεβτσένκο του έχωσε την μπάλα του χαρτιού κατευθείαν ανάμεσα στα δόντια. Ανάμεσα στα σφιγμένα δόντια του, γιατί με το άλλο χέρι τον άδραξε από το σβέρκο κι έσπρωξε την μπάλα του χαρτιού ανάμεσα στα χείλη, τα δόντια, ανάμεσα στα κατάγερα άσπρα λατινοαμερικάνικα επαναστατικά δόντια. Ο Σεβτσένκο είδε τον κόσμο που έτρεχε στο λιβάδι προς το μέρος τους, αλλά ήταν πια πολύ αργά, δεν μπορούσε να τον αφήσει, δεν μπορούσε να σταματήσει. Συνήλθε μονάχα ύστερα από μερικά λεπτά, όταν τον αποτράβηξαν από το νεαρό, όταν οι δυο τους, τρέμοντας ακόμα, κοίταζαν ο ένας τον άλλον ψελλίζοντας ακατάληπτες φράσεις, δίχως κανείς τους να έχει καταλάβει τι ακριβώς είχε συμβεί. Πάντως ο επιμελητής Μιχαήλ Σεβτσένκο έφερε ίχνη αίματος στις αρθρώσεις των χεριών, έτσι βεβαίωσαν οι μάρτυρες. Όμως αυτός είχε την εντύπωση πως το κόκκινο χρώμα επάνω του δεν ήταν αίμα αλλά μπογιά από το φυλλάδιο. Δεν έκανε καμιά ανάλυση. Είτε υπήρξε αίμα είτε όχι, το επεισόδιο ήταν ανήκουστο, συνιστούσε μια κατάφωρη προσβολή ενάντια στην ακαδημαϊκή και πολιτική ελευθερία της έκφρασης. Το θέμα πήρε τεράστιες διαστάσεις. Την επομένη βγήκε μια έκτακτη έκδοση της φοιτητικής εφημερίδας με έναν τεράστιο τίτλο στην πρώτη σελίδα: «Ποιος μας βουλώνει το στόμα;» Δίπλα, ένα κακότεχνο σκίτσο που έδειχνε το φοιτητή με την μπάλα του χαρτιού ανάμεσα στα δόντια. Στο τμήμα των Ανθρωπιστικών Επιστημών διοργανώθηκε μια δημόσια συζήτηση περί ακαδημαϊκών ελευθεριών. Το πανεπιστήμιο γέμισε από δυσφημιστικές αφίσες κατά του Σεβτσένκο. Η τοπική τηλεόραση σχολίασε το γεγονός στο βραδινό δελτίο ειδήσεων. Οι καθηγητές του διάσημου πανεπιστημίου εκλήθησαν σε έκτακτο συμβούλιο. Ο επιμελητής Σεβτσένκο δεν παραβρέθηκε λόγω πονόδοντου. Έστειλε μια γραπτή αναφορά για το γεγονός, όπου απόδειχνε πως ο πρώτος βιαιοπραγήσας ήταν ο φοιτητής, που του έχωσε με το ζόρι το φυλλάδιο στην τσέπη, τη στιγμή που εκείνος το είχε αρνηθεί με πολλή ευγένεια. Δε μίλησε για τη δική του σχέση με την ελευθερία της έκφρασης. Μήτε για τον πονόδοντό του. Ο κοσμήτορας του τηλεφώνησε και του εξήγησε πως το είχε παρακάνει, πως, ναι, γνώριζε το παρελθόν του, αλλά στη συγκεκριμένη περίπτωση η συμπεριφορά του υπήρξε ασυγχώρητη. Κοντολογίς, καλύτερα να άλλαζε πανεπιστήμιο, επάγγελμα, αν ήταν δυνατό, τον ίδιο τον εαυτό του. Ο Σεβτσένκο άλλαξε τα πάντα. Υπέβαλε παραίτηση. Μετακόμισε. Βρήκε δουλειά σαν διορθωτής σε μια ασφαλιστική εταιρεία. Η δουλειά ήταν κυρίως νυχτερινή. Κακοπληρωμένη και πληκτική. Αλλά είχε μοναξιά και ησυχία. Μονάχα αυτό λαχταρούσε πια: μοναξιά και ησυχία. Στα χρόνια που ακολούθησαν, διόρθωνε τα ασφαλιστικά έντυπα τη νύχτα, και την ημέρα περπατούσε στο πάρκο και καθόταν με τις ώρες πλάι στο ποταμάκι όπου φύτρωναν ιτιές. Ο κούφιος κοπτήρας, ο τρίτος επάνω αριστερά, έπεσε από μόνος του. Το ούλος μολύνθηκε και μάζεψε πύον, αλλά η γυναίκα του τού έγιανε την πληγή με χαμομήλι που τους έστελναν από την πατρίδα. Τα Σάββατα και τις Κυριακές, όταν δεν είχε νυχτερινή υπηρεσία, προσπαθούσε να κοιμηθεί, γιατί οι κλεφτοί πρωινοί ύπνοι μέσ’ στην εβδομάδα δεν μπορούσαν να τον ξεκουράσουν. Η γυναίκα του, που κάθε βράδυ έκανε ηλίθια ζάπινγκ μπροστά στην τηλεοπτική οθόνη, αναγκαζόταν να τρέχει κάθε τόσο κοντά του και να τον ταρακουνάει με δύναμη για να σταματήσει τα βογγητά —κάποτε και τις κραυγές— που έβγαζε στον ύπνο του. Ο Μιχαήλ Σεβτσένκο δεν βογγούσε εξαιτίας των πόνων στα δόντια, στα οστά των παρειών, στο μάτι και στα μηνίγγια. Βογγούσε γιατί έβλεπε έναν εφιάλτη, πάντα τον ίδιον. Από πάνω του έσκυβε ο αλμπάνης της φυλακής, εκεί στη μακρινή πατρίδα, εκεί στα μακρινά χρόνια. Όταν ο Σεβτσένκο έγερνε το κεφάλι του στο πλάι, έβλεπε στον απέναντι τοίχο την κόκκινη πινακίδα με τα χοντρά μαύρα γράμματα. Και το πρόσωπο του αλμπάνη γινόταν όλο και περισσότερο το νεαρό πρόσωπο του μαυρομάλλη φοιτητή με το μαντίλι γύρω στο λαιμό. μτφρ. Λόισκα Αβαγιανού μπλαζέ: αυτός που φανερώνει αδιαφορία και βαριεστημάρα, ενδεχομένως και υπεροψία. Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής
ΣΧΟΛΙΟ
Το έξοχο πολιτικό διήγημα του Ντρόγκο Γιάντσαρ εστιάζεται στον διαπληκτισμό ενός πολιτικού πρόσφυγα από την Ανατολική Ευρώπη με νεαρό Λατινοαμερικανό αριστεριστή, στον χώρο μεγάλου αμερικανικού πανεπιστημίου. Σε πρώτο πλάνο, η αφήγηση παρουσιάζει με πικρή ειρωνεία τη σύγκρουση δύο ανθρώπων που εγκατέλειψαν τις εξίσου καταπιεσμένες και ανελεύθερες πατρίδες τους για να αναζητήσουν στο αμερικανικό έδαφος την πολυπόθητη ελευθερία (την οποία ωστόσο, όπως είναι αναμενόμενο, προσεγγίζουν από δραματικά ασύμβατες οπτικές γωνίες). Μεταθέτοντας ο ένας στο πρόσωπο του άλλου την εικόνα του αντιπάλου (που καθένας μεταφέρει από τη δική του ιστορική εμπειρία), οι δύο χαρακτήρες εμπλέκονται σε ένα είδος συμβολικής αντιπαράθεσης που, καθώς συντελείται στο ουδέτερο και «εργαστηριακό» έδαφος του αμερικάνικου πανεπιστημίου, στερείται οποιασδήποτε πολιτικής σημασίας. Η ειρωνεία ολοκληρώνεται με την τιμωρία του επιμελητή, που υποχρεώνεται να εγκαταλείψει το πανεπιστήμιο και τη σταδιοδρομία που έχει με κόπο οικοδομήσει (και να εξοριστεί για δεύτερη φορά, τώρα εντός εξορίας) ως παραβάτης των κανόνων της ακαδημαϊκής και πολιτικής ελευθερίας (η διεκδίκηση της οποίας ήταν βέβαια η αιτία του αρχικού εκπατρισμού του). Σε δεύτερο πλάνο, η αφήγηση υποβάλλει τη δραματική νοσταλγία του πολιτικού πρόσφυγα για την πατρίδα στην οποία, όπως πιστεύει, δεν θα μπορέσει ποτέ να επιστρέψει, την πεισματική του άρνηση να προσαρμοστεί στον αμερικανικό τρόπο ζωής και να αλλάξει «τον ίδιο τον εαυτό του» (σε αντίθεση με τη γυναίκα του, που εμφανίζεται πλήρως προσαρμοσμένη: «κάθε βράδυ έκανε ηλίθια ζάπινγκ μπροστά στην τηλεοπτική οθόνη»). Στο πλαίσιο αυτό, ο διαπεραστικός πονόδοντος ανάγεται σε κεντρικό σύμβολο του διηγήματος. Η επίμονη παρουσία του αποκαλύπτει, με οξύτατη ενάργεια, αφενός την αδυναμία του πρωταγωνιστή να απαλλαγεί από τη σκληρή μνήμη του παρελθόντος του (να ξεχάσει την ιστορία του) και, αφετέρου, την απόφασή του να υποστεί τον πόνο, και να διατηρήσει ζωντανή τη μνήμη της ταυτότητάς του, ως το τέλος, χωρίς να αποδεχτεί την ανακούφιση (και τη λήθη) που υπόσχεται το θαύμα της αμερικάνικης τεχνολογίας.
ΕΡΩΤΗΣΕΙΣ
DRAGO YANČAR (γενν. Μάριμπορ 1948). Σλοβένος πεζογράφος, θεατρικός συγγραφέας και δοκιμιογράφος. Σπούδασε νομικά και ασχολήθηκε με τη δημοσιογραφία. Το «Επεισόδιο στο λιβάδι» περιέχεται στη συλλογή διηγημάτων Το βλέμμα του αγγέλου, που εκδόθηκε το 1992. |