Β27
ΠΛΗΚΤΙΚΟ ΑΠΟΓΕΥΜΑ— ΑΝΤΕ, ΣΗΚΩ, είχες πει όχι απόψε θα βγαίναμε μαζί σου αν έκανε καλό καιρό και τώρα θέλει να μας βγάλει η Χουάνα. Πές της να μη μας βγάλει. Μας το ’πες χθες ότι θα βγαίναμε μαζί σου, έτσι; Μάλωσέ τη γιατί δεν μας αφήνει να μπούμε και λέει ότι θα μας δείρει, αν μπούμε, και έσπρωξε τον Ερνέστο και τώρα κλαίει εκεί έξω, δεν τον ακούς: Άντε, γιατί κοιμάσαι, όλο κοιμάσαι, σε βαρέθηκα. — Χριστέ μου, τι παιδί, δεν μιλάνε έτσι στη μαμά, είν’ αμαρτία. Με συγχωρείτε, κυρία, δεν τα βγάζω πέρα μαζί τους, κάνουν του κεφαλιού τους. Έλα, κούκλα μου, της μαμάς τής πονάει το κεφάλι, η Χουάνα θα σας πάει στο πάρκο. — Αλλού αυτά, δεν είναι άσκημα, πριν μιλούσε με τις ώρες στο τηλέφωνο και γελούσε. Νομίζει ότι βρέχει, γιατί δε βλέπει φως, θα σηκώσω τα ρολά να δεις τι καλό καιρό κάνει, να μας πας στο έργο με τη ζούγκλα, έλα σήκω, αυτό με την αρκούδα που μαθαίνει στο παιδάκι να χορεύει και μετά πάει και τρώει όλες τις μπανάνες απ’ τη φοινικιά κι η αρκούδα κλαίει, δεν ξέρω γιατί. — Είναι το έργο που είδαν την Κυριακή μαζί μου. Άσε κάτω τα ρολά, αχ, τι παιδί, έλα πάμε στο πάρκο, είπα. Αυτό το έργο το ’χετε δει. — Ναι, αλλά ο Ερνέστο δεν το καταλάβαινε κι η μαμά θα του το εξηγήσει, αλήθεια, μαμά; Στον μπαμπά λες ότι μας τα εξηγείς όλα κι ότι σ’ αρέσουν τα παιδικά έργα κι εκείνος θέλει να έρχεσαι μαζί μας και να μας τα εξηγείς, αλλά όποτε έρχεται η Χουάνα ξέρει μόνο να γελάει και να περνάει καλά αυτή και να λέει ότι αυτή είναι η αρκούδα ναι, αυτή είναι αλλά εγώ λέω γιατί έκλαιγε η αρκούδα. Μαμά, η Χουάνα με σπρώχνει, να μη με σπρώχνει. — Α, μην αρχίζετε Ανίτα, παιδί μου, αφήστε με ήσυχη. Ξεκόλλα από πάνω μου. Καλά θα κάνεις να χτενιζόσουνα. Θα πάμε άλλη μέρα. — Ναι πώς, όλο «άλλη μέρα» λες, αλλά εγώ δεν πάω στο πάρκο γιατί βαριέμαι με τη Μαρισόλ κι όταν εκείνη δεν είναι, βαριέμαι ακόμα περισσότερο. — Ακούστε, μην τους δίνετε σημασία, σ’ αυτό το συρτάρι υπάρχουν χρήματα. Αν βαρεθούν το παιχνίδι, τους πηγαίνετε να δουν το ζωολογικό κήπο και μετά μπορείτε να κολατσίσετε σε μια καφετέρια που τους αρέσει. Χτενίστε τους λιγάκι. — Εγώ δεν πηγαίνω με τη Χουάνα στην καφετέρια, γιατί κάνει την κυρία κι εγώ ντρέπομαι. — Αρκετά, βαρέθηκα πια. Θα πάτε με τη Χουάνα όπου σας πάει εκείνη. Έληξε η συζήτηση. Κάνει καλό καιρό, Χουάνα; — Μάλιστα, κυρία. Πάρα πολύ καλό. — Εμπρός, δώσε μου ένα φιλάκι και πες στον Ερνέστο να μην κλαίει, θα βγούμε αύριο. — Ψέματα, είσαι ψεύτρα, δεν σ’ αγαπάω, ούτε ο Ερνέστο σ’ αγαπάει. — Πάψε, κορίτσι μου. Δε λένε τέτοια πράγματα στη μαμά, γιατί θα φωνάξει τον μπαμπούλα. Σας παίρνω ένα κατοστάρικο. Άντε ξεκινήστε. Καλή ξεκούραση, κυρία. Να σας μαζέψω αυτά τα ρούχα που ’χετε διπλωμένα εδώ; — Όχι, αφήστε τα, Χουάνα. Δοκίμαζα προηγουμένως τα καλοκαιρινά φορέματα, αφήστε τα τώρα, σας παρακαλώ, πρέπει πρώτα να δω τι πρέπει να πάω στο καθαριστήριο και τη μοδίστρα, αχ τι κουραστικά παιδιά, πάρτε τους πια να μην τους ακούω, μη μαζεύετε τίποτε σας λέω, δεν σας είπα να τους πάρετε επιτέλους, πάψε Ανίτα, για όνομα του Θεού, φύγετε, θα μ’ αφήσετε στην ησυχία μου; Αφήστε με ήσυχη! Αρκετή ώρα μετά τη φασαρία που συνόδευσε την αναχώρηση των παιδιών (ένα τέταρτο, μισή ώρα;) η λέξη ησυχία συνέχιζε να βολοδέρνει πάνω στους τοίχους του δωματίου σα μια παγιδευμένη χρυσόμυγα που επέμενε να κυκλοδρομεί συνέχεια πάνω από ένα σωρό καλοκαιρινά φορέματα πεταμένα στην πολυθρόνα και το κρεβάτι. Στο μισοσκόταδο, ξεχωρίζουν μεταξύ τους σαν τις ξεχασμένες φυσιογνωμίες φίλων που ξανασυναντιούνται. Το μπλε, το ριγέ, το μπλουτζίν παντελόνι, το κόκκινο, η μπλούζα που δεν άρεσε στον Αντόνιο... Κάτι πρέπει να κάνει μ’ αυτό, τουλάχιστον με το ριγέ που στοίχισε τρεις χιλιάδες πεσέτες. Η γυναίκα ανακάθεται, κοιτάζει το ταβάνι. Για μια στιγμή η σκέψη της φεύγει από τα ταγιέρ με τη θέα μιας σταλαγματιάς που το σχήμα της θυμίζει φώκια, μετά σκέφτεται πως έτσι, με το καθισιό, μπορεί να περάσει ολόκληρο απόγευμα και πως θα ’ταν καλύτερα να πάει στο σπίτι της μοδίστρας, παρόλο που βαριότανε και να της πει τι αλλαγές ήθελε. Έχει μπροστά της όλο τ’ απόγευμα, τα παιδιά δεν θά ’ρθουν μέχρι τις εφτάμισι και τελικά δεν θα κοιμηθεί. Θα έπρεπε να προσπαθήσει πολύ για να κοιμηθεί, αλλά η ίδια αυτή σιωπή στο άδειο σπίτι την έχει εκνευρίσει, η ίδια η ηχώ της λέξης που ξεστόμισε στάθηκε εκεί ανεβοκατεβαίνοντας τους τοίχους και διώχνοντας τον ύπνο που φαινόταν να την κυριεύει. Όχι, δε νυστάζει καθόλου, η νύστα δεν βαραίνει τα μάτια της. Κοιτάζει το ταβάνι ενώ σκέφτεται πως πρέπει να το ξαναβάψει και τα μάτια της στριφογυρίζουν κάτω απ’ τα βλέφαρα, ανήσυχα, χωρίς να ξέρουν πού ν’ αναπαυτούν. Βέβαια να κοιμηθεί θα ήταν μια λύση· αυτό το σίγουρο και μηχανικό καπρίτσιο θα ήταν μια επίπλαστη επιθυμία που θα δεχόταν χωρίς διάθεση ή χαρά, στο όνομα κάποιων απώτερων σκοπών, όπως θα ’ταν στην προκειμένη περίπτωση το να σταματήσει να κοιτάζει το ταβάνι και να φαντάζεται τον οποιονδήποτε μπογιατζή να βγάζει όλα τα τζουμπλέκια στο διάδρομο τη μέρα που επιτέλους θά ’ρθει: ή ακόμα, να σταματήσει να νιώθει στα πόδια του κρεβατιού αυτόν τον εκβιαστικό μπόγο των ρούχων, που ανασύρει ένα χρόνο παρελθόντα και που υποβάλλει σχέδια για τον επόμενο. Όχι, δεν είναι κουρασμένη, ξεσκεπάζεται, τεντώνει τα μακριά λευκά πόδια της, τα κοιτάζει ικανοποιημένη, τι κρίμα που η μίνι φούστα δεν ήταν στη μόδα στη δεκαετία του ’40. Μπα, είναι φανερό πως δεν έχει όρεξη να κοιμηθεί. Αλλά μήπως έχει όρεξη να πάει και στη μοδίστρα; Σηκώνεται, το ριγέ τουλάχιστον θ’ άξιζε τον κόπο να το επιδιορθώσει, η μόδα έχει αλλάξει τόσο πολύ. Το πιάνει και το ξεχωρίζει απ’ τα υπόλοιπα. Καλά θα ’ταν να ’βρισκε τη διάθεση να φθάσει μέχρι το Ρίος Ρόσας στο σπίτι της Βιθέντα, το 18 την αφήνει κοντά, να δοκίμαζε το φόρεμα σ’ εκείνο το δωμάτιο με τα παλιομοδίτικα μπιμπλό που μυρίζει κλεισούρα και να τα τέλειωνε όλα το ίδιο αυτό βράδυ, ν’ αποφάσιζε μαζί της εκεί: «Κοιτάξτε, θα ήθελα...» αλλά αυτή η Βιθέντα της σπάει τα νεύρα, έτσι που τη βλέπει να στέκεται πίσω από τον καθρέφτη, σαν κούτσουρο, ατάραχη, με τα βατραχίσια μάτια της να την κοιτάζουν και μ’ εκείνη την άχρωμη φωνή «δεν σας πέφτει άσχημα... όχι, εάν θέλετε να το ξηλώσετε, εγώ σας το ξηλώνω... εγώ, ό,τι μου πείτε εσείς... ωραία εντάξει... τότε λοιπόν, λοξό;» Δεν παίρνει τίποτα στα ζεστά, δεν σε βοηθάει ν’ αποφασίσεις. Είναι διαφορετική απ’ την Κάρμεν την κομμωτριούλα, τι χάρμα γυναίκα, με το που σε βλέπει να μπαίνεις σε κάνει να ’χεις διάθεση για τα πάντα, έτσι πρέπει, γιατί ένα επάγγελμα δεν είναι μόνο να ξέρεις να ράβεις ή να χτενίζεις, είναι ακόμα να καταλαβαίνεις τι θέλει ο πελάτης, ή και να τον κάνεις να θέλει κάτι. Φόρεσε το ριγέ φόρεμα, το ύφασμα εξακολουθεί να είναι υπέροχο, αλλά είναι πολύ τσαλακωμένο, κι έτσι άσπρη που είναι δεν την κολακεύει. Και το φερμουάρ το ανεβάζει με πολλή δυσκολία κυρίως απ’ τη μέση και πάνω. Πιάνει το στομάχι της, προσπαθεί να το σφίξει κι αυτό φαίνεται στο πρόσωπό της που παίρνει μια έκφραση αγωνίας κι αηδίας. Βρίσκει φρικτό τον εαυτό της και καταλαβαίνει ότι αυτό που χρειάζεται είναι ένας καλός λόγος κι ότι η Βιθέντα δεν της κάνει. Βγάζει το φόρεμα και τ’ αφήνει να πέσει στο πάτωμα, πηγαίνει προς το παράθυρο, το κορμί της ανάμεσα στον αφαλό και το κάτω μέρος του σουτιέν χαλαρώνει ανάλαφρα, απαλλαγμένο απ’ το βλέμμα που την επόπτευε πριν λίγα λεπτά. Απ’ το διάπλατα ανοιχτό παράθυρο μπαίνει τώρα το μουρμουρητό ενός ηλιόλουστου και κουραστικού απομεσήμερου, ένας απόηχος από κόρνες και ξεφωνητά κι αυτή η πρώτη μαγιάτικη κουφόβραση. Η λέξη ησυχία παύει και να βουίζει και το σκάει στο δρόμο σα να ήταν πραγματικά χρυσόμυγα. Μέσα στο άπλετο αυτό φως διακρίνεται καθαρά η ηλικία της σαραντάχρονης γυναίκας. Είναι αχτένιστη και με την κομπινεζόν μπροστά στον καθρέφτη και περνάει ανόρεχτα τα δάχτυλά της απ’ το κεφάλι της, ένα κρίσιμο μέρος στο σώμα της όπου ο χρόνος άφησε τα ίχνη του. Τα μαλλιά της έχουν αραιώσει κι είναι βαμμένα στην απόχρωση που είχαν τα νομίσματα πριν τον πόλεμο. Αν τα έκοβε; Δυναμώνουν κι άλλωστε την κάνουν πιο νέα. Ακόμα, το πλεονέκτημα που έχει το κομμωτήριο είναι ότι βρίσκεται τόσο κοντά που δεν έχει καιρό ν’ αλλάξει γνώμη. Βάζει ένα φόρεμα στην τύχη και βγαίνει στο δρόμο. Τ’ άφησε όλα ανακατωμένα αλλά θα τα μαζέψει η Χουάνα. Στο δρόμο της παρόλο που το κομμωτήριο είναι κοντά, βρήκε ένα περίπτερο και κοντοστάθηκε. Από τις χρωματιστές φωτογραφίες σ’ όλα τα εξώφυλλα των περιοδικών, οι εικοσάχρονες όλου του κόσμου, αυτές που γεννιόντουσαν ή κυοφορούνταν στο Τορίνο, τη Σοβιετική Ένωση, το Όσλο ή το Μαϊάμι όταν εκείνη αντίστοιχα ήταν εικοσάχρονη και τραγουδούσε τραγούδια που τώρα ξανάρθαν με τα γυρίσματα της μόδας, την καρφώνουν κοροϊδευτικά με το γλαρό ή χαμογελαστό τους βλέμμα και με τα ίσια και μακριά μαλλιά τους, με κότσους, με πλεξούδες, με περούκες, με μπούκλες. Σκέφτεται ότι ίσως είναι ανοησία να κόψει τα μαλλιά της, ότι είναι σχεδόν σίγουρο πως δεν θ’ αρέσει στον Αντόνιο κι όλα της τα πρώτα σχέδια ξαναπέφτουν στο κενό. Φτάνει στο κομμωτήριο μουδιασμένη. — Τι έκπληξη, μαύρα μάτια κάναμε να σας δούμε. Τι θα φτιάξετε; — Λούσιμο και φορμάρισμα. Δεν ξέρω αν τα κόψω κιόλας λιγάκι. Όχι πολύ, όπως τα κόψατε στην κυρία Σοριάνο προχθές, ξέρετε τι εννοώ, να τις μύτες μπροστά λίγο πιο μακριές, αλλά να είναι ίσια αν και δεν ξέρω πώς θα μου πήγαινε εμένα... ξέρω κι εγώ τι να τα κάνω τα μαλλιά μου, Κάρμεν, σου μιλάω ειλικρινά. — Μην ανησυχείτε θα γίνουν πολύ ωραία, κατάλαβα τι μου λέτε. Όμως γιατί δεν μ’ ακούτε, πάντοτε σας το ’λεγα, αυτό που θα έπρεπε να κάνετε είναι να τα φτιάξετε μες, θα σας πήγαιναν χάρμα οι μες. — Νομίζεις; — Βέβαια, και μάλιστα θα σας τις φτιάξω τώρα αμέσως. — Σήμερα Κάρμεν, δεν ξέρω..., δεν τ’ αποφασίζω. — Α, εγώ όμως τ’ αποφασίζω κι είμαι εγώ που πρέπει να σας τις φτιάξω. Θέλετε να ομορφύνετε, δεν είν έτσι; — Έτσι είναι. — Έ, λοιπόν, αν θέλετε να ομορφύνετε, να μην ανησυχείτε καθόλου. Αφήστε το σ’ εμένα κι εγώ θα σας κάνω όμορφη. — Καλά, αλλά αν θυμώσει μετά ο άντρας μου, το φταίξιμο θα ’ναι δικό σου. — Σύμφωνοι, να μας τον στείλετε εδώ. Ένας σύζυγος όμως δεν θυμώνει όταν βλέπει τη γυναίκα του όμορφη. — Δεν ξέρω, δεν θα καθυστερήσω πολύ; — Τίποτα, τι να καθυστερήσετε, δώστε μου τη ζακέτα σας. Πέπι, άρχισε να λούζεις την κυρία. Κάτω απ’ όλα τα σεσουάρ τα κεφάλια σηκώθηκαν για να τη δουν που περνούσε με τα βρώμικα και αραιά μαλλιά της. Ακόμα μπορεί να φύγει, να πει ότι θα επιστρέψει μετά, αλλά ξέρει πως δεν θα το κάνει. Την έχει ξανανιώσει αυτή τη μαγεία του να συνεχίζει να προχωράει παρά το φόβο που αρχίζει να την καταλαμβάνει καθώς φαντάζεται τον εαυτό της τόσο αλλαγμένο, αυτό το φόβο που κεντρίζει με το άγνωστο και συγκεκριμένα με την κρίση του Αντόνιο. «Τρώγεσαι με τα ρούχα σου. Και πάντοτε φταίνε τα νεύρα σου. Αλλά, νεύρα με τι, από κούραση, από τι; σε ρωτάω. Υπηρεσία, βοηθό και τα παιδιά όλο το πρωί στο σχολείο. Η αλήθεια είναι ότι δεν σε καταλαβαίνω, Ισαμπέλ, σκέφτεσαι μόνο πώς να ξοδεύεις, θα ’πρεπε να κοιτάξεις γύρω σου, τον κόσμο λίγο πιο έξω που έχει ένα σωρό προβλήματα και πραγματικές δυσκολίες»... Αυτά θα πει. Αν δεν του αρέσουν οι μες ή αν έρθει κουρασμένος από το ιατρείο, σίγουρα θα βγάλει στην επιφάνεια τις δυσκολίες των άλλων και θα της διηγείται βαριές περιπτώσεις αρρώστων σα να ’ταν παπάς. Και τι σχέση έχει αυτή με τους άλλους; Μια φορά μόνο ζούμε κι η ζωή τελειώνει, στον καθένα τελειώνει η δική του. Ο κόσμος υποφέρει πολύ σύμφωνοι, αλλά ο καθένας υποφέρει όσο του αναλογεί, με τις δικές του τις σκοτούρες κι έληξε. — Σας πονάω; — Όχι, κούκλα μου. — Σας έβαλα σαμπουάν αυγού. Τι ωραία που λούζει το κεφάλι της αυτό το κορίτσι, πόσο ξεκουράζει αυτή η πίεση των παιδικών σχεδόν δαχτύλων στο τριχωτό δέρμα. Ο κόσμος που κάνει καλά τη δουλειά του είναι συμπαθητικός, άλλωστε αφού πληρώνονται πρέπει να την κάνουν καλά. — Τελειώσαμε, περάστε από δω. Οι κυρίες του σεσουάρ σκύβουν για να την ξανακοιτάξουν καθώς περνάει με τυλιγμένη την πετσέτα στο κεφάλι της και με λίγα τσουλούφια που έχουν ακόμα το χρώμα των προπολεμικών νομισμάτων. Μετά δεν θα την αναγνωρίσουν. Ίσως είναι καλύτερη ή χειρότερη, πάντως θα είναι διαφορετική. Η αναποφασιστικότητά της εξανεμίζεται. Η Κάρμεν τη φώναξε: «Ελάτε από δω» και σταμάτησε κάπως απότομα τους πρώτους δισταγμούς της. «Αφήστε το σ’ εμένα». Αφήνεται πραγματικά στα έμπειρα χέρια που με προσοχή κι αποτελεσματικότητα αρχίζουν να δουλεύουν επιδέξια στο κεφάλι της. Ήταν ό,τι χρειαζόταν αυτό το απόγευμα· καλή διάθεση για να συνεχίσει να εμφανίζεται με μια θέληση που δεν έχει, αφού αυτό που ακριβώς ζητούσε ήταν ν’ αναλάβει κάποιος το ρόλο της: αναζητούσε αυτή την αίσθηση του να αφεθεί σε κάποιον που θα είχε το πρόσταγμα, αυτή που, μικρό κοριτσάκι, πίεζε τον εαυτό της να διαλέξει το ρόλο του άρρωστου όταν έπαιζαν τους γιατρούς. Αλλά το γιατρό, λίγα κοριτσάκια ήξεραν να τον παίζουν καλά. Να τη κιόλας με κοντά μαλλιά, της φαίνονται περίεργα, αλλά δεν πειράζει, έχει εμπιστοσύνη στην Κάρμεν. Τώρα της τα χωρίζει σε τσουλούφια που βρέχει προσεχτικά μ’ ένα πινέλο βουτηγμένο σ’ ένα γκριζωπό υγρό. Το υγρό το ’χει βάλει σ’ ένα κεσέ από γιαούρτι. Σκέφτεται αφηρημένα ότι τα παιδιά θα κολατσίζουν, ότι αυτή η ιστορία με τις μες τραβάει σε μάκρος κι ότι δεν θα τη βρούνε στο σπίτι όταν γυρίσουν, αλλά είναι μια σκέψη ουδέτερη, χωρίς καμιά φόρτιση με τύψεις ή ανησυχία. Όταν φτάνει σπίτι της είναι σαν να σαπίζει σ’ ένα γνώριμο κι ευχάριστο μέρος, να ξυπνάει η συνείδησή της, να σταματά να ονειροβατεί ανάμεσα σε διαφορετικές εκδοχές, να ακινητοποιεί για λίγο αυτή τη φυσαλίδα, την ίδια της την εικόνα που ο αέρας την παίρνει από δω κι από κει. Τώρα η Κάρμεν τής αφήνει ένα πανεράκι με τσιμπιδάκια και μπιγκουτί και της ζητάει να της τα δίνει ένα ένα. Εκείνη υπακούει πειθήνια. Δεν σχολιάζουν τίποτα, ένα ελαφρό χαμόγελο συνενοχής είναι αρκετό, όταν τα μάτια τους συναντιόνται στον καθρέφτη. Ξέρουν και οι δυο με το παραπάνω ότι διατάζει αυτή που στέκεται πίσω της. Τώρα της φοράει το φιλέ και τα πλαστικά καλύμματα για τ’ αυτιά. — Εντάξει είμαστε. Περάστε στο σεσουάρ. Πέπι, περιοδικά για την κυρία. Βρίσκεται σε αναμονή ξαναβλέποντας τα πρόσωπα της επικαιρότητας, τα αισθηματικά προβλήματα της επικαιρότητας, τη μόδα της επικαιρότητας. Μήνα το μήνα, η μόδα ανεβαίνει και κατεβαίνει ιλιγγιωδώς, είναι πια τόσο δύσκολο να ’σαι μέσα σ’ όλα, να τα μαθαίνεις όλα. Αυτά που βγαίνουν στα εικονογραφημένα περιοδικά μεταμορφώνονται συνέχεια και λανσάρουν τη ζωή και τον έρωτα και παρόλο που αυτές οι μεταμορφώσεις μπορεί να ’ναι νοικιασμένες απ’ τα κομμωτήρια, είναι τόσο γοητευτικές. Γι’ αυτήν όλα είναι ίδια, τα Σάββατα δειπνά με τους ίδιους φίλους, κοιμάται με τον ίδιον άντρα, μαλώνει τα ίδια παιδιά για τα ίδια πράγματα· αν αλλάξει κάτι, θα είναι υπηρέτρια ή υδραυλικό. Όσο και να παίρνουν, δεν μπορεί να θεωρήσει ακριβή αυτή τη στιγμή της αλχημείας, αυτή την αναμονή του καινούριου ενώ την περιποιούνται, την προσέχουν και την κατευθύνουν. — Να σας το χαμηλώσω λιγάκι; — Ναι, με καίει πολύ. Πρέπει να ’μαι σχεδόν έτοιμη. — Όχι, όχι. Χρειάζεστε λίγο ακόμα. Θέλετε άλλα περιοδικά; Η Ζακελίν Ωνάση είναι σ’ όλα. Οχυρωμένη πίσω απ’ τα σκούρα της γυαλιά, προγευματίζει σ’ ένα λιμάνι, κοιμάται σ’ άλλο, ενώ λικνίζεται στα κύματα της Αδριατικής μέσα στο γιοτ της που το σημαδεύει ο τηλεφακός όλων των φωτογράφων του κόσμου σαν τη γυναίκα εκείνου του παλιού τραγουδιού: «Πλέει για το Κάιρο η κυρία/ μέσα στο γιοτ της το δυτικό»... Τότε τις λέγανε μοιραίες γυναίκες κι υπήρχαν λιγότερες, σχεδόν όλες απ’ το σινεμά, απαγορευμένες και μακρινές, σε ρόλους που υποδύονταν η Μάρλεν ή η Τζόαν Κρόφορντ. Πόσο τη συγκινούσαν οι μοιραίες γυναίκες όταν πήγαινε σχολείο. Ήταν όμως μια ζήλια διαφορετική απ’ αυτή που αισθάνεται τώρα, ήταν μια ζήλια χαρούμενη που δεν της έκανε κακό... Αναταραχές φοιτητών στη Ρώμη, το Παρίσι, την Αγγλία. Τι να ζητάνε, τι να θέλουνε, με είκοσι μόνο χρόνια στην πλάτη τους; Τους βλέπει σε φωτογραφίες με ταραχές, πετώντας πέτρες, χτυπώντας τους αστυνομικούς, δίνοντας κλοτσιές και δαγκώνοντας, με τα μαλλιά μέσα στα μάτια τους, τόσο όμορφοι και τολμηροί. Δεν ξέρει γιατί διαμαρτύρονται, μακάρι όμως να τους έμοιαζε. Βγαίνει απ’ το σεσουάρ με την αίσθηση ότι έχει πιει πολύ, κόκκινη και με τ’ αυτιά της να βουίζουν. Έχει πέσει το δειλινό και το κατάστημα είναι άδειο. Λυπάται που οι υπόλοιπες κυρίες δεν θα μπορούν να τη δουν. Είναι η καλύτερη στιγμή. Αφήνεται να της βγάλουν τα μπιγκουτί, αφήνεται να τη χτενίσουν, να ξάσουν τα μαλλιά της και να τα βουρτσίσουν και να παρακολουθεί το καινούριο της πρόσωπο να μεταμορφώνεται με το καινούριο χτένισμα. Τα μάτια της γίνονται νοσταλγικά. Της αρέσει. — Πώς σας φαίνεται; — Μου φαίνεται περίεργο. — Έτσι γίνεται πάντα. Αλλά μη μου πείτε ότι σας πάνε άσχημα οι μες. — Άσχημα, όχι, δεν λέω. — Λίγη λακ ακόμα; — Όχι, είν’ εντάξει. Μπορώ να τηλεφωνήσω μια στιγμούλα; — Και βέβαια, περάστε. Το τηλέφωνο βρίσκεται σ’ ένα εσωτερικό δωματιάκι, εκεί που φυλάνε τις παραγγελίες των βαφών και των σαμπουάν. Κάθεται σ’ ένα σκαμνάκι και σχηματίζει τον αριθμό. Μια νεανική γυναικεία φωνή απαντάει μ’ ένα «παρακαλώ» τρυφερό και μουσικό, σαν των μοντέρνων γραμματέων. Είναι η καινούρια νοσοκόμα. — Ο γιατρός Κουέβας; — Είναι απασχολημένος. Είστε από κάποιο ταμείο ή δεν έχετε ασφάλιση; — Είμαι η γυναίκα του. — Περιμένετε μια στιγμή. Δεν ξέρω αν μπορεί να σας μιλήσει. Περιμένει για μια στιγμή και στο τέλος ακούει τη φωνή του Αντόνιο. — Ναι; Είναι ένας τόνος ξερός κι αφηρημένος, όπως πάντα. Γιατί περίμενε κάτι διαφορετικό; Επειδή έκανε μερικές γκρι μες στα μαλλιά της; — Τι κάνεις, έχεις πολλή δουλειά; — Ναι, βέβαια. Έχω επισκέψεις. — Α, τι ώρα θα ’ρθεις στο σπίτι; — Αργά. Έχω έναν τοκετό στο νοσοκομείο. Μη με περιμένεις για φαγητό. — Καλά. Δεν μπορείς να τ’ αναβάλεις; — Τι ερώτηση, Ισαμπέλ ! Μήπως τρέχει τίποτα; —Όχι, τίποτα. Είχα όρεξη να ’βγαινα απόψε. Έχει ωραίο καιρό. — Μα βγήκαμε χτες. Εγώ είμαι πολύ κουρασμένος. — Δεν θα τελειώσεις νωρίς; — Πού θες να ξέρω. Θα πάω στο νοσοκομείο μόλις τελειώσω από δω. — Α καλά. Λοιπόν, αυτά. — Γεια σου. — Γεια σου. Κλείνει το τηλέφωνο και βγαίνει. Η Κάρμεν έχει βγάλει την άσπρη ποδιά και δεν μοιάζει πια με μάγο. Είναι μια ασήμαντη και κάπως γελοία κοπελίτσα. Επαναλαμβάνει πως είναι πολύ όμορφη με τις μες και της παίρνει τριακόσιες ογδόντα πεσέτες. Χαιρετιούνται. Στην πόρτα κοντοστέκεται. — Λέω ν’ αγοράσω κι ένα διχτάκι. Ίσως δε βγω απόψε και δε θα ’θελα να μου χαλάσουν πολύ καθώς θα κοιμάμαι. — Μάλιστα. Θα βάλετε λίγο βαμβάκι αντί για μπιγκουτί όπως σας είπα και τις προάλλες κι από πάνω το διχτάκι. Της το τυλίγει και της το δίνει. — Γεια σου, Κάρμεν, θα τα ξαναπούμε. — Γεια σας, κυρία Κουέβας. Κι όπως είπαμε, αν ο άντρας σας διαμαρτυρηθεί να μας τον στείλετε· να τον γνωρίσουμε κιόλας. — Ούτε λόγος, άλλωστε είναι και πολύ όμορφος. — Κύλησε ο τέντζερης λοιπόν. Θα δείτε τι πειράγματα θα σας κάνει. — Να δούμε. Γεια σου, Κάρμεν. — Γεια σας, κυρία Κουέβας. Έχει ακόμα φως αρκετό γιατί τώρα σκοτεινιάζει αργά. Κι είναι τόσο κοντά στο σπίτι της. Το χειρότερο είναι που γυρίζει. Βαδίζει αργά, βαριεστημένα, σταματώντας κάθε τόσο για να κοιταχτεί στα τζάμια των βιτρινών. Τα παιδιά θα κάνουν μπάνιο. Και η Ζακελίν Ωνάση τι να κάνει; Μερικές κάργες πετούν ψηλά, πάνω απ’ τις ταράτσες των κτιρίων και κρώζουν. Διασχίζει το δρόμο. Διακρίνει πια την εξώπορτα του σπιτιού της. μτφρ. Ελένη Χαρατσή τζουμπλέκια: μικροαντικείμενα που κουβαλάει κανείς μαζί του, συνήθως για την παρασκευή πρόχειρου φαγητού. Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής
ΣΧΟΛΙΟ
Όπως και τα διηγήματα της Βιρτζίνια Γουλφ (Β10) και της Κάθρην Μάνσφηλντ (Β14), το «Πληκτικό απόγευμα» εστιάζεται στην ανήσυχη συνείδηση μιας γυναίκας, που εδώ βιώνει την ανία της μονότονης οικογενειακής ζωής και επιχειρεί, ματαίως, να αποκαταστήσει την τραυματισμένη σχέση με τον εαυτό της. Η αγωνία της σαραντάχρονης γυναίκας που, εγκλωβισμένη στη μοναξιά μιας άνετης και άπραγης ζωής, βλέπει το σώμα της να γερνάει, το ερωτικό ενδιαφέρον του άντρα της για την ίδια να μειώνεται και την επικοινωνία ανάμεσά τους να σβήνει, αποδίδεται έξοχα από τη χαμηλόφωνη και ψυχολογικά διεισδυτική αφήγηση, που αναγνωρίζει τα σημάδια της επερχόμενης μελαγχολίας (ατονία, διαρκής εκνευρισμός, αναποφασιστικότητα, αβουλία). Το διήγημα της Γκάιτε αποκαλύπτει τον μελαγχολικό κόσμο της ανικανοποίητης (και ανέκφραστης) γυναικείας επιθυμίας, χωρίς να διαταράσσει με τεχνάσματα τη δύσθυμη ισορροπία του. Οι μικρές και διστακτικές απόπειρες της πρωταγωνίστριας να αντιδράσει στον κλοιό της θλίψης επιχειρούνται με ελάχιστες προσδοκίες και διαψεύδονται αδιαμαρτύρητα. Ακόμα και αυτές οι απόπειρες φαίνεται να εντάσσονται στον κύκλο μιας μάταιης αλλά υποχρεωτικής ρουτίνας, που συντονίζεται με τη βουβή απόγνωση της ηρωίδας και ολοκληρώνει την ασφυκτική της απομόνωση.
ΕΡΩΤΗΣΕΙΣ
CARMEN MARTIN GAITE (γενν. Σαλαμάνκα 1925). Ισπανίδα πεζογράφος, ποιήτρια και δοκιμιογράφος. Σπούδασε φιλοσοφία και λογοτεχνία. Μετέφρασε Φλωμπέρ και Έμιλυ Μπροντέ. Βραβεύτηκε με κρατικά και διεθνή βραβεία. Έργα της: Ανάμεσα από τις κουρτίνες (μυθιστόρημα, 1957), Αργός ρυθμός (μυθιστόρημα, 1963), Η Κοκκινοσκουφίτσα στο Μανχάταν (παιδικό μυθιστόρημα), Το πίσω δωμάτιο (1978), κ.ά. |