Νεότερη Ευρωπαϊκή Λογοτεχνία (Β΄ Γενικού Λυκείου - Επιλογής) - Βιβλίο Μαθητή (Eμπλουτισμένο)
Β13
Γιάροσλαβ Χάσεκ

ΜΙΑ ΤΙΜΙΑ ΓΥΝΑΙΚΑ

ΧΑΡΑΚΤΗΡΙΣΤΙΚΟ ΓΝΩΡΙΣΜΑ των ανθρώπων, είναι να μην επιστρέφουν τα πράγματα που βρίσκουν. Οι άνθρωποι γενικά έχουν πολύ ελαστική συνείδηση, όταν βρίσκουν ξένα πράγματα. Δεν κάνουν καμιά προσπάθεια να τα επιστρέψουν. Τους τραβούν σαν μαγνήτες τα ξένα αυτά πράγματα. Τα νιώθουν δικά τους και πολύ δύσκολα μπορούν να τ’ αποχωριστούν. Εξάλλου, το να χάνει κανείς κάτι έγινε καθημερινό φαινόμενο πια. Διαφορετικά η πρώτη φράση θα έχανε την αξία της.

Όταν ακόμα δεν υπήρχαν εφημερίδες κι η ανθρωπότητα βρισκόταν ακόμα σε πρωτόγονη κατάσταση, οι άνθρωποι έχαναν και τότε τα πράγματά τους όπως και σήμερα. Π.χ. ο κυνηγός των παλιών χρόνων έχανε το πέτρινο τσεκούρι του και άλλα αντικείμενα, που ξαναβρίσκονταν μετά από μερικές χιλιετηρίδες. Απ’ αυτά τα ευρήματα γέμισαν τα Μουσεία και οι ιδιωτικές συλλογές.

Με την εξέλιξη του πολιτισμού κρίθηκε απαραίτητο να ρυθμιστεί και νομικώς η σχέση του πολίτη που χάνει κάτι μ’ εκείνον που το βρίσκει. Έτσι λοιπόν έγινε ένας ειδικός νόμος, που τον ονόμασαν «απόκρυψη ευρέσεως χαμένων αντικειμένων». Για να απαλύνουν κάπως τις αυστηρές του διατάξεις, πρόσθεσαν και μια παράγραφο για αμοιβή του τίμιου ευρετού. Έκτοτε η τιμιότητα αμείβεται με το δέκα τοις εκατό της αξίας του χαμένου αντικειμένου, που βρέθηκε και παραδόθηκε στον κάτοχό του. Πριν από τον πόλεμο μου έτυχε κι εμένα μια τέτοια περίπτωση. Μόνο που οι αρχές — ίσως από άγνοια— δεν πρόσεξαν την παράγραφο, που προβλέπει την αμοιβή για τον τίμιο ευρετή. Το πράγμα έχει ως εξής:

Κάποτε σουλατσάροντας νύχτα στην Πράγα βρήκα ένα κέρμα των δέκα χέλερ. Αμέσως έτρεξα στο αστυνομικό τμήμα όπου και παρέδωσα ολόκληρο το ποσό στον αστυνομικό υπηρεσίας. Έπειτα εξέφρασα την επιθυμία να δημοσιευθεί τ’ όνομά μου στις εφημερίδες και να πάρω την αμοιβή μου, δηλαδή ένα χέλερ. Κάλεσαν τότε, τον αστυνομικό επιθεωρητή. Μόλις με είδε φώναξε ότι με γνωρίζει καλά τι είμαι, και γι’ αυτό θα με κρατούσε τη νύχτα εκεί. Το πρωί με παρουσίασαν σ’ έναν κύριο στον πρώτο όροφο, που μου πήρε μια κατάθεση. Σύμφωνα με το «Νόμο», καταδικάστηκα σε πέντε κορόνες πρόστιμο, επειδή... κορόιδεψα τις αρχές. Σε περίπτωση, που δεν θα είχα χρήματα η ποινή θα μεταβαλλόταν σε σαρανταοκτώ ώρες κράτηση. Προτίμησα το δεύτερο. Ορκίστηκα τότε, ότι σε περίπτωση που θα ’βρισκα κάτι, δεν θα το παρέδιδα πια. Δυστυχώς δεν βρήκα από τότε τίποτε άλλο, εκτός από ένα μωρό αφημένο σ’ ένα διάδρομο, όπου βρέθηκα για να σφίξω τη ζώνη μου. Το μωρό το άφησα εκεί που βρισκόταν.

Η Άννα Μπούκλοβα, παραδουλεύτρα από το Σεστρόβιτσε, πήγαινε κατά τις πέντε το πρωί προς την τοποθεσία «Αμπέλια», όπου θα έπλενε τα ρούχα μιας οικογενείας. Περνώντας όμως από τις γραμμές κοντά στο μοναστήρι, σκόνταψε πάνω σε κάτι. Ασυναίσθητα κοίταξε προς τα κάτω. Με την έμφυτη εξυπνάδα της διαπίστωσε αμέσως ότι ήταν ένα δερμάτινο πορτοφόλι. Το άνοιξε. Μέσα υπήρχαν λογής λογής χαρτιά, που δεν καταλάβαινε το περιεχόμενο τους. Επειδή όμως από τη φύση της ήταν μια καλόκαρδη και τίμια γυναίκα, έτρεξε γρήγορα στην αστυνομία και παρέδωσε το πορτοφόλι στον αστυνομικό υπηρεσίας. Αυτός εξέτασε το περιεχόμενο του και κιτρίνισε. Έπειτα σηκώθηκε και με φωνή που έτρεμε της είπε:

— Συγχαρητήρια! Βρήκατε εφτά εκατομμύρια οκτακόσιες ενενήντα έξι χιλιάδες κορόνες, σε τσεκ. Μπορούν να εξαργυρωθούν στην προεξοφλητική τράπεζα της Βοημίας.

Η Άννα Μπούκλοβα κοίταξε τον αστυνομικό με γουρλωμένα μάτια και επανέλαβε:

— Εφτά εκατομμύρια οκτακόσιες ενενήντα έξι χιλιάδες!

— Ναι, είπε πάλι ο αστυνομικός σοβαρά. Εφτά εκατομμύρια οκτακόσιες ενενήντα έξι χιλιάδες κορόνες! Καθίστε. Θα πάρω την κατάθεσή σας.

— Αξιότιμε κύριε, για όνομα του Θεού, αφήστε με να πάω στη δουλειά μου, τον παρακαλούσε η Άννα Μπούκλοβα και άρχισε να κλαίει. Δεν φταίω για το πορτοφόλι. Πρέπει να πάω στην περιοχή των αμπελιών για να πλύνω κάτι ρούχα. Σκόνταψα από απροσεξία.

— Αγαπητή μου κυρία, μόνο για το τυπικό. Μια τέτοια περίπτωση πρέπει να την εξετάσει η υπηρεσία. Τ’ όνομά σας θα δημοσιευθεί στις εφημερίδες. Πώς λέγεστε;

— Χριστέ και Παναγία! Και η Άννα Μπούκλοβα ξέσπασε σε κλάματα. Τέτοια ντροπή! Ξυπνάω το πρωί τίμια γυναίκα και το βράδυ να φιγουράρω στις εφημερίδες. Παναγία μου, δεν θα τ’ αντέξω. Σ’ όλη μου τη ζωή τυραννιέμαι σαν το σκυλί. Από το Στρεζορίτσε πάω στ’ Αμπέλια, από τ’ Αμπέλια στο Λίμπεν. Παντού πλένω ρούχα. Από το Λίμπεν πάω στο Χλουμπότσεπι για να συγυρίσω τα σπίτια. Ο άντρας μου πίνει, τα παιδιά μου τριγυρίζουν με σχισμένα ρούχα κι εγώ φοράω το τελευταίο μου φόρεμα.

Η φωνή της πνίγηκε.

— Μα, κυρία μου, την καθησύχασε ο αστυνομικός· είναι καθήκον μου να σας πάρω κατάθεση και να την περάσω στο πρωτόκολλο. Μην κλαίτε, το βλέπετε ότι πρόκειται για εκατομμύρια.

— Θεέ μου, συνέχισε η Άννα Μπούκλοβα και το κλάμα της συνεχιζόταν πιο γοερό. Πρόκειται για εκατομμύρια! Εγώ όμως δεν έκανα τίποτε. Να μου τύχει τέτοιο κακό τώρα στα γεράματα! Μου φτάνει να κερδίζω με τον ιδρώτα μου λίγα χρήματα, τόσα όσα φτάνουν για ν’ αγοράζω στα παιδιά μου λίγο ψωμί. Όλα ακρίβηναν κι αν ζητήσω μια κορόνα παραπάνω για σαπούνι θα με πετάξουν στο δρόμο. Τότε πρέπει να ψάχνω να βρω άλλη δουλειά. Δεν χάρηκα ποτέ στη ζωή μου, αλλά και δεν έκλεψα ποτέ. Έχω πλύνει τόσα πολλά ξένα ρούχα, που μου είναι αδύνατο να τα μετρήσω.

— Κυρία μου, ησυχάστε! Πρόκειται για το δέκα τοις εκατό.

— Δεν θέλω να έχω καμιά σχέση με ποσοστά, κύριε. Αφήστε με να πάω στο σπίτι! Δεν αντέχω πια. Στις εφτά πρέπει να βρίσκομαι στ’ Αμπέλια, διαφορετικά τα ρούχα θα παραβράσουν.

Ο αστυνομικός την κοίταζε οργισμένος, χτύπησε το πορτοφόλι στο τραπέζι και φώναξε:

— Αρκετά ως εδώ. Πώς ονομάζεστε;

— Άννα Μπούκλοβα, απάντησε η τίμια γυναίκα ανάμεσα στ’ αναφιλητά.

— Πού μένετε;

— Στο Στρεζοβίτσε.

— Οδός;

— Κεντρική οδός.

— Αριθμός;

— Εξήντα εφτά.

— Γεννηθήκατε;

— Μάλιστα, κύριε, η συγχωρεμένη η μάνα μου...

— Σας ρωτώ, πότε γεννηθήκατε.

— Στα 1872.

— Πού;

— Στο σπίτι.

— Ναι, αλλά πού, στην Πράγα; Στην επαρχία;

— Στην επαρχία.

— Θεέ και κύριε, πού ακριβώς;

— Στο Ζράσλαβ, κοντά στην Πράγα.

— Περιφέρεια... Νομός... Μα τι έγινε; λιποθυμήσατε;

 

Μόλις συνήλθε η γυναικούλα, η ανάκριση συνεχίστηκε και τέλειωσε ως εξής:

— Έχετε αξιώσεις για το δέκα τοις εκατό; Να είστε σαφής.

— Θεός φυλάξει, κύριε. Αφήστε με να φύγω. Η μακαρίτισσα η μάνα μου έλεγε: Οι τίμιοι αμύνονται ως το τέλος.

— Αφού είναι έτσι, υπογράψτε τότε το πρωτόκολλο.

— Στ’ όνομα του Πατρός και του Υιού, αναστέναξε η Άννα Μπούκλοβα και υπόγραψε με μια μονοκοντυλιά.

Τέσσερις ώρες αργότερα εμφανίστηκε στη διεύθυνση της αστυνομίας ένας νεαρός, που έδειχνε για Αμερικάνος.

— Έχω χάσει, είπε με σπασμένα γερμανικά, πορτοφόλι μου. Αυτό πρέπει να είναι από τσέπη μου πέσει τελευταία νύχτα. Ανάφερε το ποσόν και τον αριθμό των τσεκ.

Έπειτα συνέχισε, πως δεν ενδιαφέρεται και τόσο για τα λεφτά, όσο για τις σπουδαίες επαγγελματικές σημειώσεις, που περιέχει μέσα, για τη φτηνή αγορά εντοσθίων από χήνες. Του πήραν μια κατάθεση. Όταν του είπαν έπειτα ότι αυτή που βρήκε τα χρήματα παραιτήθηκε από την αμοιβή του δέκα τοις εκατό, ο βασιλιάς των εντοσθίων από χήνες είπε:

— Καλά, καλά.

Έπειτα έφυγε, αφού αρνήθηκε να σημειώσει τη διεύθυνση της Άννας Μπούκλοβα.

Οι βραδινές εφημερίδες αφιέρωσαν ολόκληρες στήλες για την τίμια γυναίκα, που δεν δέχθηκε ένα τόσο μεγάλο ποσό.

Η Άννα Μπούκλοβα, όμως, μεταφέρθηκε το βράδυ στο νοσοκομείο. Ο άντρας της την έκανε μαύρη στο ξύλο, όταν διάβασε στις βραδινές εφημερίδες το περιστατικό.

μτφρ. Λ. Ολύμπιος

Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής  Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής

ΣΧΟΛΙΟ

Το διήγημα του Γιάροσλαβ Χάσεκ ξεκινά με ένα σύντομο σχόλιο, που εισάγει το θέμα της απώλειας και της εύρεσης αντικειμένων με χιουμοριστική διάθεση· σταδιακά όμως, κάτω από το χιούμορ αναδύεται και μια διάσταση ειρωνείας, που στρέφει το κείμενο προς την κατεύθυνση της σατιρικής κριτικής. Οι δύο ιστορίες που παρατίθενται διαδοχικά φανερώνουν (και δικαιολογούν) την έλλειψη εμπιστοσύνης προς τις αστυνομικές αρχές οι οποίες, προσηλωμένες στη γραφειοκρατική τους αντίληψη (και απορροφημένες στη δική τους, αυτόνομη πραγματικότητα, που αποκλείει την πιθανότητα έλλογης συνεννόησης) παρουσιάζονται στη συνείδηση του πολίτη μάλλον ως απειλή παρά ως φορέας προστασίας. Η αντιστικτική παράθεση των δύο ιστοριών υποβάλλει την αίσθηση της ανεύθυνης διαχείρισης της εξουσίας, οι φορείς της οποίας, όπως και στο διήγημα του Αζίζ Νεσίν (Β 22), εμπνέουν παράλογο φόβο, με αποτέλεσμα το αθωότερο περιστατικό να μετατρέπεται σε ενοχοποιητικό ή αυτοενοχοποιητικό εφιάλτη.

ΕΡΩΤΗΣΕΙΣ
  1. Ποια είναι η λειτουργία των τεσσάρων πρώτων παραγράφων του διηγήματος; Ποιο άλλο από τα ανθολογούμενα διηγήματα ξεκινά με ανάλογο τρόπο;
  2. Ο Τύπος είναι ο κακός δαίμονας της Άννας Μπούκλοβα. Γιατί;
  3. Στο διήγημα του Χάσεκ, μια ιστορία του αφηγητή προτάσσεται του κεντρικού περιστατικού. Ποια είναι η σχέση των δύο ιστοριών και τι εξυπηρετεί η συνεκφορά τους;

JAROSLAV ΗΑŠΕΚ (Πράγα 1883 – Λάιπνικ 1923). Τσέχος διηγηματογράφος και μυθιστοριογράφος. Ιδιόμορφη και ανήσυχη φύση, ταξίδεψε πολύ και έζησε από την πένα του. Στα εκατοντάδες διηγήματά του σατίρισε τους υπαλλήλους, το στρατό, την αστυνομία, τους κληρικούς, τους εμπόρους, τους τυχοδιώκτες της πολιτικής ζωής. Στον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο λιποτάκτησε, για να πολεμήσει με τους Τσέχους αντάρτες κατά της Αυστρίας. Στα 1917 πήρε μέρος στη Ρωσική Επανάσταση και, ως τα 1920, κατέλαβε διάφορες θέσεις στον κόκκινο στρατό. Επιστρέφοντας στην πατρίδα του, ασχολήθηκε ως το θάνατο του με το σημαντικότερο έργο του, την αντιμιλιταριστική και αντιαυστριακή σάτιρα Ο καλός στρατιώτης Σβέικ (1920-1923).

Σχέδια του Γιαν Λάντα που εικονογραφούν σκηνές από τον Καλό στρατιώτη Σβέικ του Χάσεκ

Σχέδια του Γιαν Λάντα που εικονογραφούν σκηνές
από τον
Καλό στρατιώτη Σβέικ του Χάσεκ