Α13
Λούντβιχ Ούλαντ
Ο ΤΥΦΛΟΣ ΒΑΣΙΛΙΑΣ
Της Νορβηγιάς τι θέλουν οι αντρειωμένοι
στους βράχους της ψηλής ακρογιαλιάς;
Γιατί τάχ’ αυτού πάνω ν’ ανεβαίνει
ο τυφλός ασπρομάλλης βασιλιάς;
Στο δεκανίκι ακουμπημένος βγάζει
φωνή τρανή με πικρία και μαράζι,
που το στερνό της θάλασσας περνάει
και στο νησάκι αγνάντι αντιβοάει. |
|
«Δώσ’ μου πίσω, ληστή, τη θυγατέρα
μέσ’ από τη θεοσκότεινη σπηλιά,
μόνη ευτυχία μου είχα στα έρμα γέρα
την άρπα, τη γλυκιά της τη λαλιά.
Στο πράσινο ακρογιάλι έφερνε γύρες
στο χορό κι εσύ μού ’ρθες και την πήρες·
αυτό την άσπρη κεφαλή μου γέρνει,
κι εσέ ντροπή παντοτινή σου φέρνει». |
|
Κι από το φάραγγ’ άγριος ξετρυπώνει
ο ληστής με θεόρατο κορμί·
το γιγάντιο σπαθί ψηλά φουχτώνει
και στο σκουτάρι το χτυπά μ’ ορμή:
«Φύλακες ήταν κει στημένοι τόσοι,
πώς δεν ήρθε κανείς να τη γλιτώσει;
Πολεμάρχους πολλούς έχεις στο πλάι
και κανένας γι’ αυτήν δεν πολεμάει;» |
|
Κι ο καθένας αυτού σιγοτρομάζει,
να βγουν απ’ τη γραμμή τους δεν κοτούν,
ο τυφλός βασιλιάς πίσω κοιτάζει:
«Ωιμένα! όλοι μαζί με παραιτούν;»
Τότε σφίγγει το νιούτσικο παιδί του
τόσο εγκάρδια το χέρι το δεξί του:
«Γω να παλέψω, κύρη μου, άφησέ με!
Χεροδύναμος, είμαι, πίστεψέ με!» |
|
«Αυτός ο εχτρός μας, γιε μου, είναι θερίο·
δεν βρέθηκε κανείς να τον μπορεί
μα κι εσύ είσαι από σόι γερό κι αντρείο,
του χεριού σου η σφιξιά το μαρτυρεί.
Πάρε, σου δίνω τούτη την αρχαία
από τους Σκάλδους φουμιστή ρομφαία,
κι
α σκοτωθείς κι εγώ θα πέσω νά ’βρω
στο κύμα, ο θλιβερός, θάνατο μαύρο». |
|
Κι άκου! Η θάλασσ’ αφρίζοντας ταράζεται
δαρμένη από της βάρκας το κουπί.
Στέκει ο τυφλός ο βασιλιάς κι αυτιάζεται,
κι ολόγυρά του είν’ άκρα σιωπή.
Ώσπου βρόντησ’ η αντάρα των αρμάτων
κι εβούιξαν στα σκουτάρια τα σπαθιά των,
ώσπου αντίπερα αντήχησαν οι βράχοι
απ’ τες κραυγές κι από την άγρια μάχη. |
|
«Πέτε μου σεις τι βλέπετε», φωνάζει
ο ρήγας με λαχτάρα χαροποιά.
«Ξεχώρισ’, απ’ το λάλημα που βγάζει,
μιαν κοφτερή της σπάθης μου χτυπιά».
«Ο ληστής, βασιλέα μας, εσκοτώθη,
με το αίμα το κρίμα του επλερώθη.
Γεια σου, χαρά σου, πρώτο παλικάρι,
του βασιλιά μας δυνατό βλαστάρι!» |
|
Πάλι σιωπούν ολόγυρα και στέκει
κι ακουρμαίνεται ο ρήγας ο τυφλός:
«Πέτε μου ποιος σιμώνει τώρ’ απ’ έκει,
ακούω κουπιά κι αφρολογά ο γιαλός».
«Με σπαθί και σκουτάρι αρματωμένος
γυρίζει αυτούθε ο γιος σ’ ο αντρειωμένος,
και την τετράξανθη σου θυγατέρα
τη Γουνίλδη σου φέρνει απ’ έκει πέρα». |
|
«Καλώς τους», λέγει απ’ το ψηλό του βράχο
σ’
αυτούς κάτου ο τυφλός ο προεστός.
«Τώρα καλά γεράματα θε να ’χω,
κι ο τάφος μου θε να ναι δοξαστός.
Θα μου βάλεις στο πλάγι συ, παιδί μου,
τότες το τρανολάλητο σπαθί μου,
κι εσύ, Γουνίλδη, ελεύτερη θα ζήσεις
και στον τάφο θα με μυρολογήσεις». |
|
|
μτφρ. Λορέντζος Μαβίλης
(1860-1912) |
Σκάλδοι: αρχαίοι Σκανδιναβοί ποιητές και τροβαδούροι
φουμιστός: φημισμένος
σκουτάρι: ασπίδα
ακουρμαίνομαι: αφουγκράζομαι
μυρολογώ: μοιρολογώ
Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής
ΣΧΟΛΙΟ
Επικεφαλής εκείνης της τάσης του όψιμου γερμανικού ρομαντισμού η οποία ένωνε τους θιασώτες της με το κοινό πάθος για την πατρική γη και για τα δημοτικά τραγούδια, και μελετητής των μεσαιωνικών λαϊκών μύθων και της μεσαιωνικής λογοτεχνίας, ο Ούλαντ έγραψε μερικές από τις ωραιότερες γερμανικές μπαλάντες του 19ου αιώνα. Ορισμένες από αυτές έχουν χρώμα έντονα δημοτικό, ενώ άλλες πραγματεύονται θέματα σκανδιναβικής μυθολογίας. Ο «Τυφλός βασιλιάς» ανήκει στις δεύτερες. Η δραματικότητα αυτού του ποιήματος, το οποίο συγχωνεύει το θέμα Δαβίδ και Γολιάθ με το θέμα της πατρικής αγάπης, δεν βρίσκεται τόσο στους ζωηρούς τόνους, με τους οποίους ο βασιλιάς παρακαλεί τον ληστή να του δώσει πίσω τη θυγατέρα του, όσο στο γεγονός ότι, επειδή είναι τυφλός, παρακολουθεί τη μονομαχία του νεαρού και άπειρου γιου του με τον φοβερό αντίπαλο μόνο από τον ήχο των σπαθιών τους. κυρίως από τον γνώριμο ήχο του δικού του σπαθιού. Όμως η διπλή και ακραία δοκιμασία του ανταμείβεται ανάλογα, καθώς με τη νικηφόρα έκβαση της σύγκρουσης δεν σώζονται μόνο τα δύο παιδιά, αλλά αναδεικνύεται και η άδηλη έως εκείνη τη στιγμή και ελπιδοφόρα γενναιότητα του γιου του.
ΕΡΩΤΗΣΕΙΣ
- Περιγράψτε τις διακυμάνσεις της ψυχολογικής κατάστασης του τυφλού βασιλιά.
- Ποια στοιχεία συνθέτουν τη δραματικότητα του ποιήματος;
- Σε τι οφείλεται, κατά τη γνώμη σας, η νίκη του νεαρού γιου του βασιλιά;
- Ποια στοιχεία του ποιήματος θα μπορούσαν να θεωρηθούν κοινοί μυθολογικοί τόποι;
LUDWIG UHLAND (Τύμπινγκεν 1787 – Τύμπινγκεν 1862). Γερμανός ρομαντικός ποιητής. Σπούδασε νομικά και φιλολογία (κλασική και μεσαιωνική) στο Πανεπιστήμιο του Τύμπινγκεν, στο οποίο εκλέχτηκε αργότερα και καθηγητής (1829). Νέος ακόμη, το 1815, έγραψε τα εξαίρετα Ποιήματα της πατρίδας, έργο βασισμένο στην τεχνοτροπία της δημώδους ποίησης, που γνώρισε πολλές επανεκδόσεις και μεταφράστηκε σε πολλές γλώσσες. Αναμίχθηκε επίσης δραστήρια στον δημόσιο βίο της χώρας του. Εκλέχτηκε βουλευτής στα κοινοβούλια του Τύμπινγκεν και της Στουτγάρδης, και, το 1848, της πρώτης γερμανικής εθνοσυνέλευσης.
Τζ. Ντ. Τερρίνι, «Ο Δαβίδ με το κεφάλι του Γολιάθ» |