Γιώργου Ιωάννου, «Τα παρατσούκλια»

Συνάντησα προχτές στο δρόμο έναν παλιό συμμαθητή μου, φαλακρό πια και σχεδόν γερασμένο, που μου έκανε φριχτά παράπονα, ότι δήθεν τον βλέπω στο δρόμο και δεν τον χαιρετάω. Τον άκουσα για αρκετή ώρα σιωπηλός και μετά βιάστηκα ν' αναγνωρίσω την ενοχή μου για να τον ξεφορτωθώ μια ώρα αρχύτερα. Σαν χωρίσαμε, άθελά μου πήρα ν' ανασκαλεύω τα περασμένα. Το αίμα μου φούντωσε. Αυτό το τέρας που είχε τώρα το θράσος να μου κάνει και παράπονα, ήταν ένας απ' τους μεγαλύτερους διώκτες και βασανιστές μου, όταν ήμασταν μαζί στο σχολείο. Κυρίως αυτός διαλαλούσε τα απειράριθμα παρατσούκλια μου, παριστάνοντας μάλιστα, όσο μπορούσε πιο γελοία, και τον τρόπο που μιλούσα. Η αλήθεια είναι ότι νέα παρατσούκλια δεν μου έβγαζε γιατί δεν ήταν σε θέση, έδειχνε όμως ιδιαίτερο ζήλο για τη διάδοση των ήδη γνωστών. Αυτός επίσης ο ουραγκοτάγκος ήταν που μετάφερνε τα παρατσούκλια του σχολείου στη γειτονιά μου και το αντίστροφο, κι αυτός πάλι με την παρέα του μου τα φώναζαν ακόμα και μέσα στο δρόμο, όταν πήγαινα βόλτα με τους γονείς μου. Νομίζει το χαϊβάνι πως δεν τα θυμάμαι πια ή ότι έχω ψυχή επιπόλαια σαν τη δικιά του. Ξεχνάει όμως ή συγχωρεί ποτέ ένας άνθρωπος με σώες τις φρένες τα βασανιστήρια που κάποτε του κάνανε; Πώς λοιπόν να ξεχάσω κι εγώ αυτά που τράβηξα απ' την πρώτη ακόμα τάξη του δημοτικού σχολείου;

Πρώτα πρώτα το άλλο, το παλιό μου επίθετο, ήταν ένα αστείο παρατσούκλι. Και δεν ήταν ανάγκη να το πουν οι άλλοι, έπρεπε κάθε τόσο να το δηλώνω μονάχος μου. Μικρόν ορισμένοι με ξεμονάχιαζαν και μ' έβαζαν να το επαναλαμβάνω κάνοντας πως δεν το καλάκουσαν. Πεθαίνανε κάθε φορά στα γέλια. Στο σχολείο πάλι, όσο ανέβαινα τις τάξεις, το πράγμα καταντούσε μαρτύριο. Μόλις άρχιζαν να φωνάζουν κατάλογο, σφίγγονταν η καρδιά μου, ίδρωναν τα χέρια μου και μ' έπιανε τρεμούλα. Στο μεταξύ, ο καθηγητής είχε φωνάξει δυο τρεις φορές το επίθετό μου, ώσπου ν' ακούσει το άψυχο «παρών» που έβγαζα, μέσα σε μια τάξη σκασμένη κιόλας στα γέλια. Κάποτε ένας απαίσιος καθηγητής της μουσικής, μεγάλος σπάρος, διέκοψε τον κατάλογο, με πρόσταξε να σηκωθώ και μου έκανε στριμμένα: «Γιατί δε φωνάζεις δυνατά, ρε μπούφε;» Αυτό ήθελαν κι οι άλλοι, τους πετούσε νέα τροφή. Για μεγάλο διάστημα, εκτός από πολλά άλλα, ήμουν και ο «μπούφος» της τάξεως. Οι κακοηθέστεροι προσπαθούσαν με κάθε τρόπο να το κάνουν γνωστό σ' ολόκληρο το γυμνάσιο. Επεδίωκαν μάλιστα να διηγούνται το περιστατικό, ενώ βρισκόμουν κάπως κοντά στην παρέα τους για να τ' ακούω κι εγώ και να σκάω.

Τις μέρες εκείνες μ' έστειλε η γιαγιά μου να δώσω ένα πρόσφορο στην εκκλησία μας. Καθώς δεν είδα κανέναν μέσα, άναψα το κερί μου για να φέξει κάπως, κι άρχισα να ασπάζομαι με κατάνυξη μια μια τις εικόνες. Ένιωθα παρηγοριά και αγαλλίαση, γιατί καθώς δεν παραπονιόμουν σε κανέναν, μόνο ο θεός γνώριζε το τί τραβούσα. Την ώρα όμως που ασπαζόμουν την εικόνα του Χριστού στο τέμπλο άκουσα έναν ψίθυρο, που σα να επαναλάμβανε το όνομά μου. Κοκάλωσα απ'’ τη φρίκη· ο ίδιος ο θεός μου μιλούσε, κάτι μου έλεγε. Ήταν η εποχή που φοβόμουν τα υπερφυσικά πράγματα περισσότερο από κάθε τι άλλο. Ο ψίθυρος επαναλήφτηκε πιο καθαρά και πιο γελαστά κάπως:

Βατραχίδη, καλέ Βατραχίδη… κουάξ-κουάξ…

Το πώς δε λιποθύμησα είναι θαύμα. Ακόμα κι ο Χριστός με κορόιδευε. Κι αυτός ακόμα έκαμνε φτηνά αστεία με το επίθετό μου. Αυθόρμητα έκανα να το βάλω στα πόδια. Όμως ένα πολύ ανθρώπινο χάχανο μ'’ έκανε να στρέψω πίσω το κεφάλι. Απ' την Ωραία Πύλη είχε ξεπροβάλει το κεφάλι του ο κατσικογένης παπάς της ενορίας μας –θεός σχωρέσ'’ τον. Πήρε το πρόσφορο καταχαρούμενος κι ούτε μου έδωσε καμιά εξήγηση για τα καμώματά του. Είμαι βέβαιος πως αν δεν ήταν να χάσει το πρόσφορο, θα μ' άφηνε να φύγω χωρίς να φανερωθεί και να πιστεύω σ' όλη μου τη ζωή και σ'’ αυτό το θαύμα.

Όταν όμως παίχτηκε κάποτε στο θέατρο μια οπερέτα με τίτλο Οικογένεια Βατραχιάν και γέμισαν οι τοίχοι αφίσες, ολόκληρο το σόι μου έπεσε άρρωστο. Κανένας τους δεν ήθελε να βγει στο δρόμο. Εγώ σχεδόν το χάρηκα, γιατί επιτέλους τους έβλεπα κι αυτούς να υποφέρουν απ' το όνομά μας. Ευτυχώς όμως που έτυχε να είναι καλοκαίρι, γιατί αλλιώς εγώ κυρίως επρόκειτο να τραβήξω τα μαρτύρια των εβραίων στο σχολείο. Και τώρα καμιά φορά ακούω στο ραδιόφωνο την οπερέτα αυτή, που είναι πράγματι πολύ αστεία. Καρφί όμως δεν μου καίγεται. Ακόμα κι επίτηδες να μας το κάνουν, διόλου δεν μ' ενδιαφέρει. Μακάρι να μπορούσαν να την παίζουν μέρα νύχτα για να ευφραίνομαι.

Το ευτύχημα ήταν πως το γυμνάσιο βρίσκονταν σε άλλη περιφέρεια απ' το δημοτικό που είχα βγάλει κι έτσι στα παρατσούκλια του γυμνασίου δεν προστέθηκαν κι εκείνα του δημοτικού. Γιατί εκεί πια ήταν που μου είχαν ζεματίσει την ψυχή. Η δασκάλα μας, μια ανεκδιήγητη γκεργκέφω, μόλις με είδε ζαρωμένον στο θρανίο παρατήρησε: «εσύ παιδί μου, κάνεις σα σκαντζόχοιρος». Όλα τα παιδιά γέλασαν κι απ' το πρώτο κιόλας διάλειμμα άρχισαν να μου το φωνάζουν. Η δασκάλα κατευχαριστημένη το επανέλαβε και τη δεύτερη ώρα. Στην αρχή όλοι μου φώναζαν το παρατσούκλι κοροϊδευτικά. Κατόπι, αντί να το ξεχάσουν, το συνήθισαν και το 'λεγαν χωρίς ιδιαίτερη κακία, σαν ένα οποιοδήποτε όνομα. Εγώ όμως αδύνατο να το συνηθίσω, κάθε μέρα με πλήγωνε πιο βαθιά. Ιδίως όταν παίζαμε ποδόσφαιρο κι ήθελαν να τους δώσω πάσα, τότε το «Σκαντζόχοιρε, Σκαντζόχοιρε» αντηχούσε σ' όλους τους τόνους.

Άρχισα να μην παίζω με κανέναν. Έπαιζα μόνος μου στην αυλή μας διάφορα δικά μου παιχνίδια. Έβρισκα δυο φωλιές μερμήγκια διαφορετικά σε χρώμα και μέγεθος. Επειδή ήμουν πολύ ξανθός, ήθελα η μια φωλιά να έχει ξανθά μερμήγκια. Η άλλη είχε μελαχρινά με μεγάλα ευκίνητα πόδια. Δεν ήταν δύσκολο να βρεθούν. Έπαιρνα τότε ένα απ' τα ξανθά, που ήταν πιο αδύναμα, και το 'ριχνα μέσα στην τρύπα της φωλιάς, εκεί όπου έβραζαν τα μαύρα μερμήγκια. Αυτά έζωναν αμέσως το ξανθό, το δάγκωναν από παντού, το τραβολογούσαν, και τελικά, μέσα σ' ένα συνωστισμό, το 'σερναν μισοπεθαμένο στη φωλιά τους. «Πάει ο σκαντζόχοιρος», έλεγα πικραμένος.

Άλλη μανία μου ήταν να χτυπάω με πέτρες ή να κλοτσάω τις γάτες και τα σκυλιά, ιδίως τα γκαστρωμένα. Το χτύπημα, όταν πετύχαινε καλά, έκαμνε έναν ήχο βαθύ, που με τρέλαινε. Ήταν επίσης και το ούρλιαγμά τους. Όλα αυτά όμως ποιος θα μου τα συγχωρέσει; Ίσως μόνο η Μαρία της Λιβύης, που λατρεύει τα ζώα σα θεούς.

Τα βράδια, συνήθως την ώρα που τρώγαμε, περνούσαν παρέες παρέες τα παιδιά κάτω απ' το σπίτι και ούρλιαζαν στα σκοτεινά τα διάφορα παρατσούκλια μου. Μέχρι τραγούδια μου είχαν βγάλει. Μόνο εγώ τα άκουγα, οι δικοί μου χαμπάρι δεν είχαν. Μ' έπιανε τότε σφίξιμο στο στομάχι, χλώμιαζα, κι αφήνοντας το φαγητό στη μέση έτρεχα να κοιμηθώ ή μάλλον να κρυφτώ κάτω απ' τα στρωσίδια.

Εκείνες τις μέρες τυράννησα και μια χελώνα — ας το εξομολογηθώ κι αυτό. Η χελώνα αυτή, ίσως από κάποιο κουσούρι, δεν μπορούσε να τραβήξει το κεφάλι της μέσα στο καβούκι. Της έβαλα ένα χόρτο μπροστά στο στόμα κι αυτή, μετά από κάποιο δισταγμό, το δάγκασε σφιχτά. Το τραβούσα, μα δεν τ' άφηνε. Τότε το τράβηξα πιο δυνατά και την πήραν τα αίματα.

Ήρθε όμως μέρα, που το κακό στο σχολείο παράγινε. Δίπλα μου στο θρανίο καθόταν ένα παιδί, που του είχα ιδιαίτερη αδυναμία. Δε θυμάμαι πια τ' όνομά του, θυμάμαι όμως που φορούσε ναυτικά, παιδικά ρούχα της μόδας τότε. Ένα πρωί, στο διάλειμμα, η δασκάλα με κάλεσε στο γραφείο. Μέσα περίμενε μια άγνωστή μου κλαμένη γυναίκα, που μόλις μπήκα μ' αγκάλιασε και με φιλούσε. Κατόπι μου εξήγησε πως ο φίλος μου, λίγο προτού ξεψυχήσει, παραμιλούσε κι έλεγε συνεχώς τ' όνομά μου. Πάλι καλά που δεν έλεγε κι αυτός το παρατσούκλι μου — όλα να τα περιμένεις.

Στα σαράντα του, η φρικαλέα εκείνη δασκάλα φρόντισε να διορθώσει κάπως τα πράγματα. Είχαν στείλει στο σχολείο φακελάκια με κόλυβα και γλυκά παξιμάδια. Η κυρία μας, αφού φόρεσε τελετουργικά κάτι μαύρα μανικέτια απ' τον καρπό ώς τον αγκώνα για να μη λερωθεί, είπε μελιστάλαχτα: «Ο Σκαντζόχοιρος θα πάρει από δύο, γιατί ήταν φίλος του». Το χτύπημα ήταν αβάσταχτο. Σηκώθηκα κι έφυγα κλαίγοντας πικρά. Έπεσα στο σπίτι με πυρετό. Δεν ήθελα να ξαναπάω σχολείο ούτε να βγω έξω. Μάταια προσπαθούσαν να με πείσουν, ότι παραπονέθηκαν στη δασκάλα, που φυσικά όχι μόνο τ' αρνήθηκε όλα, μα δήλωσε πως μ' αγαπούσε ιδιαίτερα.

Τις επόμενες μέρες δεν μ' έστειλαν σχολείο. Η μάνα μου κάθε πρωί μου φορούσε τα καλά μου, μου 'βαζε ένα καπέλο, και μ' έστελνε στο γειτονικό Σέιχ-Σου. Εκεί δεν είχε τότε τόσα ζευγαράκια, ούτε δράκους ούτε χωροφύλακες. Είχε μόνο πολλά μερμήγκια, αλογάκια της Παναγίας και ακρίδες με πολύχρωμα φτερά. Αυτό σα να με γιάτρεψε κάπως. Την άλλη χρονιά με γράψανε σε άλλο σχολείο.

Τώρα πια ούτε οι πιο κακόγλωσσοι και φαρμακεροί φίλοι και συνάδελφοί μου τολμούν να μου βγάλουν παρατσούκλι. Το πράγμα σχεδόν με στενοχωρεί. Φαίνεται πως με το πέρασμα του χρόνου η φωνή μου, η μορφή μου, η σκέψη μου, το βάδισμά μου, πήραν επιτέλους να μου ταιριάζουν, ίσως και να διορθώθηκαν, ενώ πρώτα ήταν ίσως πρόωρα και παράταιρα επάνω μου. Ενώ με τους περισσότερους απ' αυτούς συμβαίνει τ' αντίθετο. Βέβαια, θα έχει παίξει κάποιο ρόλο και το γεγονός πως έχω γίνει εγώ ο ίδιος πια άσος στο να κολλώ παρατσούκλια και κάμποσα που έστειλα συστημένα κάποτε σε ορισμένους απόκοτους και γελοίους τους ζεμάτισαν τόσο, που δεν ξανάβγαλαν άχνα. Κρίμα που δεν ανακάλυψα την μέθοδο αυτή πιο μπροστά.

Όπως όμως κι αν έχει το πράγμα, τώρα καταλαβαίνω πόσο μαρτύρησα κάποτε απ' το τίποτε και πόση επίδραση είχαν πάνω σ' όλη μου τη ζωή εκείνα τα παρατσούκλια.

[πηγή: Γιώργος Ιωάννου, Η σαρκοφάγος. Πεζογραφήματα, Κέδρος, Αθήνα 121988, σ. 35-40]

εικόνα