Ζαν Ζακ Ρουσσώ, Οι εξομολογήσεις (απόσπασμα)

Η ζωή που έκανα στο Μποσσέ μου ταίριαζε τόσο πολύ που, αν είχε κρατήσει περισσότερο, θα είχε καθορίσει οριστικά τον χαρακτήρα μου. Διεπόταν από ήρεμα, γλυκά, τρυφερά συναισθήματα. Δεν πιστεύω να υπήρξε άλλος εκπρόσωπος του είδους μας λιγότερο φιλόδοξος από μένα. Με συνέπαιρναν πότε-πότε κάποιες μεγαλόπνοες εξάρσεις, αλλά πολύ γρήγορα επέστρεφα στη μακαριότητά μου. Ο διακαέστερος πόθος μου ήταν να μ' αγαπούν όλοι γύρω μου. Ήμουν γεμάτος καλοσύνη· ο ξάδερφός μου το ίδιο· οι δάσκαλοί μας επίσης. Επί δύο ολόκληρα χρόνια δεν υπήρξα ποτέ ούτε θύμα ούτε μάρτυς βίαιου συναισθήματος. Τα πάντα καλλιεργούσαν στην ψυχή μου την προδιάθεση που της είχε δώσει η φύση. Τίποτα πιο υπέροχο δεν υπήρχε για μένα από το να βλέπω τους πάντες ολόγυρά μου ευχαριστημένους μ' εμένα και με όλον τον κόσμο. Δεν θα ξεχάσω ποτέ ότι στην εκκλησία, όταν δεν ήξερα καλά την κατήχηση, τίποτα δεν με πείραζε τόσο πολύ όσο μια έκφραση στενοχώριας ή ταραχής στο πρόσωπο της δεσποινίδος Λαμπερσιέ· ήταν κάτι που μου στοίχιζε περισσότερο ακόμα κι από την ντροπή μου που είχα ρεζιλευτεί δημόσια —γιατί, μόλο που ο έπαινος με άγγιζε ελάχιστα, το ντρόπιασμα με έκανε ράκος. Και πρέπει εδώ να πω ότι αυτό που με τρόμαζε δεν ήταν το ενδεχόμενο να με μαλώσει η δεσποινίς Λαμπερσιέ, αλλά ο φόβος μήπως τη στενοχώρησα.

Ωστόσο, ούτε αυτή ούτε ο αδερφός της δεν υστερούσαν σε αυστηρότητα, όποτε χρειαζόταν. Η αυστηρότητά τους όμως, που ήταν σχεδόν πάντα δικαιολογημένη, δεν ήταν ποτέ βίαιη, και γι' αυτό με πείραζε μεν, αλλά δεν με έκανε να επαναστατώ. Το να μη μ' αγαπούν μου ήταν πιο επώδυνο από την τιμωρία, και μια ένδειξη απόρριψης με πονούσε περισσότερο από το ξύλο. Ομολογώ πως ντρέπομαι να γίνω πιο σαφής, πρέπει όμως να το κάνω. Πόσο θα άλλαζε η παιδαγωγική μας μέθοδος, αν ο κόσμος ήξερε καλύτερα τα απώτερα αποτελέσματα αυτής που τόσο ανεξέλεγκτα πάντα, και τόσο ανάρμοστα πολλές φορές, χρησιμοποιεί. Το μεγάλο μάθημα που μπορεί να αντλήσει από ένα παράδειγμα τόσο κοινό, και άλλο τόσο ολέθριο, με υποχρεώνει να το διηγηθώ.

Εφόσον η δεσποινίς Λαμπερσιέ μας φερόταν με μητρική στοργή, είχε πάνω μας και την ανάλογη εξουσία, η οποία της επέτρεπε να μας δίνει ακόμα και ένα χέρι ξύλο όταν μας χρειαζόταν. Για πολύ καιρό χρησιμοποιούσε αυτό της το δικαίωμα μόνο σαν απειλή, και η επαπειλούμενη αυτή τιμωρία, που ήταν εντελώς πρωτάκουστη για μένα, μου φαινόταν τρομερή. Ύστερα όμως από την πραγματοποίησή της, δεν τη βρήκα τόσο φοβερή όσο τη φανταζόμουν περιμένοντάς την. Αλλά το πιο περίεργο ήταν που η τιμωρία αυτή με έκανε να αγαπήσω περισσότερο εκείνη που μου την είχε επιβάλει. Χρειάστηκε μάλιστα όλη η ειλικρίνεια αυτής της αγάπης και όλη μου η φυσική καλοσύνη για να μην επιδιώξω την επανάληψή της κάνοντας κάτι που θα την επέσυρε πάνω μου· γιατί είχα βρει στον πόνο, ακόμα και στην ταπείνωση, κάτι ηδονικό, που δεν με άφησε βέβαια με το φόβο, αλλά μάλλον με τη λαχτάρα να το αισθανθώ ξανά από το ίδιο χέρι. Είναι ευνόητο ότι σε όλα αυτά λειτουργούσε κάποιος πρώιμος ερωτισμός, και συνεπώς η ίδια μεταχείριση εκ μέρους του αδελφού της δεν θα μου ήταν καθόλου ευχάριστη. Αλλά με τον χαρακτήρα του κυρίου Λαμπερσιέ, το ενδεχόμενο μιας τέτοιας αντικατάστασης δεν ήταν διόλου πιθανό, και ο μόνος λόγος που δεν επεδίωκα να κάνω κάτι για να αξίζω την ίδια τιμωρία ήταν ο φόβος μου μήπως στενοχωρήσω τη δεσποινίδα Λαμπερσιέ· γιατί η τρυφερότητα έχει τόση δύναμη πάνω μου, ακόμα και η αισθησιακή, ώστε ήταν ανέκαθεν μέσα μου ισχυρότερη από την ηδονή. Αυτή η επανάληψη, που την απέφευγα χωρίς να την απεύχομαι, ήρθε τελικά κάποια μέρα χωρίς να φταίω εγώ, δηλαδή χωρίς να το έχω επιδιώξει, οπότε εκμεταλλεύθηκα την ευκαιρία με τη συνείδηση ήσυχη. Μόνο που η δεύτερη αυτή φορά ήταν και η τελευταία· γιατί η δεσποινίς Λαμπερσιέ, έχοντας αντιληφθεί προφανώς από κάποιες ενδείξεις ότι η τιμωρία απέκλινε του στόχου της παραιτήθηκε λέγοντας ότι την κούραζε πάρα πολύ. Μέχρι τότε κοιμόμασταν στην κάμαρά της, ή ακόμα και στο κρεβάτι της καμιά φορά τον χειμώνα. Ύστερα από δυο μέρες, μας έβαλαν σε άλλη κρεβατοκάμαρα. Και στο εξής είχα την τιμή, η οποία θα προτιμούσα να μου έλειπε, να με αντιμετωπίζει σαν μεγάλο παιδί.

Ποιος θα πίστευε ποτέ ότι ένα αθώο ξύλο που έφαγα οχτώ χρονών από μια κοπέλα τριάντα θα καθόριζε διά βίου τα γούστα μου, τους πόθους μου, τα πάθη μου κι εμένα τον ίδιο, και μάλιστα σε μια κατεύθυνση εντελώς αντίθετη από εκείνη που θα είχα ακολουθήσει φυσιολογικά; Την ώρα ακριβώς που ξυπνούσαν οι αισθήσεις μου, ο ερωτισμός μου παραπλανήθηκε τόσο πολύ, ώστε περιορίστηκε σ' αυτό που είχε βιώσει, και δεν διανοήθηκε ποτέ να αναζητήσει οτιδήποτε άλλο. Με μια αισθησιακότητα που έβραζε στο αίμα μου από την ώρα σχεδόν που γεννήθηκα, παρέμενα άσπιλος και αγνός σε μια ηλικία όπου και οι πλέον ψυχρές ή καθυστερημένες ιδιοσυγκρασίες έχουν αναπτυχθεί. Φλεγόμενος επί έτη ετών χωρίς να ξέρω από τί, καταβρόχθιζα με άπληστα μάτια τις όμορφες γυναίκες, και τις έφερνα αδιάκοπα στο νου μου, αλλά μονάχα για να τις χαρώ με τον δικό μου τρόπο, κάνοντάς τες όλες δεσποινίδες Λαμπερσιέ.

Ακόμα και μετά την εφηβεία, η περίεργη αυτή επιθυμία, η οποία ήταν πάντα παρούσα και έφθανε τα όρια της διαστροφής, τα όρια της μανίας, διατήρησε ακέραια τα χρηστά μου ήθη, μολονότι θα έπρεπε να τα είχε διαφθείρει. Αν υπάρχει ηθική και αυστηρή ανατροφή, είναι οπωσδήποτε η δική μου. Οι τρεις θείες μου δεν είχαν μόνο υποδειγματικό ήθος, αλλά και μια ευπρέπεια που οι γυναίκες έχουν χάσει προ πολλού· ο πατέρας μου, ευδαιμονιστής μεν και κατακτητής, αλλά της παλιάς σχολής, δεν πρόφερε ποτέ μπροστά σε γυναίκες, και ιδιαίτερα σ' εκείνες που του άρεσαν, λόγια που θα έκαναν μια παρθένα να κοκκινίσει· και ελάχιστες οικογένειες τήρησαν ποτέ τόσο ευλαβικά τον σεβασμό που οφείλεται στα παιδιά. Στο σπίτι του κυρίου Λαμπερσιέ δεν έδιναν λιγότερη σημασία σ' αυτό το θέμα. Κάποτε μάλιστα έδιωξαν μια θαυμάσια υπηρέτρια για μια πονηρή κουβέντα που είχε ξεστομίσει μπροστά μας. Όχι μόνο δεν είχα, ώς την εφηβεία μου, καμιά ξεκάθαρη ιδέα σχετικά με την ερωτική επαφή, αλλά και η συγκεχυμένη εντύπωση που είχα δεν πήρε ποτέ στο μυαλό μου μια όψη που να μην ήταν αηδής και αποκρουστική. Οι κοινές γυναίκες μού προκαλούσαν μια φρίκη η οποία δεν με εγκατέλειψε ποτέ· δεν μπορούσα να δω έναν έκδοτο άνθρωπο χωρίς να αισθανθώ περιφρόνηση, ή ακόμα και τρόμο. Η αποστροφή μου για την ακολασία είχε πάρει αυτές τις διαστάσεις από την ημέρα που, πηγαίνοντας στο Πετί Σακονέξ από μια στενοποριά, είδα κάτι σπηλιές στις δύο πλευρές του δρόμου και μου είπαν πως μέσα εκεί ζευγάρωναν οι άνθρωποι. Τα όσα είχα δει από το ζευγάρωμα των σκύλων μού έρχονταν λοιπόν πάντα στο νου όταν σκεφτόμουν τα άλλα ζευγαρώματα, και στην ανάμνηση και μόνο αυτού του θεάματος μου γύριζε το στομάχι.

Οι προκαταλήψεις της ανατροφής μου, που αρκούσαν και μόνες τους για να καθυστερήσουν τις πρώτες εκρήξεις μιας φλογερής ιδιοσυγκρασίας, υποβοηθήθηκαν, όπως εξήγησα, από την εκτροπή στην οποία με οδήγησαν οι πρώτες νύξεις της λαγνείας. Μην μπορώντας να διανοηθώ κάτι άλλο απ' αυτό που είχα ζήσει, παρ' όλη την πίεση των πολύ ασφυκτικών ήδη εξάψεων, έστρεφα μοιραία τις επιθυμίες μου στο είδος της ηδονής που είχα γνωρίσει και δεν έφτανα ποτέ σ' εκείνο που μου είχαν καταστήσει ειδεχθές, και το οποίο δεν απείχε διόλου από το άλλο, χωρίς όμως εγώ να έχω την παραμικρή υπόνοια γι' αυτό. Στις τρελές φαντασιώσεις μου, στις παράφορες ερωτικές μου εξάρσεις, στα αλλόκοτα πράγματα στα οποία με εξωθούσαν καμιά φορά, ανέτρεχα με τη φαντασία μου στη βοήθεια του άλλου φύλου, χωρίς να μου περνάει ποτέ από το νου πως προσφερόταν για οποιαδήποτε άλλη χρήση πέρα από εκείνη για την οποία τόσο διακαώς το προόριζα.

Έτσι λοιπόν έφτασα, έχοντας μια φύση πολύ φλογερή, πολύ αισθησιακή και με πολύ πρόωρη ανάπτυξη, να περάσω τα εφηβικά μου χρόνια χωρίς να έχω γνωρίσει, χωρίς να έχω καν επιθυμήσει, καμιά άλλη ερωτική απόλαυση πέρα από εκείνη που εν πάση αθωότητι μου είχε προσφέρει η δεσποινίς Λαμπερσιέ. Αλλά και όταν τελικά τα χρόνια με έκαναν άνδρα, αυτό που με συγκράτησε και πάλι ήταν το ίδιο πάθος που θα μπορούσε να με είχε καταστρέψει. Οι παλιές παιδικές μου επιθυμίες, αντί να εξαφανιστούν τώρα πια, δέθηκαν τόσο στενά με τις καινούργιες, ώστε δεν μπόρεσα ποτέ μου να τις ξεχωρίσω από τους πόθους που μου άναβαν οι αισθήσεις. Και η μανία μου αυτή, σε συνδυασμό με τη φυσική μου συστολή, με έκανε πάντα ελάχιστα τολμηρό με τις γυναίκες· γιατί δεν τολμούσα να τα πω όλα, ούτε μπορούσα να τα έχω όλα, αφού το είδος της απόλαυσης που επιζητούσα, και του οποίου το άλλο ήταν για μένα απλώς η κατάληξη, δεν ήταν δυνατόν να υποκλαπεί από εκείνον που το ήθελε ούτε να προβλεφθεί από εκείνη που μπορούσε να το προσφέρει. Πέρασα λοιπόν τη ζωή μου διάπυρος και βουβός μπροστά στις γυναίκες που λαχταρούσα. Μην τολμώντας ποτέ να εξομολογηθώ το πάθος μου, το διασκέδαζα τουλάχιστον με σχέσεις που μου υπέθαλπαν αυτή την αίσθηση. Το να πέφτω στα πόδια μιας δεσποτικής γυναίκας, να υπακούω στις διαταγές της, να εκλιπαρώ τη συγγνώμη της, αποτελούσαν για μένα γλυκύτατες απολαύσεις· και όσο περισσότερο η ζωηρή φαντασία μου διέγειρε τις αισθήσεις μου, τόσο περισσότερο φερόμουν σαν ντροπαλός ερωτευμένος. Καταλαβαίνει κανείς ότι αυτό το είδος ερωτοτροπίας δεν οδηγεί σε ραγδαίες εξελίξεις, ούτε και είναι ιδιαίτερα επικίνδυνο για την τιμή εκείνης στην οποία απευθύνεται. Λίγες λοιπόν ήταν οι φορές που έκανα μια γυναίκα δική μου, χωρίς όμως αυτό να σημαίνει ότι δεν χόρτασα την ερωτική ηδονή με τον δικό μου τρόπο, δηλαδή με τη φαντασία μου. Ιδού λοιπόν πώς ο ερωτισμός μου, σε συνδυασμό με τον συνεσταλμένο χαρακτήρα μου και τη ρομαντική μου φύση, διαφύλαξαν τα αισθήματά μου αγνά και τα ήθη μου άμεμπτα, χάρη σ' εκείνο ακριβώς το πάθος το οποίο, με λίγη περισσότερη τόλμη, θα με είχε βυθίσει ίσως στην πιο κτηνώδη ακολασία.

Έκανα το πρώτο και οδυνηρότερο βήμα στον σκοτεινό και ρυπαρό λαβύρινθο των εξομολογήσεών μου. Εκείνο που πονάει περισσότερο όταν το λες δεν είναι το κακό, είναι το εξευτελιστικό και το γελοίο. Από εδώ και στο εξής είμαι σίγουρος για τον εαυτό μου· ύστερα απ' αυτό που τόλμησα να πω, τίποτα δεν μπορεί να με σταματήσει. Το πόσο μου κοστίζει μια τέτοια ομολογία μπορεί να το κρίνει κανείς από το ότι, μόλο που αγάπησα κάποιες γυναίκες με ένα πάθος παράφορο, που με έκανε καμιά φορά να χάνω μπροστά τους το φως, την ακοή και το νου μου, και να τραντάζομαι σύγκορμος από σπασμούς, ποτέ δεν βρήκα τη δύναμη να τους εκμυστηρευθώ την αδυναμία μου και να τους ζητήσω, στις στιγμές της πιο άκρας οικειότητας, τη μόνη χάρη που δεν μου είχαν κάνει ακόμα. Μονάχα μια φορά στη ζωή μου το έζησα αυτό, στα παιδικά μου χρόνια, με ένα κοριτσάκι της ηλικίας μου· αλλά και πάλι, αυτή ήταν εκείνη που το είχε προτείνει.

Καθώς ανατρέχω τώρα στα πρώτα βήματα της ψυχικής μου ζωής, ανακαλύπτω στοιχεία τα οποία, όσο κι αν φαίνονται πολλές φορές ασυμβίβαστα, συγκεράστηκαν και έδωσαν ένα συμπαγές και ενιαίο αποτέλεσμα· ενώ ανακαλύπτω άλλα, τα οποία, μολονότι ίδια φαινομενικά, μεταμορφώθηκαν μες απ' τη συγκυρία ορισμένων συνθηκών, και οι συνδυασμοί που προέκυψαν είναι τόσο αντίθετοι, που δεν θα πίστευε κανείς πως υπάρχει έστω και ένα κοινό στοιχείο μεταξύ τους. Ποιος θα φανταζόταν, λόγου χάρη, ότι μια από τις πλέον αδάμαστες δυνάμεις της ψυχής μου σφυρηλατήθηκε στον ίδιο άκμονα που έπλασε μέσα μου την ηδυπάθεια και την παθητικότητα. Θα παραμείνω στο θέμα για το οποίο μίλησα, για να δείξω μια άλλη, εντελώς διαφορετική επίδρασή του.

Κάποια μέρα, καθόμουν μόνος μου στο δωμάτιο που ήταν δίπλα στην κουζίνα και διάβαζα τα μαθήματά μου. Η υπηρέτρια είχε βάλει πάνω στην πλάκα τις χτένες της δεσποινίδος Λαμπερσιέ για να στεγνώσουν. Όταν ήρθε να τις πάρει, βρήκε μία με τα μισά της δόντια σπασμένα. Ποιος έφταιγε για τη ζημιά; Κανένας άλλος δεν είχε μπει στο δωμάτιο. Με ρωτάνε· τους λέω πως εγώ δεν την άγγιξα καν. Ο κύριος και η δεσποινίς Λαμπερσιέ αρχίζουν εν χορώ να με νουθετούν, να με πιέζουν, να με απειλούν· εγώ επιμένω πεισματικά στην αθωότητά μου. Οι ενδείξεις όμως εναντίον μου ήταν πολύ ισχυρές, και θεωρήθηκαν πειστικότερες από τις διαμαρτυρίες μου, παρόλο που δεν με είχαν ξαναδεί να λέω ψέματα με τόσο θράσος. Πήραν το θέμα πολύ σοβαρά· όφειλαν να το πάρουν. Η κακή πράξη, το ψέμα, το πείσμα θεωρήθηκαν όλα κολάσιμα. Αλλά η εκτέλεση της τιμωρίας δεν ανατέθηκε στη δεσποινίδα Λαμπερσιέ. Έγραψαν στον θείο Μπερνάρ, ο οποίος και ήρθε. Τον ξάδερφό μου τον βάραινε κι αυτόν κάποιο παράπτωμα εξίσου σοβαρό. Μας συμπεριέλαβαν στην ίδια τιμωρία. Ήταν φριχτή. Αν είχαν θελήσει να ανακόψουν μια για πάντα τις διεστραμμένες ορέξεις μου αναζητώντας το φάρμακο στην ίδια την ασθένεια, δεν θα είχαν βρει καλύτερη θεραπεία. Τις ξέχασα για πολύ καιρό.

Δεν κατάφεραν να μου αποσπάσουν την ομολογία που ήθελαν. Όσες φορές κι αν με περιέλαβαν, σε όσο εφιαλτική κατάσταση κι αν με έφεραν, στάθηκα ακλόνητος. Καλύτερα να πέθαινα. Ήμουν αποφασισμένος γι' αυτό. Η βία δεν μπόρεσε να υποτάξει το σατανικό παιδικό μου πείσμα γιατί έτσι αποκαλούσαν τη γενναιότητά μου. Τελικά, βγήκα από τη σκληρή αυτή δοκιμασία κατατσακισμένος αλλά θριαμβευτής.

Έχουν περάσει σχεδόν πενήντα χρόνια από τότε, και δεν υπάρχει φόβος να τιμωρηθώ ξανά γι' αυτό. Ε, λοιπόν, δηλώνω απερίφραστα, και μάρτυς μου ο Θεός, πως ήμουν αθώος, πως ποτέ δεν έσπασα, ποτέ δεν άγγιξα εκείνη τη χτένα, και πως ποτέ δεν μου πέρασε απ' το νου να κάνω κάτι τέτοιο. Μη με ρωτήσετε πώς έγινε η ζημιά. Δεν ξέρω και δεν καταλαβαίνω. Το μόνο που ξέρω στα σίγουρα είναι ότι εγώ ήμουν αθώος.

Φανταστείτε ένα παιδί συνεσταλμένο και υπάκουο στην καθημερινή ζωή, αλλά παράφορο, ανήμερο, χαλύβδινο στα πάθη, ένα παιδί που πάντα ακολουθούσε τη φωνή της λογικής, που όλοι του φέρονταν καλόκαρδα, δίκαια, στοργικά, που δεν ήξερε καν την έννοια της αδικίας, να υφίσταται για πρώτη φορά μια αδικία τόσο κατάφωρη, και μάλιστα από τους ανθρώπους που αγαπάει και εκτιμάει πιο πολύ. Φανταστείτε τη βίαιη ανατροπή των εννοιών! Τη σύγχυση στα αισθήματά του! Τον σάλο στην ψυχή του, στο μυαλό του, σε όλη εκείνη τη μικρή πνευματική και ηθική υπόσταση! Και λέω να τα φανταστείτε όλα αυτά, αν είναι δυνατόν, γιατί εγώ δεν νομίζω πως είμαι σε θέση να ξεδιαλύνω ή να βρω το παραμικρότερο νήμα στο τί συνέβαινε μέσα μου τότε.

Δεν είχα αρκετό μυαλό εκείνο τον καιρό για να καταλάβω πόσο καταδικαστικά ήταν για μένα τα φαινόμενα, ή για να έρθω στη θέση των άλλων. Έμενα στη δική μου, και το μόνο που καταλάβαινα ήταν η αγριότητα μιας φριχτής τιμωρίας για ένα κακό που δεν είχα κάνει. Τον σωματικό πόνο, όσο δυνατός κι αν ήταν, ούτε που τον ένιωθα· εκείνο που αισθανόμουν ήταν η αγανάκτηση, η οργή, η απελπισία. Ο ξάδερφός μου, κατηγορούμενος κι αυτός για μια παρόμοια υπόθεση, και έχοντας τιμωρηθεί για κάτι που είχε κάνει κατά λάθος σαν να ήταν εσκεμμένο, εξαγριώθηκε κι αυτός μαζί μ' εμένα και κατά κάποιον τρόπο συντόνισε το μένος του με το δικό μου. Πλαγιασμένοι μαζί στο ίδιο κρεβάτι, αγκαλιαζόμαστε με μια έξαλλη μανία, σφιγγόμαστε σπασμωδικά μέχρι που σκάγαμε, και όταν οι μικρές καρδιές μας ξαλάφρωναν λιγάκι και μπορούσαν να ξεσπάσουν, σηκωνόμαστε καθιστοί και φωνάζαμε εκατό φορές με όλη μας τη δύναμη: Carnifex! Carnifex! Carnifex!

Ακόμα και τώρα που γράφω γι' αυτό, μου ανεβαίνει το αίμα στο κεφάλι. Αυτές τις στιγμές δεν πρόκειται να τις ξεχάσω ποτέ, έστω κι αν ζήσω εκατό χιλιάδες χρόνια. Η πρώτη αυτή αίσθηση της βίας και της αδικίας χαράχτηκε τόσο βαθιά στην ψυχή μου, που οτιδήποτε σχετίζεται μαζί της μου ξαναφέρνει την πρώτη μου οργή. Κι αυτό το αίσθημα, όσο προσωπικό κι αν ήταν στην αρχή, έγινε τόσο αυθυπόστατο και αποσπάστηκε τόσο πολύ από κάθε ιδιοτέλεια, ώστε στη θέα ή στο άκουσμα της όποιας αδικίας, οποιοδήποτε κι αν είναι το θύμα της και οπουδήποτε κι αν συντελείται, γίνομαι πάντα πυρ και μανία, σαν να είμαι εγώ αυτός που την υφίσταται. Όταν διαβάζω για τα εγκλήματα ενός βάναυσου τυράννου, για τις αθλιότητες ενός πανούργου κληρικού, θέλω να πάω να σφάξω αυτούς τους αχρείους, έστω κι αν είναι να πληρώσω εκατό φορές με τη ζωή μου. Μου έτυχε πάμπολλες φορές να ιδρώσω κυνηγώντας ή πετροβολώντας έναν κόκορα, μια αγελάδα, ένα σκυλί ή όποιο ζώο έβλεπα να βασανίζει ένα άλλο μόνο και μόνο επειδή αισθανόταν ισχυρότερο. Αυτή η αντίδραση μπορεί να είναι εγγενής στον χαρακτήρα μου, και προσωπικά πιστεύω πως είναι· αλλά η ανεξίτηλη ανάμνηση της πρώτης αδικίας που ένιωσα πάνω μου δέθηκε τόσο νωρίς και τόσο άρρηκτα μαζί της, που αποκλείεται να μην τη δυνάμωσε.

Εκεί σήμανε το τέλος της γαλήνιας παιδικής μου ζωής. Από εκείνη τη στιγμή χάθηκε η ανέφελη ευτυχία που ήξερα· και ακόμα και σήμερα έχω την αίσθηση πως η ανάμνηση της μαγείας των παιδικών μου χρόνων σταματάει εδώ. Μείναμε ακόμα λίγους μήνες στο Μποσσέ. Ζούσαμε όπως λένε ότι ζούσε ο πρώτος άνθρωπος, που ήταν ακόμα στον επίγειο παράδεισο αλλά χωρίς να τον απολαμβάνει πια. Φαινομενικά ήταν η ίδια κατάσταση, αλλά στην ουσία μια εντελώς άλλη ζωή. Η αγάπη, ο σεβασμός, η οικειότητα, η εμπιστοσύνη δεν έδεναν πια τους μαθητές με τους δασκάλους τους· δεν τους βλέπαμε πια σαν θεούς που διάβαζαν τα φύλλα της καρδιάς μας· ντρεπόμαστε λιγότερο να κάνουμε κάτι κακό και φοβόμαστε περισσότερο μη μας ανακαλύψουν· αρχίσαμε να κρυβόμαστε, να επαναστατούμε, να λέμε ψέματα. Όλα τα ελαττώματα της ηλικίας μας μόλυναν την αγνότητά μας και αμαύρωσαν τα παιχνίδια μας. Ακόμα και η εξοχή είχε χάσει στα μάτια μας εκείνη την απλή και γλυκιά γοητεία που ανοίγει την καρδιά· μας φαινόταν έρημη και καταθλιπτική· ήταν λες και την είχε σκεπάσει ένα πέπλο που έκρυβε από μας την ομορφιά της. Σταματήσαμε να καλλιεργούμε τα περιβολάκια μας, τα λαχανικά μας, τα λουλούδια μας. Δεν τρέχαμε πια να ξύσουμε ελαφρά το χώμα, αλαλάζοντας από χαρά μόλις ανακαλύπταμε το βλασταράκι του σπόρου που είχαμε φυτέψει. Τη βαρεθήκαμε αυτή τη ζωή· μας βαρέθηκαν κι εμάς οι άλλοι. Ο θείος μου μας ξαναπήρε πάλι στο σπίτι, και αποχαιρετήσαμε τον κύριο και τη δεσποινίδα Λαμπερσιέ έχοντας απαυδήσει οι μεν από τους δε και χωρίς να λυπηθούμε για τον χωρισμό μας.

[πηγή: Ζαν Ζακ Ρουσσώ, Οι εξομολογήσεις, μτφ. Αλεξάνδρα Παπαθανασοπούλου, τ. Α', Εκδόσεις Ιδεόγραμμα, Αθήνα 1997, σ. 18-24]

εικόνα