Agatha Cristie, «Η ληστεία των ομολογιών του ενός εκατομμυρίου δολλαρίων»
«Πολλές ληστείες ομολογιών έχουν γίνει τώρα τελευταία! παρατήρησα ένα πρωινό που διάβαζα την εφημερίδα μου. Πουαρό, ας εγκαταλείψουμε την επιστήμη μας, κι ας αφοσιωθούμε στο έγκλημα.»
«Είσαι από τους λάτρεις του γρήγορου πλούτου, φίλε μου;»
«Νά, κοίτα αυτό το τελευταίο αστειάκι, για τις ομολογίες Λίμπερτυ εκατομμυρίων δολαρίων που έστελναν οι τράπεζες Λονδίνου και Σκοτίας στη Νέα Υόρκη και που εξαφανίστηκαν κάτω απ' τη μύτη τους ενώ ταξίδευαν με το "Ολυμπία".»
«Αν δεν υπήρχε αυτή η καταραμένη θάλασσα που καταστρέφει το ευαίσθητο στομαχάκι μου, δεν θα 'χα αντίρρηση να ταξιδέψω μ' ένα απ' αυτά τα μεγάλα πλοία», μουρμούρισε ονειροπολώντας ο Πουαρό.
«Ναι, πραγματικά!», είπα μ' ενθουσιασμό. «Μερικά απ' αυτά είναι σαν παλάτια· με πισίνες, τραπεζαρίες, εστιατόρια, θα 'ναι δύσκολο να καταλάβεις ότι βρίσκεσαι στη θάλασσα.»
«Εγώ το καταλαβαίνω πάντοτε ότι βρίσκομαι στη θάλασσα», είπε λυπημένα ο Πουαρό. «Κι όλες αυτές οι μπαγκατέλες που απαρίθμησες, εμένα δεν μου λένε τίποτα, απλά φίλε μου σκέψου μια στιγμή τις μεγαλοφυίες που θα ταξιδεύουν ινκόγκνιτο! Πάνω σ' αυτά τα πλεούμενα παλάτια, όπως δίκαια τα ονόμασες, θα μπορούσε να γνωρίσεις την ελίτ, τους γαλαζοαίματους του εγκληματικού κόσμου!»
Γέλασα.
«Ώστε, γι' αυτό ενθουσιάστηκες τόσο! Θα 'θελες να βρεθείς αντιμέτωπος με τον άνθρωπο που βούτηξε τις ομολογίες Λίμπερτυ;»
Μας διέκοψε η σπιτονοικοκυρά.
«Μια νεαρή κυρία θέλει να σας δει, κε. Πουαρό. Νά η κάρτα της.»
Η κάρτα έγραφε: «Δις Εσμέ Φαρκουχάρ» κι ο Πουαρό έγνεψε στην σπιτονοικοκυρά να τη φέρει πάνω.
Το επόμενο λεπτό, ένα απ' τα πιο γοητευτικά κορίτσια που έχω δει στη ζωή μου, μπήκε στο δωμάτιο. Ήταν γύρω στα εικοσιπέντε με μεγάλα καστανά μάτια και τέλεια κορμοστασιά. Ήταν καλοντυμένη και με συγκρατημένους τρόπους.
«Καθίστε, σας παρακαλώ, μαντμουαζέλ. Από δω ο φίλος μου, ο κος Χάστινγκς, που με βοηθάει στα μικρά μου προβλήματα!»
«Φοβάμαι ότι το σημερινό είναι μεγάλο πρόβλημα, μεσιέ Πουαρό», είπε το κορίτσι, κάνοντας μια ευχάριστη υπόκλιση προς το μέρος μου καθώς καθόταν. «Φαντάζομαι ότι θα το έχετε διαβάσει ήδη στις εφημερίδες. Αναφέρομαι στην κλοπή των ομολογιών Λίμπερτυ στο "Oλυμπία".»
Το πρόσωπο του Πουαρό έδειξε κατάπληξη, γι' αυτό συνέχισε γρήγορα.
«Αναρωτιέστε τί σχέση μπορεί να έχω μ' ένα σοβαρό ίδρυμα σαν τις Τράπεζες Λονδίνου και Σκοτίας. Από μια άποψη καμία, από άλλη τα πάντα. Βλέπετε, μεσιέ Πουαρό, είμαι αρραβωνιασμένη με τον κο Φιλίπ Ρίτζουεϋ.»
«Αχά, ο κος Φιλίπ Ρίτζουεϋ.»
«Ήταν υπεύθυνος για τις μετοχές όταν τις έκλεψαν. Φυσικά καμιά κατηγορία δεν μπορεί να τον ακουμπήσει, δεν έφταιγε εκείνος. Παρ' όλα αυτά, ο θείος του επιμένει ότι από ανευθυνότητα πρέπει να ανέφερε ότι τις είχε στην κατοχή του. Είναι μια φοβερή καταστροφή για την καριέρα του.»
«Ποιος είναι ο θείος του;»
«Ο κος Βαβασούρ, ο γενικός διευθυντής των Τραπεζών του Λονδίνου και της Σκοτίας.»
«Μήπως θα μπορούσατε, δις Φαρκουχάρ, να μου διηγηθείτε όλη την ιστορία;»
«Πολύ καλά. Όπως ξέρετε, η Τράπεζα ήθελε να επεκτείνει τις δραστηριότητές της στην Αμερική και γι' αυτό το σκοπό αποφάσισαν να στείλουν ένα εκατομμύριο δολάρια σε ομολογίες Λίμπερτυ. Ο κος Βαβασούρ επέλεξε τον ανιψιό του, που είχε μια θέση εμπιστοσύνης στην τράπεζα για πολλά χρόνια και που ήταν ενήμερος για όλες τις λεπτομέρειες των διαπραγματεύσεων της τράπεζας στη Νέα Υόρκη να κάνει το ταξίδι. Το "Ολυμπία" σάλπαρε απ' το Λίβερπουλ στις 23 και οι ομολογίες δόθηκαν στο Φίλιπ εκείνη την ημέρα, από τον κο Βαβασούρ και τον κο Σω, τους δύο γενικούς διευθυντές του Λονδίνου και της Σκοτίας. Μετρήθηκαν, κλείστηκαν σε δέμα, και σφραγίστηκαν μπροστά του και μετά εκείνος κλείδωσε το δέμα σε ένα απ' τα μπαούλα του.»
«Μπαούλο με κοινή κλειδαριά;»
«Όχι, ο κος Σω επέμενε να προσαρμόσουν μια ειδική κλειδαριά από τον Χιουμπς. Ο Φιλίπ όπως σας είπα τοποθέτησε το πακέτο στον πάτο του μπαούλου. Το κλέψανε λίγες ώρες πριν φτάσουν στη Νέα Υόρκη. Έψαξαν όλο το πλοίο αλλά χωρίς αποτέλεσμα. Οι ομολογίες είχαν εξαφανιστεί.»
Ο Πουαρό έκανε μια γκριμάτσα.
«Αλλά δεν εξαφανίστηκαν εντελώς, αφού υποθέτω ότι πουλήθηκαν σε μικρά πακέτα μέσα σε μισή ώρα αφού αγκυροβόλησε το "Ολυμπία"! Αναμφίβολα το επόμενο που πρέπει να κάνω είναι να δω τον κο Ρίτζουεϋ.»
«Ήθελα να σας προτείνω να πάρουμε μαζί το μεσημεριανό μας στο Σέσαϊρ Τσηζ. Θα είναι εκεί κι ο Φιλίπ. Έχουμε ραντεβού, αλλά ακόμα δεν ξέρει ότι ήρθα σε σας για την υπόθεσή του.»
Συμφωνήσαμε στην πρότασή της και πήγαμε κει με ταξί.
Ο κος Φίλιπ Ρίτζουεϋ είχε φτάσει πριν από μας και έμεινε έκπληκτος όταν είδε την αρραβωνιαστικιά του να καταφτάνει με δύο εντελώς άγνωστους κυρίους. Ήταν ένας ωραίος νεαρός, ψηλός και στητός, με λίγα γκρίζα μαλλιά στους κροτάφους παρ' όλο που δεν ήταν πολύ πάνω από τριάντα χρονών.
Η δις Φαρκουχάρ τον πλησίασε κι ακούμπησε το χέρι της στο μπράτσο του.
«Πρέπει να με συγχωρέσεις που έκανα κάτι χωρίς να σε συμβουλευτώ, Φιλίπ, είπε. Θα ήθελα να σου συστήσω τον κο Ηρακλή Πουαρό, που πρέπει να έχεις ακουστά και τον φίλο του τον κο Χάστινγκς.»
Ο Ρίτζουεϋ φάνηκε να τα χάνει.
«Φυσικά και σας έχω ακουστά, μεσιέ Πουαρό», είπε την ώρα που έσφιγγαν τα χέρια. «Αλλά δεν είχα ιδέα ότι η Εσμέ σκεπτόταν να σας συμβουλευτεί για το πρόβλημά μου — μας.»
«Φοβόμουν ότι δεν θα μ' άφηνες να το κάνω, Φιλίπ», είπε χαμογελώντας η κοπέλα.
«Έτσι, αποφάσισες να κάνεις του κεφαλιού σου», είπε χαμογελώντας. Ελπίζω ο κος Πουαρό να μπορέσει να ρίξει λίγο φως σ' αυτό το απίθανο αίνιγμα, γιατί ειλικρινά πρέπει να ομολογήσω ότι κοντεύω να τρελαθώ απ' την αγωνία.
Πραγματικά, τα χαρακτηριστικά του ήταν τραβηγμένα και φαινόταν ξεκάθαρα το άγχος που τον έπνιγε.
«Λοιπόν», είπε ο Πουαρό. «Ας φάμε το μεσημεριανό μας και μετά να ενώσουμε τις δυνάμεις μας να δούμε τί μπορούμε να κάνουμε. Θέλω ν' ακούσω την ιστορία απ' τον ίδιο τον κο Ρίτζουεϋ.»
Αφού συζητήσαμε για τη θαυμάσια πουτίγκα με νεφρά του εστιατορίου, ο Φίλιπ Ρίτζουεϋ μας διηγήθηκε τις συνθήκες που οδήγησαν στην εξαφάνιση των ομολογιών. Η ιστορία του ταίριαξε με την ιστορία της δίδας Φαρκουχάρ απόλυτα. Όταν τελείωσε, ο Πουαρό άρχισε τις ερωτήσεις.
«Τί ακριβώς ήταν αυτό που σας οδήγησε να ανακαλύψετε ότι οι ομολογίες είχαν κλαπεί, κε Ρίτζουεϋ;»
Γέλασε πικρά.
«Ήταν ολοφάνερο, μεσιέ Πουαρό. Δεν γινόταν να μην το δω. Το μπαούλο μου ήταν μισοτραβηγμένο κάτω απ' το κρεβάτι και ήταν γρατζουνισμένο και κομμένο γύρω απ' την κλειδαριά που προσπάθησαν να παραβιάσουν.»
«Μα εγώ κατάλαβα ότι το άνοιξαν με κλειδί.»
«Ακριβώς. Προσπάθησαν να το παραβιάσουν, αλλά δεν μπόρεσαν. Και στο τέλος, πρέπει να κατάφεραν να το ξεκλειδώσουν με κάποιο τρόπο.»
«Περίεργο», είπε ο Πουαρό και τα μάτια του άρχισαν να πεταρίζουν μ' ένα πράσινο φως που ήξερα πολύ καλά. «Πολύ περίεργο! Χάσανε τόση ώρα προσπαθώντας να τ' ανοίξουν και μετά ανακαλύπτουν ότι είχαν το κλειδί απ' την αρχή. Αλλά κι όλες οι κλειδαριές του Χιουμπς είναι μοναδικές.»
«Γι' αυτό και δεν θα μπορούσαν να έχουν το κλειδί. Το είχα μαζί μου όλη τη μέρα.»
«Είστε σίγουρος γι' αυτό;»
«Μπορώ να ορκιστώ γι' αυτό κι εκτός απ' αυτό, αν είχαν το κλειδί ή ένα αντίγραφο, γιατί να χάσουν χρόνο προσπαθώντας να παραβιάσουν μια φανερά αδιάρρηκτη κλειδαριά.»
«Α, ακριβώς για αυτό αναρωτιόμαστε! Μπορώ να προφητεύσω ότι η λύση, αν ποτέ τη βρούμε, θα βασίζεται σ' αυτό το παράξενο γεγονός. Σας παρακαλώ να μην προσβληθείτε αν σας κάνω άλλη μια ερώτηση: Είστε απόλυτα σίγουρος ότι δεν είχατε αφήσει το μπαούλο ξεκλείδωτο;»
Ο Φίλιπ Ρίτζουεϋ σχεδόν δεν τον κοίταξε κι ο Πουαρό έκανε ένα απολογητικό νεύμα.
«Α, μα αυτά τα πράγματα συμβαίνουν, μπορώ να σας διαβεβαιώσω! Πολύ καλά, οι ομολογίες εξαφανίστηκαν απ' το μπαούλο. Και τί τις έκανε ο κλέφτης; Πώς τα κατάφερε να βγει στη στεριά με τις ομολογίες;»
«Α», φώναξε ο Ρίτζουεϋ. «Αυτό ακριβώς λέω κι εγώ. Πώς; Ανέφερα την κλοπή στο Τελωνείο και καθένας που έβγαινε απ' το πλοίο τον έψαχναν μέχρι και τα δόντια του!»
«Και οι ομολογίες, υποθέτω, είχαν αρκετό όγκο;»
«Φυσικά και είχαν. Με δυσκολία θα τις έκρυβε κάποιος στο πλοίο και αυτό το ξέρουμε στα σίγουρα, γιατί τις έριξαν στην αγορά για πούλημα μέσα σε μισή ώρα αφού έφτασε το "Ολυμπία", πολύ πριν προλάβω να στείλω τα τηλεγραφήματα με τα νούμερα. Ένας χρηματιστής ορκίζεται ότι αγόρασε μερικές πριν καν προλάβει το "Ολυμπία" να μπει στο λιμάνι. Αλλά, δεν μπορεί οι ομολογίες να πετάξανε στη στεριά.»
«Δεν πετάξανε αλλά μήπως σας πλησίασε κάποιο σκάφος;»
«Μόνο τα επίσημα κρατικά, κι αυτό έγινε μετά το συναγερμό, όταν όλοι ήταν πολύ προσεκτικοί. Κι εγώ πρόσεχα μήπως δω κάποιον να δίνει κάποιο δέμα σε άλλον. Θεέ μου, μεσιέ Πουαρό, κοντεύω να τρελαθώ μ' αυτήν την ιστορία. Ο κόσμος έχει αρχίσει να λέει ότι τις έκλεψα εγώ.»
«Αλλά, ψάξανε κι εσάς, έτσι δεν είναι;» ρώτησε απαλά ο Πουαρό.
«Ναι.»
Ο νεαρός τον κοιτούσε σα χαμένος.
«Δεν καταλάβατε τί εννοώ, απ' ό,τι βλέπω», είπε ο Πουαρό, χαμογελώντας αινιγματικά. Τώρα θα 'θελα να κάνω μερικές ανακρίσεις στην τράπεζα.
Ο Ρίτζουεϋ έβγαλε μια κάρτα κι έγραψε μερικές λέξεις πάνω της.
«Δώστε αυτό κι ο θείος μου θα σας δεχτεί αμέσως.»
Ο Πουαρό τον ευχαρίστησε, χαιρέτησε τη δίδα Φαρκουχάρ και ξεκινήσαμε για την οδό Θρέντνηντλ για τα κεντρικά γραφεία της Τράπεζας Λονδίνου και της Σκοτίας. Όταν δείξαμε την κάρτα μάς οδήγησαν μέσα από ένα λαβύρινθο ταμείων και γραφείων σ' ένα μικρό γραφείο στον πρώτο όροφο όπου μας δέχτηκαν οι διευθυντές.
Ήταν δύο σοβαροί κύριοι, που είχαν γεράσει στην υπηρεσία της τράπεζας. Ο κος Βαβασούρ είχε μια κοντή άσπρη γενειάδα, ο κος Σω ήταν καλοξυρισμένος.
«Φαντάζομαι ότι είστε ιδιωτικός ντετέκτιβ;» ρώτησε ο κος Βαβασούρ. Πολύ καλά, πολύ καλά. Έχουμε φυσικά αφεθεί στα χέρια της Σκότλαντ Γυαρντ. Την υπόθεση έχει αναλάβει ο Επιθεωρητής Μακνήλ. Ένας πολύ ικανός άνθρωπος, πιστεύω.
«Είμαι σίγουρος γι' αυτό» είπε ευγενικά ο Πουαρό. «Θα μου επιτρέψετε να σας κάνω μερικές ερωτήσεις. Την κλειδαριά, ποιος την παρήγγειλε απ' τον Χιουμπς;»
«Εγώ ο ίδιος», είπε ο κος Σω. «Δεν θα εμπιστευόμουν κανέναν υπάλληλο γι' αυτό το θέμα. Όσο για τα κλειδιά, είχε ένα ο κος Ρίτζουεϋ και τα άλλα δύο τα είχαμε εμείς οι δυο.»
«Υπήρχε κάποιος υπάλληλος που να έχει πρόσβαση σ' αυτά;»
Ο κος Σω γύρισε ερωτηματικά στον κο Βαβασούρ.
«Νομίζω ότι παρέμειναν στο χρηματοκιβώτιο όπου τα είχαμε βάλει στις 23, είπε ο κος Βαβασούρ. Ο κος Σω δυστυχώς αρρώστησε ξαφνικά πριν δεκαπέντε μέρες — ακριβώς την ίδια μέρα που έφυγε ο Φίλιπ. Μόλις πρόσφατα ανάρρωσε.»
«Η οξεία βρογχίτις δεν είναι αστεία αρρώστια για έναν άνθρωπο της ηλικίας μου, είπε ο κος Σω. Αλλά, φοβάμαι ότι ο κος Βαβασούρ υπέφερε απ' την παραπανίσια δουλειά που επωμίστηκε εξαιτίας της απουσίας μου, ιδιαίτερα με αυτήν την απρόσμενη στενοχώρια που μας βρήκε.»
Ο Πουαρό ρώτησε και μερικά άλλα. Απ' ό,τι κατάλαβα, προσπαθούσε να ανακαλύψει πόσο ιδιαίτερες σχέσεις είχαν ο θείος κι ο ανιψιός.
Οι απαντήσεις του κου Βαβασούρ ήταν σύντομες και ακριβείς. Ο ανιψιός του ήταν έμπιστος υπάλληλος της τράπεζας και δεν είχε χρέη ή χρηματικές δυσκολίες, τουλάχιστον απ' όσα ήξερε. Του είχαν εμπιστευτεί παρόμοιες αποστολές στο παρελθόν. Τελικά, μας ξεφορτώθηκαν πολύ ευγενικά.
«Είμαι απογοητευμένος», είπε ο Πουαρό, όταν βγήκαμε στο δρόμο.
«Έλπιζες ότι θ' ανακάλυπτες περισσότερα; Εμένα μου φάνηκαν πολύ τυπικοί.»
«Δεν είναι η τυπικότητά τους που με απογοητεύει, φίλε μου. Δεν περιμένω να βρω σ' ένα διευθυντή τράπεζας ένα καπάτσο νέο με αετίσιο βλέμμα, όπως τους παρουσιάζουν τα αγαπημένα σου βιβλία. Όχι, είμαι απογοητευμένος από την υπόθεση. Παραείναι εύκολη!»
«Εύκολη;»
«Ναι, δεν την βρίσκεις παιδιάστικα απλή;»
«Ξέρεις ποιος έκλεψε τις ομολογίες;»
«Ξέρω.»
«Μα τότε, —πρέπει— μα…»
«Μην μπερδεύεις το μυαλό σου, Χάστινγκς. Προς το παρόν δεν θα κάνουμε τίποτα.»
«Μα, γιατί; Τί περιμένεις;»
«Το "Ολυμπία" θα γυρίσει απ' το ταξίδι του στη Νέα Υόρκη την Τρίτη.»
«Μα, αφού ξέρεις ποιος έκλεψε τις ομολογίες, γιατί να περιμένουμε; Μπορεί να το σκάσει.»
«Σ' ένα νησί των Νοτίων Θαλασσών όπου δεν υπάρχει πρόκληση. Όχι, φίλε μου, εκεί η ζωή θα του φαινόταν πολύ βαρετή. Τώρα, το γιατί περιμένω, καλά, για τη νοημοσύνη του Ηρακλή Πουαρό η υπόθεση έχει ξεκαθαριστεί απόλυτα, αλλά για το καλό των άλλων που δεν έχουν γεννηθεί τόσο απλόχερα χαρισματικοί απ' τον καλό Θεούλη —ο επιθεωρητής Μακνήλ για παράδειγμα— θα πρέπει να κάνουν κι άλλες ανακρίσεις για να καταλήξουν σε συμπεράσματα. Πρέπει πάντα να σκεφτόμαστε και τους πιο αδύναμους.»
«Θεέ και Κύριε, Πουαρό! Το ξέρεις ότι θα μπορούσα να πληρώσω πολλά για να σε δω μια και μοναδική φορά να τα θαλασσώνεις. Είσαι τόσο υπεροπτικά αλαζόνας.»
«Μην ελπίζεις, Χάστινγκς. Αλήθεια, έχω προσέξει ότι υπάρχουν φορές που σχεδόν με μισείς. Αλλά τί να γίνει, υποφέρω τις συνέπειες της μεγαλοφυίας μου!»
Ο κοντούλης Πουαρό ξεφύσηξε κι αναστέναξε τόσο κωμικά που αναγκάστηκα να γελάσω.
Η Τρίτη μας βρήκε να ταξιδεύουμε σ' ένα βαγόνι πρώτης θέσης προς το Λίβερπουλ. Ο Πουαρό είχε αρνηθεί κατηγορηματικά να με διαφωτίσει για τις υποψίες του — ή βεβαιότητες. Ευχαριστιόταν κάνοντας δήθεν τον έκπληκτο που δεν είχα λύσει κι εγώ το αίνιγμα. Προτίμησα να μην καυγαδίσω κι έκρυψα την περιέργειά μου πίσω από μια μάσκα φαινομενικής αδιαφορίας.
Μόλις φτάσαμε στην αποβάθρα που ήταν αραγμένο το μεγάλο υπερωκεάνιο, ο Πουαρό έγινε προσεκτικός και σοβαρός. Ανέκρινε τέσσερις καμαρώτους κι έκανε ερωτήσεις για ένα φίλο του που ταξίδεψε ώς τη Νέα Υόρκη στις 23.
«Ένας ηλικιωμένος κύριος με γυαλιά. Σχεδόν ανήμπορος. Βγήκε ελάχιστα από την καμπίνα του.»
Η περιγραφή έμοιαζε να συμπίπτει μ' ένα κύριο Βεντνόρ που είχε την καμπίνα Γ24 δίπλα στην καμπίνα του Φίλιπ Ρίτζουεϋ. Παρόλο που ήμουν ανίκανος ν' ανακαλύψω από πού είχε ξεφυτρώσει ο Πουαρό αυτόν τον κύριο Βεντνόρ, είχα ενθουσιαστεί αρκετά.
«Πείτε μου», φώναξα, «αυτός ο κύριος ήταν απ' τους πρώτους που αποβιβάστηκαν όταν φτάσατε στην Νέα Υόρκη;»
Ο καμαρώτος κούνησε το κεφάλι του.
«Όχι, κύριε. Ήταν απ' τους τελευταίους.»
Αποσύρθηκα συντετριμμένος και πρόσεξα τον Πουαρό που με κοίταζε θυμωμένος. Ευχαρίστησε τον καμαρώτο μ' ένα χαρτονόμισμα, άλλαξε χέρια και φύγαμε.
«Όλα καλά, παρατήρησα με έξαψη, αλλά η τελευταία απάντηση πρέπει να γκρέμισε την πολύτιμη θεωρία σου!»
«Όπως πάντα, δεν κατάλαβες τίποτα, Χάστινγκς. Η τελευταία απάντηση, αντίθετα, είναι αυτή που επιβεβαιώνει τη θεωρία μου.»
Σήκωσα τα χέρια μου μ' απελπισία. «Εγώ εγκαταλείπω.»
2
Μεσ' το τρένο γυρίζοντας στο Λονδίνο, ο Πουαρό έγραφε με σοβαρότητα κάτι και μετά έκλεισε το χαρτί σ' ένα φάκελο.
«Αυτό είναι για τον καλό μας επιθεωρητή Μακνήλ. Θα τ' αφήσουμε περνώντας στη Σκότλαντ Γυαρντ και μετά θα πάμε στο Εστιατόριο Ραντεβού, όπου έχουμε να συναντήσουμε για δείπνο τη δίδα Εσμέ Φαρκουχάρ.»
«Και ο Ρίτζουεϋ;»
«Τί πράγμα;» ρώτησε ο Πουαρό μισοχαμογελώντας.
«Μα, σίγουρα, δεν νομίζεις — δεν μπορεί…»
«Τον τελευταίο καιρό έχεις αποκτήσει την κακιά συνήθεια να λες ασυναρτησίες, Χάστινγκς. Για νάμαι ειλικρινής το σκέφτηκα. Αν ήταν ο Ρίτζουεϋ ο κλέφτης —πράγμα απόλυτα πιθανό— η υπόθεση θα ήταν γοητευτική· μια τακτική μεθοδική δουλειά.»
«Δεν θα ήταν όμως το ίδιο γοητευτική για τη δίδα Φαρκουχάρ.»
«Πιθανό νάχεις δίκιο. Τόσο το καλύτερο. Λοιπόν, Χάστινγκς, ας αναλύσουμε την υπόθεση. Σε βλέπω ότι πεθαίνεις να σου αποκαλύψω το μυστικό μου. Το σφραγισμένο πακέτο εξαφανίζεται απ' το μπαούλο, όπως είπε κι η δίδα Φαρκουχάρ. Εμείς θ' απορρίψουμε τη θεωρία της εξαφάνισης, που δεν είναι αποδεκτή απ' την επιστήμη και θα σκεφτούμε τί πιθανόν να έγινε. Όλοι απορρίπτουν την πιθανότητα να έχουν φυγαδευτεί στη στεριά.»
«Ναι, αλλά ξέρουμε…»
«Εσύ μπορεί να ξέρεις, Χάστινγκς. Εγώ δεν ξέρω τίποτα. Παίρνω την άποψη ότι, αφού φαινόταν απίθανο ήταν απίθανο. Απομένουν δυο πιθανότητες, ήταν κρυμμένες στο πλοίο κι αυτό αρκετά δύσκολο, ή τις πέταξαν απ' το πλοίο.»
«Ναι, μέσα σε μπουκάλι… Μα, τί εννοείς;»
«Χωρίς μπουκάλι.»
Τον κοίταξα άφωνος.
«Μα, αν τις πέταξαν στη θάλασσα, τότε πώς πουλήθηκαν στη Νέα Υόρκη», είπα ύστερα από λίγο.
«Θαυμάζω το λογικό σου μυαλό, Χάστινγκς. Οι ομολογίες πουλήθηκαν στη Νέα Υόρκη, γι' αυτό και δεν τις πέταξαν απ' το πλοίο. Βλέπεις πού μας οδηγεί αυτό;»
«Εκεί που ήμασταν, όταν ξεκινήσαμε.»
«Λοιπόν! Αν έριξαν το πακέτο απ' το πλοίο κι οι ομολογίες πουλήθηκαν στη Νέα Υόρκη, τότε το πακέτο δεν μπορεί να περιείχε τις ομολογίες. Υπάρχει κάτι που ν' αποδεικνύει ότι το πακέτο περιείχε τις ομολογίες; Θυμήσου ότι ο κος Ρίτζουεϋ δεν το άνοιξε ποτέ απ' τη στιγμή που του το παρέδωσαν στο Λονδίνο.»
«Ναι, μα τότε…»
Ο Πουαρό κούνησε το χέρι του ανυπόμονα.
«Άφησέ με να συνεχίσω. Η τελευταία στιγμή που κάποιος βλέπει τις ομολογίες σαν ομολογίες είναι στο γραφείο του Λονδίνου, στην τράπεζα το πρωί της 23ης. Ξαναεμφανίζονται στη Νέα Υόρκη μισή ώρα μετά την άφιξη του "Ολυμπία" και σύμφωνα με τον χρηματιστή που κανείς δεν ακούει, στην πραγματικότητα πριν φτάσει το πλοίο. Αν υποθέσουμε λοιπόν ότι ποτέ δεν ήταν πάνω στο "Ολύμπια"; Υπήρχε άλλος τρόπος να φτάσουν στη Νέα Υόρκη; Ναι. Το "Τζαϊγκάντικ" φεύγει απ' το Σαουθάμπτον την ίδια μέρα με το "Ολυμπία" και έχει το ρεκόρ του Ατλαντικού. Ταχυδρομημένες με το "Τζαϊγκάντικ" οι ομολογίες θα βρίσκονται στη Νέα Υόρκη μια μέρα πριν φτάσει το "Ολυμπία". Όλα είναι ξακάθαρα. Το σφραγισμένο πακέτο είναι ψεύτικο και η αντικατάσταση πρέπει να έγινε στο γραφείο της τράπεζας. Θα ήταν πολύ εύκολο για οποιονδήποτε απ' τους τρεις παρόντες άντρες να έχει ετοιμάσει ένα όμοιο πακέτο που θα μπορούσε ν' αντικαταστήσει το αυθεντικό. Οι ομολογίες λοιπόν, ταχυδρομούνται σε κάποιον έμπιστο στη Νέα Υόρκη με οδηγίες να πουληθούν μόλις φτάσει το "Ολυμπία", αλλά κάποιος πρέπει να ταξιδεύει με το "Ολυμπία" για να σκηνοθετήσει την υποτιθέμενη ληστεία.»
«Μα, γιατί;»
«Γιατί, αν ο Ρίτζουεϋ ανοίξει το πακέτο και δει ότι δεν περιέχει τις ομολογίες, οι υποψίες πέφτουν κατευθείαν στο Λονδίνο. Έτσι, ο άνθρωπος στο πλοίο στη διπλανή καμπίνα, κάνει τη δουλειά του, προσποιείται ότι παραβιάζει την κλειδαριά με φανερό τρόπο, έτσι ώστε να γίνει αμέσως αντιληπτή η κλοπή.»
«Στην πραγματικότητα, ξεκλειδώνει το μπαούλο με ένα αντίγραφο κλειδιού, ρίχνει το πακέτο στη θάλασσα και περιμένει ώσπου να φύγουν όλοι απ' το πλοίο. Φυσικά, φοράει γυαλιά για να κρύβει τα μάτια του και παριστάνει τον παράλυτο, αφού δεν θέλει να ρισκάρει μια συνάντηση με τον Ρίτζουεϋ. Κατεβαίνει στη Νέα Υόρκη και ξαναγυρνάει στο Λονδίνο με το πρώτο πλοίο που φεύγει.»
«Μα, ποιος — ποιος ήταν;»
«Ο άνθρωπος που είχε κλειδί, ο άνθρωπος που παρήγγειλε την κλειδαριά, ο άνθρωπος που δεν ήταν σοβαρά άρρωστος από βρογχίτιδα στο σπίτι του στην εξοχή — αυτός ο γεροντάκος, ο κος Σω. Υπάρχουν πολλές φορές, φίλε μου, εγκληματίες σε μεγάλα πόστα. Α, νά και η δεσποινίδα. Μαντμουαζέλ, επέτυχα! Μου επιτρέπετε;»
Και σκύβοντας ο Πουαρό φίλησε την έκπληκτη κοπέλα στο μάγουλο.
[πηγή: Agatha Cristie, Οι Έρευνες του Πουαρώ, μτφ. Μαρία Ρούσσου, Εκδόσεις Ερμείας, Αθήνα χ.χ., σ. 121-132]