Ειρήνη η Αθηναία, «Όπως είδε τον εαυτό της στα μάτια του»

'Eφερναν τα πράματά της κι αυτή, σκυμμένη στα παληά κάγκελα της σκάλας, έβλεπε σιωπηλά. Ύστερα πλήρωσε τους ανθρώπους και πέρασε μέσα. Στο παράθυρο της δυτικής κάμαρας εστάθηκε. Από κει φαίνονταν όλο το πίσω μέρος του κτήματος, η σιδηροδρομική γραμμή της Κηφισιάς, το Δαφνί, η θάλασσα μακρυά, και δεξιά η Πάρνηθα με τις δαντελλωτές κορυφές, χρυσωμένες από τη δύσι.

Στη φτωχή, εξοχική συνοικία άναβαν τα πρώτα φώτα. Τα παιδιά του περιβολάρη, κοντόχοντρα, με κουρελιασμένες, βρώμικες ποδιές, από τη δουλειά, περνούσαν πηδηχτά το μονοπάτι, πηγαίνοντας στο σπιτάκι τους που μόλις φωτίσθηκε ανάμεσα στα δέντρα. Ήταν ωραία. Ο ποτισμένος κήπος ανάδινε δροσιά και άρωμα γιασεμιού, τριαντάφυλλου και βιόλας. Στέκονταν ακόμα μη ξέροντας τί να κάνη. Τα πράματά της, το ένα επάνω στο άλλο, ήταν σα να τα σώριασεν εκεί μια καταιγίδα. Προχώρησε στη μέσα κάμαρα, σέρνοντας μηχανικά το χέρι στη σκόνη των επίπλων και έφθασε στο άλλο ανοιχτό παράθυρο. Εκεί ανάπνευσε βαθειά. Ο ουρανός, χλωμότατος, της φάνηκε πως έτρεμε.

Άκουσε πίσω της:

— Με φώναξες, κυρία;

Ήταν το μεγάλο παιδί του περιβολάρη, μελαχροινό, με κόκκινα χείλη και μάτια γελαστά. Στο μάγουλο είχε ένα βαθύ σημάδι.

— Α, ναι… ήθελα να με βοηθήσης, αν δεν είσαι κουρασμένος…

— Μπα! νοιώθουμε κούρασι εμείς;

Αυτό της άρεσε. Νά ένας άνθρωπος που δε νοιώθει κούρασι.

Παραμέρισε κάτι πράματα και πήρε τα πλαγινά σίδερα του κρεβατιού. Το παιδί άρπαξε το κεφαλάρι. Εδώ και λίγα χρόνια, αυτό το ίδιο κρεββάτι το έστηναν με χαρές τα κορίτσια που στόλιζαν τη νυφική κάμαρά της.

— Εκεί, παιδί μου, στη γωνιά.

Για κάμποσην ώρα δεν ακούγονταν παρά ο χτύπος των σιδερικών. Στη βραδυνή δροσιά που σηκώθηκεν απότομα, τα πεύκα βούιζαν σα θάλασσα.

Έστρωσε το κρεββάτι της και, ντυμένη όπως ήταν, ακούμπησε στα μαξιλάρια. Από τα μάτια της περνούσαν οι τελευταίες πρωινές σκηνές με τον άντρα της. Είχε δίκηο και κείνος από τη μεριά που έβλεπε τα πράματα. Αδιάφορος, καθώς ήταν από φυσικό του και πάντα σε μια χλιαρή αμετάβλητη ψυχική διάθεσι, που εμάραινε το θέλγητρο και το ενδιαφέρον της ζωής, του ήταν αδύνατον να καταλάβη το ξεσήκωμά της και την ανάγκη που την έκανε να φύγη από κοντά του. Μήπως δεν ήταν ελεύθερη να ζήση όπως ήθελε; Αλλά εδώ ακριβώς ήταν η διαφορά τους.

Η γυναίκα αυτή ποτέ της δεν μπόρεσε να καταλάβη την ελευθερία που παραχωρεί ο άντρας, ούτε ποτέ της τη δέχτηκε. Την βρήκε πάντα προσβλητική για την υπερήφανη φύσι της και σαν διέξοδο, εκ μέρους του, στην ψυχική του ανεπάρκεια. Αυτή δεν ήθελε ελευθερία. Τί να την έκανε; Ήθελε το αντίθετο μάλιστα. Να αισθάνεται ότι κάποιος την ορίζει, την διαθέτει, την θέλει άλλοτε κοντά του και άλλοτε μακρυά του, έστω, αλλά την τοποθετεί κατά ένα τρόπο σοβαρό, στη ζωή του, όπως στον εαυτό του. Ο άντρας της ούτε ήξερε καν τις ηθικές αυτές ανάγκες που είχε μια γυναίκα με σκέψι και αισθαντικότητα προχωρημένη. Το θείο ξεμονάχιασμα μαζύ της, έξω από τόπους και καιρούς, του ήταν άγνωστη κατάσταση. Γιατί του έλειπε το πολύτιμο στοιχείο, που δεν προσδιορίζεται στον άντρα, αλλά τον διαγράφει έντονα και φλογερά στην καρδιά της γυναίκας, ώστε κανείς να μην αντέχη πλάι του.

Όταν κατάλαβε όλα αυτά, συμμαζεύτηκε στον εαυτό της και πια δεν μίλησε. Ώς που μια ημέρα, στο μοναχικό της περίπατο, συνάντησε έναν γνωστό άνθρωπο, που στάθηκε, την χαιρέτησε, της έδωκε κάτι λουλούδια και πέρασε. Στο βλέμμα του της φάνηκε πως είδε τον εαυτό της όμορφον, όπως τον φαντάσθηκε πολλές φορές και η ίδια, που ήξερε τις ανεξέλικτες ακόμα ψυχικές δυνάμεις της. Και ονειρεύθηκε να του μοιάση, όχι για τον άντρα αυτόν που δε θα ξανάβλεπε, μα για να εκπληρωθή η αποστολή της σαν ανθρώπου. Έπρεπε να φύγη, τώρα πια δεν τη χωρούσε το σπίτι του αντρός της. Ήθελε μια γωνιά που δύσκολα να την φθάνουν οι άνθρωποι. Με αέρα βουνήσιο και από πάνω να κυττάζουν τ' άστρα οδηγητικά.

Ύστερα από πολλά βάσανα και χωρίς να δώσει περισσότερες εξηγήσεις του εαυτού της, το κατόρθωσε. Και νά που κοιμόνταν τώρα κατάκοπη στη γωνιά αυτή που διάλεξε, με το σπίτι ανοιχτό στις πνοές της νύχτας, ντυμένη και νηστική.

* * *

Πριν φέξει εξύπνησε. Αλλά αισθάνονταν ακόμα μεγάλη κούρασι. Σηκώθηκε, γδύθηκε και ξανάπεσε. Από το ανοιχτό παράθυρο εκοίταξε τον σκιερό κήπο που τον εσκάλιζαν οι εργάτες, και για μια στιγμή έκανε να χτυπήση το κουδούνι του τοίχου, όπως ήταν συνειθισμένη. Μα συνήλθε αμέσως και τράβηξε το χέρι της με ντροπή. Εγύρισε από το άλλο πλευρό και ξανακοιμήθηκε. Όταν πια σηκώθηκε, ο ήλιος πλημμυρούσε και τα νερά, τρέχοντας από όλες τις μεριές στο κτήμα, σκορπούσαν δροσιά που τη δέχονταν το σώμα της όπως και η ξερή γη.

Έριξε κάτι επάνω της και ξυπόλυτη, όπως ήταν, περεχυμένη τα μαλλιά της, πατώντας στο χώμα που είχαν αφήσει τα παπούτσια των αχθοφόρων, χωρίς να τη μέλλη και χωρίς να ντρέπεται, πήγε και άνοιξε τις ταράτσες. Από τη δυτική, τα χρώματα ήταν αυστηρά, συγκρατημένα, σα να μην ήθελαν να ξεσπάσουν. Τα βουνά φωτίζονταν αντανακλαστικά. Στην κώχη του κήπου, μακρυά, εργάτες κοσκινίζανε χώμα. Οι αμπολές, πλημμυρισμένες νερό, έμοιαζαν φλέβες φουσκωμένες. Τα χρώματα των λουλουδιών στο φως που δυνάμωνε, όλο ξεθώριαζαν.

Ντύθηκε, φόρεσε κάτι ψάθινες παντόφλες και σκούπισε. Επήρε το ξεβαμένο πάτωμα με το πανί. Ξεσκόνισε τα έπιπλα και τα έβαλε όπως μπορούσε στη θέση που έπρεπε. Πρώτη φορά έρχονταν σε επαφή με τα πράματά της και αισθανόνταν συγκίνησι. Μέσα της άρχισε να ξυπνά η αξία της σκληρής πραγματικότητας σε μεγαλείτερην ακτίνα από πριν. Τώρα αυτή θα διάταζε και αυτή θα εκτελούσε, όλα θα περνούσαν από τα χέρια της, και οι πιο βαρυές δουλειές.

Βέβαια, μπορεί να πεθάνη κανείς έτσι. Αλλά για την γυναίκα αυτή η ζωή είχε ορισμένο σκοπό. Να νοιώση τη φύσι, τον άνθρωπο, να χαρή όσο μπορούσε και, διατρέχοντας όλο και πιο ηρωικά το στάδιο που θα ήταν μοιραίο να περάση, να γίνη έγκαιρα κάτι καλό και χρήσιμο. Συχαίνονταν τις άχρηστες γυναίκες. Και για ένα τέτοιο σκοπό, σαν του φυτού, να φθάση την εφικτήν εντέλειά του, δεν λογαριάζεται η περίπτωση του θανάτου.

Το μεσημέρι έφαγε στο πόδι. Ακουμπώντας στη σκεβρωμένη πόρτα της ταράτσας και αναμετρώντας τί είχε περάσει ώς που να φθάσει εδώ, που φυσούσε το καθαρό αεράκι και η ψυχή ανοίγονταν στις εντολές της φύσεως, χαίρονταν και λυπότανε μαζί. Το σώμα της έτρεμε ελαφρά από τον κόπο· μα γερή και δυνατή όπως ήταν, με απόφασι να κάνη πάντα όχι ό,τι μπορεί μα ό,τι πρέπει, εμπήκε μέσα και ξαναδόθηκε στη δουλειά. Το παρελθόν της όλο και βυθίζονταν, σα νησί που φουσκώνει γύρω του το νερό. Μα όμως αυτή είχε γαλήνη μέσα της, μάλιστα μια στιγμή έσκυψε από το παράθυρο και είπε στο παιδί του περιβολάρη να της φέρη λίγα λουλούδια για το τραπέζι της.

* * *

Νωρίς το απομεσήμερο, οι δύο κάμαρές της ήταν έτοιμες κι εσκούπιζε την είσοδο με τις μεγάλες στακτερές πλάκες. Ύστερα ανέβηκε κρατώντας μια γλάστρα γαρυφαλιά που της την χάρισε το παιδί του περιβολάρη. Την έβαλε μπροστά στο καναπεδάκι της δυτικής μικρής κάμαρας που θα κάθονταν και θα δούλευε. Εκεί έβαλε και το τραπέζι με τα λίγα βιβλία της. Στην άλλη ήταν το κρεβάτι της, ένα ντουλάπι κι ένα τραπέζι φαρδύ και χαμηλό, στρωμένο με εγχώριο πανί. Επάνω ένα καντηλέρι ασημένιο, το βαζάκι της, με λίγα τριαντάφυλλα, και χαμηλά, στον τοίχο σαν ακουμπισμένη στα τριαντάφυλλα, μια νεώτερη ζωγραφιστή Παναγία. Οι ώμοι της έσβηναν σε σύννεφο γαλάζιο.

Έκανε κουφωτά τα παραθυρόφυλλα και πήγε στη μεγάλη κουζίνα με το χαμηλό χωριάτικο τζάκι, που στο παράθυρό της έπλεκε δίχτυ ψηλή πρασινάδα. Στο μέρος που είχε χωρίσει για το πλύσιμό της, λούστηκε, έβαλε καθαρά και, παίρνοντας μια καλαμένια πολυθρόνα, βγήκε στην ταράτσα.

Μπροστά της τα πεύκα εσάλευαν με την ηρεμία αιώνιων οργανισμών, και χαμηλά οι βιόλες έσκυβαν από το ίδιο τους το άρωμα.

Κοίτταζε σα μόλις να γεννήθηκε. Όλα τής φαίνονταν νέα, φρέσκα, δροσερά, σα να τραγουδούσαν από μέσα τους. Της ήρθε επιθυμία να περπατήση, όσο ήτανε ημέρα. Επήρε την ψάθα της και κατέβηκε.

Συλλογίζονταν:

— Αν θέλω, γυρίζω· αν δε θέλω, δε γυρίζω. Δεν είναι κανείς να με περιμένη στο σπίτι. Αν θέλω, πεθαίνω κι' όλας. Τί ωραία!...

Στο σούρουπο, οι εργατικοί που γύριζαν με τα μάτια κομμένα από τον κόπο, της φάνηκαν λιγότερο ξένοι από άλλοτε. Λυγίζανε τα πόδια τους όπως και τα δικά της.

Τώρα περπατούσε στα εξωτερικά δρομάκια της συνοικίας της. Οι αυλόπορτες των σπιτιών ήταν ανοιχτές, οι νοικοκυρές μαγείρευαν το λαδερό τους και μύριζαν άσχημο φαΐ.

Ενύχτωνε αργά. Οι σκύλλοι, ο ένας μετά τον άλλο, άρχιζαν να γαβγίζουν, και ο τελευταίος ακούστηκε μακριά στα πέρα περιβόλια, σαν ηχώ.

Ψώνισε κάτι και γύρισε σπίτι της.

Έφαγε εκειδά στην ταράτσα, πλάι στο σπασμένο πεζούλι που το πλούμιζε η πρασινάδα.

Τα άστρα έλαμπαν, το νερό, πέφτοντας στη στέρνα, έδινε την αίσθηση θαλασσινής δροσιάς. Εκάθησε πολύ ακόμα και, όσο προχωρούσε η νύχτα, τόσο εσκέπτονταν καθαρώτερα.

Όταν έπεφτε να κοιμηθή, τα μάτια της ήταν γεμάτα δέησι για τον διαβατικόν άντρα, που άθελά του την έφερε στο φυσικό της δρόμο.

[πηγή: περ. Νέα Εστία, τχ. 9 (15 Αυγ. 1927) 531-533]

εικόνα