Νίκου Νικολαΐδη, «Μεταθάνατο»
Ακριβώς προ σαράντα χρόνια βρέθηκε στο στρώμα πεθαμένη, με το κεφάλι στουμπωμένο ανάμεσα σε δυο λερωμένα μαξιλάρια.
Ο πορτιέρης κι οι νοικάρηδες κατέθεσαν πως δεν καταλάβανε πότε πέθανε και δεν είχανε να δώσουν πολλές πληροφορίες για την πεθαμένη. «Έπιασε αυτήν την κάμαρα προ τρεις μήνες… Ανέβαινε συχνά στο πλυσταριό κι έπλενε»… «Φαίνεται πως ξενόπλενε και μάλιστα εργένηδες γιατί δυο φορές τη βδομάδα ερχότανε μ' ένα μπόγο λερά, και μετά την πλύση τα έβγαζε διπλωμένα από λίγα λίγα στις εφημερίδες»… «Ήτανε μια γυναίκα αγαθή (με τη σημασία τού κουτή)· δεν ήξερε να πει δυο λόγια»… «Συχνά άμα έβλεπε καμιάν πόρτα ανοιχτή, χαιρετούσε κι ακουμπούσε στον παραστατό μα δεν ήξερε να πει μια κουβέντα κι ήταν έτσι που βαριόσουνα να της πεις δυο λόγια»… «Άμ' αρωτούσαν για τ' όνομά της άλλοτε έλεγε πως ήταν Άννα κι άλλοτε Αναστασία γιατί θαρρούσε πως Άννα το υποκοριστικό του Αναστασία!» Εκείνην τη στιγμή ανέβαινε ένας άντρας. «Έλα κυρ-δάσκαλε!… ήσαστε γείτονες από δυο πόρτες… Πέθανε!…, κατάλαβες του λόγου σου πότε πέθανε;» αρώτησε ο πορτιέρης. «… Όχι!… δεν κατάλαβα πότε πέθανε…» Ήταν ένας τριανταπεντάρης διορθωτής σε μιαν εφημερίδα και τον έλεγαν δάσκαλο γιατί τονέ βλέπανε που ερχότανε πάντα με βιβλία. Η κάμαρα που κρατούσε ήτανε πλάι της κάμαράς τής… (Άννα ή Αναστασία να τηνέ πούμε;)… της πεθαμένης… κι οι δυο κάμαρες είχανε και δεύτερες πόρτες που βγαίνανε σ' ένα στενό χαγιάτι.
«Όχι… δεν κατάλαβα πότε πέθανε…»
Ο γιατρός της αστυνομίας εβεβαίωσε πως ήταν πεθαμένη από 24-36 ώρες, εμουρμούρισε δυο-τρεις περιπτώσεις που μπορούσε μια απ' αυτές να ήταν η αιτία του θανάτου κι επιστοποίησε κείνην, που διατυπωνόταν με λιγότερα λόγια.
Ο αστυνόμος κοίταξε με δυσπιστία το βαρύ μαξιλάρι που βρέθηκε απάνω στο πρόσωπό της και συλλογίστη πως δεν αποκλείονταν να ήτανε κι έγκλημα· μ' από το πρώτο ερευνητικό βλέμμα που έριξε, πρόσεξε πως δεν ήτανε κανένα σημάδι βίας στο πτώμα, ούτε αταξία στην κάμαρα· κι όλα εκεί μέσα ήτανε τόσο ταπεινά και σα να λέγανε: «Γιατί θα γίνονταν έγκλημα;!»
Ωστόσο έκανε μιαν παρατήρηση:
«Τί περίεργη στάση!… Σα να μην είχε δει το Χάρο… και το δεξί της χέρι είναι απλωμένο έτσι… κι η χούφτα της ανοιχτή σα να ξέφτυσε την ατμόσφαιρα πριν πεθάνει… Σα να ήτανε στη χούφτα της η ζωή και τηνέ τίναξε… τηνέ πέταξε… Έτσι… μην ξέροντας την αξία της!»
Γεννήθηκε κουτά. (Η μάνα της δόθηκε μια νύχτα σ' ένα μεθυσμένο· δίχως βία, δίχως όρεξη, δίχως αμοιβή).
Έζησε κουτά. (Σαν ένα ξυλοπάπουτσο μέσα σε μια νεροσυρμή)· δίχως απαντοχή, δίχως συναπάντημα, δίχως έκπληξη.
Και πέθανε κουτά!:
Ο γείτονάς της είχε βγει μια νύχτα στο χαγιάτι. Του χτύπησε τα ρουθούνια ο ιδρώτας της και του ξύπνησε την αίστηση. Κοιμότανε με την πόρτα του χαγατιού ανοιχτή. Τηνέ κοίταξε και συλλογίστη:
«Θέλει;… Καλά!… Δε θέλει;… Καληνύχτα σου…» και τηνέ σίμωσε.
Έμπαινε το φεγγάρι και φωτούσε: στήθος πλάκα… σανίδα, λαιμό στριμμένο, σαγόνια κόκκαλα.
«Ππεφ!… δε θέλω…»
κι έκανε να φύγει, μα η κοιμισμένη σάλεψε… ξυπνούσε, κι εκείνος έσκυψε κάτω για να μη τονέ δει.
«Ε!… ποιος είναι;»
Ήταν ένα μαξιλάρι εκεί σιμά του σε μιαν καρέκλα και το σήκωσε να κρυφτεί πίσω του:
«Τί θέλεις;… Ποιος είσαι;»
Δίχως να ξέρει τί έκανε, στην ταραχή του, της πάτησε το πρόσωπο με το μαξιλάρι…
«Τί κουταμάρα!… γιατί το' κανα;!» συλλογίστη ύστερα από το πρώτο ξάφνιασμα.
«Τώρα πώς θα φύγω;… βέβαια δε θα τηνέ πατώ με το μαξιλάρι αιωνίως… Κι αν μ' αναγνώριζε, τί;… κι αν φώναζε, τί;»
Ανασήκωσε τους ώμους.
«Φυλάξου κακομοίρα μην πεις τίποτις… γιατί…»
Γελούσε. Το αιστάνθη αστείο.
«Θα πω πως είναι ψέμα… πως το είδες στον ύπνο σου…»
… και πήγε στην κάμαρά του γελώντας για το «αστείο επεισόδιο».
Όταν την είδε πεθαμένη, όταν τον αρώτησε ο πορτιέρης, δεν κατάλαβε πως αυτός ήταν ο φονιάς της! Εχρειάστη να περάσουνε μερικές στιγμές και πάλι μόνο σαν υποψία του ήρθε: «Πώς είναι δυνατό να είχε πεθάνει;!» Όταν άκουσε τον αστυνόμο που είπε πως το λείψανο έδειχνε πως: η φτωχή γυναικούλα πέταξε τη ζωή δίχως δισταγμό, σαν ένα πράμα που έχει κανείς στη χούφτα του και δεν ξέρει τί να το κάμνει, έφερε στο νου του όλες τις λεπτομέρειες του «αστείου επεισοδίου».
«… Ναι!… κι άκουσα κάτι σα χτύπημα φτερούγας!… Κι ένιωσα μια χλιά πνοή που με τύλιξε σαν αδύνατη φλόγα!»
Πήγε στην κάμαρά του.
«Σκότωσα, λοιπόν, άνθρωπο;!… Είμαι από προψές φονιάς;!… Χριστέ μου! και ψες κάθισα δω κι έγραψα στην αδερφούλα μου ένα μακρύ γράμμα βεβαιώνοντάς την πως αιστάνουμαι πάντα σαν παιδί… πως δε μ' άγγιξε καμιά κακία και πως η συνείδησή μου… Χριστέ μου!… την περασμένη νύχτα είχα σκοτώσει άνθρωπο κι όταν επαιρόμουν για τη συνείδησή μου δε με χώριζε από το θύμα μου παρά αυτό το λεπτό μεσότοιχο!… Πλάστη μου!… Τύφλα στα μάτια… μα τύφλα και στην ψυχή;!»
Του ήρθε η ανάμνηση της καταδίκης ενού ανθρώπου που έπνιξε μια γυναίκα. Του κόψανε οχτώ χρόνια καταναγκαστικά έργα, κι αυτός, καθώς κι όλος ο κόσμος τότε, ελέγανε πως ήτανε λίγο. Θυμήθηκε ο ίδιος πόσο αυστηρά εφέρθηκε σ' ένα δουλάκι που είχανε πριν χρόνια στο πατρικό του σπίτι, όταν του είπε η αδερφή του πως βρέθηκε σπασμένο ένα αιγινήτικο κανάτι. Το δουλάκι ορκιζότανε πως το πήρε μια στιγμή τη νύχτα στα χέρια του μα τ' απίθωσε πάλι στο παράθυρο δίχως να το χτυπήσει. Πώς βρέθηκε το πρωί σπασμένο, δεν το 'ξερε!
«Βέβαια θα το 'χε αφήσει ο κανατάς άψητο, κι έλιωσε κι έσκασε… ωστόσο εγώ εχαστούκισα το δουλάκι… Τώρα, εμέ, πώς θα με δικάσει το κριτήριο των ανθρώπων; Πώς θα με κρίνει το κριτήριο του Θεού;!…»
Άκουσε που τη βγάζανε. Πλησίασε στην πόρτα κι εκοίταξε από την κλειδαρότρυπα μα είχε αφημένο το κλειδί απ' όξω και δεν είδε τίποτα. Του 'ρθανε κλαύματα.
«Καημένη… καημενούλα!…»
Κι έχωνε το χέρι στο στόμα του για να μην ξεφωνίσει.
Αιστάνονταν το έρημο ξόδι σα να ήταν η πόρτα γυαλένια… σα να μην υπήρχε… γιατί άκουε μέσα στα βαριά πατήματα των ανθρώπων του δημαρχείου, μέσα στο τρίξιμο του νεκροκρέβατου, το τρίξιμο των κοκάλων! Μέσα στη βαριά μυρωδιά του λιβανιού που έκαιε ο πορτιέρης και μέσα στη δυσωδία της αποσύνθεσης άκουε και την τσίκνα του ιδρώτα του ανάλλαγου κι άπλυτου λειψάνου! Οι αιστήσεις του ακολουθούσανε το έρημο ξόδι· έβλεπε, άκουε, οσφραίνονταν, σα να μην ήτανε μπροστά σπίτια, θόρυβος, διάστημα κι έκλαιε πίσω από την κλειστήν πόρτα και θρηνολογούσε.
Άκουσε μια γυναίκα γρινιάρα και πάντα βαριεστημένη να λέει:
«Καλότυχη!… Γλίτωσε!… Ούτε καημό άφησε σε κανένα πίσω της, ούτε κανενός την έγνοια πήρε μαζί της.»
«Αχ!… Πώς το λέει αυτή η γυναίκα!… Πώς μπορεί να το ξέρει;!… Ποιος ξέρει τί συγκέντρωση έγινε μέσα της τις στιγμές που την έπνιγα!… και πόση αξία έδωκε στη φτωχή ζωή που της έκοψα!… Τι;! δεν έχει δικαίωμα ο καθένας να εχτιμήσει όσο θέλει τη ζωή του;… Ναι!… Ναι!…»
Θυμήθη την παρατήρηση που έκανε ο αστυνόμος.
«Πώς τα λένε έτσι!… Κανείς δεν πετάει τη ζωή του!… τη ζωούλα του… Δεν είχε δύναμη να την κρατήσει… Εγώ τη σκότωσα την καημένη, την καημενούλα… Αχ!… Αχ!… Βέβαια δεν το 'θελε…» κι έκλαιε.
Θυμήθηκε το δουλάκι που το 'βγαλε φταιξιάρικο και το χαστούκισε μόνο και μόνο γιατί είχε αγγίξει το κανάτι που έλιωσε κι έσκασε από αιτία του κανατά που το 'χε αφήσει άψητο!… κι έκλαιε, έκλαιε μ' αναφιλητά και το παράπονο εκείνου του παιδιού που 'κανε το «μοιραίο» άγγιγμα στο κανάτι, ωσόπου ξαλάφρωσε κι αποκοιμήθη, περισσότερο παραπονεμένος με τη μοίρα που τον έσπρωξε να μπει στην κάμαρα της γειτόνισσάς του, παρά με τον εαυτό του.
Την άλλη μέρα ήτανε σκεδόν ήσυχος.
Δεν τονέ βασάνιζε ο βαρύς καημός κι αντίς ταραχή τονέ γιόμιζε μια ήρεμη, ακαθόριστη μελαγχολία· κι ο λογισμός του τραβούσε στη φιλοσοφία της «Ζωής και του Θανάτου».
Πολύ νέος, από τον καιρό που ήτανε στο νησί του, είχε διαβάσει διάφορα βιβλία που προβάλλανε ερωτήσεις «περί του τί εστί Ζωή και Θάνατος» (λες κι ήτανε και τούτο το πρόβλημα καθώς τα προβλήματα που ζητούνται οι λύσεις τους στις εύθυμες συναναστροφές) και κατόπι, εδώ στην Πρωτεύουσα, διαβάζοντας εσκόνταβε συχνά σ' επιστημονικές διατυπώσεις και φιλοσοφικούς όρους· μα πάντα τ' αντίκρισμα των τριών γραμμάτων που κάνουν τη λέξη «ΖΩΗ» του γλύκαιναν τα μάτια και πρόφερνε ψιθυριστά τη λέξη για να νιώσει τη γλύκα και στον ουρανίσκο!
Άνοιξε την πόρτα του για να κατέβει να πάρει νερό. Είδε την κλειστή πόρτα και κούνησε μελαγχολικά το κεφάλι. «Καημενούλα… καημενούλα!…» Γιομίζοντας το κανάτι του συλλογίστη: «Τί είναι Ζωή;…» κι αναβαίνοντας, μπροστά στην κλειστή πόρτα αναρωτήθη: «Τί γίνεται η τελειωμένη ζωή;… Τί γίνεται η κομμένη;…» Βγήκε στο χαγιάτι να νιφτεί. Είδε μέσα σε θαυμάσιο ανοιξιάτικο πρωί, γεμάτο κελαηδήματα και μυρωδιές, κοντά ανθισμένους κήπους, μακριά πλούσιους κάμπους και πιο πέρα καταγάλανο ακρογιάλι. Οι φωνές των ανθρώπων ανεβαίνανε σε σύσμιχτη βοή σαν τραγούδι. «Ζωή!» εμουρμούρισε κι ένιωσε στα χείλη του την άτολμη γλύκα της λέξης. «Ζωή είναι να ζει κανείς απάνω στη γης… να αιστάνεται τα λουλούδια… τον ήλιο… Θάνατος… να είναι κανείς από κάτω στη γης κι όλες οι ομορφιές από πάνω του… να μην αιστάνεται… Καημένη!… καημενούλα!… για σε και για με αυτό είναι "η Ζωή" και τίποτε άλλο! Εγώ ζω… εσύ πεθαμένη!… σ' εσκότωσα… σου 'κοψα τη ζωή σου… δεν το 'θελα που σου 'κανα αυτό το κακό!…»
Εκεί, επάνω στο τραπέζι του είναι διάφορα βιβλία. Άλλα είναι γεμάτα με εύθυμες ιστορίες, άλλα με λυπητερές και μερικά με σοφία.
Ό,τι πάρει να διαβάσει το ίδιο κάνει:
Θα παρακολουθήσει στο βιβλίο τη σκέψη που άρχισε αντικρίζοντας τη φύση.
Η πόρτα του έμεινε ανοιχτή.
Έτσι ήτανε ανοιχτή μια μέρα που πέρασε η κουτή ύπαρξη και του είπε: «Καλημέρα κυρ-γείτονα…» Ακούμπησε στον παραστατό κι αρώτησε: «Τί λένε οι 'φημερίδες… τί γίνεται στη γης;»
Τί γίνεται στη γης;!!
Όχι!… ρώτησε μονάχα: «Τί λένε οι 'φημερίδες;» κι αυτός δεν άνοιξε να της πει καν το νέο: πως ψες η βασίλισσα Όλγα γέννησε σερνικό! Ήτανε τόσο κουτή η Καημενούλα που βαριότανε κανείς να της μιλήσει.
Όμως τώρα!… θα ρωτούσε α μπορούσε η Καημενούλα: «Τί γίνεται στη γης;…» Ναι!… Ναι!… Στη γης είναι άνοιξη ακόμα… Καημενούλα… Οι κήποι, ο κάμπος, τ' ακρογιάλι, κάτω από το χαγιάτι μας παίρνουν σημασία συμβόλου… Ναι!… Μα συ δεν εννοείς από τέτοια… ήσουνα κουτούτσικη… Οι εργατικές μέλισσες κι οι παιχνιδιάρες πεταλούδες χαίρουνται τη ζωή τους… ναι!… να συ δεν ξέρεις… ήσουνα κουτούτσικη… Είναι τέσσερις μέρες τώρα που σε σκότωσα, Καημενούλα… Το καλοκαίρι δεν έσφιξε ακόμη… όμως δε θ' αργήσει… Ύστερα θα έρθει το φθινόπωρο… θα γιομίσει ο ουρανός νέφη… θα πέσουνε τα φύλλα των δέντρων και θα θάψουνε τις πηγές και τ' αυλάκια… μα το νερό θα τρέχει πάντα κάτω από τα φύλλα κι η ζωή θα τρέχει κάτω από τον συννεφιασμένον ουρανό… Ύστερα θα πλακώσει ο χειμώνας… Απάνω στα νερά κι α στρωθεί ένα παχύ στρώμα πάγου… θα εξακολουθάνε να τρέχουν… να ρέουν… κι η ζωή θα τρέχει… θα ρέει… (μέσα σε κρύα υγρή ατμόσφαιρα, μα πάντα θα ρέει)· και πάλι… θα έρθει η άνοιξη, θα φύγουνε τα σύγνεφα, θα λιώσει ο πάγος, θα τρέχουνε κελαριστά τα νερά με τα κεφαλονέρια φανερά… Θ' ανθίσουνε οι κήποι, θα πλουτίσουνε οι κάμποι. Κι οι εργατικές μέλισσες κι οι παιχνιδιάρες πεταλούδες… Μα συ δε νιώθεις από τέτοια… ήσουνα κουτούτσικη… Μπορείς όμως να καταλάβεις πως εσύ δε θα υπάρχεις… δε θα είσαι απάνω στη γης… θα είσαι από κάτω και μάλιστα κόκαλα μονάχα… Καημένη!… Καημενούλα!…
Ποτέ του ο «μοιραίος» φονιάς δεν κατάφερε να συλλογιστεί σε μια τόσο μακριά και σμιχτή γραμμή. Δε μπορούσε να σκεφτεί σιωπηλά. Ήξερε πολλά πράματα, εδιάβαζε, αιστάνονταν πολύ. Συχνά σάλευε στο μυαλό του ένα μοτίβο (σαν οι τρεις τέσσερις νότες που ο καλός μουσικός στήνει απάνω τους ολάκερη όπερα), μ' αδυνατούσε να το αναπτύξει σε τέλεια σκέψη. Δε μπορούσε ο άνθρωπος να σκεφτεί σιωπηλά. Δεν είχε ποτές ένα σύντροφο να κουβεντιάζει ελεύτερα με λυμένη γλώσσα. Με τους ανθρώπους που έκανε παρέα δε μπορούσε να ξανοιχτεί, του 'φευγε η διατύπωση, του 'λειπε η έκφραση και τηνέ πάθαινε καθώς ο μέτριος τραγουδιστής. Τραγουδάει κανείς μόνος μα δε μπορεί και να συλλογιστεί φωναχτά, να μιλάει μόνος.
«Καημένη!… Καημενούλα!… Ναι!… Στη γης συμβαίνουν ενδιαφέροντα πράματα… Οι εφημερίδες είναι γεμάτες τηλεγραφήματα κι ανταποκρίσεις απ' όλον τον κόσμο… στο Παρίσι ετοιμάζουνε την παγκόσμιον έκθεση… Η Αμερική… Ναι… Αυτή η εφημερίδα λέει πως η Αμερική στέλλει μια ρεκλάμα. Δυόμισι χιλιάδες λαμπτήρες!!»
Ξεδίπλωσε μιαν εφημερίδα και διάβασε φωναχτά μιαν ανταπόκριση και διάφορα καθυστερημένα τηλεγραφήματα σχετικά με το έκθεμα που η Αμερική θα ρεκλαμάριζε, την αμερικάνικη ρεκλάμα!
«Βλέπεις… οι Αμερικάνοι είναι θετικοί άνθρωποι… πραχτικοί!… κι ο "Πραχτικισμός"… Νιώθεις;… Για τη ζωή ο "Πραχτικισμός"…»
Άναψε ένα τσιγάρο κι εξήγησε (σε ποιον;!!) τα καλά της αμερικάνικης πράξης.
«Μετά 10-20 χρόνια η επίδρασή της στη ζωή θα είναι καταπληχτική…»
Άυλη, λευκή γυναίκα, αόρατη μέσα στη μικρή του κάμαρη, έσκυβε με λυπημένη τρυφερότητα και ρουφούσε αχόρταγα τα λόγια του!
Πρέπει πως η θύμηση για τους πεθαμένους να έχει μεγάλην ελκυστική δύναμη και τους τραβάει από τον Άδη!
Η Καημενούλα άλλον από το «μοιραίο» φονιά της δεν είχε στη γης για να την τραβά με τη θύμησή του… κι είχε τόση ανάγκη να κατεβαίνει πότε-πότε!
Είχε ζήσει μιαν άπραγη ζωή, που… πρέπει πως, κι ο δικαστής των αποθαμένων εχαμογέλασε σαν άνοιξε το βιβλίο να την κρίνει κι είδε στη σελίδα της «υπόθεσής» της μόνο αυτό:
Γεννήθηκε από μιαν κουταμάρα.
Έζησε κουτά.
Πέθανε από μιαν κουταμάρα.
Και δε μπόρεσε να συγκρατήσει τα γέλια του βλέποντας την αμηχανία της κι ακούοντας τις απαντήσεις της και πρέπει πως συλλογίστηκε. «Αυτή που δεν ένιωσε τη ζωή πώς θα νιώσει το θάνατο;!»
Ήτανε τόσο κουτή η Καημενούλα!
Ο φονιάς τηνέ τραβά με την τύψη της συνείδησής του, μα η Καημενούλα έρχεται ακόμη και με τον παραμικρό υπαινιγμό που κάνει η θύμησή του γι' αυτήνα! Τις ώρες της βαρεστισιάς του, στη γκρίνια του, τις ώρες της ευχαρίστησής του, η σκέψη του μόλις κάνει να σαλέψει αγγίζει το λερωμένο μαξιλάρι που σκότωσε μιαν κουτή ύπαρξη κι η Καημενούλα κατεβαίνει πλάι του γιομάτη από το αίστημα της περιέργειας για τη ζωή και τότε!… Του ανθρώπου που δε μπορούσε να σκεφτεί σιωπηλά και που δεν επέτυχε ποτέ ν' αναπτύξει ένα συλλογισμό σε τέλεια σκέψη όταν μιλούσε στους συντρόφους του (εξ αιτίας που του έλειπε η έκφραση και του 'φευγε η διατύπωση), του λύονταν η γλώσσα, του ξετυλίγονταν η σκέψη. Μιλούσε δυνατά και χειρονομούσε. Η Καημενούλα, αόρατη μπροστά του, με στόμα μισάνοιχτο, με μάτια γεμάτα από έκπληξη κι ενδιαφέρο, ρουφούσε αχόρταγα τα λόγια του!
Ποτές του δεν την είδε. Ποτές του δεν την υποψιάστη!
Μιλάει πάντα στην Καημένη την Καημενούλα. Της λέει κάθε εντύπωσή του ευχάριστη ή θλιβερή, κάθε ανάμνησή του που του άφησε γλυκό ή πικρό αίστημα. Της λέει για την μακαριότητα και την ματαιότητα της ζωής! «Ένας ποιητής είπε αυτό… ένας άλλος είπε τούτο.. Ένας φιλόσοφος είπε τούτο… ένας άλλος είπε αυτό». Της εξηγεί πώς ήταν η καλή μέρα, πώς η καλύτερη και πώς η ευτυχισμένη. Της λέγει πού μπορούσε να σταθεί να χαρεί, πού να σκύψει να κλάψει. Της είπε τί είναι Νόμιμο και τί Άδικο: «Θεός να μας αξιώνει σε τούτο… Θεός να μας φυλάγει σε κείνο, Καημενούλα…» Της εξηγεί τί είναι ζωή-ζωούλα και τη Ζωή.
Ποτές του δεν την είδε!
Ποτές του δεν την υποψιάστη!
Ποτές δεν εννόησε τί εξεπλήρωνε!
Είναι ακριβώς σαράντα χρόνια που σκότωσε μιαν κουτήν ύπαρξη κι ο φονιάς πεθαίνει γαλήνια. Το κεφάλι του είναι ακουμπημένο σ' ένα ολοκάθαρο μαξιλάρι και το στεφανώνουν λευκά μαλλιά και γενειάδα. Ο γιατρός είπε πως πρέπει να μένει ήσυχος και δυο γυναίκες (θυγατέρες της αδερφής του) και πλήθος κορίτσια και αγόρια που τονέ κράζουνε «θείο» κλαίνε σιωπηλά όξω από την κλειστή πόρτα.
Σαλεύει τα χείλη του.
«Καημενούλα…»
κι η κάμαρά του γιομίζει αμέσως ευλογίες και το επιθανάτιο μαξιλάρι δάκρυα.
Άυλη, λευκή γυναίκα, με μάτια λαμπερά από τη γνώση της Ζωής και του Θανάτου, ορατή μόνο από τον ετοιμοθάνατον ήρθε κι έσκυψε στο επιθανάτιο μαξιλάρι.
«Εσύ 'σαι αυτός που μ' έκλαψες πίσω από την κλειστήν πόρτα κι ο στοχασμός σου ακολούθησε το έρημο ξόδι μου… Ας είσαι ευλογημένος… ας είσαι ευλογημένος… Η θύμησή σου μ' ετραβούσε στη μακαρία γη και το παραμιλητό σου μου δίδαξε τη σημασία της ζωής. Ας είσαι ευλογημένος… ας είσαι ευλογημένος…»
Ακράνοιξαν τα χείλη του για ένα χαμόγελο κι η ψυχή του βρήκε διέξοδο κι ετράβηξε κατά τον ουρανό, οδηγημένη από λευκοφτέρουγον άγγελο.
Η Καημενούλα ακολουθούσε σκύβοντας συχνά στη γη, βαθιά λυπημένη που δεν έχει πια εδώ κανένα να τηνέ φέρνει πότε-πότε με τη θύμησή του.
[πηγή: Νίκος Νικολαΐδης, Άπαντα. O Σκέλεθρας και άλλα διηγήματα, Κέδρος, Αθήνα 1991, σ. 123-134]