Μπέρτολτ Μπρεχτ, «Μέτρα κατά της βίας»

Ενώ ο κ. Κόινερ, ο σκεπτόμενος, μιλούσε κάποτε μπροστά σε πολύν κόσμο κατά της βίας, παρατήρησε πως οι άνθρωποι που ήταν μπροστά του άρχισαν να οπισθοχωρούν και να φεύγουν. Γύρισε να κοιτάξει και βλέπει να στέκεται πίσω του — η Βία.

«Τί έλεγες» τον ρώτησε η Βία.

«Μιλούσα υπέρ της βίας» απάντησε ο κ. Κόινερ.

Όταν έφυγε ο κ. Κόινερ από κει, οι μαθητές του τον ρώτησαν για τη ράχη του. Ο κ. Κόινερ απάντησε: «Τη ράχη μου δεν την έχω για σπάσιμο. Εγώ, βλέπεις, πρέπει να ζήσω περισσότερο από τη Βία». Και ο κ. Κόινερ τους διηγήθηκε την παρακάτω ιστορία:

«Στο σπίτι του κ. Σβάρνα, που είχε μάθει να λέει όχι, ήρθε μια μέρα, τον καιρό της παρανομίας, ένας πράκτορας και του έδειξε ένα έγγραφο, που το είχαν εκδώσει αυτοί που εξουσίαζαν στην πόλη, και που έλεγε ότι κάθε σπίτι όπου θα πατούσε το πόδι του και αυτός ο πράκτορας, θα ήταν δικό του. Επιπλέον θα ήταν δικό του και κάθε φαγητό που θα ζητούσε, καθώς επίσης θα έπρεπε να τον υπηρετεί κάθε άνθρωπος που θα έβρισκε μπροστά του.

Ο πράκτορας κάθισε σε μια καρέκλα, ζήτησε φαγητό, πλύθηκε, ξάπλωσε και, πριν να τον πάρει ο ύπνος, ρώτησε με το πρόσωπο στραμμένο στον τοίχο: "Θα με υπηρετείς;".

Ο κ. Σβάρνα τον σκέπασε με μια κουβέρτα, έδιωξε τις μύγες, τον πρόσεχε, όσο κοιμόταν, και τον υπάκουε επί εφτά χρόνια, όπως αυτή τη μέρα. Αλλά, ό,τι και να έκανε γι' αυτόν, ένα πράγμα φυλάχτηκε να κάνει, κι αυτό ήταν: να του πει έστω και μια λέξη.

Όταν λοιπόν πέρασαν τα εφτά χρόνια, ο πράκτορας όπως είχε χοντρύνει από το πολύ φαΐ, τον ύπνο και τις διαταγές, πέθανε. Τότε ο κ. Σβάρνα τον τύλιξε στη φθαρμένη κουβέρτα, τον έσυρε έξω απ' το σπίτι, καθάρισε το κρεβάτι, σοβάντισε τους τοίχους, πήρε ανάσα κι απάντησε: "Όχι"».

[πηγή: Μπέρτολτ Μπρεχτ, Ιστορίες του κυρίου Κόινερ, μτφ. Γιώργος Βελουδής, Εκδόσεις Πατάκη, Αθήνα 1996, σ. 30-31]

εικόνα