Ezra Pound, «Canto XX» (απόσπασμα)
Kαι τί κερδίσανε λοιπόν με τον Οδυσσέα
αυτοί που βρήκανε το θάνατο στη δίνη των κυμάτων
κ' ύστερα από τόσους, τόσους μάταιους κόπους
ζώντας με κρέατα κλεμμένα και αλυσοδεμένοι να τραβάνε το κουπί
για να πάρει αυτός τη μεγάλη δόξα και τη νύχτα να πλαγιάζει μαζί με τη θεά;
Τα ονόματά τους δεν τα 'γραψε κανείς στον μπρούντζο
μήτε μείναν τα κουπιά τους μαζί με τα κουπιά του Ελπήνορα.
Αυτοί δεν είδανε ποτέ τα λιόδεντρα της Σπάρτης
με τα φύλλα πράσινα με τα φύλλα μαραμένα
με το φως να τρεμοπαίζει στα κλαδιά.
Δεν είδανε ποτέ τους τα μεγάλα τα δωμάτια το τζάκι
μήτε τους περίμεναν οι παρακόρες της βασίλισσας να πλαγιάσουνε μαζί
μήτε πήρανε στο ανάκλιντρο την Κίρκη παρακοιμώμενη, την Κίρκη την Τιτάνια
Μήτε γευτήκανε ποτέ τα σουβλιστά της Καλυψώς
Και το μετάξι της χλαμύδας της δεν άγγιξε ποτέ τα γόνατά τους.
Δώσε! Τί τους δόθηκε αυτονώνε! Μελισσόκερο να κλείσουνε τα αυτιά.
Φαρμάκι, μελισσόκερο να κλείσουνε τα αυτιά
κ' ένα μνήμα αλατισμένο δίπλα στο χωράφι των βοδιών
νήσον αμίμονα — τα κεφάλια τους σαν θαλασσινά κοράκια μέσα στους αφρούς
μαύρες κηλίδες, φύκια κάτω από το φως της αστραπής.
Κονσερβαρισμένα τα βόδια του Απόλλωνα, δέκα κονσέρβες για κάθε βάρκα.
[πηγή: Διάλεξα, μτφ. Άρης Αλεξάνδρου, επιμ. Καίτη Δρόσου, Εκδόσεις Κείμενα, Αθήνα 1984, σ. 116]