Paul Valéry, «Τα βήματα»
Τα βήματά σου, τέκνα της σιωπής μου,
σαν από θεία χάρη, αργά βαλμένα,
προς το κρεβάτι της αγρύπνιας της δικής μου,
άφωνα προχωρούν και παγωμένα.
Πρόσωπο αγνό, ίσκιε θείε, τί θαυμαστά
τα βήματά σου τα συγκρατημένα!
Θεοί, όλα τα δώρα που μαντεύω, αυτά
τα γυμνά πόδια φέρνουνε σε μένα!
Αν, με τα χείλη σου που τα προτείνεις,
προετοιμάζεις για να γαληνέψεις
τον κάτοικο της ιδικής μου σκέψης
με την τροφήν ενός φιλιού που δίνεις,
μη βιάζεις το έργο αυτό το τρυφερό,
γλυκά του αν είσαι ή όχι εσύ κοντά μου,
γιατί έζησα για να σε καρτερώ
κι ήταν τα βήματά σου η καρδιά μου.
[πηγή: Μήτσος Παπανικολάου, Μεταφράσεις, Πρόσπερος, Αθήνα 21987, σ. 49]