Albert Samain, «Ελένη»
Στο τέλος της μέρας η πικρή αχλύ της μάχης αιωρείται.
Η Αργεία με τα λευκά μπράτσα πέρασε τα τείχη,
και προς τον ματωμένο ποταμό με τους νεκρούς τριγύρω,
μοναχική προχωράει μέσα στη σφαγή.
Εκεί κάτω, οι φωτιές των Ελλήνων φέγγουν στην όχθη·
τ ' αθάνατα άλογα χρεμετίζουν πλάι στους δίφρους…
Αργά βαδίζει ανάμεσα στ' απορημένα κουφάρια
και κρύβει με φρίκη το πρόσωπό της.
Πώς μοιάζει θεϊκή στο φως της δύσης!
Από τα μακριά μυστικά πέπλα που τα παραμερίζει περνώντας,
ανεβαίνει μια μυρωδιά σκοτεινού και ακαταμάχητου έρωτα.
Και νά, εκείνοι που πεθαίνουν, ματωμένοι και σακατεμένοι
με τους αγκώνες σέρνονται προς τα γυμνά της πόδια, μες στο σκοτάδι,
αγγίζουν τα χρυσά της μαλλιά, και ξεψυχούν γαληνεμένοι.
μτφ. Κατερίνα Μαρινάκη
[πηγή: Jean-Louis Backès, Ο μύθος της Ελένης, μτφ. Μαίρη Γιόση, Μέγαρο Μουσικής Αθηνών, Αθήνα 1993, σ. 396]