Τζων Κητς, «Σε μια ελληνική υδρία»
Ω! Νύφη, ακόμα απάρθενη, της ησυχίας της ιερής!
Συ ψυχοπαίδι της Σιωπής, του Χρόνου π' αργοσβυεί,
Ειδυλλιακέ ανιστορητή, που μύθο ολάνθιστο μπορείς
Να λες γλυκύτερα κι απ' ό,τι ο στίχος θέλει ειπεί:
Τί θρύλος φυλλοστόλιστος στην πλάση σου στοιχειώνει
Θεών ή Θνητών ή και των δυο,
Στα Τέμπη ή σε κοιλάδα Αρκαδική;
Τί άνθρωποι ετούτοι ή ποιοι Θεοί; Τί κόρες, π' άντρας δε ζυγώνει,
Τί άγριο κυνήγι; ποιος αγώνας για φευγιό;
Και τί σουραύλια, κύμβαλα; ποιαν έκσταση μανιακή;
Γλυκές οι μελωδίες π' ακούγονται, μα πιο γλυκά
Πνένε οι ανάκουστες· γι' αυτό, αυλοί απαλοί, λαλείτε,
Μα όχι στης αίσθησης το αυτί, μα άυλη χάρη, πιο ακριβά,
Στο πνέμα τα τραγούδια σας αυλείτε:
Ωραία νιότη, κάτω απ' τις σκιές, ποτέ δε θέλει λείψει
Από τα χείλη σου ο σκοπός κι ουδέ τα φύλλα απ' τα δεντρά·
Απόκοτε αγαπητικέ, ποτέ φιλί δε θα χαρείς,
Αν και σιμά στον πόθο σου — μα μην σε πάρει η θλίψη,
Δεν μπόρειε αυτή να μαραθεί, θεράπειο αν δεν ιδείς στερνά,
Αιώνια εσύ θε ν' αγαπάς και κείνη ωραία θα τη θωρείς.
Αχ! σεις πανεύτυχα κλωνιά! τα φύλλα σας ποτέ
Δε θε να ρέψουν κι άνοιξη για πάντα θα στολίζει·
Κι ακούραστε, μακάριε μελωδέ,
Αιώνια το παιχνίδι σου νέα τραγούδια θα τονίζει·
Πιο ευτυχισμένη αγάπη! αγάπη τρισευτυχισμένη!
Πάντα θερμή και π' όλο μέλλεται να σε χαρούν,
Με αιώνια λαχτάρα, νεότητα παντοτινή,
Κι απ' ό,τι πνέει τ' ανθρώπινα τα πάθη γλυτωμένη,
Που κόρο στην καρδιά και θλίψη της κληρονομούν,
Στο μέτωπο ένα πυρετό, πίκρα στη γλώσσα τη στεγνή.
Ποιοι να 'ναι ετούτοι που έρχονται, ιερή μια συνοδία;
Και το δαμάλι που μουγγάει προς τα ουράνια,
Μυστηριακέ ιερέα, σε ποιο βωμό οδηγάς για τη θυσία,
Τα μεταξένια του πλευρά με λουλουδιών στεφάνια;
Σαν τί χωριό σε ακροθαλάσσι ή σε ρυάκι,
Ή σε πλαγιά βουνού, με ακρόπολη όλο ειρήνη,
Απ' το λαό του ν' άδειασε την άγια τούτη πρωινή;
Κι ω! συ χωριό, το κάθε σου δρομάκι,
Θα 'ναι για πάντα σιωπηλό· κι ούτε θα γείρει μια ψυχή
Ποτέ να πει, γιατί έχεις έρμο μείνει.
Ω! Αττικό παράστημα! φόρμα ωραιοπλασμένη
Με αγαλματένια αντρών γενιά, κόρες με ακράτη νιότη,
Με δάσου κλώνια και τη χλόη πατημένη·
Πλάσμα σιωπηλό! σαν την αιωνιότη
Λυτρώνεις απ' τη σκέψη, ω! παστοράλι εσύ νεκρό!
Κι έρμη, με τα γεράματα, τούτη η ελικιά σα θα 'ναι,
Θα μνήσκεις τότε ακόμα εσύ μέσ' της ζωής τον πόνο,
Φίλος του ανθρώπου, να του λες αιώνιο καιρό:
«Η ομορφιά 'ναι αλήθεια, η αλήθεια 'ναι ομορφιά», το μόνο
Που ξέρομε στη γη και όλοι να μάθουνε χρωστάνε.
μτφ. Γιάννης Ζερβός
[πηγή: Παγκόσμια Ποιητική Ανθολογία, τ. Α', επιμ. Δημ. Γιάκος & Μαν. Γιαλουράκης, Εκδόσεις Αυλός, Αθήνα 1977, σ. 49-50]