Κάρολου Μπωντλαίρ, «Ο άλμπατρος»

Συχνά, για να διασκεδάσουν, οι άντρες του πληρώματος
Παίρνουν άλμπατρος, τεράστια πουλιά των θαλασσών,
Που ακολουθούν, νωθροί (ή νωχελικοί) συντροφοι των ταξιδιών,
Το καράβι που γλιστράει πάνω σε βάραθρα πικρά.

Δεν προφταίνουν να τους αποθέσουν στα σανίδια,
Που οι βασιλιάδες αυτοί του γαλάζιου (ή του αιθέρα ή του ουρανού), αδέξιοι και ντροπαλοί (ή συνεσταλμένοι)
Αφήνουν με τρόπο αξιολύπητο τις μεγάλες άσπρες φτερούγες τους
Σαν κουπιά να σέρνονται στο πλάι τους.

Αυτός ο φτερωτός ταξιδιώτης πόσο αδέξιος (ή ζαβός) κι άβουλος είναι!
Αυτός, μέχρι πριν λίγο τόσο ωραίος, τί κωμικός κι άσκημος που είναι!
Ο ένας ενοχλεί το ράμφος του μ' ένα κοντό τσιμπούκι,
Ο άλλος μιμείται (ή καμώνεται), κουτσαίνοντας, τον ανάπηρο που πετούσε!

Ο Ποιητής είναι παρόμοιος με τον πρίγκηπα των νεφών
Που συχνάζει στην καταιγίδα και περιγελάει τον τοξότη.
Εξόριστος στο έδαφος μέσα στα γιούχα,
Οι φτερούγες γίγαντα που έχει (ή οι γιγάντιες φτερούγες του) τον εμποδίζουν να περπατήσει.

[πηγή: Κάρολος Μπωντλαίρ, Δεκαπέντε ποιήματα, μετάφραση (πεζή και έμμετρη) - εισαγωγή - σχόλια Νίκος Φωκάς, Ύψιλον, Αθήνα 1994, σ. 22]

εικόνα