Μπωντλαίρ, «Τα καλά σκυλιά»
Στον Κο Ζόζεφ Στίβενς
Δεν κοκκίνισα ποτέ, ούτε καν μπροστά στους νεαρούς συγγραφείς του αιώνα μου, από θαυμασμό για τον Μπυφόν. Σήμερα όμως, δεν πρόκειται να ζητήσω βοήθεια, από την ψυχή αυτού του ζωγράφου της φύσης. Όχι.
Πολύ ευχαρίστως, θα στρεφόμουν στον Στερν και θα τούλεγα: «Κατέβα από τον ουρανό ή ανέβασε προς εμένα τα Ηλύσια Πεδία, να μ' εμπνέουν για χάρη των σκυλιών, των καημένων σκυλιών, ένα άξιό σου άσμα, αισθηματία φαρσαδόρε, ασύγκριτε φαρσαδόρε! Γύρισε διάσκελα πάνω σ' αυτόν τον περίφημο γάιδαρο, που σε συνοδεύει πάντοτε στη μνήμη των απογόνων· και πάνω απ' όλα, αυτός ο γάιδαρος δεν ξεχνά να κρατά λεπτά κρεμασμένα στο στόμα του, το αθάνατο "στεφάνι της τιμής"!»
Πίσω, η ακαδημαϊκή μούσα! Δεν ξέρω τί να κάνω μ' αυτή τη γριά σεμνότυφη. Επικαλούμαι την οικεία μούσα, την αστή, τη ζωντανή, για να με βοηθήσει να τραγουδήσω τα καλά σκυλιά, που ο καθένας αποφεύγει, σαν λοιμώδη κι ελεεινά, εκτός από τον φτωχό, που είναι συνεταίρος τους, και τον ποιητή, που τα κοιτάζει μ' αδερφικό μάτι.
Ουφ, ο ψευτοωραίος, αυτός ο κενόδοξος τετράποδος, Δανός βασιλιάς — Κάρολος, καρλίνος ή αχρείος, τόσο ευχαριστημένος με τον εαυτό του, που πηδά αδιάκριτα στα πόδια ή στα γόνατα του επισκέπτη, σαν νάταν βέβαιος πως αρέσει, ταραχώδης σαν παιδί, ηλίθιος σαν εταίρα καμιά φορά επιθετικός κι ατίθασος, σαν υπηρέτης. Ουφ, αυτά τα φίδια με τα τέσσερα πόδια, που δεν έχουν καν στη μυτερή μουσούδα τους αρκετή όσφρηση για ν' ακολουθήσουν το δρόμο κάποιου φίλου, ούτε στο πλατύ κεφάλι τους, αρκετή εξυπνάδα, για να μπορούν να παίξουν ντόμινο.
Στα σπιτάκια τους, όλα αυτά τα κουραστικά παράσιτα!
Να γυρίσουν στο μαλακό κι ενισχυμένο σπιτάκι τους! Τραγουδώ τον βρώμικο σκύλο, τον φτωχό σκύλο, τον σκύλο χωρίς σπίτι, τον άσωτο σκύλο, τον σαλτιμπάγκο σκύλο, τον σκύλο που το ένστικτό του, σαν το ένστικτο του φτωχού, του μποέμ και του αγύρτη, έχει κεντριστεί θαυμάσια από την ανάγκη, αυτή την καλή μητέρα, αυτή την αληθινή πατρόνα των πνευμάτων.
Τραγουδώ τα ολέθρια σκυλιά, αυτά δηλαδή που πλανιώνται μοναχά, στις θλιβερές χαράδρες των απέραντων πόλεων, αυτά που είπαν στον εγκαταλειμμένο άνθρωπο, με ζωηρά και πνευματώδη μάτια: Πάρε μας μαζί σου και θα φτιάξουμε από τις δυο μας δυστυχίες, ένα είδος ευτυχίας!
«Πού πάνε τα σκυλιά;» έλεγε κάποτε ο Νέστωρ Ροκπλάν στο μυθιστόρημά του, που σίγουρα ξέχασε και μόνο εγώ κι ο Σαιντ-Μπεβ ίσως θυμόμαστε ακόμα σήμερα.
Πού πάνε τα σκυλιά, λέτε εσείς, τόσο παρατηρητικοί άνθρωποι. Πάνε στις δουλειές τους.
Επαγγελματικά ραντεβού, ερωτικά ραντεβού. Μέσα στην ομίχλη, μέσα στο χιόνι, μέσα στις κοπριές, κάτω από τη σκυλίσια ζέστη, κάτω από τη βροχή που κυλά, πηγαίνουν, έρχονται, τρέχουν, περνάν κάτω από τις άμαξες, ερεθισμένα από τους ψύλλους, το πάθος, την ανάγκη ή το καθήκον. Σαν κι εμάς, σηκώθηκαν νωρίς το πρωί και ψάχνουν τη ζωή τους ή κυνηγούν τις χαρές τους.
Υπάρχουν αυτοί που κοιμούνται σ' ένα ερείπιο του προαστίου και που έρχονται κάθε μέρα την ίδια ώρα, να ζητήσουν το δέμα τους στην πόρτα κάποιας κουζίνας του Palais-Royal. Άλλοι που σπεύδουν ομαδικά, σε πάνω από πέντε μέρη, για να μοιράσουν το γεύμα που τους ετοίμασε η ευσπλαχνία μερικών εξηντάρηδων παρθένων, που η αργόσχολη καρδιά τους δόθηκε στα ζώα, μια και δεν την θέλουν πια οι ηλίθιοι άνδρες.
Άλλοι που σαν μελαμψοί νέγροι, ξετρελαμένοι από έρωτα, εγκαταλείπουν, ορισμένες μέρες, την περιοχή τους, για νάρθουν να χοροπηδήσουν στην πόλη, καμιά ώρα, γύρω από μια όμορφη σκύλα, λίγο ατημέλητη, αλλά υπερήφανη κι ευγνώμων.
Κι όλοι τους είναι πολύ ακριβείς, χωρίς καρνέ, χωρίς σημειώσεις και χωρίς πορτοφόλια.
Μήπως γνωρίζετε το τεμπέλικο Βέλγιο και μήπως θαυμάσατε, σαν κι εμένα, όλα τα ζωηρά σκυλιά, τα δεμένα στο καροτσάκι του κρεοπώλη, της γαλατούς, ή του φούρναρη και που μαρτυρούν με τα θριαμβευτικά, όλο χαρά κι υπερηφάνεια γαυγίσματά τους, πως νιώθουν την ανάγκη ν' αναμετρηθούν με τ' άλογα;
Να και δυο, που ανήκουν σε μια ακόμα πιο πολιτισμένη τάξη. Επιτρέψτε μου να σας συστήσω το δωμάτιο του απόντος σαλτιμπάγκου. Ένα ξύλινο βαμμένο κρεβάτι, χωρίς κουρτίνες, κουβέρτες εδώ κι εκεί, φαγωμένες από κοριούς, δύο καρέκλες ψάθινες, μια τσίγκινη θερμάστρα, ένα ή δύο όργανα μουσικής, ξεχαρβαλωμένα. Ωχ! Τί θλιβερά έπιπλα! Αλλά κοιτάξτε, σας παρακαλώ, αυτά τα δύο έξυπνα πρόσωπα, ντυμένα με ρούχα ξεφτισμένα συνάμα και μεγαλοπρεπή, που αγρυπνούν με προσοχή μάγων πάνω από το ανώνυμο έργο, που σιγοβράζει στην αναμμένη χύτρα και που στο μέσο της στέκει ένα μακρύ κουτάλι, βαλμένο σαν ένα απ' αυτά τα αέρινα κατάρτια, που αναγγέλλουν πως η οικοδομή τελείωσε.
Δεν είναι δίκιο, ηθοποιοί με τόσο ζήλο να μην ξεκινούν για το δρόμο τους, πριν γεμίσουν το στομάχι τους, με μια δυνατή και στέρεα σούπα; Και δεν θα συγχωρούσατε λιγάκι αισθησιασμό σ' αυτούς τους κακόμοιρους διαβόλους, που έχουν ν' αντιμετωπίσουν όλη μέρα, την αδιαφορία του κοινού και τις αδικίες κάποιου διευθυντή, που παίρνει τη μεγάλη του μερίδα και τρώει μονάχος του, περισσότερη σούπα απ' ό,τι οι τέσσερις ηθοποιοί.
Πόσες φορές χάζεψα, χαμογελώντας τρυφερά, όλους αυτούς τους τετράποδους φιλοσόφους, τους φιλόφρονες σκλάβους, τους υποταγμένους ή αφοσιωμένους που το ρεπουμπλικάνικο λεξικό εύκολα θα χαρακτήριζε σαν ανεπίσημους αν η δημοκρατία η τόσο απασχολημένη με την ευτυχία των ανθρώπων, είχε τον καιρό να τακτοποιήσει την τιμή των σκύλων!
Και πόσες φορές δεν σκέφτηκα πως ίσως κάπου να υπήρχε (ποιος ξέρει άλλωστε;) για να αποζημιωθεί τόσο θάρρος, τόση υπομονή και μόχθος, ένας παράδεισος, ειδικός για τα καλά σκυλιά, τα κακόμοιρα σκυλιά, τα βουρκωμένα κι απογοητευμένα σκυλιά. Ο Σβέντενμποργκ μας διαβεβαιώνει πως υπάρχει ένας για τους Τούρκους κι ένας για τους Ολλανδούς!
Οι βοσκοί του Βιργιλίου και του Θεόκριτου περίμεναν σαν τίμημα των ποικίλων τραγουδιών τους ένα καλό τυρί, ένα φλάουτο καλής κατασκευής ή μια κατσίκα με φουσκωμένα τα μαστάρια. Ο ποιητής που τραγούδησε τους κακόμοιρους σκύλους έλαβε γι' αποζημίωση ένα όμορφο μονόχρωμο γιλέκο, πλούσιο και μαραμένο συνάμα, που θυμίζει τους φθινοπωρινούς ήλιους, την ομορφιά των ώριμων γυναικών και τα καλοκαίρια του Σαιντ-Μαρτέν.
Κανένας από τους παρόντες στη ταβέρνα της οδού Βίλλα Ερμόζα δεν θα ξεχάσει με τί ζωηρότητα ο ζωγράφος ξεφορτώθηκε το γιλέκο του για χάρη του ποιητή, τόσο καλά κατάλαβε πως ήταν αγαθός και τίμιος να τραγουδά τους κακόμοιρους τους σκύλους.
Έτσι, ένας υπέροχος Ιταλός σύντροφος του καλού καιρού πρόσφερε στον όσιο Αρετέν ή ένα ξίφος στολισμένο με πετράδια, ή ένα πανωφόρι αυλικού σ' αντάλλαγμα κάποιου πολύτιμου σονέτου ή κάποιου παράξενου σατιρικού ποιήματος.
Κι όλες τις φορές που ο ποιητής φορά το γιλέκο του ζωγράφου, είναι αναγκασμένος να σκέφτεται τα καλά σκυλιά, τα φιλοσοφημένα σκυλιά, τα καλοκαίρια του Σαιντ-Μαρτέν και την ομορφιά των πολύ ώριμων γυναικών.
[πηγή: Μπωντλαίρ, Η καρδιά μου ξεγυμνωμένη, μτφ. Ιωάννα Ευσταθιάδη-Λάππα, Εκδόσεις Δωδώνη, Αθήνα 1977, σ. 150-153]