Διονυσίου Σολωμού, «Η Σκιά του Ομήρου»
Έλαμπε αχνά το φεγγαράκι, ειρήνη
όλην, όλην την φύση ακινητούσε,
και μέσα από την έρημη την κλίνη
τ' αηδόνι τα παράπονα αρχινούσε,
τριγύρω γύρω η νυκτική γαλήνη
τη γλυκύτατη κλάψα ηχολογούσε.
Απάντεχα βαθύς ύπνος με πιάνει,
Στο ακρογιάλι αναπαύοταν ο γέρος
στα παλιά τα ρούχα του, σχισμένα,
εκινούσε το φύσημα του αέρος
τα αριά μαλλιά του, όλ' ασπρισμένα,
και αυτός στο πολύαστρο του αιθέρος
τα μάτια εστριφογύριζε σβησμένα.
Αγάλι αγάλι ασηκώθη από χάμου
και, ωσάν νά 'χε το φως του, ήλθε κοντά μου.
[πηγή: Διονύσιος Σολωμός, Άπαντα, τ. Α΄. Ποιήματα, Ίκαρος, Αθήνα 71999, σ. 58]