Ανδρέα Κάλβου, «Εις Μούσας»

α΄.
Τας χορδάς ας αλλάξωμεν,
ω χρυσόν δώρον, χάρμα
Λητογενέος μέγα·
τάς χορδάς ας αλλάξωμεν,
ιόνιος λύρα.

β΄.
Άλλα σύρματα δότε,
ζεφυρόποδες Χάριτες.
και σεις επί το ξύλον
μελίφρονον, υακίνθινον
βάλετε στέμμα.

γ'.
Τας πτέρυγας απλώνει
ως τ' όρνεον του Διός
και υψώνεται το μέτρον
έως τον ουράνιον κήπον
των Πιερίδων.

δ΄.
Χαίρετε, ω κόραι, χαίρετε
φωναί οπού τα δείπνα
των Ολυμπίων πλουτίζετε
με χορών ευφροσύνας
κ' εύρυθμον μέλος.

ε΄.
Σεις τα αιθέρια νεύρα
της φόρμιγγος κρατείτε,
και τα θηρία και τ' άλση
χάνονται από το πρόσωπον
της γης πλατείας.

στ΄.
Όπου τρέμουσιν άπειρα
τα φώτα της νυκτός,
εκεί ψηλά πλατύνεται
ο γαλαξίας και χύνει
δρόσου σταγόνας.

ζ΄.
Το ποτόν καθαρόν
θεραπεύει τα φύλλα,
κι όπου άφησε το χόρτον,
ευρίσκει ρόδα ο ήλιος
και μυρωδίαν.

η΄.
Ούτω υπό τους δακτύλους σας
η ελικώνιος λύρα
τρέμει, και τ' άνθη αμάραντα
της αρετής γεμίζουσι
πάσαν καρδίαν.

θ΄.
Όχι πατέρες, τύραννοι.
όχι άνθρωποι και τέκνα,
αλλά δειλά και αναίσθητα
ποίμνια τον κύκλον ήθελον
τρέξειν του βίου.

ι΄.
Χείρες κεραυνοφόροι,
μόνον νώτα υποφέροντα
τας πληγάς, αν το δίκρανον
του Παρνασσού λιγύφθογγον
σπήλαιον εσίγα.

ια΄.
Διά παντός μοιράσατε,
θείαι παρθένοι, την δίκην.
διά παντός χαρίσατε
των ανθρώπων αισθήσεις
υψηλονόους.

ιβ΄.
Αφρίζουν τα ποτήρια
της αδικίας, δυνάσται
πολλοί και διψασμένοι
ιδού τ' αδράχνουν··γέμουσι
μέθης και φόνου.

ιγ΄.
Τώρα, ναι τώρα αστράψατε,
ω Μούσαι, τώρα αρπάξατε
την πτερωτήν βροντήν,
κατά σκοπόν βαρέσατε
μ' εύστοχον χείρα.

ιδ΄.
Φυλάξατε τους ύμνους
διά τους δικαίους· Μόνον
εις αυτούς την ειρήνην,
και τους χρυσούς στεφάνους
εις αυτούς δότε.

ιε΄.
Ήτον ποτέ οι εννέα
Ολύμπιαι φωναί
εκεί όπου χορεύουσι
της ημέρας οι κόραι
λαμπαδηφόροι.

ιστ΄.
Ήκουον μόνον οι κύκλοι
των ουρανών την σύμφωνον
θεόπνευστον ωδήν,
και τον αέρα ακίνητον
είχε γαλήνη.

ιζ΄.
Αλλ' ότε το μειδίαμα
του θεού των ερώτων
τον Κιθαιρώνα εσκέπασε
με θύμον ξαι με κλήματα
σταφυλοφόρα,

ιη΄.
Εκεί ο ρυθμός επέραστος
καταβαίνων, το βλέμμα
των γηγενέων δρακόντων
εχάθη, ως τα χαράγματα
χάνεται ο ύπνος.

ιθ΄.
Του θεσπεσίου γέροντος
ιερά κεφαλή
φωνή ευτυχής που ευφήμησας
της κλεινής Αχαΐας
τ' άριστα τέκνα.

κ΄.
Εσύ,θαυμάσιε Όμηρε,
εξένισας τας Μούσας.
και του Διός οι κόραί
εις τα χείλη σου απέθηκαν
το πρώτον μέλι.

κα΄.
Εις τιμήν των θεών
εφύτευσας την δάφνην.
είδον πολλοί αιώνες
το φυτόν ευθαλές
υπερακμάζον.

κβ΄.
Μέσα εις το θείον στέλεχος
τί δεν εθησαυρίσατε
τα σίμβλα αιωνίως;
τί, ω αιώνιαι μέλισσαι,
το παραιτείτε;

κγ΄.
Όταν εις την αθλίαν
Ελλάδα από τα έσχατα
της ερυθράς θαλάσσης
των αραβίων πετάλων
ήλθεν ο κτύπος.

κδ΄.
Εκεί προς τα λουτρά,
οπού τας τρίχας πλύνουσι
των φοιβηίων οι Ώραι,
τότε δικαίως εφύγατε,
ω Πιερίδες.

κε΄.
Και τώρα εις τέλος φέρετε
την μακράν ξενιτείαν.
Χρόνος χαράς επέστρεψε,
και λάμπει τώρα ελεύθερον
το Δέλφιον όρος.

κστ΄.
Ρέει καθαρόν το αργύριον
της Ιπποκρήνης· κράζει,
όχι τας ξένας, κράζει
σήμερον η Ελλάς
τας θυγατέρας.

κζ΄.
Ήλθετε,ω Μούσαι, ακούω,
και χαίρουσα πετάει,
πετά η ψυχή μου, ακούω
των λυρών τα προοίμια,
ακούω τους ύμνους.

[πηγή: Μ.Γ. Μερακλής, Ανδρέα Κάλβου, Ωδαί (1-20). Ερμηνευτική έκδοση, Βιβλιοπωλείον της «Εστίας», Αθήνα χ.χ., σ. 79-88]

εικόνα