Γιόχαν Βόλφγκανγκ Γκαίτε, «Άλφος»

Ποιος λάμνει έτσι ξώρας
στα σκότη, στ' αγριοκαίρι;
Καβάλλα είν' ο πατέρας
τα τέκνα του στο χέρι.
Στα χέρια με φροντίδα
τ' αγόρι του βαστά
γερά τώχει πιασμένο,
θερμά το κρατά.

Την όψι σου υιέ μου,
σκιασμένο τί σκεπάζεις;
Τον Άλφο, πατέρα,
εσύ δεν τον κυττάζεις;
Τον Άλφο με κορώνα,
μ' ολόμαυρη νουρά;
Νεφέλη είνε, παιδί μου,
αχνού είνε σειρά!

Καλό μου παιδάκι,
μαζί μου έλα οπίσου,
πανώρια παιχνίδια
θα παίξω εγώ μαζί σου.
Στην όχθη είνε τ' άνθη
θωριές και δροσιές,
η μάννα μου σου έχει
χρυσές φορεσιές.

Πατέρα, πατέρα,
τ' αυτί σου δεν πεικάζει
με λόγια σβημένα
ο Άλφος τί με τάζει;
Μερώσου, ξεννοιάσου
αγέρας σφυρά,
και τρίζουν, παιδί μου,
τα φύλλα ξερά.

Θες νάρθης μαζί μου
χαριτωμένο αγόρι;
Σ' εννοιάζονται ωραία
η κάθε μια μου κόρη.
Οι κόρες μου πέρνουν
της νύχτας το χορό.
Κουνιούν, τραγουδούνε,
σε παν στο φτερό.

Και δεν τες κυττάζεις,
πατέρα μου, πατέρα,
τες κόρες του Άλφου
στα σκοτεινά κειπέρα;
Παιδάκι μου, παιδί μου
το βλέπω και καλά:
Ιτιές λευκοδείχνουν
με φύλλα ασπρουλά.

Σε αγαπώ, μ' ανάφτουν
οι ομορφιές σου, αγόρι!
Με το καλό δεν θέλεις,
σε πέρνω με το ζόρι!
Πατέρα! Πατέρα!
με πιάνει τώρα, να!
Αχ! μ' έκαμ' ο Άλφος
κακό που πονά!

Φρικιάζεται ο πατέρας,
τον ίππο ορμά και βιάζει.
Το τέκνο που βογγάει
στ' αγκάλια του βαστάζει.
Με βία μόλις φθάνει
στο σπίτι το πικρό.
Στην αγκαλιά του κείται
τ' αγόρι του νεκρό!

μτφ. Γ. Βιζυηνός

[πηγή: Γ.Μ. Βιζυηνός, Ανά τον Ελικώνα (Βαλλίσματα), πρόλ. Γ. Τσοκόπουλος, Εκδοτικός οίκος «Ελευθερουδάκης», Εν Αθήναις 1930, σ. 138-140]

εικόνα