«Δύο Νύχτες (Κατά παράφρασιν εκ του Οssian)»

2

Για ιδές τί νύχτα ολόχαρη· λάμπουν ψηλά ταστέρια,
Σαν άσπρα περιστέρια
Τα σύγνεφα πετούν.
Γλυκά φυσούν οι άνεμοι και το λαμπρό φεγγάρι
Στης λίμνης καθρεφτίζεται τα ολόστρωτα νερά.
Για ιδές τί νύχτα ολόχαρη· λάμπουν ψηλά ταστέρια,
Σαν άσπρα περιστέρια
Τα σύγνεφα πετούν.
Θωρώ τα δένδρα σύρριζα στο χώμα πεταμένα,
Τα στάχια σωριασμένα
Οι άνεμοι κινούν.
Φτάνει ο βοσκός ολόχαρος με γρήγορο ποδάρι,
Σκύφτει μαζώνει ολόγυρα τα στάχια, τα κλαδιά.
Ποια είναι τούτη πούρχεται τον θάνατο νικώντας,
Σιγά σιγά πετώντας
Σα ζέφυρος τσ' αυγής;
Σαν χιόνι έχει το φόρεμα, ολόασπρα τα χέρια,
Όλο δροσιά το πρόσωπο και μαύρα τα μαλλιά.
Η κόρη είναι που εσβύστηκε σαν το στερνό τραγούδι,
Σαν τρυφερό λουλούδι
Το στόλισμα της γης.
Σίμωσε, κόρη, σίμωσε να ιδώ την ωμορφιά σου·
Φυσάει τ' αέρι και άφαντη εγίνηκε με μιας.
Ένα καθάριο σύγνεφο ψηλά ψηλά ανεβάζει
Τ' αέρι και σκεπάζει
Την ουρανοφεγγιά.
Και πλέον λαμπρά προβαίνουσι εκείθενε τ' αστέρια
Ο ουρανός λαμπρότερος η νύχτα πλέον γλυκιά.
Για ιδές τί νύχτα ολόχαρη· λάμπουν ψηλά τ' αστέρια,
Σαν άσπρα περιστέρια
Τα σύγνεφα πετούν.
Απ' την αυγή ωμορφότερη η νύχτα βασιλεύει.
Μην καρτερείτε, αδέλφια μου, και δεν γυρίζω πλιά.

[πηγή: Ιούλιος Τυπάλδος, Ποιήματα, Εκδόσεις Φέξη, Αθήνα 1916, σ. 80]

εικόνα