Ρώμου Φιλύρα, «Απονύχτερα Τραγούδια»

Στον Παύλο Νιρβάνα

Το φως σου πώς γητεύει με, ω Σελήνη,
κ' εσένα, ω καλαμιά, το ανάστημά σου,
απόψε που ρυθμίζουν τη γαλήνη

των κοπαδιών βαρειόηχα τα κουδούνια…
Παραστράτησε ο τζίτζικας του δάσου
και χύνει την ελπίδα στο τραγούδι.

Μέσ' στη νύχτια σιγή γίνεται κούνια
το κάθε του περιβολιού λουλούδι
στο μελίσσι, που χαίρεται στη γύρη·

και μέσ' στο λουλουδένιο πανηγύρι
γροικιέται να προβαίνη ο καβαλλάρης,
που διψασμένος στην πηγή θα γύρη.

Σταζοβόλαε, ω πηγή, τα κρυόνερά σου
και μη στερέψης ως ναρθή και γίνε
Ωκεανός και κάθε δίψα σβύνε.

Ω! Πόσο σ' αγαπώ χλωμή Σελήνη
και τώρα, που πλανιέμαι μέσ' στο Λάτμο
πώς θέλω να γενώ Ενδυμίωνάς σου.

Ω! Δε με συμπονάς και φεύγεις, φεύγεις
και στην ορμή σου σκοτεινιάζουν τ' άστρα,
ω θλίψη, ακόμα και το φως μου παίρνεις.

Κι' —αλλοί μου— πίσω απ' το βουνάκι γέρνεις
και μέσ' στη νύχτα την αναγαλάστρα,
που το σκοτάδι ολόπυκνο εσύ φέρνεις,

τα πνεύματα ρυθμούς μέλπουν και τρόμους
στις παθιάρες βαρειόλαλες κιθάρες
και κλαίω και κλαίω γυρνώντας μέσ' στους δρόμους

και σκύβοντας ακούω σαν τον τσοπάνη:
το βούισμα του χειμάρρου, μέσ' στη νύχτα,
κάποιο βαθύ ψιθύρισμα, που λέει η Φύση.

[πηγή: περ. Ακρίτας, 26-28 (Οκτ.-Δεκ. 1905) 312-313]

εικόνα