ΚΕΦΑΛΑΙΟ Α'
3. Η ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΗ ΤΟΥ 1821 - ΕΝΑ ΜΗΝΥΜΑ ΕΛΕΥΘΕΡΙΑΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΥΡΩΠΗ
Η σημασία της Επανάστασης του 1821 υπήρξε καταλυτική για την ιστορία της Ευρώπης «Μέχρι του 1821, η ιστορία της Ευρώπης, παρά τας γενναίας απόπειρας αι οποίαι είχον σημειωθεί εις την Ιταλίαν και αλλαχού, εφαίνετο υποκύπτουσα εις τα αναχρονιστικά συνθήματα. Εάν δεν απεφάσισαν οι Έλληνες να τολμήσουν ό,τι ετόλμησαν εις την Αγίαν Λαύραν και, παραλλήλως ή εν συνεχεία, καθ' όλην την υπόδουλον χώρα ν, είναι ζήτημα εάν ο 19ος αιών θα εχαρακτηρίζετο σήμερον ως αιών των εθνοτήτων, δηλαδή της αποκαταστάσεως των εθνικών κρατών. Οι Έλληνες δεν απετίναξαν μόνον τον ζυγόν υπό τον οποίον οι ίδιοι ετέλουν, αλλά κατήργησαν εμμέσως την έννοιαν παντός ζυγού εις την Ευρώπην ολόκληρον, δημιουργήσαντες τας ηθικός και πολιτικός προϋποθέσεις διά την εκδήλωσιν των διαφόρων εθνικών εξεγέρσεων, αι οποίαι, είτε επιτυχούσαι, ως εν Ιταλία, είτε επανειλημμένως και τραγικώς κατασταλεί σαι, ως εν Πολωνία, έδωσαν εις τον 19ον αιώνα το χρώμα του και το μέγα ιστορικόν του νόημα». Παναγιώτης Κανελλόπουλος, Τα Δοκίμια, τ. Β', Ιστορικά Δοκίμια, Εκδ. Εταιρείας Φίλων Παν. Κανελλόπουλου, Αθήνα 1975, σ. 166. Ο χαρακτήρας της Ελληνικής Επανάστασης. Η επανάσταση των Ελλήνων το 1821 εξασφάλισε στο έθνος, ύστερα από πολλούς αιώνες υποταγής σε ξένους κυριάρχους, ανεξάρτητη εθνική εστία. Η Επανάσταση του 1821 ήταν προϊόν εθνικού κινήματος, το οποίο αναπτύχθηκε κατά τις τελευταίες δεκαετίες του 18ου αιώνα και τις πρώτες του 19ου, αν και οι καταβολές του ανάγονταν σε προγενέστερες εποχές. Η Ελληνική Εθνική Παλιγγενεσία, όπως ονομάστηκε το εθνικό κίνημα των Ελλήνων, συγγένευε με τα εθνικά κινήματα της ίδιας εποχής που αναπτύχθηκαν στις ιταλικές και τις γερμανικές χώρες -οι οποίες αποτέλεσαν την Ιταλία και τη Γερμανία αντίστοιχα- στις βρετανικές αποικίες στη Βόρεια Αμερική -οι οποίες αποτέλεσαν τις Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής- καθώς και στην προεπαναστατική και επαναστατημένη Γαλλία. Το ελληνικό εθνικό κίνημα ήταν πολιτικό κίνημα αποσκοπούσε δηλαδή, όπως και τα αντίστοιχα κινήματα στην Ιταλία, τη Γερμανία και την Αμερική, όχι απλώς στην απελευθέρωση του έθνους και στη συγκρότηση ανεξάρτητου εθνικού κράτους, αλλά στη σύσταση αντιπροσωπευτικής και ευνομούμενης πολιτείας. Αυτά τα χαρακτηριστικά διαμορφώθηκαν και εμφανίστηκαν υπό την επίδραση των πολιτικών μηνυμάτων που εκπορεύονταν από την επαναστατημένη Γαλλία. Από τα κυριότερα συστατικά στοιχεία του ελληνικού εθνικού κινήματος υπήρξαν: α) η προβολή των Ελλήνων της εποχής ως απογόνων και κληρονόμων των αρχαίων Ελλήνων, β) η ταύτιση των Ελλήνων με τους άλλους Ευρωπαίους και η διάκρισή τους από τους Τούρκους, γ) η καταγγελία της τουρκικής κυριαρχίας ως παράνομης και της εξουσίας του Οθωμανού σουλτάνου ως αυθαίρετης και δ) η προβολή του δικαιώματος των Ελλήνων να διεκδικήσουν την απελευθέρωσή τους από την κυριαρχία και την εξουσία των Τούρκων και να συστήσουν ανεξάρτητη και ευνομούμενη πολιτεία στη βάση των αρχών της εθνικής αυτοδιάθεσης και της λαϊκής κυριαρχίας. Οργάνωση και έκρηξη της επανάστασης. Την Επανάσταση του 1821 προκάλεσε η Φιλική Εταιρεία, μυστική οργάνωση που ιδρύθηκε το 1814 στην Οδησσό της Ρωσίας από τρεις Έλληνες, τρεις άσημους εμπόρους ή γραμματείς εμπόρων, τον Εμμανουήλ Ξάνθο, τον Νικόλαο Σκουφά και τον Αθανάσιο Τσακάλωφ. Σημαντικά και δραστήρια στελέχη της μυστικής πατριωτικής οργάνωσης υπήρξαν ο Παναγιώτης Αναγνωστόπουλος και ο Παναγιώτης Σέκερης. Αρχική πρόθεση των συνωμοτών πατριωτών ήταν να προκληθεί, αφού θα είχε αναπτυχθεί η Εταιρεία και όταν παρουσιαζόταν η κατάλληλη ευκαιρία, γενική επανάσταση των Ελλήνων για την απελευθέρωση της πατρίδας από τους Οθωμανούς Τούρκους. Στόχοι των πατριωτών ήταν να κατηχήσουν στην Εταιρεία όσο το δυνατόν περισσότερους σημαίνοντες Έλληνες, να αναθέσουν την ηγεσία στον Ιωάννη Καποδίστρια, υπουργό Εξωτερικών τότε της Ρωσίας, και μέσω αυτού να εξασφαλίσουν την υποστήριξη της κραταιός και ομόδοξης χώρας του Βορρά. Από τους τρεις στόχους οι ηγέτες της Εταιρείας μόνο τον πρώτο πέτυχαν αυτοί και άλλα στελέχη της κατήχησαν πλήθος Ελλήνων. Ο Καποδίστριας αρνήθηκε να αναλάβει την ηγεσία, επειδή έκρινε πως οι περιστάσεις δεν ευνοούσαν την επιτυχία ενός εγχειρήματος, όπως αυτό που σχεδίαζε η Εταιρεία. Επιπλέον, τόσο οι αρχές του όσο και η ιδιότητά του ως διπλωμάτη δεν ήταν συμβατές με τις αντίστοιχες ριζοσπαστικές ιδέες που ενέπνεαν τη δράση της Φιλικής Εταιρείας. Για τον ίδιο λόγο ο Καποδίστριας αρνήθηκε να ζητήσει από τον Ρώσο αυτοκράτορα Αλέξανδρο Α' τη συνδρομή της |
Η ΕΥΡΩΠΗ ΚΑΙ Ο ΚΟΣΜΟΣ ΤΟΝ 19ο ΑΙΩΝΑ (1815-1871)
Ρωσίας στη σχεδιαζόμενη επανάσταση των Ελλήνων. Γνώριζε πολύ καλά τις αρνητικές διαθέσεις των μεγάλων δυνάμεων της Ευρώπης προς τις ρήξεις με τη νομιμότητα και τις ανατροπές, όπως αυτή που σχεδίαζαν οι πατριώτες της Οδησσού, ενώ ήταν πεπεισμένος ότι η υποστήριξη της Ρωσίας προς το ελληνικό εγχείρημα θα έβλαπτε την ελληνική υπόθεση, επειδή θα έστρεφε τις άλλες δυνάμεις εναντίον της Ρωσίας. Η ηγεσία της Εταιρείας δόθηκε εν τέλει, στις αρχές του 1820, στον Αλέξανδρο Υψηλάντη, γόνο επιφανούς οικογένειας Φαναριωτών* στην υπηρεσία τότε του Ρώσου τσάρου. Η αποδοχή της ηγεσίας από τον πρίγκιπα Υψηλάντη, αξιωματικό του ρωσικού στρατού, ήταν προϊόν πατριωτισμού, αλλά και έλλειψης σύνεσης. Ο ρομαντικός πατριώτης δεν ήταν μάλλον σε θέση να εκτιμήσει τις πολιτικές πλευρές του εγχειρήματος και την τεράστια ευθύνη που αναλάμβανε απέναντι στο έθνος. Η υψηλή του θέση στον στρατό αλλά και στην κοινωνία της Ρωσίας καθιστούσε αληθοφανή τον ευσεβή πόθο των Ελλήνων της εποχής ότι η Εταιρεία και ο Υψηλάντης είχαν την υποστήριξη της Ρωσίας. Άλλωστε, με την έξοδό του στις Παραδουνάβιες Ηγεμονίες, τον Φεβρουάριο του 1821, ο Υψηλάντης φαίνεται πως υπολόγιζε λιγότερο στην πρόκληση γενικής εξέγερσης, που οραματίζονταν ορισμένοι Φιλικοί, και περισσότερο σε έναν ρωσοτουρκικό πόλεμο, τον οποίο θα προκαλούσε η αναμενόμενη εισβολή τουρκικών στρατευμάτων στις Ηγεμονίες και η εξίσου αναμενόμενη προσπάθεια της Ρωσίας να περιφρουρήσει το ιδιότυπο καθεστώς αυτονομίας τους. Επαναστατικές εστίες προκλήθηκαν από τους αποστόλους της Εταιρείας σε πολλά μέρη της επικράτειας του Οθωμανού σουλτάνου, προκειμένου να επιτευχθεί γενική εξέγερση στις Παραδουνάβιες Ηγεμονίες, όπου κατοικούσαν ή παρεπιδημούσαν πολλοί Έλληνες, ιδίως μάλιστα στις πόλεις της Μολδαβίας και της Βλαχίας. Στην Πελοπόννησο, στη Μακεδονία, στην Ήπειρο, στη Θεσσαλία, στη Στερεά Ελλάδα, στην Κρήτη, στην Κύπρο και στα νησιά του Αιγαίου, παντού, οι Έλληνες ύψωσαν τη σημαία με τον σταυρό και κατήγγειλαν την εξουσία του σουλτάνου ως παράνομη, αυθαίρετη και τυραννική, διακήρυξαν δε την απόφασή τους να πολεμήσουν για την ελευθερία τους. Ο Αλέξανδρος Υψηλάντης στη Μολδαβία και τη Βλαχία, ο Εμμανουήλ Παππάς στη Μακεδονία, ο Αθανάσιος Διάκος, ο Οδυσσέας Ανδρούτσος, ο Μάρκος Μπότσαρης, ο Γεώργιος Καραϊσκάκης, ο Θεόδωρος Κολοκοτρώνης και ο Γρηγόριος Δικαίος ή Παπαφλέσσας έβαλαν φωτιά στις ευρωπαϊκές κτήσεις του σουλτάνου. Η αγριότητα με την οποία αντέδρασε ο τελευταίος στην πρόκληση των Ελλήνων απέτρεψε το ενδεχόμενο μεσολάβησης μεταξύ των δύο μερών, κατέστησε τους Έλληνες εμπολέμους και, εν μέρει, έκρινε και την έκβαση της επανάστασης. Η επανάσταση στις Ηγεμονίες. Ο Αλέξανδρος Υψηλάντης διέβη τον ποταμό Προύθο και εισήλθε στη Μολδαβία, στις 22 Φεβρουαρίου 1821, επικεφαλής στενών συνεργατών του. Στην πρωτεύουσα της Ηγεμονίας, στο Ιάσιο, συνεργάστηκε με τον Φαναριώτη ηγεμόνα Μιχαήλ Σούτσο. Την προηγουμένη, στις 21 Φεβρουαρίου, είχε διεξαχθεί η πρώτη μάχη μεταξύ Τούρκων και Ελλήνων, περίπου 150 Κεφαλονιτών ναυτών κυρίως, με επικεφαλής τον Βασίλειο Καραβιά, στο Γαλάτσι, όπου οι Έλληνες επαναστάτες υπερίσχυσαν και τερμάτισαν την τουρκική κυριαρχία. Η κατάσταση στις δύο Ηγεμονίες, τη Μολδαβία και τη Βλαχία, ήταν περίπλοκη. Στους θρόνους ηγεμόνευαν, με σουλτανική εντολή, Φαναριώτες, οι οποίοι διατηρούσαν στην υπηρεσία τους πλήθος Ελλήνων και άλλων χριστιανών της Μακεδονίας, της Ηπείρου, της Βουλγαρίας, της Σερβίας, του Μαυροβουνίου* και, φυσικά, της Μολδαβίας και της Βλαχίας. Αυτοί όλοι, έμποροι, γραμματείς εμπόρων, διοικητικοί υπάλληλοι, ναύτες και φοιτητές Απόσπασμα από την Επαναστατική Προκήρυξη του Αλέξανδρου Υψηλάντη «ΜΑΧΟΥ ΥΠΕΡ ΠΙΣΤΕΩΣ ΚΑΙ ΠΑΤΡΙΔΟΣ! Η ώρα ήλθεν, ω Άνδρες Έλληνες! Προ πολλού οι λαοί της Ευρώπης πολεμούντες υπέρ των ιδίων Δικαιωμάτων και ελευθερίας αυτών, μας επροσκάλουν εις μίμησιν. Αυτοί, καίτοι οποσούν ελεύθεροι, επροσπάθηοαν όλαις δυνάμεσι να αυξήσωσι την ελευθερίαν και δι' αυτής πάσαν αυτών την Ευδαιμονίαν. Οι αδελφοί μας και φίλοι είναι παντού έτοιμοι [...]. Ας ενωθώμεν λοιπόν με ενθουσιασμόν! Η Πατρίς μάς προσκαλεί! Η Ευρώπη προσηλώνουσα τους οφθαλμούς της εις ημάς, απορεί διά την ακινησίαν μας. Ας αντηχήσωσι λοιπόν όλα τα Όρη της Ελλάδος από τον Ήχον της πολεμικής μας Σάλπιγγος, και αι κοιλάδες από την τρομεράν κλαγγήν των Αρμάτων μας. Η Ευρώπη θέλει θαυμάση τας ανδραγαθίας μας, οι δε τύραννοι ημών, τρέμοντες και ωχροί θέλουσι φύγει απ' έμπροσθέν μας. Οι φωτισμένοι λαοί της Ευρώπης ενασχολούνται εις την αποκατάσταση της ιδίας ευδαιμονίας και πλήρεις ευγνωμοσύνης διά τας προς αυτούς των Προπατόρων μας ευεργεσίας επιθυμώσι την ελευθερίαν της Ελλάδος. Ημείς, φαινόμενοι άξιοι της προπατορικής αρετής και του παρόντος αιώνος, είμεθα ευέλπιδες να επιτύχωμεν την υπεράσπισιν των δικαίων αυτών και βοήθειαν πολλοί εκ τούτων φιλελεύθεροι θέλουσιν έλθη διά να συναγωνισθώσι με ημάς. Κινηθήτε, ω φίλοι, και θέλετε ιδή μίαν Κραταιάν δύναμιν να υπερασπισθή τα δίκαια μας! [...] Εις τα όπλα λοιπόν, φίλοι, η Πατρίς Μάς Προσκαλεί! Αλέξανδρος Υψηλάντης Την 24η Φεβρουαρίου 1821. Εις το γενικόν στρατόπεδον του Ιασίου». |
ΚΕΦΑΛΑΙΟ Α'
ΣΗΜΑΝΤΙΚΑ ΓΕΓΟΝΟΤΑ ΤΗΣ ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΗΣ
|
Η ΕΥΡΩΠΗ ΚΑΙ Ο ΚΟΣΜΟΣ ΤΟΝ 19ο ΑΙΩΝΑ (1815-1871)
|
ΚΕΦΑΛΑΙΟ Α'
των δύο ελληνικών Ακαδημιών, του Ιασίου και του Βουκουρεστίου, αλλά και πολλοί στρατιωτικοί στην υπηρεσία των δύο ηγεμόνων, οι οποίοι ήταν γνωστοί ως «αρματολοί» ή «Αρναούτηδες», συνιστούσαν το «ξένο» στοιχείο των δύο Ηγεμονιών, στις οποίες ο σουλτάνος, αν και κυρίαρχος, δε διατηρούσε στρατεύματα, παρά μόνο φρουρές στην υπηρεσία των Τούρκων διοικητών. Από αυτό το «ξένο» στοιχείο άντλησε ο Υψηλάντης και οι συνεργάτες του το ανθρώπινο δυναμικό της εκστρατείας του. Ανομοιογενές πλήθος άνω των 6.000 ανδρών, Μολδαβών, Βλάχων, Αλβανών, Ηπειρωτών, Μακεδόνων, Επτανησίων, Σέρβων, Βουλγάρων, Κοζάκων, ακόμη και πολλών Ουλάνων (ιππέων) από τις γερμανικές χώρες, την Πολωνία και την Ουγγαρία, συνιστούσε το αρχικό στράτευμα. Περίπου 2000 ήταν Έλληνες, εκ των οποίων 450 αποτελούσαν τον περίφημο Ιερό Λόχο. Οι ντόπιοι και οι αρχηγοί τους, από τους οποίους ο Θεόδωρος Βλαδιμηρέσκου φάνηκε στην αρχή να συμφωνεί |
Η ΕΥΡΩΠΗ ΚΑΙ Ο ΚΟΣΜΟΣ ΤΟΝ 19ο ΑΙΩΝΑ (1815-1871)
με τους σκοπούς της Φιλικής Εταιρείας, όντας ο ίδιος μέλος της, είτε παρέμειναν αδρανείς είτε παρασπόνδησαν την τελευταία στιγμή και εγκατέλειψαν τους Έλληνες επαναστάτες. Χωρίς τη θρυλούμενη βοήθεια από τη Ρωσία και με την καταδίκη της επανάστασης στις δύο Ηγεμονίες από τον αυτοκράτορα της Ρωσίας Αλέξανδρο Α', ο Υψηλάντης και οι συνεργάτες του ανέμεναν πλέον το μοιραίο: την εισβολή τουρκικών στρατευμάτων στις Ηγεμονίες, που εκδηλώθηκε από τα παρίστρια φρούρια προς βορρά στις 30 Απριλίου 1821, με δύναμη 30.000 ανδρών. Στη μάχη, που έγινε στο Γαλάτσι την 1η Μαΐου, οι Έλληνες αμύν- θηκαν με γενναιότητα, αλλά υποχρεώθηκαν να αποχωρήσουν από τον Προύθο, με κατεύθυνση τη Ρωσία. Ήταν μια πρώτη σοβαρή ήττα των Ελλήνων επαναστατών, αφού προκάλεσαν σοβαρές απώλειες (άνω των 1.200 νεκρών και τραυματιών) στις υπέρτερες τουρκικές δυνάμεις. Η εισβολή των Τούρκων επέδρασε διαλυτικά στα στρατεύματα των ντόπιων που είχαν συναθροίσει ο Βλαδιμηρέσκου και οι άλλοι τοπικοί αρχηγοί, όπως ο Σάββας Καμινάρης, με συνέπεια οι χωρικοί επαναστάτες να εγκαταλείψουν τους αρχηγούς τους. Έμειναν έτσι το Βουκουρέστι και άλλα κέντρα της Βλαχίας στη διάκριση των Τούρκων, οι οποίοι έσπευσαν να τα λεηλατήσουν. Θύμα της έξαψης των παθών που ακολούθησε υπήρξε ο ίδιος ο Βλάχος ηγέτης, ο Βλαδιμηρέσκου, ο οποίος φονεύθηκε ύστερα από εντολή του Υψηλάντη με τη βάσιμη κατηγορία της συνδιαλλαγής με τους Τούρκους. Ήταν μια πράξη αναπόδραστη, αλλά κρίσιμη για την έκβαση του αγώνα, επειδή αποξένωσε πιο πολύ τους ντόπιους χωρικούς και τους αρχηγούς τους. Η έλλειψη σοβαρού πολεμικού σχεδίου και η ασυνεννοησία σε πολλά επίπεδα της ιεραρχίας οδήγησαν τους Έλληνες επαναστάτες στην πρώτη μεγάλη σύγκρουση με τους Τούρκους, κοντά στο χωριό της Βλαχίας Δραγατσάνι, στις 7 Ιουνίου 1821. Αντιμέτωποι με υπέρτερες δυνάμεις των Τούρκων, οι Έλληνες οδηγήθηκαν σε πραγματική σφαγή. Άνω των 200 ανδρών από τη δύναμη των μαχητών του Ιερού Λόχου, το άνθος της ελληνικής νεολαίας στις Ηγεμονίες, έπεσαν πολεμώντας ηρωικά, άλλοι τόσοι δε ίσως από άλλα ελληνικά τμήματα. Άλλοι συνελήφθησαν αιχμάλωτοι, τραυματίες όντες, και στάλθηκαν σιδηροδέσμιοι στην Κωνσταντινούπολη, όπου απαγχονίστηκαν. Περίσσεψε σε αυτή τη μάχη ο ηρωισμός των νέων Ιερολοχιτών, περίσσεψε και η αφροσύνη ορισμένων αξιωματικών. Οι συνέπειες της καταστροφής στο Δραγατσάνι ήταν ολέθριες. Ο Υψηλάντης με τα απομεινάρια του στρατού κατευθύνθηκε προς τα σύνορα της Αυστρίας, αν και ο ίδιος θα προτιμούσε, αντί να αποσυρθεί από το πεδίο των συγκρούσεων, να θυσιαστεί, αλλά πρυτάνευσαν ψυχραιμότερες σκέψεις. Απώτερος σκοπός του ήταν πλέον να φτάσει διά της Αυστρίας στην επαναστατημένη Ελλάδα. Ο Υψηλάντης πέρασε τα σύνορα στις 15 Ιουνίου, συνοδευόμενος από δύο αδέλφια του και τον πιστό του αξιωματικό Γεώργιο Λασσάνη, αφού αποχαιρέτησε άλλους πιστούς του αξιωματικούς, τον Γεωργάκη Ολύμπιο και τους διασωθέντες 100 περίπου Ιερολοχίτες. Ο Υψηλάντης δεν έφτασε ποτέ στην Ελλάδα- πέθανε τον Ιανουάριο του 1828 έγκλειστος σε αυστριακό φρούριο, απαρηγόρητος που δεν κατόρθωσε να φτάσει στη μαχόμενη Ελλάδα, όπου χάραζε ήδη η ελευθερία. Τα υπολείμματα των ελληνικών στρατευμάτων έδωσαν άλλη μία μάχη, στις 17 Ιουνίου, στο Σκουλένι της Μολδαβίας. Χωρίς πυροβολικό, τα τμήματα πεζών και ιππέων των επαναστατών αντιμετώπισαν υπέρτερες δυνάμεις πεζικού, ιππικού και πυροβολικού, που κατέσκαψε τα χαρακώματα των αμυνομένων, τους οποίους εν συνεχεία κατέκοψαν οι Τούρκοι ιππείς. Έπεσαν πολλοί Έλληνες αρχηγοί, όπως ο Αθανάσιος Καρπενησιώτης.
Η νομιμότητα του ελληνικού Αγώνα «Από την επαναστατική προκήρυξη του Αλέξανδρου Υψηλάντη και αυτές των επαναστατών στη νότια Ελλάδα, το 1821, έως τις τελευταίες ανάλογες επίσημες διακηρύξεις οι Έλληνες δεν φείδονταν λόγων προκειμένου να στηρίξουν το επιχείρημα της νομιμότητας του αγώνα τους. Οι Έλληνες είχαν ηττηθεί, οι χώρες τους είχαν κατακτηθεί και οι ίδιοι είχαν υποδουλωθεί, αλλά δεν είχαν ποτέ ενσωματωθεί ως οργανικό μέρος της πολιτείας των κατακτητών. Δεν ήταν "αποστάται" οι Έλληνες, κατά τον συντάκτη των "Ελληνικών Χρονικών" του Μεσολογγίου, επειδή δεν είχαν υποταχθεί σε "νόμιμον αρχήν", και η Ελλάδα δεν είχε αποτελέσει "νόμιμον τμήμα της οθωμανικής επικρατείας". Η τουρκική κυριαρχία, σύμφωνα με άλλη εφημερίδα των επαναστατών, είχε τη μορφή στρατιωτικής κατοχής: οι Τούρκοι "εστρατοπέδευον" στις ελληνικές χώρες, δεν ήταν νόμιμοι κάτοχοι και κάτοικοι τους. Η Ελληνική Επανάσταση λοιπόν αποσκοπούσε στην αποκατάσταση της νομιμότητας». Θάνος Βερέμης - Γιάννης Κολιόπουλος, Ελλάς, η σύγχρονη συνέχεια. Από το 1821 μέχρι σήμερα, Καστανιώτης, Αθήνα 2006, σ. 53. |
ΚΕΦΑΛΑΙΟ Α'
|
Η ΕΥΡΩΠΗ ΚΑΙ Ο ΚΟΣΜΟΣ ΤΟΝ 19ο ΑΙΩΝΑ (1815-1871)
Ο Γεωργάκης Ολύμπιος και ο Ιωάννης Φαρμάκης έγραψαν τον επίλογο της ηρωικής, αλλά και τραγικής επανάστασης των Ελλήνων στις Ηγεμονίες: αποκλεισμένοι με τα παλικάρια τους στη Μονή Σέκου, ο μεν Ολύμπιος έβαλε φωτιά στην πυριτιδαποθήκη της μονής και παρέσυρε πολλούς Τούρκους μαζί του στον θάνατο, τον Σεπτέμβριο του 1821, ενώ ο Φαρμάκης συνελήφθη αιχμάλωτος μαχόμενος, στάλθηκε στην Κωνσταντινούπολη και αποκεφαλίστηκε. Η εδραίωση της επανάστασης. Η Φιλική Εταιρεία ωστόσο είχε προετοιμάσει το έδαφος για τη μεγάλη ανάφλεξη. Στα Καλάβρυτα, στις 21 Μαρτίου, ο Ασημάκης Φωτήλας και ο Ασημάκης Ζαΐμης, στο Αίγιο ο Ανδρέας Λόντος, στην Πάτρα ο Παλαιών Πατρών Γερμανός, στην Καλαμάτα ο Πετρόμπεης Μαυρομιχάλης, ο Παπαφλέσσας, ο Κολοκοτρώνης, ο Αναγνωσταράς (Αναγνώστης Παπαγεωργίου) και ο Νικηταράς (Νικήτας Σταματελόπουλος), στην Καρύταινα οι Δεληγιανναίοι και οι Πλαπουταίοι (Κολιόπουλοι), στην Κυπαρισσία ο Αμβρόσιος Φραντζής, στον Μυστρά ο Μητροπολίτης Βρεσθένης Θεοδώρητος και ο Παναγιώτης Γιατράκος, στο Αργός και στο Ναύπλιο ο Χαραλάμπης Περούκας ξεσήκωσαν την Πελοπόννησο. Ταυτόχρονα σχεδόν επαναστάτησε η ανατολική Στερεά: ο Πανουργιάς στην Άμφισσα (24 Μαρτίου), ο Γκούρας στο Γαλαξίδι, ο Δήμος Σκαλτσάς στο Λιδορίκι, ο Αθανάσιος Διάκος στη Λιβαδειά, ο I. Δυοβουνιώτης στη Μενδενίτσα κατέλαβαν τα κάστρα ή έκλεισαν τους Τούρκους σε αυτά. Ακολούθησαν τα νησιά του Αιγαίου, οι Σπέτσες, τα Ψαρά, η Ύδρα (υπό την ηγεσία του Αντ. Οικονόμου και του Δημ. Κριεζή), η Σάμος και η Άνδρος (υπό τον Θεόφιλο Καΐρη), το Πήλιο (με αρχηγούς τον Κυριάκο Μπασδέκη και τον λόγιο Άνθιμο Γαζή), τα Άγραφα, η Εύβοια, η Χαλκιδική (με αρχηγό τον Εμμανουήλ Παππά), η Κρήτη, η δυτική Στερεά (με αρχηγούς τον Δημήτριο Μακρή και τον Γ. Βαρνακιώτη), η Δυτ.Θεσσαλία (με τον Χρ. Χατζηπέτρο και τον Ν. Στουρνάρη), η Ήπειρος (με αρχηγούς τον Γώγο Μπακόλα και τον Ιωάννη Κωλέττη), η Νάουσα (με αρχηγό τον Λογοθέτη Ζαφειράκη) και ο Όλυμπος (με αρχηγούς τον Διαμαντή Νικολάου και τον μετέπειτα ιστοριογράφο του αγώνα Νικόλαο Κασομούλη). Η Φιλική Εταιρεία ήταν η φωνή του αιχμάλωτου έθνους, στην οποία ανταποκρίθηκε το πανελλήνιο. Από τις πρώτες αξιομνημόνευτες μάχες υπήρξαν η μάχη της Αλαμάνας και η μάχη της Γραβιάς στην ανατολική Στερεά Ελλάδα και η μάχη στο Βαλτέτσι στην Πελοπόννησο. Στην Αλαμάνα ο Αθανάσιος Διάκος με μικρή δύναμη αντιμετώπισε στις 23 Απριλίου 1821 ισχυρό στράτευμα 2.000 Τούρκων και Αλβανών, υπό δύο πασάδες, τον Ομέρ Βρυώνη και τον Κιοσέ Μεχμέτ, τους οποίους είχε στείλει από την Ήπειρο, διά της Θεσσαλίας και της Στερεάς προκειμένου να καταπνίξουν την επανάσταση στην Πελοπόννησο, ο αρχιστράτηγος των σουλτανικών στρατευμάτων που πολιορκούσαν στα Ιωάννινα τον αποστάτη Αλή πασά, Μεχμέτ Χουρσίτ πασάς. Ο Διάκος συνελήφθη πληγωμένος, όταν οι άνδρες του είχαν αποδεκατιστεί. Στη Λαμία, όπου μεταφέρθηκε, ο Διάκος εξέπληξε με το θάρρος του τον Ομέρ Βρυώνη, ο οποίος προσφέρθηκε να τον προσλάβει στην υπηρεσία του, για να λάβει, όπως λέγεται, την απάντηση: «Ούτε σε δουλεύω [υπηρετώ] πασά, ούτε σ' ωφελώ κι αν σε δουλεύσω». Αντιμετώπισε τον θάνατο διά ανασκολοπισμού με γενναιότητα και μεγαλοψυχία. Ο Οδυσσέας Ανδρούτσος αντέταξε σθεναρή άμυνα εναντίον του Ομέρ Βρυώνη, στις 8 Μαΐου 1821, όταν ο τελευταίος προσπάθησε να περάσει από τη στενωπό της οποίας δεσπόζει το περίφημο Χάνι της Γραβιάς. Ο Ανδρούτσος, παλαιός γνώριμος του Ομέρ Βρυώνη από την αυλή του Αλή πασά, απέρριψε πρότασή του να τον προσλάβει στην υπηρεσία του με δέλεαρ το αρματολίκι της Λιβαδειάς, κλείστηκε στο Χάνι με 120 άνδρες του και αντιστάθηκε με πείσμα, που προκάλεσε τον θαυμασμό των αντιπάλων του.
|
ΚΕΦΑΛΑΙΟ Α'
Με 6 μόνο νεκρούς συντρόφους και αφού είχαν σκοτώσει 300 περίπου επιτιθέμενους αντιπάλους, ο Ανδρούτσος και οι άνδρες του αποχώρησαν από το Χάνι νύχτα ανενόχλητοι. Στο Βαλτέτσι, στον δρόμο από την Τρίπολη προς τη Μεγαλόπολη και την Καλαμάτα, ο Θεόδωρος Κολοκοτρώνης και άλλοι Πελοποννήσιοι οπλαρχηγοί, όπως οι Μαυρομιχαλαίοι, ο Πλαπούτας και ο Γιατράκος, συγκέντρωσαν τους επαναστατημένους χωρικούς από τα πλησιόχωρα στρατόπεδα Βερβαίνων, Χρυσοβιτσίου και Πιάνας και ανάγκασαν στην περίφημη ομώνυμη μάχη (12-13 Μαΐου 1821) τον Τούρκο διοικητή ισχυρής δύναμης, τον Μουσταφά Μπέη, να υποχωρήσει στην Τρίπολη, αφού άφησε στο πεδίο της μάχης εκατοντάδες νεκρούς και τραυματίες. Ήταν η πρώτη μεγάλη νίκη των ελληνικών στρατευμάτων στην Πελοπόννησο, η οποία αναπτέρωσε το ηθικό των άπειρων ακόμα επαναστατών. Λίγους μήνες αργότερα, τον Σεπτέμβριο του ίδιου χρόνου, κυριεύτηκε από τους επαναστάστες η Τριπολιτσά, το διοικητικό και στρατιωτικό κέντρο των Τούρκων στην Πελοπόννησο. Οι πρώτες αντιδράσεις στην επανάσταση. Ο σουλτάνος έκρινε πως ο Πατριάρχης Γρηγόριος Ε' δεν ήταν ξένος προς την επανάσταση των Ελλήνων και ότι δε χρησιμοποίησε την εξουσία του να συγκρατήσει τους Έλληνες. Διέταξε τον απαγχονισμό του (Απρίλιος 1821) και επέτρεψε τη σφαγή πολλών επιφανών Ελλήνων της Κωνσταντινούπολης και άλλων κέντρων της αυτοκρατορίας. Η σκληρή και αναιτιολόγητη αντίδραση του σουλτάνου εναντίον της θεσμοθετημένης ηγεσίας του έθνους στερέωσε την ελληνική επανάσταση, αφενός επειδή έπεισε και όσους από τους σημαίνοντες Έλληνες δίσταζαν |
Η ΕΥΡΩΠΗ ΚΑΙ Ο ΚΟΣΜΟΣ ΤΟΝ 19ο ΑΙΩΝΑ (1815-1871)
να εξέλθουν από τη νομιμότητα και να στηρίξουν το εγχείρημα των Φιλικών, και αφετέρου επειδή προκάλεσε τη συμπάθεια του χριστιανικού κόσμου και την ανάπτυξη ισχυρού φιλελληνικού κινήματος, ενώ ανάγκασε και αυτές τις κυβερνήσεις των μεγάλων δυνάμεων να παραδεχθούν πως Έλληνες και Τούρκοι δεν ήταν εύκολο να συμβιώσουν στο εξής. Βέβαια, από την ανομολόγητη αυτή παραδοχή έως την παρέμβαση, το 1827, των μεγάλων δυνάμεων που έκρινε τελικά την έκβαση της ελληνικής επανάστασης (Ναυμαχία του Ναβαρίνου, Οκτώβριος 1827), χρειάστηκε να μεσολαβήσουν γεγονότα και εξελίξεις εν πολλοίς απρόβλεπτες. Η πρώτη, φυσικά, αντίδραση των μεγάλων δυνάμεων της Ευρώπης στην επανάσταση των Ελλήνων ήταν αρνητική, όπως ανέμεναν όλοι οι ψύχραιμοι παρατηρητές της εποχής, επειδή θεωρήθηκε ότι στρεφόταν εναντίον της ακεραιότητας της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας και της εν γένει νομιμότητας και σταθερότητας. Η επαναστατική ηγεσία των Ελλήνων έσπευσε να υποστηρίξει ότι ο αγώνας των Ελλήνων ήταν νόμιμη επανάσταση εναντίον παράνομου ηγεμόνα, ότι οι Έλληνες είχαν υποδουλωθεί διά της βίας, αλλά δεν είχαν συνομολογήσει συνθήκη ειρήνης με τον Οθωμανό ηγεμόνα και κυρίαρχο, ότι δεν ήταν «αποστάτες», επειδή δεν είχαν υποταχθεί σε νόμιμη εξουσία, και ότι η Ελλάδα δεν αποτελούσε νόμιμο τμήμα της οθωμανικής επικράτειας. Η ελληνική επανάσταση αποσκοπούσε στην αποκατάσταση της νομιμότητας, υποστήριξαν οι Έλληνες, επικαλούμενοι επιπλέον τις αρχές της εθνικής αυτοδιάθεσης και λαϊκής κυριαρχίας. Οι συντηρητικές και φιλελεύθερες αυτές θέσεις των Ελλήνων επαναστατών απευθύνονταν προς τις μεγάλες δυνάμεις της Ευρώπης οι πρώτες, προς τη φιλελεύθερη διανόηση της ηπείρου οι δεύτερες, εξέφραζαν δε διαφορετικές ιδεολογικές και πολιτικές τάσεις στους κόλπους των επαναστατών. Οι φιλελεύθεροι διανοούμενοι και πολλά στελέχη της Φιλικής Εταιρείας πρόβαλλαν τις φιλελεύθερες αρχές που είχαν προβληθεί από τους Αμερικανούς και τους Γάλλους επαναστάτες. Αντιθέτως, εκπρόσωποι των προκρίτων, των ιεραρχών και των καπετάνιων εξέφραζαν συντηρητικές απόψεις. Ως θεσμοθετημένοι ηγέτες και υπεύθυνοι για τη νομιμοφροσύνη των Ελλήνων υπηκόων του σουλτάνου, οι πρόκριτοι, οι ιεράρχες και Το κίνημα του φιλελληνισμού «Σύντομα το ελληνικό ζήτημα έγινε υπόθεση της Ευρώπης και γενικότερα της ανθρωπότητας και του πολιτισμού, υπόθεση που την υποστήριξαν ταυτόχρονα, κατά περίεργη αληθινά συγκυρία, όλα τα μεγάλα και ποικίλα πολιτιστικά και πολιτικά ιδεολογικά ρεύματα της εποχής, ο κλασικισμός, ο ρομαντισμός, ο φιλελευθερισμός, αλλά και ο χριστιανισμός, ο χριστιανικός κλήρος, έστω και αν αυτός ήταν φιλικά διακείμενος προς τους μοναρχικούς, τους εχθρούς των επαναστάσεων. [...] πολλοί φιλέλληνες αντίκρισαν την κάθοδό τους στην Ελλάδα σα λαμπρή ευκαιρία να καταπολεμήσουν με νέα σταυροφορία τον κοινό εχθρό του χριστιανισμού. Φαντάστηκαν τους εαυτούς των σα νέους σταυροφόρους. Επιγραμματικός είναι ο χαρακτηρισμός του φιλελληνισμού από τον Γερμανό ιστορικό Mendelssohn Bartholdy "ο φιλελληνισμός", γράφει, "είχε γίνει μια δύναμη. Ισοπέδωσε τις μέγιστες πολιτικές αντιθέσεις και ένωσε τα εχθρικά πολιτικά κόμματα σ' έναν κοινό ενθουσιασμό. Επέδρασε, όπως συνήθως ενεργούν μόνο τα θρησκευτικά κινήματα: γκρέμισε τους μεσότοιχους των κοινωνικών τάξεων και των εθνικών συνειδήσεων. Με τους αριστοκράτες πήγαν οι πληβείοι χέρι με χέρι, αρμονικά, ως προς αυτό το ζήτημα, με τους ριζοσπάστες οι συντηρητικοί, με τη γερμανική νεολαία και τους Γερμανούς σοφούς οι Γάλλοι νομιμόφρονες, όπως ο Chateaubriand, ο Richelieu και ο Villele [...]". Ο φιλελληνικός αυτός πυρετός ήταν γενικός, έγινε "θρησκεία της νεότητας και των γερατειών", κατά την έκφραση του ίδιου Γερμανού ιστορικού. "Ελληνομανία" την ονομάζει η αυστριακή κατασκοπεία και τους φιλέλληνες "ελληνομανείς", επισημαίνοντας ιδίως τη φιλελληνική κίνηση του Αμβούργου. |
ΚΕΦΑΛΑΙΟ Α'
Ο ιστορικός που έχει υπόψη του την ολοκληρωτική αυτή σχεδόν συμπαράσταση των λαών της Ευρώπης στην Ελληνική Επανάσταση, καθώς και τα ποικίλα και πολυάριθμα γραπτά των φιλελλήνων, δεν μπορεί ν' αρνηθεί ότι πίσω απ' όλα τα αίτια που τους κινούν ακούεται σαν μέσα από το νεφέλωμα η φωνή, η κραυγή της Ευρώπης, η νεογεννώμενη ιδέα της ευρωπαϊκής κοινότητας, ενότητας και αλληλεγγύης, που γίνεται πια πραγματικότητα στη σύγχρονή μας εποχή. Άλλωστε ξεκάθαρα διατυπώνει τη σκέψη του αυτή ο Gorres ότι η Ευρώπη είναι υποχρεωμένη να βοηθήσει τους Έλληνες και αυτό ανταποκρίνεται σε μια αλληλεγγύη που υπάρχει μεταξύ των μελών της "ευρωπαϊκής φυλής"». Απόστολος Ε. Βακαλόπουλος, Νέα Ελληνική Ιστορία, 1204-1985, Βάνιας, Θεσσαλονίκη 19872, σ. 170-172. Η κλασική έκφραση του φιλελληνισμού «Είμαστε όλοι Έλληνες. Οι νόμοι μας, η λογοτεχνία μας, η θρησκεία μας, η τέχνη μας έχουν τις ρίζες τους στην Ελλάδα [...]. Ο σημερινός Έλληνας είναι απόγονος αυτών των λαμπρών πλασμάτων, που η φαντασία σχεδόν αρνείται να θεωρήσει απλούς ανθρώπους, και έχει κληρονομήσει πολλά από την ευαισθησία τους, την ταχύτητα της αντίληψής τους, τον ενθουσιασμό και το θάρρος τους» Πέρσυ Σέλεϋ, «Ελλάς» (1822), στο M.J. Cohen and John Major, History in Quotations, Cassell, London 2004, σ. 547. οι καπετάνιοι εύλογα υπολόγιζαν το κόστος μιας αποτυχημένης επανάστασης, όπως εκείνη του 1770 στην Πελοπόννησο (τα λεγόμενα Ορλοφικά), έκριναν δε ότι ήταν απαραίτητη η προβολή της επανάστασης ως εξέγερσης συνετών νοικοκυραίων, όχι ριζοσπαστών που στρέφονταν κατά των νόμιμων ηγεμόνων τους. Η εξέλιξη της Επανάστασης. Από την Πελοπόννησο είχαν αποσυρθεί ισχυρές τουρκικές στρατιωτικές δυνάμεις, που μεταφέρθηκαν στην Ήπειρο εναντίον του Αλή πασά των Ιωαννίνων, ο οποίος είχε επαναστατήσει εναντίον του σουλτάνου την άνοιξη του 1820. Η αποστασία του Αλή πασά αφενός προσέλκυσε την προσοχή της οθωμανικής κυβέρνησης και αφετέρου αποδέσμευσε τους αρματολούς της Στερεάς Ελλάδος, της Θεσσαλίας και της Ηπείρου. Αποδεσμεύτηκαν επίσης την ίδια εποχή οι κλέφτες και οι αρματολοί που υπηρετούσαν έως τότε σε μονάδες ατάκτων τις οποίες διατηρούσαν οι Άγγλοι στα Επτάνησα και τις οποίες διέλυσαν. Το διαθέσιμο αυτό εμπειροπόλεμο στρατιωτικό στοιχείο εντάχθηκε στα ελληνικά επαναστατικά στρατεύματα. Η απόσταση από το κέντρο της εξουσίας και της στρατιωτικής ισχύος, καθώς και η εθνική ομοιογένεια συνέβαλαν στην επικράτηση των επαναστατών στη νότια Ελλάδα. Αντιθέτως, η εγγύτητα της βόρειας Ελλάδας στην πρωτεύουσα της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας συνέβαλε στην αιματηρή καταστολή της επανάστασης εκεί. Την επανάσταση στη νότια Ελλάδα στερέωσαν οι πρώτες μεγάλες στρατιωτικές επιτυχίες των ελληνικών επαναστατικών στρατευμάτων, ιδίως στην Πελοπόννησο. Κορυφαία στιγμή της επανάστασης υπήρξε η ολοσχερής καταστροφή της μεγάλης στρατιάς του Μαχμούτ πασά Δράμαλη στα Δερβενάκια (26-28 Ιουλίου 1822) από τις ελληνικές δυνάμεις υπό την ηγεσία του Θ. Κολοκοτρώνη. |
Η ΕΥΡΩΠΗ ΚΑΙ Ο ΚΟΣΜΟΣ ΤΟΝ 19ο ΑΙΩΝΑ (1815-1871)
Την επανάσταση στερέωσαν και οι καταστροφές που προκάλεσαν οι Τούρκοι, στην προσπάθειά τους να κάμψουν το ηθικό των Ελλήνων επαναστατών. Μια τέτοια καταστροφή πρωτοφανούς αγριότητας υπήρξε η καταστροφή της Χίου, τον Απρίλιο του 1822, και η ανηλεής σφαγή των κατοίκων της. Με αφορμή άκαιρο κίνημα Σαμίων επαναστατών με αρχηγό τον Λυκούργο Λογοθέτη, που αποβιβάστηκαν στη Χίο και κατάργησαν τις οθωμανικές αρχές, ισχυρός στόλος των Τούρκων, με διοικητή τον Καρά Αλή, αποβίβασε πολυάριθμα στρατεύματα που επιδόθηκαν στη σφαγή των κατοίκων του άτυχου νησιού. Από τους 100.000 κατοίκους περί τους 30.000 σφαγιάστηκαν ή αιχμαλωτίστηκαν, ενώ οι υπόλοιποι διέφυγαν με ψαριανά πλοία πρόσφυγες σε διάφορα άλλα νησιά και στην επαναστατημένη νότια Ελλάδα. Το πλούσιο νησί παραδόθηκε στις φλόγες από τους Τούρκους, η αγριότητα των οποίων προξένησε αλγεινή εντύπωση σε όλο τον πολιτισμένο κόσμο της εποχής. Η σφαγή της Χίου ξεσήκωσε κύμα φιλελληνισμού σε όλο τον κόσμο. Την καταστροφή της Χίου εκδικήθηκαν οι Ψαριανοί πυρπολητές του ελληνικού πολεμικού στόλου, τον Ιούνιο του 1822. Παρά την έλλειψη πόρων και την ασυμφωνία που κατέτρυχε τον ελληνικό στόλο, η μεγάλη πείρα στη θάλασσα, η τόλμη και η γενναιότητα των Ελλήνων πλοιάρχων και ναυτών έδωσαν τη δυνατότητα στους Έλληνες να κερδίσουν σημαντικές αναμετρήσεις στο Αιγαίο. Κορυφαία τέτοια επιτυχία υπήρξε η πυρπόληση, στις 6-7 Ιουνίου, Η μάχη στα Δερβενάκια, ένας θρίαμβος της τακτικής του κλεφτοπόλεμου και της στρατηγικής του Θεόδωρου Κολοκοτρώνη «Η αιφνίδια γενική επίθεσις εξέπληξε τους Τούρκους. Ιδόντες ότι εκ των θάμνων, βράχων και ρευμάτων ανεπήδων πολεμισταί, εκπέμποντες πυρ και σφαίρας φονικός, απώλεσαν το θάρρος των και έφευγον αγεληδόν. Πολλοί μάλιστα εξ αυτών, χάριν σωτηρίας των, εγκατέλιπον τους ίππους, τας αποσκευάς των και τα υπό την επιμέλειαν αυτών φορτηγά ζώα. Και πάντες ετράπησαν περίφοβοι και μετά γοερών κραυγών προς το στενόν του Αγίου Σώστη, όπως σωθώσι δι' αυτού [...]. Εν τούτοις η δύναμις των εν τω Αγίω Σώστη Ελλήνων ήτο πολύ ολίγη και το πυρ αυτής φύσει ανεπαρκές, όπως εμπόδιση την δίοδον εις χιλιάδας εχθρών. Ο τουρκικός στρατός, απειροπληθής ων, δεν ωπισθσχώρει, αλλ' επί αιμάτων και πτωμάτων των αποτελούντων αυτόν ανδρών εξηκολούθει να διευθύνηται προς το στενόν, ως μυρμηκιά. Και η μάχη εξηκολούθει ούτω [...]. Τύχη όμως αγαθή, κατά την κρισιμωτάτην ώραν, επεφάνησαν ο Νικηταράς, ο Παπαφλέσσας και ο Υψηλάντης [...] μετά των υπ' αυτούς 750 ανδρών [...]». Δημητρίου Κ. Βαρδουνιώτου, Η καταστροφή του Δράμαλη, εν Τριπόλει 1913, σ. 144-145.
|
ΚΕΦΑΛΑΙΟ Α'
Η μάχη στο Διρό της Μάνης (Ιούνιος 1826) • «[...] ο εχθρός αφού έκαμε την απόβασίν του εις Δηρό, αιφνιδίως ηπαρρησιάσθη εις τα πέριξ χωρία [...] οι εντόπιοι όντες ανέτοιμοι κατά πρώτον εκυριεύθησαν από πανικόν φόβον, αλλ' επομένως ενθαρρυνθέντες έτρεξαν γέροντες, νέοι και γυναίκες, έως 700 τον αριθμόν (διότι οι πλείστοι αυτών ήσαν εις την θέσιν του Αλμυρού) και, αφού τους επολέμησαν έως δύο ώρας, τους έβαλαν εις αταξίαν και τους έφεραν κυνηγώντας έως το παραθαλάσσιον» • «[...] ο μεν (επεχείρει) κολυμβών διά να διασωθή, ο δε διά να εμβαρκαρισθή εις τα λαντζόνια, αλλ' οι Σπαρτιάται, φοβούμενοι μήπως φύγη από τας χείρας των μία τοιαύτη λεία, ώρμησαν εκ τρίτου αποφασιστικώς, άλλους δε έπιασαν ζωντανούς και άλλους εσκότωσαν με τα ντουφέκια των, πλέοντες διά να σωθούν. Το δε παραδοξότερον είναι όπου μία ηρώισσα γυναίκα Σπαρτιάτισσα, πηδήσασα εις την θάλασσαν, άρπαξεν έναν Αλβανόν κολυμβώντα διά να διασωθή, από τον οποίον εζητούσεν ικανοποίηση διά τους καρπούς της τους οποίους της έκαυσαν [...]» Αποσπάσματα από δύο ανακοινωθέντα των καπετάνιων της Μάνης. |
Η ΕΥΡΩΠΗ ΚΑΙ Ο ΚΟΣΜΟΣ ΤΟΝ 19ο ΑΙΩΝΑ (1815-1871)
στα στενά του Τσεσμέ, απέναντι από τη Χίο, της ναυαρχίδας του οθωμανικού στόλου και 200 ναυτών, καθώς και του ίδιου του Καρά Αλή. Ο Ψαριανός πυρπολητής Κωνσταντίνος Κανάρης, ο οποίος πραγματοποίησε το παράτολμο εγχείρημα, δίκαια κέρδισε την ευγνωμοσύνη και τις καρδιές του πανελληνίου. Η φήμη του έφτασε σε όλο τον κόσμο, που παρακολουθούσε έκπληκτος τα κατορθώματα των Ελλήνων. Ο Κανάρης κατάφερε νέο πλήγμα εναντίον των Τούρκων, τον Οκτώβριο του ίδιου έτους, όταν πυρπόλησε μεγάλο ιστιοφόρο του τουρκικού στόλου στα ανοιχτά της Τενέδου. Στην ξηρά αξιομνημόνευτη αναμέτρηση υπήρξε το παράτολμο εγχείρημα του Σουλιώτη ήρωα Μάρκου Μπότσαρη, τον Αύγουστο του 1823. Εν μέσω διαφωνιών και ερίδων στο Μεσολόγγι, το οποίο απειλούσαν δύο στρατιές Αλβανών, αυτή του Ομέρ Βρυώνη και η δεύτερη με επικεφαλής τον Μουσταφά πασά, ο Μάρκος Μπότσαρης έφυγε από την πόλη με 1.250 άνδρες, εκ των οποίων 450 περίπου Σουλιώτες, και έσπευσε να συναντήσει τον στρατό του Μουσταφά. Τα ξημερώματα της 8ης προς την 9η Αυγούστου ο Μάρκος και οι Σουλιώτες του όρμησαν μέσα στο στρατόπεδο του Μουσταφά, στη θέση Κεφαλόβρυσο, κοντά στο Καρπενήσι, και προκάλεσαν μεγάλη φθορά και σύγχυση, επειδή η ενδυμασία των Σουλιωτών ήταν παραπλήσια αυτής των στρατιωτών του Αλβανού πασά. Κατά τη διάρκεια της εφόδου των Σουλιωτών εχθρικό βόλι έπληξε τον Μάρκο Μπότσαρη, ο θάνατος του οποίου διαδόθηκε σαν αστραπή στο πανελλήνιο και στην Ευρώπη. Τον Μάρκο θρήνησαν όλοι οι Έλληνες και αυτοί ακόμη οι αντίπαλοί του, που αναγνώρισαν στο πρόσωπο του τον κατ' εξοχήν ήρωα της εποχής. Το 1824 κλήθηκε από τον σουλτάνο, για να βοηθήσει τους Τούρκους, ο αιγυπτιακός στρατός, ο οποίος με επικεφαλής τον Ιμπράημ πασά κατέκαψε την Κάσο και τα Ψαρά και προκάλεσε καταστροφές στην Κρήτη. Το 1825 ο Ιμπραήμ αποβιβάστηκε στην Πελοπόννησο και κυριολεκτικά την ερήμωσε. Το 1826 οι δυνάμεις του Ιμπραήμ ενώθηκαν με εκείνες του Μαχμούτ Ρεσίτ πασά Κιουταχή, που πολιορκούσε το Μεσολόγγι. Εκεί, στο Μεσολόγγι, στην πόλη που είχε δεχτεί τον μεγάλο Άγγλο φιλέλληνα Λόρδο Μπάυρον και είχε θρηνήσει τον θάνατο του, είχαν στραμμένη την προσοχή τους το πανελλήνιο και όλη η συμπαθούσα Ευρώπη. Τον Απρίλιο του 1826 οι Ελεύθεροι Πολιορκημένοι του εθνικού ποιητή Διονυσίου Σολωμού πραγματοποίησαν ηρωική έξοδο, στην οποία χάθηκαν αμέτρητοι πολεμιστές, αλλά και γυναικόπαιδα. Η έξοδος του Μεσολογγίου (10/11 Απριλίου 1826) σήμανε και την αναζωπύρωση της φλόγας της επανάστασης. Σημαντική επιτυχία της επανάστασης υπήρξε και η νίκη του Γεωργίου Καραϊσκάκη στην Αράχοβα, στην ομώνυμη μάχη (24 Νοεμβρίου 1826), στην οποία με τους Ρουμελιώτες, Σουλιώτες, Θεσσαλούς, Μακεδόνες και Μωραίτες πολεμιστές του ο Καραϊσκάκης κατέστρεψε ολοσχερώς ισχυρό στράτευμα Αλβανών με επικεφαλής τον Μουστάμπεη. Η πολιτική συγκρότηση των Ελλήνων. Στην Πελοπόννησο κυρίως, καθώς και στη Στερεά Ελλάδα και στα νησιά του Αιγαίου, είχαν σχηματιστεί «εφορίες», «σύγκλητοι», «καγκελαρίες» και «διευθυντήρια», τοπικά επαναστατικά συμβούλια δηλαδή, υπό τον άμεσο έλεγχο των τοπικών αρχόντων, των παλαιών προεστών ή καπετάνιων. Από τα συμβούλια αυτά προήλθαν οι αντιπρόσωποι στις τρεις πρώτες τοπικές γερουσίες, στην «Πελοποννησιακή Γερουσία», τον «Άρειο Πάγο» της Ανατολικής Στερεάς Ελλάδας και τη «Γερουσία της Δυτικής Χέρσου Ελλάδος».
|
ΚΕΦΑΛΑΙΟ Α'
Απόσπασμα από τη Διακήρυξη της Επιδαύρου (1821) «Μετά μακράν δουλείαν ηναγκάσθημεν τέλος πάντων να λάβωμεν τα όπλα εις χείρας και να εκδικήσωμεν εαυτούς, και την Πατρίδα ημών, από μίαν τοιαύτην φρικτήν και ως προς την αρχήν αυτής άδικον τυραννίαν, ήτις ουδεμίαν άλλην είχεν ομοίαν, ή καν δυναμένην οπωσούν μετ' αυτής να παραβληθή δυναστείαν. Ο κατά των Τούρκων πόλεμος ημών, μακράν του να στηρίζεται εις αρχάς τινός δημαγωγικός και στασιώδεις, ή ιδιωφελείς μέρους τινός του σύμπαντος Ελληνικού Έθνους σκοπούς, είναι πόλεμος εθνικός, πόλεμος Ιερός, πόλεμος του οποίου η μόνη αιτία είναι η ανάκτησις των δικαίων της προσωπικής ημών ελευθερίας, της ιδιοκτησίας και της τιμής, τα οποία, ενώ την σήμερον όλοι οι ευνομούμενοι και γειτονικοί λαοί της Ευρώπης τα χαίρουσιν, από ημάς μόνον η σκληρά και απαραδειγμάτιστος των Οθωμανών τυραννία επροσπάθησε με βίαν ν' αφαίρεση και εντός του στήθους ημών να τα πνίξη [...]». Πηγή: Βουλή των Ελλήνων, 180 χρόνια από την Ελληνική Επανάσταση, Αθήνα 2001. Οι αντιπρόσωποι σε αυτές τις γερουσίες ήταν οι ίδιοι άρχοντες που είχαν σχηματίσει τα τοπικά συμβούλια, αυτοί δε οι άρχοντες εν συνεχεία υπήρξαν και οι αντιπρόσωποι στην Α' Εθνοσυνέλευση, καθώς και στις συνελεύσεις που ακολούθησαν. Με την απαλλαγή λοιπόν από τους εκπροσώπους της οθωμανικής διοίκησης, υπήρξε ανάληψη της εξουσίας και της διοίκησης από τους άρχοντες εκείνους, είτε πολιτικούς είτε στρατιωτικούς, οι οποίοι ασκούσαν και στο παρελθόν εξουσία ως εντολοδόχοι της οθωμανικής κυβέρνησης. Παρατηρήθηκε, με άλλα λόγια, συνέχεια της προεπαναστατικής ελληνικής εξουσίας. Αυτή η συνέχεια ήταν μάλλον αναπόδραστη, για τον λόγο κυρίως ότι οι τοπικοί άρχοντες διέθεταν μεγάλη επιρροή και πλούτη, σε σύγκριση με τους νεήλυδες από την ελληνική Διασπορά, που έσπευσαν στην επαναστατημένη χώρα, με στόχο την απαλλαγή του τόπου όχι μόνο από την οθωμανική εξουσία, αλλά και από πολλούς Έλληνες άρχοντες που ασκούσαν εξουσία ως όργανα της οθωμανικής κυριαρχίας. Αυτοί οι φιλελεύθεροι νεήλυδες, έργο των οποίων υπήρξαν τα φιλελεύθερα συντάγματα του Αγώνα, μικρή συμμετοχή είχαν στον έλεγχο και την άσκηση της εξουσίας. Προέκυψε τότε οξεία διαμάχη ανάμεσα στον Δημήτριο Υψηλάντη, αδελφό του Αλέξανδρου και πληρεξούσιο του στην επαναστατημένη Ελλάδα, και πολλούς Φιλικούς από το ένα μέρος και στους προκρίτους της Πελοποννήσου από το άλλο. Ο Υψηλάντης και οι περί αυτόν Φιλικοί, καθώς και οι στρατιωτικοί της περιοχής, με αρχηγό τον Κολοκοτρώνη, αμφισβητούσαν την εξουσία των προκρίτων και προσπαθούσαν να την περιορίσουν, υποστηρίζοντας την έμμεση εκλογή αντιπροσώπων από εκλεκτορικό σώμα των «εγκριτωτέρων» κάθε επαρχίας. Οι πρόκριτοι, αντιθέτως, υποστήριζαν πως οι αντιπρόσωποι στην εξουσία έπρεπε να εκλέγονται απευθείας από τον λαό, επειδή οι ίδιοι επηρέαζαν και ήλεγχαν τον λαό. Ο Υψηλάντης, οι Φιλικοί και οι «Πολεμικοί» της Πελοποννήσου επιδίωκαν να συγκεντρώσουν την εξουσία στα χέρια τους, ενώ οι πρόκριτοι προσπαθούσαν με κάθε τρόπο να την διατηρήσουν, επικαλούμενοι τη δημοκρατική αρχή της ανάδειξης των αρχόντων διά της ψήφου του λαού. Οι πρώτοι ήταν γνωστοί ως «ολιγαρχικοί», οι δεύτεροι ως «δημοκρατικοί»! Φυσικά, οι όροι αυτοί δεν ανταποκρίνονταν στις αντίστοιχες επιδιώξεις των δύο παρατάξεων. Στο τέλος του 1821 συγκλήθηκε Εθνοσυνέλευση στην Επίδαυρο και ψηφίστηκε, τον Ιανουάριο του επόμενου έτους, το πρώτο δημοκρατικό σύνταγμα της χώρας. Οι επαναστάτες ανέδειξαν τους αιρετούς τους άρχοντες, καθιερώνοντας έκτοτε την αρχή ότι η μόνη νόμιμη εξουσία είναι η αιρετή από τον λαό και επιβεβαιώνοντας την αρχή της λαϊκής κυριαρχίας. Αυτές οι αρχές που καθιερώθηκαν, από την αρχή ακόμη του αγώνα για την ελευθερία, αποτέλεσαν τη φιλελεύθερη κληρονομιά της επανάστασης στο ελληνικό κράτος που προήλθε από αυτήν. Η διεθνής κατάσταση ωστόσο και η ισχύς των ηγετικών ομάδων των Ελλήνων, οι οποίες είχαν αναπτυχθεί κατά τη διάρκεια της αιχμαλωσίας του έθνους και στο πλαίσιο της εξουσίας του ξένου κυριάρχου, ενίσχυσαν τις συντηρητικές τάσεις στη διαμόρφωση της πολιτείας. Χωρίς τις φιλελεύθερες αρχές, η επανάσταση θα οδηγούσε ίσως στην ίδρυση μιας διάδοχης ηγεμονίας χωρίς την προοπτική ανάπτυξης των κοινοβουλευτικών και συνταγματικών θεσμών. Χωρίς τη συμβολή των συντηρητικών δυνάμεων του τόπου, ίσως αποδεικνυόταν ανέφικτη η ανεξαρτησία, αφού οι δυνάμεις αυτές ενέταξαν το υπό σύσταση εθνικό κράτος των Ελλήνων στο σύστημα ασφαλείας της εποχής, το οποίο ήλεγχαν οι μεγάλες δυνάμεις της παλινόρθωσης στην Ευρώπη. |
Η ΕΥΡΩΠΗ ΚΑΙ Ο ΚΟΣΜΟΣ ΤΟΝ 19ο ΑΙΩΝΑ (1815-1871)
Η επικράτηση της Επανάστασης στη νότια Ελλάδα διευκόλυνε τη λύση του «Ελληνικού Ζητήματος», επειδή η δημιουργία μικρού σε έκταση ελληνικού κράτους δεν προκαλούσε σοβαρό ακρωτηριασμό της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Δημιουργήθηκαν ωστόσο οι προϋποθέσεις για να αναπτυχθεί η Μεγάλη Ιδέα*, δηλαδή η εθνική πολιτική που αποσκοπούσε στην απελευθέρωση των ιστορικών ελληνικών χωρών και των τόπων γενικά όπου κατοικούσαν Έλληνες, οι οποίοι στο εξής ονομάστηκαν από την ελεύθερη ελληνική εστία αλύτρωτοι Έλληνες. Εν προκειμένω χρειάζεται να τονιστεί ότι με τη γενική εξέγερση στη νοτιοανατολική Ευρώπη η Φιλική Εταιρεία -όπως και ο πρωτομάρτυρας του έθνους Ρήγας Βελεστινλής στα τέλη του 18ου αιώνα- δεν αποσκοπούσε στην ίδρυση «Βαλκανικής Ομοσπονδίας» όλων των λαών της περιοχής, όπως εσφαλμένα υποστηρίζεται από ορισμένους. Μολονότι ο Αλέξανδρος Υψηλάντης κάλεσε στις επαναστατικές του προκηρύξεις όλους τους χριστιανούς της ευρύτερης περιοχής να εξεγερθούν εναντίον της οθωμανικής κυριαρχίας και μολονότι μέλη της Φιλικής Εταιρείας υπήρξαν και ορισμένοι Σέρβοι, Μαυροβούνιοι, Βούλγαροι, Μολδαβοί και Βλάχοι (της Βλαχίας), στόχος ήταν η ίδρυση ελεύθερης ελληνικής πολιτείας, στην οποία θα συμμετείχαν και όλοι οι άλλοι ετερόγλωσσοι χριστιανοί ως Έλληνες πολίτες. Εξαρχής λοιπόν οι πραγματικότητες της νότιας Ελλάδας διευκόλυναν την ίδρυση ανεξάρτητου και ομοιογενούς εθνικού κράτους των Ελλήνων. Οι πολιτικές και κοινωνικές πραγματικότητες της ίδιας περιοχής συνέβαλαν επίσης στη διαμόρφωση του πολιτεύματος που εν τέλει επικράτησε. Η συγκρότηση πυρήνων επαναστατικής εξουσίας, ευθύς μετά την εκδήλωση των κατά τόπους επαναστατικών πράξεων, ακολούθησε υφιστάμενους πυρήνες εξουσίας των Ελλήνων, τους πυρήνες εξουσίας των προεστών, με πρωταρχικούς στόχους τον σχηματισμό και εξοπλισμό επαναστατικών ομάδων και τη συλλογή πόρων για την αποτελεσματική διεξαγωγή του πολέμου κατά των οθωμανικών στρατευμάτων. Η συνταγματική και αντιπροσωπευτική πολιτεία, όπως διατυπώθηκε επίσημα στο «Προσωρινόν Πολίτευμα της Ελλάδος» (1822), αποτελούσε διακήρυξη και υπόσχεση μάλλον παρά πραγματικότητα. Οι διαμάχες για τον έλεγχο της εξουσίας προκάλεσαν βίαιες εμφύλιες συγκρούσεις που είχαν δυσμενή αντίκτυπο στη διεξαγωγή του πολέμου. Οι εμφύλιες συγκρούσεις, και η συστηματική καταστροφή της Πελοποννήσου από τα αιγυπτιακά στρατεύματα του Ιμπραήμ πασά, το 1825, προκάλεσαν επίμονες εκκλήσεις από πολλές πλευρές, προκειμένου να σπεύσουν οι χριστιανικές δυνάμεις της Ευρώπης να βοηθήσουν τους Έλληνες επαναστάτες. Οι προσδοκίες των Ελλήνων για στήριξη του Αγώνα τους από τις μεγάλες δυνάμεις συντέλεσαν στη δημιουργία των πρώτων ελληνικών κομμάτων («γαλλικό», «αγγλικό», «ρωσικό»). Παράλληλα, η αγγλική κυβέρνηση ενθάρρυνε τραπεζικούς κύκλους, ώστε να χορηγήσουν δάνεια στις ελληνικές επαναστατικές κυβερνήσεις. Η έκβαση της Επανάστασης. Η νέα χώρα της Ευρώπης δεν ήταν εύκολο να αποκτήσει, εν όψει της πολιτικής κατάστασης του τόπου και της διεθνούς συγκυρίας, πολίτευμα δημοκρατικό. Η Ελλάδα της εποχής απέκτησε πολίτευμα που ήταν εφικτό με τα τότε δεδομένα. Εφικτή ήταν και η λύση που εξασφαλίστηκε στο ζήτημα της ανεξαρτησίας και της εδαφικής έκτασης της νέας χώρας (Πρωτόκολλο Ανεξαρτησίας, 22 Ιανουαρίου/3 Φεβρουαρίου 1830). Η Ελλάδα υπήχθη σε καθεστώς εγγύησης της εδαφικής της ακεραιότητας, της εθνικής της ανεξαρτησίας και του μοναρχικού πολιτεύματος με το οποίο προικοδοτήθηκε από τις τρεις μεγάλες δυνάμεις της Ευρώπης με τα μεγαλύτερα συμφέροντα στην Εγγύς Ανατολή, τη Βρετανία, τη Γαλλία και τη Ρωσία. |
ΚΕΦΑΛΑΙΟ Α'
Ιωάννης Καποδίστριας Ο Ιωάννης Καποδίστριας (1776-1831) καταγόταν από αριστοκρατική οικογένεια της Κέρκυρας και σπούδασε στην Ιταλία. Από το 1800 έως το 1807 υπήρξε μέλος της κυβέρνησης της Ιονικής Πολιτείας. Από το 1809 έως το 1822 υπηρέτησε στο Υπουργείο Εξωτερικών του τσάρου, χωρίς να παύσει να είναι αφοσιωμένος στην Ελλάδα. Το 1822 όμως αποποιήθηκε τα υψηλά του καθήκοντα, όταν η ρωσική διπλωματία αποστασιοποιήθηκε από το ελληνικό ζήτημα, και ιδιώτευσε στην Ελβετία. Στις 3 Μαρτίου 1827 εξελέγη από την Γ' Εθνοσυνέλευση της Τροιζήνας κυβερνήτης της Ελλάδας με επταετή θητεία. Στις 6 Ιανουαρίου 1828 αποβιβάστηκε στο Ναύπλιο και επιδόθηκε στην προσπάθεια δημιουργίας ευνομούμενου κράτους. Ωστόσο, η οργάνωση του κράτους, στην κατάσταση που βρισκόταν τότε, δύσκολα θα μπορούσε να επιτευχθεί χωρίς κάποια μορφή συγκεντρωτισμού. Τα αυστηρά μέτρα που έλαβε δυσαρέστησαν όχι μόνο τους προοδευτικούς αλλά και όσους είχαν ως τότε προνόμια όπως π. χ. οι πρόκριτοι. Συνέπεια της αντιπαράθεσής του με τους πολιτικούς του αντιπάλους ήταν η δολοφονία του την 27η Σεπτεμβρίου 1831. Στην εξωτερική πολιτική ο Καποδίστριας αγωνίστηκε με επιτυχία για την εξασφάλιση της ανεξαρτησίας της χώρας και για τη διεύρυνση των γεωγραφικών της συνόρων. Η συμβολή του I. Καποδίστρια στη δημιουργία και την οργάνωση του ελληνικού κράτους υπήρξε ανεκτίμητη. Το καθεστώς αυτό της εγγύησης ισοδυναμούσε με ψιλή εποπτεία της χώρας και του μέλλοντος της από τις τρεις μεγάλες δυνάμεις και επέτρεπε παρεμβάσεις τους στην άσκηση της εθνικής της πολιτικής. Η Ελλάδα περιορίστηκε από τις διεθνείς πράξεις που καθόρισαν την ίδρυσή της, το 1830 και το 1832, στη νότια ελληνική χερσόνησο, περιλάμβανε δε τη Στερεά Ελλάδα, την Πελοπόννησο και τις Κυκλάδες. Έμειναν εκτός του ελληνικού κράτους η Κρήτη, τα αγγλοκρατούμενα Επτάνησα, τα νησιά του βόρειου και ανατολικού Αιγαίου, τα Δωδεκάνησα και οι βορείως των χερσαίων ελληνικών συνόρων ιστορικές ελληνικές χώρες, η Θεσσαλία, η Ήπειρος, η Μακεδονία και η Θράκη. Έμειναν επίσης εκτός ελληνικού κράτους και οι ακμαίες ελληνικές κοινότητες στις υπόλοιπες ευρωπαϊκές και ασιατικές κτήσεις του Οθωμανού σουλτάνου. Η μικρή Ελλάδα της εποχής ήταν ο «αρραβώνας» του «περιούσιου λαού» με τον Κύριό του για τη μέλλουσα ολοκλήρωση της απελευθέρωσης όλων των Ελλήνων, σύμφωνα με μεταγενέστερη ευσεβή εθνική ευχή. Το πολίτευμα των Ελλήνων διαμόρφωσαν εν τέλει οι «φυσικοί ηγέτες» του τόπου, οι πρόκριτοι, οι αρχιερείς και οι καπετάνιοι, με τη συνδρομή των «προκομμένων» του έθνους, των λογίων. Αυτοί ήταν τότε οι «πολιτικώς ενήλικες» και αυτοί ήλεγχαν την επαναστατική εξουσία, αυτοί στήριξαν την επανάσταση, χωρίς δε τη στήριξή τους μπορεί να θεωρηθεί βέβαιο ότι η επανάσταση θα είχε καταρρεύσει. Ήταν το «παλαιόν σύστημα» των προεστών και των αρχιερέων. Συγκεντρωτικό και πατερναλιστικό, δυνάμει αντιπροσωπευτικό, ήταν το «σύστημα» που παρέλαβε ο Ιωάννης Καποδίστριας, όταν έφθασε στην Ελλάδα το 1828, ύστερα από πρόσκληση της Γ Εθνοσυνέλευσης και τη συναίνεση των μεγάλων δυνάμεων της Ευρώπης. Ο Καποδίστριας στο μικρό διάστημα της διακυβέρνησής του (δολοφονήθηκε στο Ναύπλιο το 1831) έθεσε τις βάσεις της οικονομίας, της δημόσιας διοίκησης και δικαιοσύνης, του στρατού και της εκπαίδευσης. Προϊόν των καιρών και των πολιτικών συνθηκών που επικρατούσαν ήταν και η προικοδότηση της Ελλάδας με μοναρχικό πολίτευμα το 1832. Δεν ήταν το πολίτευμα αυτό αντίθετο προς την εκπεφρασμένη διά των αντιπροσώπων του βούληση του ελληνικού λαού αντίθετη προς αυτή τη βούληση ήταν η απουσία Συντάγματος. Ο πρώτος ηγεμόνας των Ελλήνων, ο Όθων, γιος του φιλέλληνα βασιλιά της Βαυαρίας Λουδοβίκου των |
Η ΕΥΡΩΠΗ ΚΑΙ Ο ΚΟΣΜΟΣ ΤΟΝ 19ο ΑΙΩΝΑ (1815-1871)
Βιτελσβάχων, έγινε δεκτός στην καθημαγμένη από τον πόλεμο Ελλάδα, σύμφωνα με όλες τις διαθέσιμες μαρτυρίες, ως μεσσίας, με ανακούφιση και ενθουσιασμό. Η ευτυχής κατάληξη του σκληρού δεκαετούς αγώνα για την ελευθερία και ο ρομαντισμός που είχε εισβάλει ορμητικός στην Ελλάδα επέτρεπαν στους Έλληνες του νέου βασιλείου εκδηλώσεις ανυπόκριτης χαράς και αισιοδοξίας για το μέλλον.
Ερωτήσεις
|