ΕΝΟΤΗΤΑ 26 Πνευματική ζωή, Γράμματα και Τέχνες στην Ελλάδα τον 19ο αιώνα Κύριες κατευθύνσεις της ελληνικής πνευματικής ζωής Το στοιχείο που δέσποσε στην ελληνική πνευματική ζωή τον 19ο αιώνα ήταν η προσπάθεια οικοδόμησης μιας εθνικής ταυτότητας κοινής για ολόκληρο τον ελληνισμό.
Έτσι, ιδιαίτερη σημασία δόθηκε στην ιστορία και στη λαογραφία. Οι απόψεις του Γερμανού ιστορικού Φαλμεράιερ, που υποστήριζε ότι οι Έλληνες του 19ου αιώνα ελάχιστη σχέση είχαν με τους αρχαίους Έλληνες, έστρεψαν το ενδιαφέρον στην αναζήτηση της εθνικής συνέχειας. Οι Σπυρίδων Ζαμπέλιος και Κωνσταντίνος Παπαρρηγόπουλος υποστήριξαν ότι η συνέχεια του ελληνισμού από την αρχαιότητα υπήρξε αδιάκοπη και, για να ενισχύσουν αυτή τη θέση, στράφηκαν στη μελέτη του Βυζαντίου. Έτσι, διαμορφώθηκε το τριμερές σχήμα της ελληνικής ιστορίας: αρχαία, βυζαντινή, νεότερη. Το σχήμα αυτό κυριαρχεί μέχρι σήμερα στην ελληνική ιστοριογραφία, ιδίως στη σχολική. Οι ίδιες ανάγκες ενίσχυσης της ελληνικής εθνικής ταυτότητας οδήγησαν στη μελέτη της σύγχρονης λαϊκής ζωής και των λαϊκών εθίμων. Πρωτεργάτης υπήρξε ο Νικόλαος Πολίτης, θεμελιωτής της λαογραφίας στην Ελλάδα. Στο πλαίσιο αυτό, το πανεπιστήμιο, που ιδρύθηκε το 1837, επιφορτίστηκε, εκτός από τις αυτονόητες λειτουργίες του, και με μια «αποστολή»: να εμφυσήσει στους ομογενείς «αλύτρωτους» φοιτητές του τις εθνικές αξίες, ώστε αυτοί να τις μεταδώσουν στις πατρίδες τους ως εκπαιδευτικοί και κληρικοί.
Βεβαίως, η απόκτηση μιας πολιτιστικής ταυτότητας κοινής για όλο τον ελληνισμό έπρεπε να βασίζεται σε μια ενιαία, καθομιλουμένη γλώσσα. Στο πλαίσιο αυτό, αναπτύχθηκε το κίνημα του δημοτικισμού, δηλαδή η συστηματική προσπάθεια καθιέρωσης της δημοτικής ως γλώσσας της εκπαίδευσης, της διοίκησης και της λογοτεχνίας. Πρωτεργάτης υπήρξε ο γλωσσολόγος Γιάννης ψυχάρης (1854-1929), που με το βιβλίο Το ταξίδι μου (1888) υποστήριξε την ανάγκη γενίκευσης της χρήσης της δημοτικής γλώσσας. Δεν ήταν όλοι, όμως, σύμφωνοι. Μάλιστα σημειώθηκαν επεισόδια με νεκρούς και τραυματίες το 1901, λόγω της μετάφρασης του Ευαγγελίου στη δημοτική (Ευαγγελικά), και το 1903, όταν υπερσυντηρητικοί διαμαρτυρήθηκαν βίαια για τη μετάφραση της Ορέστειας του Αισχύλου σε απλή καθαρεύουσα (Ορεστειακά). Στις αντιδράσεις αυτές πρωτοστατούσε το συντηρητικό φοιτητικό κίνημα της εποχής.
Γράμματα Ο Διονύσιος Σολωμός και η Επτανησιακή Σχολή Κορυφαία μορφή των ελληνικών Γραμμάτων μέχρι και τα μέσα του 19ου αι. υπήρξε ο Διονύσιος Σολωμός (1798-1857). Δημιουργός τού εμπνευσμένου από την επανάσταση του 1821 ποιήματος Ύμνος εις την Ελευθερίαν, που οι δύο πρώτες στροφές του μελοποιημένες από τον Νικόλαο Μάντζαρο αποτελούν τον εθνικό ύμνο των Ελλήνων, ο Σολωμός ενδιαφέρθηκε ιδιαίτερα για την ελληνική λαϊκή γλώσσα. Γύρω του σχηματίστηκε ένας κύκλος διανοουμένων (Γ. Τερτσέτης, Ι. Πολυλάς, Γρ. Μαρκοράς κ.ά.) που συμμερίζονταν τις απόψεις του και έμειναν γνωστοί ως Επτανησιακή Σχολή. Πλάι σε αυτούς, ξεχωριστές περιπτώσεις ήταν ο δημοκράτης καρμπονάρος Ανδρέας Κάλβος, ο οποίος άνοιξε με τον λυρισμό του νέους δρόμους στην ελληνική ποίηση, ο Αριστοτέλης Βαλαωρίτης και ο Ανδρέας Λασκαράτος. |
Οι Φαναριώτες και η Παλαιά Αθηναϊκή Σχολή (1830-1880)
Παράλληλα, η λογοτεχνία του ελεύθερου κράτους αντιπροσωπεύεται, κατά την περίοδο 1830-1880, από το έργο Φαναριωτών λογίων, όπως οι Αλέξανδρος και Παναγιώτης Σούτσος και ο Αλέξανδρος Ραγκαβής, που γράφουν στην καθαρεύουσα αλλά δεν ξεπερνούν την απλή μίμηση του γαλλικού ρομαντισμού. Μετά το 1860 ο ρομαντισμός οδηγήθηκε στο αποκορύφωμα και στην κάμψη. Παράλληλα, αναπτύχθηκε και η πεζογραφία. Ο Εμμανουήλ Ροΐδης (Η πάπισσα Ιωάννα), ο Παύλος Καλλιγάς (Θάνος Βλέκας) και ο Δημήτριος Βικέλας (Λουκής Λάρας) υπήρξαν οι σημαντικότεροι εκπρόσωποί της. Η Νέα Αθηναϊκή Σχολή και η γενιά του 1880 Στις αρχές της δεκαετίας του 1870 ορισμένοι νέοι λογοτέχνες άρχισαν να απορρίπτουν τον ρομαντισμό και να στρέφονται προς την εκφραστική και θεματική απλότητα. Η χρονολογία 1880 θεωρήθηκε ορόσημο, γιατί εκείνη τη χρονιά εκδόθηκαν δύο ποιητικές συλλογές (οι Στίχοι του Ν. Καμπά και οι Ιστοί αράχνης του Γ. Δροσίνη) που εξέφραζαν το πνεύμα της αλλαγής. Στην ποίηση, κύριος εκφραστής της γενιάς του 1880 ήταν ο Κωστής Παλαμάς, μια από τις σημαντικότερες μορφές των νεοελληνικών γραμμάτων. Περίπου την ίδια εποχή, στην πεζογραφία, αναπτύχθηκε το διήγημα, στο οποίο ξεχώρισαν οι Γεώργιος Βιζυηνός και Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης. Η ζωγραφική και η γλυπτική Η ελληνική ζωγραφική και η γλυπτική του 19ου αιώνα ήταν επηρεασμένες από δυτικά πρότυπα, με ισχυρότερη την επιρροή της σχολής του Μονάχου, στην οποία μαθήτευσαν ορισμένοι από τους σημαντικότερους Έλληνες δημιουργούς της εποχής.
|
Οι Ανδρέας Κριεζής (βλέπε έργο του σ. 61), Διονύσιος Τσόκος και Θεόδωρος Βρυζάκης (βλέπε έργα του σ. 30, 32) εμπνεύστηκαν από τον Αγώνα. Η συνέχεια σφραγίστηκε από τις τρεις μεγάλες μορφές της ελληνικής ζωγραφικής του 19ου αιώνα, τον Νικηφόρο Λύτρα, τον Κωνσταντίνο Βολανάκη και τον Νικόλαο Γύζη, που είχαν σπουδάσει και ζήσει στο Μόναχο. Ο Ν. Λύτρας (1832-1904) ασχολήθηκε αρχικά με ιστορικά θέματα (βλέπε έργο του σ. 31), αλλά στην πορεία στράφηκε προς την απεικόνιση της καθημερινής ζωής. Ο Κ. Βολανάκης (1836-1882) εμπνεύστηκε από τη θάλασσα και τη ναυτική ζωή (βλέπε έργο του σ. 62). Ο Ν. Γύζης (1812-1901) διακρίθηκε για μια διάθεση εξιδανίκευσης των θεμάτων. Επίσης, σημαντικότερος γλύπτης της εποχής υπήρξε ο Γιαννούλης Χαλεπάς (1851-1938).
Κωνσταντίνου (σημερινό Προεδρικό Μέγαρο), έργο του Ερνέστου Τσίλερ.
Η αρχιτεκτονική Κατά την οθωνική περίοδο, τα μεγάλα κτίρια σχεδιάστηκαν με βάση τον κλασικισμό από ξένους αρχιτέκτονες, όπως ο Χριστιανός Χάνσεν (Πανεπιστήμιο Αθηνών), ο αδερφός του Θεόφιλος [Ακαδημία, Εθνική Βιβλιοθήκη, Μέγαρο Δημητρίου (πρώτη μορφή του σημερινού ξενοδοχείου Μ. Βρετανία)] και ο Φρειδερίκος φον Γκέρτνερ (ανάκτορα, σημερινή Βουλή). Ο Ερνέστος Τσίλερ ήταν ο αρχιτέκτονας που σφράγισε το δεύτερο μισό του 19ου αιώνα τόσο με τα πολλά έργα του [ανάκτορα Τατοΐου, Ανάκτορα του διαδόχου Κωνσταντίνου (σημερινό Προεδρικό Μέγαρο)] όσο και με τη διδασκαλία του στο Πολυτεχνικό Σχολείο. |