Στοιχεία Γεωπονίας & Αγροτικής Ανάπτυξης (Γ΄ Λυκείου) - (Βιβλίο Μαθητή)

2.3 Οικονομικές δραστηριότητες στον αγροτικό χώρο

Πολλές δραστηριότητες αναπτύσσονται στον αγροτικό χώρο, με κυρίαρχη τη γεωργική. Γι' αυτό η εξέταση της ανάπτυξης του γεωργικού τομέα αποτελεί βασική συνιστώσα της αγροτικής ανάπτυξης.

2.3.1. Ο γεωργικός τομέας

α) Γεωργικές εκμεταλεύσεις

Ο γεωργικός τομέας στην Ελλάδα χαρακτηρίζεται από το μεγάλο αριθμό μικρών γεωργικών εκμεταλλεύσεων. Ο αριθμός των γεωργικών εκμεταλλεύσεων στην Ελλάδα είναι περίπου 800.000 και το μέσο μέγεθος τους 40 στρέμματα. Το χαρακτηριστικό αυτό οφείλεται σε ιστορικούς και σε κοινωνικούς λόγους. Η Αγροτική Μεταρρύθμιση που έγινε στην Ελλάδα κυρίως κατά την περίοδο 1923-1932 επιδίωξε να αποκαταστήσει γεωργικά τόσο τους ακτήμονες που υπήρχαν στη χώρα, όσο και τους πρόσφυγες που κατέφυγαν στην Ελλάδα μετά τη μικρασιατική καταστροφή.

Με την αγροτική μεταρρύθμιση διανεμήθηκαν τα μεγάλα αγροκτήματα που προϋπήρχαν, ώστε όλοι οι ακτήμονες έγιναν μικροϊδιοκτήτες για να εξασφαλίζουν, με την εργασία τους στη γη, τουλάχιστον τα αναγκαία είδη διατροφής. Άλλωστε, κατά την περίοδο εκείνη οι άλλοι τομείς της οικονομίας (βιομηχανία, υπηρεσίες) ήταν ελάχιστα αναπτυγμένοι και μπορούσαν να απασχολήσουν μόνο ένα πολύ μικρό μέρος του πληθυσμού.

Χαρακτηριστικό των γεωργικών εκμεταλλεύσεων, που επίσης έχει την αφετηρία του στην αγροτική μεταρρύθμιση, είναι και ο πολυτεμαχισμός τους. Η γη κάθε αγροκτήματος που υπαγόταν σε διανομή χωριζόταν σε ποιοτικές κατηγορίες (αρδευόμενο/ξηρικό, γόνιμο/άγονο, κ.λ.π.) και κάθε δικαιούχος έπαιρνε ένα κομμάτι από κάθε ποιοτική κατηγορία. Παρά τις προσπάθειες που έγιναν αργότερα για συγκέντρωση των αγροτεμαχίων δεν υπήρξαν σημαντικά αποτελέσματα, διότι το κληρονομικό δίκαιο έδινε τη δυνατότητα τεμαχισμού κατά τη διανομή της γης στους κληρονόμους. Έτσι, ακόμη και σήμερα, οι γεωργικές εκμεταλλεύσεις έχουν, κατά μέσο όρο, 6-7 αγροτεμάχια η καθεμιά.

Η ΑΓΡΟΤΙΚΗ ΑΝΑΠΤΥΞΗ

Το μικρό μέγεθος και ο πολυτεμαχισμός αποτελούν σήμερα σοβαρά μειονεκτήματα. Τα μεγάλα σύγχρονα μηχανήματα δεν συμφέρει να χρησιμοποιούνται σε μικρά αγροτεμάχια απομακρυσμένα μεταξύ τους και ο γεωργός δαπανά πολύτιμο χρόνο για να μεταβαίνει από το ένα στο άλλο. Εξάλλου, το μικρό μέγεθος, εκτός από ορισμένες περιπτώσεις (π.χ. θερμοκήπια), δεν εξασφαλίζει επαρκή απασχόληση και επαρκές εισόδημα στη γεωργική οικογένεια. Βέβαια, το μέγεθος σε στρέμματα δεν είναι πάντοτε επαρκές μέτρο. Η παραγωγική του ικανότητα έχει περισσότερο νόημα.

β) Γεωργικά εισοδήματα

Τα γεωργικά εισοδήματα είναι, κατά κανόνα, χαμηλότερα από τα εισοδήματα των απασχολουμένων στους άλλους τομείς της οικονομίας. Είναι, όμως, δύσκολο να σχηματίσει κανείς μια ξεκάθαρη εικόνα. Πρώτον, διότι οι ίδιοι οι γεωργοί μπορεί να έχουν εισοδήματα και από άλλες πηγές και δεύτερον διότι πολλοί από εκείνους που παράγουν γεωργικά προϊόντα δεν είναι κατά κύριο επάγγελμα γεωργοί. Εξαιτίας αυτής της διαπλοκής, ένα μέρος από τα εισοδήματα που προέρχονται από τη γεωργία τα απολαμβάνουν άτομα που καταγράφονται σε άλλους τομείς της οικονομίας, αλλά και ένα μέρος από τα εισοδήματα άλλων τομέων της οικονομίας τα απολαμβάνουν οι καταγραφόμενοι ως γεωργοί.

Από έρευνες που έχουν γίνει, έχει προκύψει ότι περίπου το 20% του εισοδήματος των γεωργών προέρχεται από εξωγεωργικές πηγές. Προέκυψε επίσης ότι όσο μικρότερη είναι η γεωργική εκμετάλλευση, τόσο μεγαλύτερο ποσοστό του εισοδήματος προέρχεται από εξωγεωργικές πηγές. Όπως θα ήταν αναμενόμενο, οι περιοχές που στηρίζονται κατεξοχήν στη γεωργία παρουσιάζουν μικρότερη συμμετοχή των εξωγεωργικών πηγών στα εισοδήματα των γεωργών.

Προσπάθεια να εκτιμηθούν κατά προσέγγιση τα γεωργικά εισοδήματα και να συγκριθούν με τα αστικά έγινε και από την πλευρά των δαπανών των νοικοκυριών (νοικοκυριό είναι το σύνολο των ατόμων που συγκατοικούν και τρώνε μαζί). Από έρευνες των δαπανών των νοικοκυριών (στις οποίες δαπάνες περιλαμβάνονται και οι απολαβές σε είδος) που διεξάγει η Εθνική Στατιστική Υπηρεσία της Ελλάδος (ΕΣΥΕ), προκύπτει ότι οι δαπάνες κατ' άτομο των ημιαστικών νοικοκυριών αποτελούν το 80% των αστικών, των δε αγροτικών νοικοκυριών αποτελούν το 75% των αστικών. Όμως και πάλι τα στοιχεία αυτά δεν είναι αντίστοιχα των εισοδημάτων. Για να ερμηνευθούν σωστά πρέπει να ληφθεί υπόψη ότι οι δαπάνες αποτελούν ένα μέρος του εισοδήματος. Το υπόλοιπο του εισοδήματος αποταμιεύεται και είναι γνωστό ότι όσο μεγαλύτερο είναι το εισόδημα τόσο μεγαλύτερο ποσοστό αποταμιεύεται. Αυτό σημαίνει ότι η

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 2

απόσταση εισοδημάτων μεταξύ αστικών, ημιαστικών και αγροτικών περιοχών είναι μεγαλύτερη από αυτή που υποδηλώνουν οι δαπάνες.

Από τις έρευνες αυτές έχει επίσης προκύψει ότι σε αντίθεση με το παρελθόν, τα ημιαστικά και αγροτικά νοικοκυριά έχουν το ίδιο περίπου ποσοστό απολαβών σε είδος που έχουν και τα αστικά (γύρω στο 20% του συνόλου των δαπανών τους). Αυτό δείχνει ότι τα αγροτικά νοικοκυριά δεν στηρίζονται περισσότερο από τα αστικά σε είδη που παράγονται από τη δική τους οικονομική δραστηριότητα.

γ) Απασχόληση

Η απασχόληση στο γεωργικό τομέα χαρακτηρίζεται από εποχικότητα. Ιδίως στην παραγωγή φυτικών προϊόντων, η εποχικότητα είναι έντονη, ενώ στη ζωική παραγωγή έχει μόνο μικρές διακυμάνσεις (Εικ. 2-1 και 2-2). Στη φυτική παραγωγή η εποχή έντονης ή περιορισμένης απασχόλησης προσδιορίζεται από τα παραγόμενα είδη προϊόντων και φυσικά από τις καιρικές συνθήκες.

Λόγω των κυμαινόμενων αναγκών σε εργασία, ο παραγωγός είναι υποχρεωμένος να επιλέγει είτε να έχει επαρκή εργατικά χέρια για την περίοδο αιχμής, οπότε θα υποαπασχολούνται ή θα αδρανούν κατά την υπόλοιπη περίοδο, είτε να έχει επαρκή εργατικά χέρια για την περίοδο ύφεσης, οπότε θα είναι υποχρεωμένος να χρησιμοποιεί ξένα εργατικά χέρια κατά την περίοδο αιχμής. Η επιλογή του εξαρτάται από τη διάρκεια των περιόδων αιχμής και ύφεσης και από το ύψος της αμοιβής της εργασίας.

Ένας τρόπος για να εξισορροπήσει ο παραγωγός τις απαιτήσεις σε εργασία είναι να παράγει περισσότερα από ένα προϊόντα, συνδυαζόμενα έτσι ώστε να αλληλοσυμπληρώνονται οι απαιτήσεις σε εργασία. Αυτό δεν είναι απλό, όχι μόνο επειδή κάθε προϊόν χρειάζεται ειδικές γνώσεις, αλλά επειδή συχνά χρειάζεται και διαφορετικό εξοπλισμό, που δεν είναι εύκολο και συμφέρον να έχουν οι μικρές γεωργικές εκμεταλλεύσεις. Ένας άλλος τρόπος (που χρησιμοποιούνταν κυρίως στο παρελθόν) είναι να ανταλλάσσει εργασία με παραγωγούς άλλων προϊόντων, που αντιμετωπίζουν αιχμές σε διαφορετικές περιόδους. Τρίτος τρόπος είναι η αξιοποίηση του ελεύθερου χρόνου σε εξωγεωργικές εργασίες (εφόσον υπάρχουν) ή σε παραγεωργικές, δηλαδή εργασίες που συνδέονται με τη γεωργική παραγωγή, όπως, π.χ. η επεξεργασία γεωργικών προϊόντων.

Είναι χαρακτηριστικό ότι στην Ελλάδα μόνο το 14% των απασχολουμένων στη γεωργία χρησιμοποιεί το 100% του εργάσιμου χρόνου στη γεωργική εκμετάλλευση. Το 21% χρησιμοποιείτο 50-100% του εργάσιμου χρόνου και το 65% χρησιμοποιεί λιγότερο από 25. Αυτό δείχνει ότι υπάρχει υποαπασχόληση στο γεωργικό τομέα. Ένα μέρος από τους υποαπασχολούμενους

Η ΑΓΡΟΤΙΚΗ ΑΝΑΠΤΥΞΗ

Εικόνα 2-1 Απαιτούμενες ώρες εργασίας κατά κλάδο φυτικής παραγωγής

Εικόνα 2-1
Απαιτούμενες ώρες εργασίας κατά κλάδο φυτικής παραγωγής

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 2

Εικόνα 2-2 Απαιτούμενες ώρες εργασίας κατά κλάδο ζωικής παραγωγής

Εικόνα 2-2
Απαιτούμενες ώρες εργασίας κατά κλάδο ζωικής παραγωγής

στο γεωργικό τομέα έχει άλλη κύρια ή δευτερεύουσα απασχόληση. Το πολύ μικρό ποσοστό που χρησιμοποιεί στη γεωργία το 100% του εργάσιμου χρόνου οφείλεται στην εξειδίκευση της ελληνικής γεωργίας (πα φυτικά προϊόντα, τα οποία όμως δεν εξασφαλίζουν συνεχή απασχόληση.

δ) Ανθρώπινοι πόροι

Τα χαμηλά εισοδήματα στη γεωργία αλλά και οι δύσκολες συνθήκες ζωής και εργασίας στην ύπαιθρο, ιδίως στο παρελθόν (Εικ. 2-3), όταν το μεγαλύτερο μέρος των εργασιών γινόταν με τα χέρια και η επικοινωνία ήταν δύσκολη, απομάκρυναν ένα σημαντικό μέρος του αγροτικού πληθυσμού από την ύπαιθρο και από το γεωργικό επάγγελμα.. Η αίγλη του αστικού τρόπου ζωής, η μεγαλύτερη σταθερότητα και η εξασφάλιση κοινωνικών

Η ΑΓΡΟΤΙΚΗ ΑΝΑΠΤΥΞΗ

υπηρεσιών (σχολείων, νοσοκομείων, συντάξεων κ.λ.π.) λειτούργησαν ελκυστικά για σημαντικό ποσοστό ατόμων παραγωγικής ηλικίας.

Εικόνα 2-3 Παραδοσιακός τρόπος καλλιέργειας της γης

Εικόνα 2-3
Παραδοσιακός τρόπος καλλιέργειας της γης

Η μετακίνηση προς τα αστικά κέντρα και η μετανάστευση στο εξωτερικό (ιδίως κατά την περίοδο 1950-1965) είχε σημαντικές επιπτώσεις στην ηλικιακή σύνθεση και στο επίπεδο εκπαίδευσης του πληθυσμού στις εστίες του. Έτσι, σύμφωνα με την απογραφή του 1991, το 86% των απασχολουμένων στη γεωργία είχαν εκπαίδευση δημοτικού σχολείου και κάτω, ενώ το 50% του συνόλου είχαν ηλικία 50 ετών και άνω.

Όπως είναι αναμενόμενο, τα άτομα χαμηλού επιπέδου εκπαίδευσης και μεγάλης ηλικίας δύσκολα παρακολουθούν τις εξελίξεις και έχουν την τάση να συντηρούν μία κατάσταση με περιορισμένες προσδοκίες.

Ενθαρρυντικό στοιχείο από την άποψη του ανθρώπινου δυναμικού είναι ότι κατά τα τελευταία χρόνια αυξήθηκε ο αριθμός των ατόμων με υψηλότερη μόρφωση που στρέφονται προς τις ημιαστικές και αγροτικές περιοχές και προς το γεωργικό επάγγελμα. Δεν πρόκειται για μεγάλο αριθμό αλλά για χαρακτηριστική τάση. Δύο ταυτόχρονα παράγοντες φαίνεται να οδηγούν προς την εξέλιξη αυτή, την έστω και περιορισμένη προς το παρόν. Πρώτος είναι η απογοήτευση από το σύγχρονο αστικό τρόπο ζωής, ιδίως της πρωτεύουσας (ρύπανση κάθε είδους, σπατάλη χρόνου σε μετακινήσεις προς την εργασία, τυπικές μόνο ανθρώπινες επαφές, εγκληματικότητα) και δεύτερος η δυνατότητα που διαβλέπουν στη σύγχρονη γεωργική επιχείρηση, εφόσον η γεωργία ασκηθεί με σύγχρονες γνώσεις και σύγχρονα μέσα.

Δεν είναι τυχαίο ότι ένας πυρήνας νέων μορφωμένων γεωργών έχει ήδη δημιουργηθεί, από άτομα που χρησιμοποιούν τη σύγχρονη ηλεκτρονική

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 2

τεχνολογία (Εικ. 2-4) και τα ευρήματα ερευνών, προσανατολιζόμενα σε παραγωγικούς κλάδους που ευνοούνται από τις ελληνικές εδαφοκλιματικές συνθήκες και παρουσιάζουν ευνοϊκές προοπτικές στην αγορά. Με τα επιτεύγματά τους δείχνουν ότι το γεωργικό επάγγελμα στα χέρια σύγχρονων και ικανών επαγγελματιών μπορεί να προσφέρει ικανοποιητικά εισοδήματα και υψηλή ποιότητα ζωής.

Εικόνα 2-4 Χρήση του ηλεκτρονικού υπολογιστή στη γεωργική παραγωγή

Εικόνα 2-4
Χρήση του ηλεκτρονικού υπολογιστή στη γεωργική παραγωγή

ε) Κόστος και ποιότητα προϊόντων

Στη σύγχρονη επιχειρηματική γεωργία, τα θέματα κόστους παραγωγής και ποιότητας παραγόμενων προϊόντων έχουν κεντρική θέση.

Το κόστος των προϊόντων δεν είναι κάποιο σταθερό και αμετάβλητο μέγεθος και δεν εξαρτάται μόνο από τις καιρικές συνθήκες. Υπάρχουν σημαντικά περιθώρια χειρισμών, με τους οποίους το κόστος μπορεί να περιοριστεί χωρίς μείωση της παραγωγής ή υποβάθμιση της ποιότητας.

Όλες οι επεμβάσεις στη γεωργική παραγωγή συνεπάγονται κόστος. Εναπόκειται στον αρχηγό της γεωργικής εκμετάλλευσης να αναζητά τρόπους περιορισμού του κόστους σε κάθε βήμα. Το αν θα γίνει καταπολέμηση

Η ΑΓΡΟΤΙΚΗ ΑΝΑΠΤΥΞΗ

ενός εχθρού (π.χ. εντόμου) ή μιας ασθένειας (π.χ. του περονόσπορου) είναι στην κρίση του παραγωγού. Οφείλει να εκτιμήσει το κόστος της καταπολέμησης και να το συγκρίνει με τη ζημιά που θα υποστεί αν δεν κάνει την καταπολέμηση. Το αν θα προσθέσει περισσότερο ή λιγότερο λίπασμα εξαρτάται από το κόστος του πρόσθετου λιπάσματος σε σύγκριση με την αύξηση της παραγωγής που προσδοκά από την αυξημένη δόση. Τίποτε δεν πρέπει να γίνεται από συνήθεια ή από παράδοση. Γενικά, μπορεί να λεχθεί ότι η γεωργία οφείλει να προσανατολισθεί προς την οικονομική λογική και να απομακρυνθεί από τον εμπειρισμό.

Η ποιότητα των παραγόμενων προϊόντων, επίσης, αποτελεί στόχο που επηρεάζεται σοβαρά από την ανθρώπινη παρέμβαση. Είναι γνωστό ότι όταν αυξάνουν τα εισοδήματα των καταναλωτών δεν αυξάνεται αντίστοιχα και η ποσότητα των τροφίμων που καταναλώνουν, αλλά αυξάνουν οι απαιτήσεις τους σε ποιότητα, την οποία και είναι διατεθειμένοι να πληρώσουν ακριβότερα.

Η επίτευξη των δύο στόχων ταυτόχρονα, δηλαδή χαμηλότερου κόστους και καλύτερης ποιότητας μπορούν να γίνουν εφικτοί με την ενσωμάτωση επιστημονικών γνώσεων και αξιοποίηση των ευρημάτων της έρευνας. Προϋπόθεση όμως γι' αυτό είναι το υψηλό επίπεδο ικανότητας των ίδιων των παραγωγών.

2.3.2 Οι άλλοι τομείς

Οι άλλοι τομείς της οικονομίας (δηλ. η βιομηχανία και οι υπηρεσίες) δεν είναι ιδιαίτερα ανεπτυγμένοι στις αγροτικές περιοχές. Συνήθως, στις αγροτικές περιοχές ανευρίσκονται γεωργικές βιομηχανίες, που επεξεργάζονται γεωργικά προϊόντα. Είναι συμφέρον για τις βιομηχανίες αυτές να βρίσκονται κοντά στον τόπο που παράγεται η πρώτη ύλη που χρησιμοποιούν, ιδίως όταν τα προϊόντα που επεξεργάζονται είναι φθαρτά ή όταν τα τελικά προϊόντα που παράγουν έχουν μικρότερο όγκο ή βάρος σε σύγκριση με την πρώτη ύλη που χρησιμοποιούν. Ένα εκκοκκιστήριο βαμβακιού δεν συμφέρει να βρίσκεται σε μεγάλη απόσταση από την περιοχή παραγωγής του βαμβακιού, διότι το εκκοκκισμένο βαμβάκι που παράγει έχει το ένα τρίτο του βάρους του σύσπορου βαμβακιού (τα δύο τρίτα είναι το βάρος του σπόρου). Ανάλογη είναι η περίπτωση του λαδιού σε σύγκριση με την πρώτη ύλη (τις ελιές), του χυμού πορτοκαλιού με τα πορτοκάλια κ.λ.π.

Μια δεύτερη κατηγορία βιομηχανιών που βρίσκονται εγκατεστημένες στον αγροτικό χώρο είναι αυτές που εκμεταλλεύονται φυσικούς πόρους.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 2

Τέτοιες είναι οι εξορυκτικές επιχειρήσεις ορυκτών (π.χ. βωξίτη, που αποτελεί πρώτη ύλη για το αλουμίνιο, λιγνίτη, που είναι καύσιμη ύλη σε ατμοηλεκτρικά εργοστάσια κ.λ.π.), οι λατομικές επιχειρήσεις πέτρας ή μαρμάρου, τα πριονιστήρια που επεξεργάζονται την ξυλεία των δασών, τα εμφιαλωτήρια φυσικού ή μεταλλικού νερού και άλλα.

Μια τρίτη τέλος κατηγορία βιομηχανιών που μπορεί να βρίσκονται στον αγροτικό χώρο είναι εκείνες που δεν έχουν ειδικό λόγο να είναι εγκατεστημένες κοντά στην πρώτη ύλη ή κοντά στην αγορά, διότι τόσο η πρώτη ύλη όσο και τα παραγόμενα προϊόντα δεν επιβαρύνονται σημαντικά από το μεταφορικό κόστος, επειδή το βάρος τους είναι μικρό σε σύγκριση με την αξία τους. Η θέση που θα επιλέξουν αυτές οι βιομηχανίες εξαρτάται συνήθως από τη διαθεσιμότητα του εργατικού δυναμικού. Αν χρειάζονται προσωπικό υψηλής εξειδίκευσης, επιλέγουν θέσεις κοντά σε μεγάλα αστικά κέντρα, όπου, κατά κανόνα, τέτοιο προσωπικό μπορεί να βρεθεί. Αν, αντίθετα, χρειάζονται φθηνό εργατικό προσωπικό χαμηλής εξειδίκευσης, επιλέγουν αγροτικές περιοχές, ιδίως όταν υπάρχει καλό δίκτυο συγκοινωνιών και επικοινωνιών. Γι' αυτό η υποδομή συγκοινωνιών, επικοινωνιών, ύδρευσης, αποχέτευσης κ.λ,π., όταν υπάρχουν, προσελκύουν τέτοιες επιχειρήσεις. Οι βιομηχανικές ζώνες, που ετοιμάζονται σε πολλές περιοχές, σε κάποια απόσταση από αστικά κέντρα, έχουν αυτόν το σκοπό, την προσέλκυση τέτοιου είδους βιομηχανιών.

Οι υπηρεσίες που υπάρχουν στις αγροτικές περιοχές είναι πολλών ειδών, αλλά δεν έχουν την έκταση που παίρνουν στα αστικά κέντρα. Οι υπηρεσίες είναι δημόσιες ή ιδιωτικές. Στις δημόσιες υπηρεσίες ανήκουν αυτές που χρηματοδοτούνται από το δημόσιο ή από τους φορείς της τοπικής αυτοδιοίκησης (δήμους και κοινότητες). Σχολεία, αγροτικά ιατρεία, κτηνιατρεία, ταχυδρομεία, αστυνομία, εφορίες, δημόσια ταμεία, ειρηνοδικεία, δημοτικά ή κοινοτικά καταστήματα κ.λ.π. είναι οι πιο συνηθισμένες υπηρεσίες.

Στην κατηγορία των ιδιωτικών υπηρεσιών υπάγονται πολλές υπηρεσίες που προσφέρονται από ιδιώτες, όπως γιατρούς δικηγόρους, συμβολαιογράφους, μηχανικούς, γεωπόνους, ηλεκτρολόγους, υδραυλικούς, τυπογράφους κ.λ.π., καθώς και τα κάθε είδους καταστήματα που ασκούν εμπόριο ή προσφέρουν υπηρεσίες συναλλαγών, φαγητού, αναψυχής, διαμονής, επισκευών κ.λ,π. Είναι επόμενο όσο οι πληθυσμιακές συγκεντρώσεις αυξάνουν, τόσο και το πλήθος των υπηρεσιών που προσφέρονται να είναι μεγαλύτερο. Γι' αυτό και στα μεγάλα αστικά κέντρα ο αριθμός των ατόμων που απασχολείται στις υπηρεσίες είναι μεγαλύτερος από τον αριθμό που απασχολείται στους άλλους τομείς.