ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΓΕΩΡΓΙΑ ΚΑΙ ΕΥΡΩΠΑΙΚΗ ΕΝΩΣΗ Μόνο σε ειδικές περιπτώσεις εκτεταμένων καταστροφών υπάρχει ενδεχόμενο να ληφθούν έκτακτα μέτρα ανακούφισης των πληγέντων. Η πολιτική προσανατολισμού αναφέρεται σε μέτρα όπως η βελτίωση των συνθηκών μεταποίησης και εμπορίας των γεωργικών προϊόντων, η ενίσχυση των επενδύσεων των γεωργικών εκμεταλλεύσεων, η ενίσχυση των ορεινών και μειονεκτικών περιοχών, που εκ των πραγμάτων αντιμετωπίζουν δυσκολίες στην αγροτική παραγωγή, κ.λ.π. Το σύστημα παρέμβασης δεν υπήρξε ομοιόμορφο για όλα τα γεωργικά προϊόντα. Ανάλογα με τη φθαρτότητα των προϊόντων ή ανάλογα με το βαθμό αυτοεφοδιασμού της Κοινότητας κ.λ.π. υπήρξαν παραλλαγές που ανταποκρίνονται όμως στους στόχους της Συνθήκης. Αλλά η γενική ιδέα είναι κοινή και ανταποκρίνεται προς τους στόχους που έχουν τεθεί. Ως πρότυπο της οργάνωσης των αγορών των γεωργικών προϊόντων θεωρείται το σύστημα που εφαρμόστηκε στα δημητριακά. Με το σύστημα αυτό στήριξης, καθορίζεται από την Κοινότητα μια τιμή που θεωρείται επιθυμητή για τον παραγωγό και λογική για τον καταναλωτή, που ονομάζεται ενδεικτική τιμή, π.χ. 0,15€ το κιλό. Ορίζεται επίσης μια χαμηλότερη τιμή, που θεωρείται ως κατώτατη ανεκτή για τον παραγωγό, που ονομάζεται τιμή παρέμβασης, π.χ. 0,12€. Με τον τρόπο αυτό, η Κοινότητα ουσιαστικά καθορίζει το εύρος μέσα στο οποίο θα διαμορφωθούν ελεύθερα οι τιμές παραγωγού (μεταξύ 0,12€ και 0,15€). Πρέπει όμως να διασφαλισθεί αυτό το εύρος, αφού η αγορά θα έχει την τάση να ξεπεράσει τα όρια αυτά, όταν προσφέρονται υπερβολικές ή ανεπαρκείς ποσότητες. Για να μην πέσουν οι τιμές κάτω από την τιμή παρέμβασης, η Κοινότητα δημιούργησε ένα μηχανισμό παρέμβασης (αποθηκευτικούς χώρους), ώστε αν ο παραγωγός δεν μπορεί να πουλήσει το προϊόν του σε ανώτερη από την τιμή παρέμβασης να μπορεί να παραδώσει το προϊόν του στο μηχανισμό παρέμβασης εισπράττοντας από την Κοινότητα την τιμή παρέμβασης. Έτσι διασφαλίζεται ο παραγωγός. Από την άλλη πλευρά, για να μην υπερβαίνουν οι τιμές της αγοράς τις ενδεικτικές τιμές, η Κοινότητα προχώρησε σε ρυθμιστικούς κανόνες για τις εισαγωγές, Τα αντίστοιχα προϊόντα είναι συνήθως πολύ φθηνότερα στη διεθνή αγορά από τα κοινοτικά. Αλλά για να μην ανταγωνίζονται τα κοινοτικά (κανόνας της κοινοτικής προτίμησης) τα προϊόντα αυτά δεν αφήνονται να εισαχθούν στη διεθνή τιμή. Η τιμή τους αυξάνεται τεχνητά με επιβάρυνση (εισαγωγική εισφορά). Έτσι, για τα εισαγόμενα προϊόντα, η Κοινότητα ορίζει μια τιμή, που ονομάζεται τιμή κατωφλίου. Για να περάσει ένα προϊόν το κατώφλι της Κοινότητας οφείλει να έχει στοιχίσει στον εισαγωγέα όσο ορίζει η τιμή κατωφλίου. |
ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΓΕΩΡΓΙΑ ΚΑΙ ΕΥΡΩΠΑΙΚΗ ΕΝΩΣΗ κάθε αύξηση της παραγωγής σήμαινε και αύξηση του εισοδήματος των παραγωγών. Έτσι, εντός της δεκαετίας του 1960 επιτεύχθηκε αυτάρκεια στα περισσότερα γεωργικά προϊόντα. Με τη σταδιακή αύξηση των τιμών που αποφασίζονταν από την Κοινότητα, οι παραγωγοί είχαν κάθε λόγο να συνεχίζουν την αύξηση της παραγωγής, οπότε η δεκαετία του 1970 χαρακτηρίσθηκε από τη συμπλήρωση της αυτάρκειας και την έναρξη συσσώρευσης πλεονασμάτων. Αυτό συνεχίστηκε και κατά την πρώτη πενταετία της δεκαετίας του 1980, παρά την προσπάθεια περιορισμού της αύξησης των τιμών. Τότε άρχισε να γίνεται λόγος για "λίμνες κρασιού" και "βουνά βουτύρου", δηλαδή για υπερβολικά αποθέματα, που έπρεπε να εξαχθούν με σοβαρή επιβάρυνση του κοινοτικού προϋπολογισμού, λόγω της ανάγκης επιδότησης. Κατά το 1985, η Κοινότητα ετοίμασε μια έκθεση για την πορεία της γεωργίας, που ονομάσθηκε "πράσινη βίβλος". Με την έκθεση αυτή επιδιώχθηκε να γίνει αντιληπτό το αδιέξοδο στο οποίο οδηγούσε η πολιτική που εφαρμόστηκε μέχρι τότε. Η έκθεση επισήμαινε ότι ο ρυθμός αύξησης της παραγωγής ήταν 2% το χρόνο, ενώ η κατανάλωση αυξανόταν μόνο 0,5% το χρόνο. Παρατηρήθηκε ακόμη ότι με τη στήριξη των τιμών το 80% των ενισχύσεων το απολάμβανε το 20% των (μεγαλύτερων) εκμεταλλεύσεων και ότι ενώ οι δαπάνες αυξάνονταν με γρήγορο ρυθμό (λόγω της αύξησης των πλεονασμάτων), τα γεωργικά εισοδήματα σημείωναν ασήμαντη βελτίωση. Ο λόγος αυτής της αντίφασης ήταν ότι οι δαπάνες αφορούσαν την επιδότηση για την εξαγωγή των πλεονασμάτων. Τα πρώτα μέτρα για την ανακοπή αυτού του ρεύματος πάρθηκαν το 1988 και έγιναν γνωστά με τον όρο "σταθεροποιητές", γιατί επιδίωκαν να σταθεροποιήσουν την κατάσταση στη γεωργία και κυρίως τις δαπάνες. Τα κύρια μέτρα σταθεροποίησης ήταν η στασιμότητα των τιμών που αποφάσιζε η Κοινότητα και ο καθορισμός Μέγιστων Εγγυημένων Ποσοτήτων (ΜΕΠ), δηλαδή ποσοτικών περιορισμών στην παραγωγή. Αν ο όγκος της παραγωγής ήταν ανώτερος από το καθοριζόμενο ύψος, το πλεόνασμα δεν είχε την ευνοϊκή μεταχείριση των υπόλοιπων ποσοτήτων ή επιβάλλονταν κάποιου είδους ποινή. Στα μέτρα σταθεροποίησης είχαν περιληφθεί επίσης η αγρανάπαυση, η εκτατικοποίηση και η πρόωρη συνταξιοδότηση σε εθελοντική βάση. Αγρανάπαυση ήταν η διακοπή της καλλιέργειας σε ένα ποσοστό της γεωργικής γης με ανάλογη επιδότηση από την Κοινότητα για αντιστάθμιση της απώλειας εισοδήματος. Εκτατικοποίηση ήταν η μείωση των στρεμματικών αποδόσεων με αντίστοιχη κοινοτική επιδότηση. Τέλος, η πρόωρη συνταξιοδότηση απευθυνόταν σε γεωργούς ηλικίας 55-65 ετών. Αν έπαυαν την επαγγελματική τους απασχόληση στη γεωργία, μπορούσαν να συνταξιοδοτηθούν. Τα μέτρα αυτά δεν αποδείχθηκαν ιδιαίτερα αποτελεσματικά. |
ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΓΕΩΡΓΙΑ ΚΑΙ ΕΥΡΩΠΑΙΚΗ ΕΝΩΣΗ να αναπτύσσεται παράλληλα με το σκέλος των εγγυήσεων. Όμως στην πορεία η χρηματοδότηση σχετικών μέτρων υπήρξε περιορισμένη. Μερικά από τα πιο αξιόλογα μέτρα που πάρθηκαν στο σκέλος του προσανατολισμού ήταν η ειδική μεταχείριση προς τις ορεινές και μειονεκτικές περιοχές, δηλαδή περιοχές που αντιμετωπίζουν δύσκολες συνθήκες παραγωγής και διάθεσης των προϊόντων στην αγορά, μέτρα για τη βελτίωση των γεωργικών εκμεταλλεύσεων, μέτρα για τη μεταποίηση και εμπορία των γεωργικών προϊόντων, καθώς και για τη συλλογική δράση των παραγωγών. Για τις ορεινές και μειονεκτικές περιοχές καθιερώθηκε η χορήγηση εξισωτικής αποζημίωσης, δηλαδή μιας ενίσχυσης του εισοδήματος με την οποία θεωρητικά αντισταθμίζονται τα μειονεκτήματα των περιοχών αυτών. Για τη βελτίωση των γεωργικών εκμεταλλεύσεων και για τη μεταποίηση και εμπορία των γεωργικών προϊόντων προβλέπονται επιχορηγήσεις για διάφορες μορφές επενδύσεων και για τη συλλογική δράση των παραγωγών χορηγούνται κίνητρα. |