Λεξικό Λογοτεχνικών Όρων (Γυμνασίου-Λυκείου)
Tαξιδιωτική λογοτεχνία   Τέχνη για την τέχνη
Τ
Tαξιδιωτική λογοτεχνία

Με τον όρο «ταξιδιωτική λογοτεχνία» χαρακτηρίζουμε συνήθως μια ιδιαίτερη ομάδα πεζών κειμένων, στα οποία οι συγγραφείς προσπαθούν να μας μεταφέρουν τις εντυπώσεις τους από χώρες ή περιοχές τις οποίες έτυχε να επισκεφθούν κάποια στιγμή.

Λέγοντας ότι οι συγγραφείς μεταφέρουν τις ταξιδιωτικές εντυπώσεις τους, δεν πρέπει να φανταστούμε ότι τα κείμενά τους είναι απλές περιγραφές των όσων είδαν. Ένα ταξιδιωτικό λογοτεχνικό κείμενο περιλαμβάνει συνήθως μια ολοκληρωμένη άποψη του συγγραφέα για τον τόπο που επισκέφθηκε, για την ιστορία του, για τους ανθρώπους του, τη νοοτροπία και τον τρόπο ζωής τους κτλ.· κι όλα αυτά, βέβαια, γραμμένα με ένα ιδιαίτερο ύφος και τεχνική, καθώς και με πολύ έντονο το προσωπικό και υποκειμενικό στοιχείο, πράγμα που δίνει στο κείμενο τη λογοτεχνική του αξία και το κάνει να ξεχωρίζει.

Η ταξιδιωτική λογοτεχνία γεννήθηκε ουσιαστικά μέσα από το κλίμα του περιηγητισμού, που επικράτησε στην Ευρώπη από τα τέλη του 18ου αιώνα και μετά. Αποφασιστικό ρόλο σ' αυτή την εξέλιξη έπαιξε το κίνημα του ρομαντισμού, που έδειξε ιδιαίτερο ενδιαφέρον για μακρινούς και άγνωστους τόπους και πολιτισμούς, καθώς και την τάση του για περιπέτεια και φυγή. Οι μεγάλοι περιηγητές και ταξιδιώτες της εποχής κατέγραφαν τις ταξιδιωτικές τους εμπειρίες σε ημερολόγια ή στην αλληλογραφία τους και από αυτές τις πρώτες καταγραφές γεννήθηκε τελικά η ταξιδιωτική λογοτεχνία. Όλη αυτή η τάση ενισχύθηκε, άλλωστε, και απ' το πνεύμα του κοσμοπολιτισμού, το οποίο επικράτησε από τα μέσα του 19ου αιώνα και μετά σε όλο το δυτικό κόσμο.

Σε ό,τι αφορά τη νεοελληνική λογοτεχνία, η ακμή του συγκεκριμένου είδους συνδέεται κυρίως με συγγραφείς που δραστηριοποιούνται στα χρόνια του μεσοπολέμου, οπότε το κλίμα του κοσμοπολιτισμού φτάνει πολύ έντονο και στη χώρα μας. Ενδεικτικά, μπορούμε να αναφέρουμε συγγραφείς όπως το Νίκο Καζαντζάκη, τον Κώστα Ουράνη, τον Ι. Μ. Παναγιωτόπουλο, τον Πέτρο Χάρη κ.ά. Ειδικά οι δύο πρώτοι έγραψαν πλήθος ταξιδιωτικών κειμένων. Για παράδειγμα, ο Καζαντζάκης εξέδωσε τις ταξιδιωτικές του εντυπώσεις απ' όλα σχεδόν τα μέρη που επισκέφθηκε, με το γενικό τίτλο Ταξιδεύοντας: για την Ισπανία, την Ιταλία και την Αίγυπτο (1927), για την Ισπανία και πάλι στην περίοδο του εμφυλίου πολέμου (1937), για την Ιαπωνία και την Κίνα (1937), για την Αγγλία (1941)· μετά το θάνατό του κυκλοφόρησαν και οι εντυπώσεις του από τη Ρωσία, την Ιερουσαλήμ, την Κύπρο και την Πελοπόννησο. Από την πλευρά του, ο Ουράνης έγραψε κείμενα όπως το «Sol y sombra» για την Ισπανία και το «Γλαυκοί δρόμοι» για τη Μεσόγειο, τα οποία διακρίνονται για το γλαφυρό τους ύφος και το έντονο κοσμοπολίτικο πνεύμα τους. Ο ίδιος ο Ουράνης έλεγε ότι αποτελούσαν ένα μέσο διαφυγής από τη σύγχρονη ζωή, τον πυρετό, τις ανησυχίες, τα προβλήματα και τη ρουτίνα της.

Για ένα διάστημα, λοιπόν, το είδος της ταξιδιωτικής λογοτεχνίας ήταν αρκετά αγαπητό και διαδεδομένο, τόσο στη χώρα μας όσο και αλλού. Σήμερα, όμως, τα πράγματα δείχνουν να έχουν αλλάξει: τα ταξιδιωτικά κείμενα λιγοστεύουν συνεχώς. Οι λόγοι που επέφεραν αυτή την αλλαγή δε συνδέονται τόσο με τη λογοτεχνία όσο με τις εξελίξεις στον τρόπο ζωής μας και στον κόσμο γενικότερα. Για παράδειγμα, τα ταξίδια είναι σήμερα πολύ πιο εύκολα και πιο φτηνά απ' ό,τι στο παρελθόν, με αποτέλεσμα να ταξιδεύουν περισσότεροι άνθρωποι· επιπλέον, το βιβλίο δε συνιστά πια τη βασική πηγή πληροφόρησης για τέτοιου είδους θέματα: το ρόλο αυτό έχουν πλέον αναλάβει τα μέσα μαζικής ενημέρωσης, όπως για παράδειγμα η τηλεόραση, τα περιοδικά κτλ. Με λίγα λόγια, οι άνθρωποι δεν έχουν πια ιδιαίτερους λόγους να θέλουν να διαβάσουν ταξιδιωτικές εντυπώσεις γραμμένες από άλλους· και όταν οι αναγνώστες παύουν να ενδιαφέρονται για ένα είδος κειμένων, αυτόματα σταματούν να ασχολούνται με αυτό και οι συγγραφείς.

 

 

Τέχνη για την τέχνη

Ο όρος "τέχνη για την τέχνη" αποτελεί κατά λέξη μετάφραση του αντίστοιχου γαλλικού όρου («l' art pour l' art») και προσπαθεί να εκφράσει με τρόπο λακωνικό μία ορισμένη άποψη για την τέχνη: ότι, δηλαδή, κάθε έργο τέχνης χαρακτηρίζεται από αυτάρκεια και αυτονομία.

Πιο συγκεκριμένα, σύμφωνα με τους υποστηρικτές αυτής της άποψης, το έργο τέχνης αποτελεί έναν ξεχωριστό κόσμο, μοναδικό και ανεπανάληπτο, με δική του συνοχή, και, συνεπώς, είναι ένα αντικείμενο που πρέπει να το απολαμβάνουμε καθαυτό χωρίς καμία αναφορά σε οποιοδήποτε εξωτερικό στοιχείο. Μ' άλλα λόγια, η τέχνη δε χρησιμεύει σε κάτι, δεν είναι ένα μέσο για να φτάσουμε σε κάποιον άλλο εξωτερικό στόχο, αλλά είναι ταυτόχρονα μέσο και στόχος.

Η άποψη αυτή, την οποία πολύ συνοπτικά εκθέσαμε εδώ, φαίνεται ότι ξεκίνησε απ' τους Γερμανούς ρομαντικούς αλλά τη συναντάμε και στη Γαλλία και στην Αγγλία, ήδη από τις πρώτες δεκαετίες του 19ου αιώνα. Μάλιστα, το 1818 διατυπώνεται για πρώτη φορά και ο όρος «τέχνη για την τέχνη» από το Γάλλο στοχαστή Victor Cousin.

Ειδικά σε ό,τι αφορά τη λογοτεχνία, ο όρος «τέχνη για την τέχνη» αναφέρεται κυρίως στην ποίηση. Πάντα στη Γαλλία, ποιητές όπως ο Charles Baudelaire και ο Theophile Gautier, επηρεασμένοι και από τις απόψεις του Αμερικανού Edgar Allan Poe, αντιμετωπίζουν την ποίηση ως μια προσπάθεια βίωσης της καθαρής ομορφιάς, μέσα από το ρυθμό και τις λέξεις, με πλήρη αδιαφορία για τα εξωτερικά στοιχεία. Τις απόψεις αυτές υιοθετούν ως ένα βαθμό αργότερα οι συμβολιστές, και ειδικά οι υποστηρικτές της λεγόμενης καθαρής ποίησης.

Στα ίδια περίπου πλαίσια κινείται και ο Βρετανός A. C. Bradley, που το 1901 εκφράζει την άποψη ότι η εμπειρία της ποίησης είναι αυτοσκοπός και ότι η ποιητική αξία συνδέεται αποκλειστικά με την αισθητική απόλαυση και όχι με την πραγματικότητα, με την οποία το ποίημα δε συναντιέται ποτέ, αφού είναι ένας αυτόνομος, παράλληλος κόσμος, με δικούς του κανόνες.

Είναι γεγονός ότι τις πρώτες δεκαετίες του αιώνα μας, οι ιδέες αυτές είχαν πολύ μεγάλη απήχηση μεταξύ των λογοτεχνών και των καλλιτεχνών. Ειδικά στον άγγλο-σαξονικό κόσμο, γύρω στο 1920, το σύνθημα «η τέχνη για την τέχνη» ήταν η κυρίαρχη άποψη.

Εξάλλου, θα πρέπει να πούμε ότι από το συγκεκριμένο σύνθημα επηρεάστηκαν ως ένα βαθμό και αρκετοί κριτικοί του αιώνα μας, που υποστήριξαν σθεναρά την άποψη ότι τα λογοτεχνικά κείμενα συνιστούν κόσμους αυτόνομους και αυτάρκεις και προσφέρονται μόνο για εσωτερική μελέτη, χωρίς καμία αναφορά σε στοιχεία εξωτερικά. Σχολές όπως ο ρωσικός φορμαλισμός, η αγγλο-αμερικανική νέα κριτική ή ο δομισμός, δεν ανατρέχουν σε βιογραφικά, ιστορικά, κοινωνιολογικά, ψυχολογικά ή άλλα εξωτερικά στοιχεία αλλά ερμηνεύουν τα κείμενα με βάση τα εσωτερικά τους χαρακτηριστικά και τους νόμους που διέπουν τον κόσμο της λογοτεχνίας.

(Βλ. Καθαρή ποίηση, Κριτική, Συμβολισμός)

 

 

eikonaT01