ΓΛΩΣΣΙΚΑ ΣΧΟΛΙΑ | ἁνήρ (αντί ὁ ἀνήρ) βέβηκεν | ο άντρας έφυγε | | ταχὺς (επιρρ. κατηγ.) | βιαστικά, γρήγορα | | νοῦς τηλικοῦτος (αντί τηλικούτου) | η ψυχή τόσο νέου | | βαρὺς | επικίνδυνος, επίφοβος | | ἀλγήσας (υποθ. μτχ.) | αν πονέσει | | φρονῶ μεῖζον | μεγαλοφρονώ, μεγαλοπιάνομαι | | ἤ κατ' ἄνδρα ἰὼν | από ό,τι ταιριάζει σ' έναν άνθρωπο | | τὼ κόρα τώδ' (αιτ. δυϊκ. αρ.) | αυτές τις δύο κόρες | | ἀπαλλάσσω μόρου | γλυτώνω από τον θάνατο | 770 | ἄμφω αὐτὼ (δυϊκ. αρ.) | και τις δύο αυτές το ἄμφω για έμφαση | | οὐ (ενν. νοῶ κατακτεῖναι) | όχι, (δε σκέφτομαι να σκοτώσω) | | τὴν μὴ θιγοῦσαν | αυτή που δεν άγγιξε (τον νεκρό), δε μετείχε | | μόρῳ ποίῳ | με ποιον τρόπο | | σφε | αυτήν | | ἐρῆμος βροτῶν στίβος | απάτητος δρόμος | | κρύψω ζώσαν | θα την θάψω ζωντανή | | κατῶρυξ -χος, ὁ | όρυγμα, σπηλιά, υπόγειος θολωτός τάφος | | φορβὴ | τροφή (κυρίως ζώων) | | ἄγος, τὸ | το μίασμα | | ὡς ἄγος μόνον (ενν. εἶναι) | ώστε απλώς, ίσα-ίσα μόνο να αποτρέψει το μίασμα | | προθεὶς (προτίθημι) | προσφέροντας, δίνοντας | | σέβει | σέβεται, τιμά | | κἀκεῖ τὸν Ἅιδην αἰτουμένη που τεύξεται τὸ μὴ θανεῖν | και εκεί παρακαλώντας τον Άδη, ίσως γλυτώσει τον θάνατο (σκληρή ειρωνεία) | | γοῦν ἀλλὰ τηνικαῦτα | τουλάχιστον, αν και αργά | | πόνος περισσός ἐστι τὰν (τὰ ἐν οἴκῳ) Ἅιδου σέβειν | είναι μάταιος κόπος να τιμά κανείς όσους βρίσκονται στον Άδη, τους νεκρούς | |