Ευριπίδης Ικέτιδες 399-455: Δημοκρατικές αντιλήψεις του Θησέα για τη διοίκηση της πόλης
ΚΗΡΥΚΑΣ
Ποιός είν’ εδώ της χώρας ο μονάρχης;
Σε ποιόν να πω το μήνυμα του Κρέοντα
που τη χώρα του Κάδμου κυβερνάει
από την ώρα που έξω εκεί στο κάστρο
ο Ετεοκλής το εφτάπυλο εσκοτώθη
από τον αδερφό του Πολυνείκη;
ΘΗΣΕΑΣ
Και πρώτα πρώτα, ξένε, άρχισες λάθος
το λόγο σου, αν ζητάς εδώ μονάρχη·
ελεύθερη είναι η πόλη μας, δεν είναι
στο χέρι ενός· ο λαός, κυρίαρχος, δίνει
την αρχή σε πολίτες για ένα χρόνο·
προνόμιο δεν υπάρχει για τον πλούσιο·
δικαιώματα έχει τα ίδια κι ο φτωχός.
ΚΗΡΥΚΑΣ
Ο λόγος σου ζαριά, που εμένα δίνει
την πρωτιά· γιατί η πόλη που με στέλνει
έχει έναν άντρα αφέντη, όχι τον όχλο·
δεν την αποκοιμίζει αυτή κανένας
με λόγια, κι έτσι για δικό του κέρδος
να τη γυρνά μια δώθε και μια κείθε·
την καλοπιάνει τούτος, τη γλυκαίνει
για μια στιγμή, και βλάβες ύστερα φέρνει,
μα με καινούριες ζαβολιές σκεπάζει
το πρώτο του το λάθος και ξεφεύγει.
Πώς δα ο λαός, που ορθή δεν έχει κρίση,
ορθά μπορεί να κυβερνά την πόλη;
Τη μάθηση ο καιρός τη δίνει κι όχι
ποτέ η βιασύνη. Ένας φτωχός ξωμάχος,
κι αν δεν του λείπει η μάθηση, η δουλειά του
δεν του δίνει καιρό για να κοιτάζει
τα κοινά. Είναι πικρό για τους αρχόντους,
όταν το λαό με ρητορείες τυλίξει
και πάρει την αρχή στα χέρια του ένας
φτωχός, που πρώτα τίποτα δεν ήταν.
ΘΗΣΕΑΣ
Νόστιμος είν’ ο κήρυκας και μάνα
σ’ αερολογίες· μα αφού σε τέτοιο αγώνα
πρωτόπαιξες το μέρος σου, άκου· εσύ
έχεις ανοίξει τη λογομαχία.
Απ’ το μονάρχη πιο βαριά δεν είναι
συμφορά σε μια πόλη. Τέτοιο κράτος,
πρώτα, δεν έχει νόμους ίσους για όλους·
ένας κρατά στο χέρι του το νόμο
κι αφέντης είναι· ισότητα καμία.
Ενώ γραμμένοι νόμοι όταν υπάρχουν,
δικαιώματα ίσα έχουν φτωχοί και πλούσιοι.
Μπορεί ο φτωχός στον πλούσιο, αν τον προσβάλει,
να του απαντήσει με τον ίδιο τρόπο·
τρανούς νικά ο μικρός, αν έχει δίκιο.
Τη λευτεριά ένας λόγος φανερώνει:
«ποιός για την πόλη ωφέλιμη έχει γνώμη
και θέλει να τη φέρει εδώ στη μέση;»
και λεύτερα ο καθείς μιλά ή σωπαίνει.
Ποιά ισότητα είν’ ανώτερη από τούτη;
Κι όπου ο λαός αφέντης είναι, βλέπει
με χαρά του ν’ ακμάζουν παλικάρια·
μα ο βασιλιάς μισεί ένα τέτοιο πράμα,
κι όπου έξυπνος κι αντρείος, τον ξεπαστρεύει,
γιατί τρέμει το θρόνο του μη χάσει.
Τη δύναμή της πώς λοιπόν μια πόλη
μπορεί να την κρατήσει, πέστε μου, όταν,
σα μέσα σ’ ανοιξιάτικο λιβάδι,
της λεβεντιάς θερίζουνε το στάχυ,
το βλαστάρι της νιότης; Βιος και πλούτο
γιατί για τα παιδιά σου να μαζεύεις;
πιο πλούσιος για να γίνεται ο μονάρχης
με τα δικά σου κόπια; Ή μες στο σπίτι
γιατί καλά τις κόρες ν’ αναθρέφεις;
ηδονές του μονάρχη να ετοιμάζεις,
όποτε θέλει, και για σένα δάκρυα;
Κάλλιο ας πεθάνω, αν είναι τα παιδιά μου
να συρθούν στανικά σε γάμου κλίνη.
[πηγή: Ευριπίδης: Οι Ικέτισσες, οι Τρωαδίτισσες, οι Βάκχες (μτφ.) Θρ. Σταύρου, εκδ. Άλφα, Αθήνα 1952] |