Αισχύλος Χοηφόρες 129-146: Σπονδές στους νεκρούς και κατάρες εις βάρος των εχθρών

Κ’ ενώ εγώ χύνω στους νεκρούς τις χοές τούτες,
κράζω και λέω του πατέρα μου: Ελεήσου
και με και τον Ορέστη σου, για να γενούμε
κύριοι ξανά στα σπίτια μας· γιατ’ έτσι τώρα
σαν πουλημένοι από την ίδια μας τη μάνα
γυρνούμε αλήτες, κι άλλαξε άντρα αντίς εσένα
τον Αίγιστο, του φόνου σου συνένοχό της·
κι ενώ για δούλα εγώ περνώ κι ο Ορέστης είναι
απ’ τ’ αγαθά του εξόριστος, μες στα δικά σου
τα κόπια εκείνοι απόκοτα χαρoκοπούνε.
Μ’ άκου, πατέρα, τις ευχές μου εσύ και κάμε
να φέρει τον Ορέστη εδώ κάποια μας τύχη.
Δώσε κι εγώ από τη μητέρα μου να γίνω
πιο ενάρετη πολύ κι αγνότερη στα χέρια.
Για μας είν’ οι ευχές αυτές· για τους εχθρούς μας
είθε ας φανεί, πατέρα μου, ο εκδικητής σου,
που να ’βρουν δίκαιο θάνατο με τη σειρά τους.
Αυτά στη μέση της καλής ευχής μου βάζω
λέγοντας τις κακές για κείνους τις κατάρες.

[πηγή: Ι.Ν. Γρυπάρης, Οι τραγωδίες του Αισχύλου. Ι Ικέτιδες, Πέρσες, Επτά επί Θήβας, Προμηθέας Δεσμώτης, ΙΙ Ορέστεια: Αγαμέμνων, Χοηφόροι, Ευμενίδες (μτφ), Εστία 2001]

info