Μα τη μανία του Καπανέα πώς να σου περιγράψω;
Σκάλα ψηλή κρατώντας προς το τείχος επλησίαζε,
ασύδοτα κομπάζοντας πως ούτε ο θείος κεραυνός
του Δία θα τον εμπόδιζε την πόλη μας από άκρη σε άκρη
να κυριέψει. Και όπως φώναζε, βροχή πάνω του οι πέτρες
έπεφταν· αλλά αυτός, ζαρώνοντας κάτω από την ασπίδα,
ανέβαινε σιγά-σιγά ένα-ένα τα σκαλιά. Αλλά μόλις
πλησίασε τα γείσα των τειχών, τον έπληξε του Δία
ο κεραυνός· και η γη ετραντάχθηκε· και όλους μας τότε
μας πήρε ο φόβος. Και ο Καπανέας εκσφενδονίστηκε
από τη σκάλα, διαμελισμένος, τα μαλλιά του
κατά τον ουρανό, κατά το χώμα το αίμα του,
τα χέρια και τα πόδια του να στροβιλίζονται,
σαν του Ιξίονα τον τροχό, ώσπου κατακεραυνωμένος
στη γη έπεσε νεκρός. |