Λατινική Γραμματική (Γ΄ Γενικού Λυκείου)

ΜΕΡΟΣ Γ΄

ΣΥΝΘΕΤΟΣ ΛΟΓΟΣ

ΕΚΤΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ

ΥΠΟΤΑΚΤΙΚΗ ΣΥΝΔΕΣΗ ΠΡΟΤΑΣΕΩΝ

α´) Προεισαγωγικές παρατηρήσεις.

176. Και στην αρχαία ελληνική και στη λατινική η υποτακτική σύνδεση των προτάσεων προήλθε από την παρατακτική. Στη λατινική εξαρχής ήταν δυνατό κάποια λέξη της μιας από τις δύο παρατασσόμενες προτάσεις, που περιείχε ένα δευτερεύον νόημα (συνήθως αντωνυμία ή επίρρημα), με κάποιο ιδιαίτερο τόνο, να θεωρείται ότι κατά κάποιον τρόπο αυτή είναι ο κρίκος που συνδέει τις δύο προτάσεις, ότι η ίδια αυτή λέξη εισάγει την άλλη πρόταση και φανερώνει τη λογική σχέση των δύο προτάσεων.

Έτσι π.χ. ο αιτιολογικός σύνδεσμος quod (ότι, γιατί) προήλθε από την ενική αιτιατική του ουδετέρου της αναφορικής αντωνυμίας qui (§ 60), δηλ. από το quod = ό (ό,τι). Καθώς λοιπόν το quod αυτό στη σύνταξη λαμβανόταν ως αιτιατική του κατά τι ή της αναφοράς, μπορούσε να αναφέρεται σε ουδέτερο δεικτικής αντωνυμίας, όπως hoc, illud, id κτλ. (π.χ. in hoc sumus sapientes, quod naturam sequĭmur εἰς τοῦτο σοφοί ἐσμεν, ὅ,τι [= ως προς ό,τι] τῇ φύσει ἀκολουθοῦμεν).

Αλλά στην παράταξη προτάσεων, όπως π.χ. quod me valēre putas, (id) erras (ως προς το ότι νομίζεις ότι υγιαίνω, ως πρός τούτο πλανάσαι), το quod εισάγει πραγματικό γεγονός (δηλ. τη γνώμη του άλλου για την υγεία). Αυτό όμως το γεγονός είναι δυνατό να νομίζεται και ως αίτιο εκείνου που σημαίνει το ρήμα της άλλης προτάσεως (erras), ώστε το νόημα της φράσεως να παίρνει αυτή τη σημασία: « πλανάσαι (νομίζων), διότι νομίζεις (που νομίζεις) ότι εγώ υγιαίνω ».

Με τον τρόπο αυτό από το πραγματικό quod προέκυψε το καθαρώς αιτιολογικό quod, όπως π.χ. quadeo, quod vales χαίρω, γιατί είσαι υγιής. (Πρβ. και § 154, 1, Σημ.). Το ίδιο συμβαίνει και με τον υποθετικό σύνδεσμο si, που προήλθε από το επίρρημα sic (= ούτω) και χρησιμοποιείται σε (ευχετικές) προτάσεις (§ 172, 1, γ´), όπως π.χ. sic te amet Venus! είθε έτσι να σε αγαπά η Αφροδίτη! si haberemus illos leones! είθε να είχαμε εκείνα τα λιοντάρια! (πβ. ούτω νυν Ζευς θείη - έτσι να δώσει ο θεός).

Αλλά σε παράταξη προτάσεων, όπως π.χ. ο si tacuisses∙ philosophus mansisses (= ω είθε να έχεις σιωπήσει! θα είχες μείνει φιλόσοφος), το si μπορούσε να θεωρηθεί και ως υποθετικό (ω αν είχες σιωπήσει κτλ.).

β´) Για τη χρήση των χρόνων στις εξαρτημένες προτάσεις.

177. Προεισαγωγή. 1) Στην αρχαία ελληνική (βλ. το συντακτικό της) είναι συνηθισμένη η έγκλιση, η οποία μεταβάλλεται στις εξαρτημένες προτάσεις ανάλογα με το χρόνο του ρήματος της κύριας προτάσεως, αν δηλ. αυτός είναι αρκτικός ή ιστορικός, (πβ. π.χ. χαίρω ότι ευδοκιμείς. Οι στρατηγοί εθαύμαζον ότι Κύρος ου φαίνοιτο, κ.τ.τ.). Ο χρόνος του ρήματος της δευτερεύουσας προτάσεως μπορεί να παραμένει ο ίδιος και όταν αλλάζει ο χρόνος του ρήματος της κύριας προτάσεως. (Π β. λέγω ταύτα, ίνα πεισθήτε - ερώ ταύτα, ίνα πεισθήτε - έλεγον ή είπον ταύτα, ίνα πεισθήτε ή ίνα πεισθείητε).

2) Στη λατινική είναι ορισμένη κάθε φορά και η έγκλιση στην οποία εκφέρεται η δευτερεύουσα πρόταση ανάλογα προς το νόημα της φράσεως (πβ. π.χ. exspectavimus dum pater venit περιμείναμε ώσπου ήρθε ο πατέρας, - exspectavimus, dum pater veniret περιμείναμε ώσπου να έρθει ο πατέρας), χρόνος όμως του ρήματος στη δευτερεύουσα πρόταση που εκφέρεται με υποτακτική δεν μπορεί να μείνει ο ίδιος, όταν αλλάξει ο χρόνος του ρήματος της κύριας προτάσεως. (πβ. non sum ita hebes, ut istud dicam δεν είμαι τόσο κουτός, ώστε να ειπώ αυτό αλλά non eram ita hebes, ut istud dicĕrem δεν ήμουν τόσο κουτός, ώστε να ειπώ αυτό κτλ.). Ακολουθεί δηλ. στη δευτερεύουσα πρόταση, όταν αυτή εκφέρεται με υποτακτική, ορισμένος κάθε φορά χρόνoς της υποτακτικής, που εξαρτάται από το χρόνο του ρήματος της κύριας προτάσεως, αν δηλ. αυτός είναι αρκτικός ή ιστορικός (§ 166, 4, Σημ. β).

178. Κανόνας της ακολουθίας των χρόνων (consecutio temporum). Στη δευτερεύουσα (εξαρτημένη) πρόταση που εκφέρεται με υποτακτική.

1) όταν το ρήμα της προτάσεως, την οποία προσδιορίζει η δευτερεύουσα (εξαρτημένη), είναι χρόνου αρκτικού (δηλ. ενεστώτα ή κυρίως παρακειμένου ή απλού ή τετελεσμένου μέλλοντα), τίθεται επίσης χρόνος αρκτικός, (ενεστώτας αν πρόκειται για πράξη σύγχρονη ή διαρκή στο παρόν, και παρακείμενος, αν πρόκειται για πράξη τετελεσμένη ή παρελθούσα στο παρόν και τέλος μέλλων, αν πρόκειται για πράξη μελλοντική), π.χ.

quaero ερωτώ  quid scribas τι γράφεις
quaesīvi έχω ερωτήσει quid scripsĕris, τι έχεις γράψει ή τι έγραψες
quaeram θα ερωτήσω quid scripturus sis τι μέλλεις
quaesivero θα έχω ερωτήσει να γράψεις ή τι θα γράψεις.

2) όταν το ρήμα της προτάσεως, την οποία προσδιορίζει η δευτερεύουσα, είναι χρόνου ιστορικού (δηλ. παρατατικού, ιστορικού παρακειμένου, § 162, 2 α´ ή υπερσυντελίκου), τίθεται επίσης ιστορικός χρόνος, (παρατατικός, αν πρόκειται για πράξη σύγχρονη ή διαρκή στο παρελθόν, υπερσυντέλικος, αν πρόκειται για πράξη τετελεσμένη στο παρελθόν ή χρονικώς πρωτύτερη από την πράξη που δηλώνει η κύρια πρόταση, και παρατατικός της περιφραστικής συζυγίας, δηλ. τύπου σε -urus essem, § 82, 1, αν πρόκειται για μελλοντική πράξη στο παρελθόν, δηλ. χρονικώς υστερότερη από την πράξη που δηλώνει η κύρια πρόταση).

quaerēbam ερωτούσα quid scribĕres τι έγραφες
quaesīvi ερώτησα quid scripsisses τι είχες γράψει ή τι έγραψες
quaesiveram είχα ερωτήσει quid scripturus esses τι έμελλες να γράψεις
ή τι θα έγραφες.

Σημείωση 1.Δευτερεύουσα πρόταση που εκφέρεται με υποτακτική μπορεί να εξαρτάται και από απαρέμφατο ή μετοχή (ενεστώτα ή μέλλοντα) ή από σουπίνο, γερούνδιο ή γερουνδιακό. Οι παραπάνω τύποι στην ακολουθία των χρόνων θεωρούνται ως χρόνοι αρκτικοί ή ιστορικοί, καθόσον και το ρήμα της προτάσεως στην οποία ανήκουν είναι χρόνου αρκτικού ή ιστορικού: Alhenienses Delphos miserunt consultum, quo modo se delenderent οι Αθηναίοι έστειλαν (απεσταλμένους) στους Δελφούς, για να συμβουλευθούν (το μαντείο) με ποιο τρόπο να υπερασπίσουν τον εαυτό τους. (Το σουπίνο consultum, § 75, 3, από το οποίο εξαρτάται η πρόταση quo .. defenderent, είναι χρόνου ιστορικού, επειδή το ρήμα miserunt είναι ιστορικού παρακειμένου ή αορίστου, § 162, 2, α).

Σημείωση 2.Ο ιστορικός ενεστώτας στην ακολουθία των χρόνων λογαριάζεται άλλοτε ως αρκτικός χρόνος (όπως είναι και γραμματικώς). άλλοτε ως ιστορικός (δηλ. perfectum historĭcum,§ 166, 2, α´, όπως είναι λογικώς).