Λατινική Γραμματική (Γ΄ Γενικού Λυκείου)

ΜΕΡΟΣ Β´

ΠΕΜΠΤΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ

ΧΡΟΝΟΙ ΚΑΙ ΕΓΚΛΙΣΕΙΣ

165. Προεισαγωγική παρατήρηση. Το χρονικό σύστημα του ρήματος της λατινικής γλώσσας διαφέρει εξωτερικά από το σύστημα της αρχαίας Ελληνικής, επειδή δεν έχει ιδιαίτερο χρόνο που να αντιστοιχεί προς τον αόριστο της Ελληνικής (§ 74, 4). Αντίθετα όμως το ρήμα της Λατινικής έχει ιδιαίτερους τύπους υποτακτικής στον παρατατικό, τον υπερσυντέλικο και το μέλλοντα που δεν έχει η Ελληνική. Με αυτούς τους επιπλέον τύπους της υποτακτικής και γενικά με τον τρόπο με τον οποίο χρησιμοποιούνται οι χρόνοι του ρήματος στη λατινική γλώσσα, ορίζεται με μεγαλύτερη ακρίβεια σ´ αυτή παρά στην αρχαία Ελληνική η χρονική σχέση δύο ή περισσότερων πράξεων μεταξύ τους και προς το χρονικό σημείο κατά το οποίο ομιλεί ο λέγων (βλ. παραδείγματα στα επόμενα).

1. Οι χρόνοι στην οριστική.

166. 1) Η σημασία και η χρήση του ενεστώτα, του παρατατικού και του απλού μέλλοντα είναι η ίδια στη Λατινική και στην αρχαία Ελληνική∙

2) ο παρακείμενος (§ 74, 5, δ´) χρησιμοποιείται

α´) ως ισοδύναμος με τον αόριστο της αρχαίας Ελληνικής (perfēctum historĭcum): Catilina coniurationem fecit ο Κατιλίνας συνωμοσία έκαμε∙

β´) όπως ο (αποτελεσματικός) παρακείμενος στην αρχαία Ελληνική (perfectum praesens ή logicum): scripsi epistulam ( γέγραφα =) έχω γράψει ή έχω γραμμένη την επιστολή∙

3) ο υπερσυντέλικος χρησιμοποιείται όπως και στην αρχαία Ελληνική: scripseram epistulam (εγεγράφειν =) είχα γράψει ή είχα γραμμένη την επιστολή. Αλλά στη Λατινική ο υπερσυντέλικος χρησιμοποιείται ακόμη σε δευτερεύουσες (υποτελείς) προτάσεις, για να δηλωθεί ότι η πράξη που μνημονεύεται στη δευτερεύουσα πρόταση είναι χρονικά πρωτύτερη από την πράξη που μνημονεύεται στην κύρια πρόταση (η πράξη και στις δύο προτάσεις αναφέρεται στο παρελθόν): legati quos miserat, redierunt οι πρέσβεις, που έστειλε, επέστρεψαν (πβ. οι Κερκυραίοι Κυλλήνην ενέπρησαν, ότι ναυς παρέσχον Κορινθίοις∙ όχι: παρεσχήκεσαν).

4) ο τετελεσμένος μέλλων χρησιμοποιείται όπως και στην αρχαία Ελληνική: scripsero epistulam (γεγραφώς έσομαι =) θα έχω γράψει ή θα έχω γραμμένη την επιστολή. Ακόμη χρησιμοποιείται σε δευτερεύουσες (υποτελείς) προτάσεις για να δηλωθεί ότι η μνημονευόμενη μέλλουσα πράξη στη δευτερεύουσα πρόταση είναι χρονικά πρωτύτερη από τη μνημονευομένη μέλλουσα πράξη στην κύρια πρόταση: quidquid petiĕris (τετ. μέλλ.) tibi dabītur (απλός μέλλ.) ό,τι κι αν ζητήσεις, θα σου δοθεί.

Σημείωση 1.Όπως στην αρχαία Ελληνική υπάρχουν και στη Λατινική 1) παρακείμενοι με σημασία ενεστώτα, όπως nōvi = scio ξέρω (πρβ. οιδα), constĭti = stο στέκομαι (πβ. εστηκα) κτλ., 2) υπερσυντέλικοι με σημασία παρατατικού, όπως noveram = sciebum ήξερα  (πβ. ῄδειν), constiteram = stabam στεκόμουν (πβ. ειστήκειν κτλ., 3) τετελεσμένοι μέλλοντες με σημασία απλού μέλλοντα, όπως novero = sciam θα ξέρω, constitero = stabo θα σταθώ (πβ. εστήξω) κτλ. βλ. και § 98,1.

Σημείωση 2.Στη σύνταξη της Λατινικής αρκτικοί χρόνοι είναι ο ενεστώς, οι δύο μέλλοντες και ο κυρίως παρακείμενος, ιστορικοί ο παρατατικός, ο ιστορικός παρακείμενος και ο υπερσυντέλικος.

167. Χρήση των χρόνων στην επιστολογραφία. Η χρήση των χρόνων του ρήματος στις επιστολές είναι ιδιόρρυθμη στη Λατινική. Για τον καθορισμό του χρόνου των διαφόρων πράξεων, για τις οποίες γίνεται λόγος στις επιστολές, ο γράφων έχει συνήθως υπόψη του το χρονικό σημείο κατά το οποίο ο παραλήπτης θα έχει στα χέρια του και θα διαβάζει την επιστολή. Για το λόγο αυτό στις επιστολές χρησιμοποιείται παρατατικός αντί ενεστώτα, υπερσυντέλικος αντί παρακειμένου, παρακείμενος (αόριστος) αντί μέλλοντα: Nihil habebam (= habeo), quod scribĕram (= scribam), neque enim novi quicquam audieram (= audivi) et ad tuas omnes rescripseram pridie (= rescripsi heri) τίποτε δεν έχω να σου γράψω, διότι ούτε κάποιο νέο έχω ακούσει και σε όλες τις επιστολές σου απάντησα χθες. Commentarium dedi ei, qui has litteras tibi dedit (= dabit) έδωσα σ’ αυτόν υπόμνημα, ο οποίος θα σου δώσει αυτή την επιστολή.

Σημείωση. Για τη σημασία και τη χρήση των χρόνων του ρήματος στην υποτακτική σε ανεξάρτητες ή σε εξαρτημένες προτάσεις βλ. παρακάτω στα σχετικά κεφάλαια.

2. Οι εγκλίσεις στις ανεξάρτητες προτάσεις.

168. Προεισαγωγική παρατήρηση. Από συντακτική και σημασιολογική άποψη οι εγκλίσεις και στη Λατινική είναι περισσότερες από όσες φαίνονται τυπικά (§ 75, 4). Ποικίλες κυρίως είναι οι σημασίες και οι χρήσεις της υποτακτικής (coniunctīvus), με την οποία παλαιότερα συγχωνεύτηκε και η ευκτική (optatīvus). Έτσι λοιπόν η coniunctivus λαμβάνεται ως αντίστοιχη όχι μόνο της υποτακτικής της αρχαίας Ελληνικής, αλλά και της ευκτικής και της προστακτικής, σε ορισμένες μάλιστα περιπτώσεις ως αντίστοιχη και της οριστικής (βλ. παραδείγματα στα επόμενα).

169. α´) Indicatīvus. Και στη Λατινική η οριστική είναι έγκλιση του πραγματικού, φανερώνει δηλ. κάτι το πραγματικό ή αντικειμενικό ή κατά τον ισχυρισμό του λέγοντος (άρνηση non ου = δε(ν), neque κτλ.): Catilina coniurationem fecit, (βλ. § 166, 2, α´)∙ hoc fiĕri non potest αυτό δεν είναι δυνατό να γίνει.

Σημείωση. Και στη Λατινική ορισμένες λέξεις ή εκφραστικοί τρόποι τροποποιούν το νόημα της οριστικής και έτσι φανερώνει η οριστική κάτι αντίθετο του πραγματικού, ή κάτι που δεν πραγματοποιείται ή δεν πραγματοποιήθηκε, ενώ ο λέγων είχε αντίθετη γνώμη ή επιθυμία: paene mei oblītus sum (ολίγον επελαθόμην =) λίγο έλειψε να λησμονήσω, αλλά δε λησμόνησα· aequum est (ή aequum erat) hoc facere (χρη ή εχρήν τούτο ποιείν =) αυτό πρέπει ή έπρεπε να κάμεις, αλλά δεν το κάνεις ή δεν το έκαμες. Πβ. έδει τα ενέχυρα τότε λαβείν.

170. β´) Imperatīvus (§ 47, 4, γ´). Και στη Λατινική η προστακτική φανερώνει προσταγή ή απαγόρευση, προτροπή ή συμβουλή ή αποτροπή, παράκληση, παραχώρηση, κ.τ.τ. lege διάβαζε∙ properate σπεύδετε, σπεύσατε.

Χρησιμοποιείται 1) η προστακτική του ενεστώτα (που έχει μόνο β´ πρόσωπο), όταν πρόκειται να δηλωθεί ότι το προσταττόμενο πρέπει να γίνει άμεσως ή να γίνεται πάντοτε: egredĕre ex urbe, Catilina, educ tecum omnes tuos: purga urbem Φύγε από την πόλη, Κατιλίνα, βγάλε μαζί σου όλους τους συνεργάτες σου∙ καθάρισε την πόλη∙ iustitiam cole et pietatem να ασκείς δικαιοσύνη και ευσέβεια.

2) η προστακτική του μέλλοντα, όταν πρόκειται να δηλωθεί ότι το προσταττόμενο δεν πρέπει να γίνει αμέσως αλλά στο μέλλον γενικά ή αφού προηγουμένως γίνει κάποια άλλη πράξη: cras petito (β´ ενικ.)∙ tibi dabĭtur αύριο ζήτησε∙ θα σου δοθεί∙ respondēto (β' ενικ.) ad ea, quae rogavero να απαντήσεις σ’ εκείνα τα οποία θα σε ρωτήσω (ενν. αφού προηγουμένως σε ρωτήσω∙ πβ. §166, 4).

Η χρήση της προστακτικής του μέλλοντα είναι κανονική στις επιταγές των νόμων, (επειδή αυτές αναφέρονται γενικώς στο μέλλον): regio imperio duo sunto iique consules appellantor: nemini parento τη βασιλική αρχή να έχουν δύο άνδρες και αυτοί να ονομάζονται ύπατοι∙ σε κανένα να μην υπακούουν.

Σημείωση.Βλ. και § 98, 2, γ´. Ηπιότερη γίνεται n προστακτική με τη χρήση υποτακτικής με τo velim (§ 95)∙ dicas mihi velim πες μου, αν ευαρεστείσαι (κυρίως = θα ᾿θελα να μου πεις).

171. Σε απαγόρευση ή αποτροπή κανονικά χρησιμοποιείται

1) το ne (μη), αλλά με υποτακτική ενεστώτα ή παρακειμένου = hoc ne facias ή ne fecĕris (υποτ. παρακμ.) (μη ποίει ή μη ποιήσῃς τούτο =) αυτό μην το κάνεις ή μην το κάμεις, puer ne telum habeat το παιδί να μην έχει όπλο.

Με προστακτική χρησιμοποιείται το (απαγορευτικό) ne μόνο στους ποιητές και σε κείμενα νόμων: hominem mortuum in urbe ne sepelīto neve urĭto άνθρωπο νεκρό μέσα στην πόλη κανένας να μη θάπτει, μήτε να καίει (πρβ. § 168, 2).

2) στο β´ πρόσωπο μόνο

α´) περίφραση από το noli ή nοlīte (§ 95) με το απαρέμφατο του ενεστώτα του σχετικού ρήματος: noli putare μη νομίζεις ή μη νομίσεις.

β) περίφραση από το fac ne (84, Σημ.) ή το cave με υποτακτική ενεστώτα του σχετικού ρήματος: fac ne quid aliud cures μη φροντίσεις για τίποτε άλλο∙ cave credas μην πιστεύεις ή μην πιστέψεις.

172. γ´) Coniunctīvus (βλ. § 168). H υποτακτική χρησιμοποιείται

1) σε προτάσεις επιθυμίας (coniunctīvus voluntatīvus) (άρνηση ne)·

α´) για να δηλωθεί προτροπή ή αποτροπή (coniunctīvus hortatīvus) κανονικά στο α´ πληθυντικό πρόσωπο του ενεστώτα: eāmus πάμε∙ ne cunctemur μην αργοπορούμε∙

β´) για να δηλωθεί προσταγή (coniunctīvus iussīvus) κανονικά στο γ´ πρόσωπο του ενεστώτα, ή για να δηλωθεί απαγόρευση (coniunctīvus prohibitīνus) με πρόταξη του απαγορευτικού ne στο β΄ πρόσωπο του αορίστου (perfecti που έχει τη σημασία του ενεστώτα εδώ) ή στο γ´ πρόσωπο του ενεστώτα ή του αορίστου: videant consules, ne quid respublica detrimenti capiat να προσέξουν οι ύπατοι μήπως πάθει καμιά βλάβη η πολιτεία (§ 129, 2, α´)· ne fecēris (να) μη κάμεις∙ ne faciat (να) μη κάμει∙ moratus sit nemo κανένας να μη βραδύνει∙

γ´) σε δήλωση ευχής (coniunctīvus optatīvus) σε όλους τους χρόνους. Μπροστά από την ευχετική ευκτική μπαίνει συνήθως το μόριο utinam (είθε): valeant mei cives μακάρι να ᾿ναι υγιείς οι συμπολίτες μου· ne vivam, si scio να μη ζήσω, αν ξέρω... ne viverem να μη ζούσα (αλλά ζω)∙ utinam viveret μακάρι να ζούσε (αλλά δε ζει)· utinam diutius νixisset μακάρι να ζούσε (ή να είχε ζήσει) περισσότερο∙

δ´) σε δήλωση παραχωρήσεως (coniunctīvus concessīvus) μόνο σε ενεστώτα ή παρακείμενο. (Στην αρχαία Ελληνική συνήθως προστακτική): odĕrint, dum timeant ας μισούν, αρκεί μόνο να φοβούνται∙

ε´) σε δήλωση απορίας στις ευθείες ερωτηματικές προτάσεις (coniunctīvus dubitatīvus ή deliberatīvus άρνηση non) σε ενεστώτα: elŏquar an sileam? να ειπώ ή να σιωπήσω; quid faciam? τι να κάμω; Εδώ ανήκει και η πολεμική coniunctīvus (και σε παρατατικό), με την οποία αυτός που ρωτάει αποκρούει ή αποδοκιμάζει έντονα εκείνο που φανερώνει το ρήμα ή δηλώνει ότι ήταν αδύνατο να γίνει διαφορετικά: huic cedāmus ? σ’ αυτόν να υποχωρήσουμε: quid facĕrem? (τι μ’ εχρήν ποιείν=) τι να έκανα; (δηλ. ήταν αδύνατο να κάμω διαφορετικά).

2 ) σε προτάσεις κρίσεως (άρνηση κανονική non)

α) για να δηλωθεί το δυνατό (coniunctīvus potentiālis) στο παρόν (σε ενεστώτα ή παρακείμενο) ή στο παρελθόν (σε παρατατικό): dicat quispiam ή dixĕrit quispiam (λέγοι τις αν είποι τις αν =) μπορεί να πει κανείς· velim (βουλοίμην αν =) θα ήθελα· qui vidēret urbem, captam (esse) dicĕret όποιος ήθελε ιδεί την πόλη, ήθελεν είπει ότι κυριεύθηκε (από τους εχθρούς).

β´) για να δηλωθεί το απραγματοποίητο (coniunctīvus irreālis) στο παρόν (σε παρατατικό) ή στο παρελθόν (σε υπερσυντέλικο): sine amicis vita tristis esset χωρίς φίλους ο βίος θα ήταν ανιαρός (αλλά δεν είναι). Ο si tacuisses, philosophus mansisses ω αν σιωπούσες, φιλόσοφος θα έμενες (αλλά δεν έμεινες).

3. Οι εγκλίσεις στις ευθείες ερωτήσεις.

173. Οι ευθείες ερωτήσεις, δηλ. οι ανεξάρτητες ερωτηματικές προτάσεις.

1) όταν αντιστοιχούν σε προτάσεις κρίσεως, εκφέρονται

α´) με οριστική όλων των χρόνων: quo vadis? πού πας: ubi fuisti? πού ήσουν: quando redībis? πότε θα γυρίσεις;

β´) με δυνητική υποτακτική (§ 172, 2, α´): quis credat hoc? ποιος μπορεί να το πιστέψει; quid facĕrem? τι να έκανα; (Ρητορικές ερωτήσεις Βλ. § 106, 10, Σημ.).

2) όταν αντιστοιχούν σε προτάσεις επιθυμίας, εκφέρονται με υποτακτική απορρηματική (βλ. παραδείγματα στην § 172, 1, ε´).

174. Και στη λατινική οι ερωτήσεις γενικά είναι:

1) ερωτήσεις ολικής αγνοίας. Αυτές ή εξαγγέλλονται με τον (ιδιαίτερο) τόνο της φωνής ή εισάγονται με ένα από τα ερωτηματικά μόρια ne, num, nonne (§ 106, 10): Clodius insidias fecit Miloni? ετοίμασε ενέδρα στο Μίλωνα ο Κλώδιος; Fuistine in foro? ήσουν στην αγορά; (βλ. και παραδείγματα § 106, 10, Σημ.).

Σημείωσn. Σ’ αυτές τις ερωτήσεις η απάντηση μπορεί να είναι ένα καταφατικό ή αποφατικό μόριο (etiam = ναι, non = δε (δεν) (όπως και στην Ελληνική) ή κάποια άλλη βεβαιωτική ή αρνητική λέξη ή φράση, όπως ita (est), vero, sane, certe, minime (ήκιστα = πάρα πολύ λίγο), minime vero (καθόλου), immo, immovero (τουναντίον, κάθε άλλο), κ.τ.τ.

2) ερωτήσεις μερικής αγνοίας. Αυτές εισάγονται με μια ερωτηματική αντωνυμία (§ 61) ή ερωτηματικό επίρρημα (§ 64): quid scribis? (τι γράφεις;) Epistulam. - quando redībis? (πότε θα γυρίσεις;) Cras (αύριο).

175. Όταν η ερώτηση έχει δύο μέρη, τότε

1) στο α´ μέρος της μπαίνει το utrum (= ποιο από τα δύο) ή το εγκλιτικό ne, και στο β´ το an (= ή): utrum verum an falsum est? verum ne an falsum est? ποιο από τα δύο είναι αληθινό ή ψεύτικο;

2) χρησιμοποιείται μόνο το an στο β´ μέρος της ερωτήσεως: verum an falsum est? elŏquar an sileam? (§ 172, 1, ε´).

Σημείωση. To ή όχι; σε ευθεία διπλή ερώτηση αποδίδεται με το an non? π.χ. fuisti (ne) ibi an non? ήσουν εκεί ή όχι;