ΤΕΤΑΡΤΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟΟΙ ΟΝΟΜΑΤΙΚΟΙ ΤΥΠΟΙ ΤΟΥ ΡΗΜΑΤΟΣ
1. Το απαρέμφατο. 153. α´) Απαρέμφατο ως υποκείμενο. Με απαρέμφατο (σε πτώση ονομαστική) ως υποκείμενο συντάσσονται απρόσωπα ρήματα (§ 99, 2 και 100, 2) και απρόσωπες φράσεις: legem brevem esse oportet ο νόμος πρέπει να είναι σύντομος· patriae irasci nefas est είναι ανόητο να οργίζεται κανένας εναντίον της πατρίδας. 154. α´) Απαρέμφατο ως αντικείμενο. Με απαρέμφατο (σε πτώση αιτιατική) ως αντικείμενο συντάσσονται πάρα πολλά ρήματα: 1) Με ειδικό απαρέμφατο συντάσσονται τα λεκτικά και τα δοξαστικά ρήματα, όπως και στην αρχαία Ελληνική, (όπως dicere, narrare, -putare, indicare, κτλ.)· εκτός όμως από αυτά και τα αισθητικά, τα γνωστικά, όσα σημαίνουν μνήμη, δείξη ή δήλωση και ψυχικό πάθος, όπως sentire, videre, audire - scire, ignorare - meminisse, § 98, 1, oblivisci - demonstrare, docere, certiorem facere - gaudere, dolere, admirari, κτλ. (τα ρήματα αυτά κανονικά στην αρχαία Ελληνική συντάσσονται με (κατηγορηματική) μετοχή): Democritus dicebat innumerabilis esse mundos ο Δημόκριτος έλεγε ότι υπάρχουν αναρίθμητοι κόσμοι∙ sentit animus se suā vi, non alienā moveri η ψυχή αισθάνεται ότι κινείται από δική της και όχι από ξένη δύναμη· memento te hominem esse να θυμάσαι ότι είσαι άνθρωπος∙ fortuna gaudet illudĕre rebus humanis η τύχη χαίρει να εμπαίζει τα ανθρώπινα πράγματα. Σημείωση.Τα ρήματα που σημαίνουν ψυχικό πάθος συντάσσονται και με πρόταση (αιτιολογική) που εισάγεται με το quod: doleo quod amicis careo λυπούμαι γιατί (στερούμαι φίλων) δεν έχω φίλους. 2) Με τελικό απαρέμφατο συντάσσονται τα εφετικά και τα δυνητικά ρήματα (όπως και στην αρχαία Ελληνική) όπως velle, nolle, malle, cupere - posse, scire με την έννοια του ικανόν είναι, κτλ.· εκτος από αυτά, και όσα σημαίνουν έναρξη ή λήξη, (όπως incipere, coepisse, § 98, 1 desinere, κτλ.), (τα ρήματα αυτά στην αρχαία Ελληνική συντάσσονται κανονικά με μετοχή κατηγορηματική): volunt omnes boni videri όλοι θέλουν να φαίνονται ορθοί∙ mons moveri coepit το βουνό άρχισε να κινείται (βλ. § 98, 1 Σημ.)∙ desĭno loqui σταματώ να ομιλώ. 155. Απαρεμφατική σύνταξη (accusativus cum infinitivo). To υποκείμενο του απαρεμφάτου στην ετεροπροσωπία είναι σε πτώση αιτιατική: Platonem Cicero scribit Tarentum ad Archytam venisse (Cicero scribit - Plato venit) ο Κικέρων γράφει ότι ο Πλάτων ήρθε στον Τάραντα προς τον Αρχύτα. Στη Λατινική όμως και στην ταυτοπροσωπία το υποκείμενο του απαρεμφάτου βρίσκεται σε πτώση αιτιατική. 1) κανονικά με το ειδικό απαρέμφατο (§ 154, 1), όταν εξαρτάται από ρήμα ενεργητικό ή αποθετικό: nego me esse mendacen (ego negome esse) αρνούμαι ότι είμαι ψεύτης. Socrates nihil se scire profitebatur (Socrates profitebatur - Socrates scire) ο Σωκράτης ισχυριζόταν ότι τίποτε δεν ήξερε. 2) συνήθως και με το τελικό απαρέμφατο (§ 154, 2), όταν αυτό είναι παθητικό ή το esse (ως συνδετικό). Alexander Jovis filium se appellari voluit ο Αλέξανδρος θέλησε να ονομάζεται γιος του Δία· cupio me esse clementem (ego cupio-me esse) επιθυμώ να είμαι επιεικής. Σημείωση.Και στη Λατινική η σύνταξη του απαρεμφάτου με υποκείμενο σε αιτιατική διαμορφώθηκε με τον καιρό και προήλθε από προτάσεις στις οποίες το αντικείμενο του ρήματος σε αιτιατική (π.χ. το iubeo, sino-video, audio κ.τ.τ.) ήταν συγχρόνως και υποκείμενο τον απαρεμφάτου που το προσδιόριζε. Π.χ. στην πρόταση dominus iussit servos abire (ο κύριος διέταξε τους δούλους να φύγουν), ήταν δυνατό να νοηθεί η αιτιατική του (αντικειμένου) servos ότι συνδέεται στενότερα με το απαρέμφατο (abire) που ακολουθεί και ότι μάλλον είναι υποκείμενό του. (dominus) iussit servos abire (ο κύριος διέταξε να φύγουν οι δούλοι). Σύμφωνα με αυτά ειπώθηκε π.χ. και legem brevem esse oportet, (μολονότι εδώ το oportet δεν είναι από τα ρήματα που δέχονται αντικείμενο σε αιτιατική). 156. γ´)Το απαρέμφατο απολύτως. Το απαρέμφατο χρησιμοποιείται και χωρίς εξάρτηση από κάποιο ρήμα: 1) επιφωνηματικώς (όπως και στην αρχαία Ελληνική), σε αναφωνήσεις που δηλώνουν αγανάκτηση, έκπληξη, κ.τ.τ.: ο spectaculum miserum! In portu Syracusano de classe populi Romani triumphum agere piratum! ώ άθλιο θέαμα! Μέσα στον κόλπο των Συρακουσών από το στόλο του Ρωμαϊκού λαού να άγει θρίαμβο (ένας) πειρατής! (πβ. εμέ τάδε παθείν φευ!). 2) εντελώς ιδιόρρυθμα, αντί οριστικής παρατατικού σε διηγήσεις και περιγραφές συναισθημάτων που γίνονται με γοργότητα και ζωηρότητα: Hoc ubi Verres audivit... minitari absenti Diodoro, vociferari palam, lacrimas interdum vix tenere μόλις άκουσε αυτό ο Ουέρρης... απειλούσε το Διόδωρο απόντα, φώναζε δυνατά φανερά, στο μεταξύ με βία συγκρατούσε τα δάκρυα. Τέτοια χρήση του απαρεμφάτου δεν υπάρχει στην αρχαία Ελληνική. 157. Χρήση απαρεμφάτου του μέλλοντος. Το απαρέμφατο αυτό χρησιμοποιείται, όταν πρόκειται να δηλωθεί πράξη που μέλλει να γίνει ύστερα από την πράξη που δηλώνει το κύριο ρήμα: spero (sperabam κτλ.) amicum meum venturum esse ελπίζω ότι θα έλθει ο φίλος μου (έλπιζα ότι θα έρθει ή ότι θα ερχόταν ο φίλος μου, κτλ.). Αντί του απλού απαρεμφάτου του μέλλοντος παράλληλα γίνεται χρήση της περιφράσεως fore in ή futurum esse ut με υποτακτική του ενεστώτα ή του παρατατικού του ρήματος: spero fore (ή futurum esse) ut amicus meus veniat ελπίζω ότι θα έλθει ο φίλος μου∙ sperabam fore (ή futurum esse) ut amicus meus veniret, κτλ. (77, 4). Η ανωτέρω σύνταξη είναι η κανονική και συνηθισμένη όταν το ρήμα είναι παθητικό, όμως είναι αναπόφευκτη όταν το ρήμα δεν έχει σουπίνο (και επομένως και μετοχή μέλλοντα, § 85, 3 και 89, 2): Romani sperabant fore ut Galli vincerentur οι Ρωμαίοι είχαν την ελπίδα ότι θα νικηθούν (ή ότι θα νικιόνταν) οι Γαλάτες· credo fore ut huius facti te paeniteat πιστεύω ότι θα μετανιώσεις γι' αυτή την πράξη (§ 131, 2). 2. Η μετοχή. 158. Προεισαγωγική παρατήρηση. Επειδή στη Λατινική δεν υπάρχει μετοχή ενεργητικού παρακειμένου (ή αορίστου) και μέσου ενεστώτα και επειδή λείπει και το άρθρο, η μετοχική σύνταξη δεν είναι τόσο αναπτυγμένη όσο στη αρχαία Ελληνική. Γι' αυτό σε πολλές περιπτώσεις εκεί όπου στην Ελληνική έχουμε μετοχική σύνταξη, στη Λατινική χρησιμοποιείται υποτακτική σύνταξη προτάσεων ή άλλη διαφορετική σύνταξη, (όπως στη νέα Ελληνική πβ. § 124). 159. Και στη Λατινική η μετοχή συντακτικώς είναι: 1) επιθετική (όχι πολύ συνηθισμένη, επειδή λείπει το άρθρο): iucundi sunt acti labores (= labores qui acti sunt) ευχάριστοι είναι οι κόποι που στο τέλος ανταμείφθηκαν. Συνηθισμένη είναι η χρήση επιθετικής μετοχής παθητικού παρακειμένου σε εμπρόθετα αντί αφηρημένου ρηματικού ουσιαστικού, όπως ab urbe condita (από της κτισθείσης πόλεως =) από της κτίσεως της πόλεως (Ρώμης)· post Troiam delētam (μετά την καταστραφείσαν Τροίαν=) μετά την καταστροφή της Τροίας (βλ. και § 81, 2 Σημ.)∙ 2) κατηγορηματική. Και αυτής η χρήση είναι πολύ περιορισμένη. Με κατηγορηματική μετοχή (χρόνου ενεστώτα) συντάσσονται μόνο τα αισθητικά ρήματα (video, audio, κτλ.) και τα ρήματα facio, fingo, induco, κ.ά.τ. (με τη σημασία του παριστάνω, παρουσιάζω): Catonem vidi in bibliotheca sedentem είδα τον Κάτωνα να κάθεται στη βιβλιοθήκη. Homerus facit Polyphemum cum ariĕte colloquentem ο ´Ομηρος κάνει (= παριστάνει) τον Πολύφημο να ομιλεί με τον κριό (πβ. § 140, γ´ και § 154). Σημείωση.Για τις συντάξεις, όπως π.χ audio aliquem legentem και audio aliquem legere, πβ. τα (της αρχ. Ελληνικής): ακούω τινός λέγοντος και ακούω τινά λέγειν, κ τ.τ. 3) επιρρηματική, (που δηλώνει χρόνο, αιτία, υπόθεση, παραχώρηση, κ.τ.τ.). Η μετοχή αυτή όπως και στην αρχαία Ελληνική είναι: α´) συνημμένη (participium coniunctum), δηλ. υποκείμενό της είναι όνομα που ανήκει στην πρόταση την οποία προσδιορίζει: omme malum mascens facile opprimitur κάθε κακό που γεννιέται (= στη γένεσή του) εύκολα καταβάλλεται· mendaci homini ne verum quidem dicenti credere solemus στον άνθρωπο τον ψεύτη ούτε όταν λέγει την αλήθεια συνηθίζουμε να πιστεύουμε. β´) απόλυτη (participium absolūtum), έχει δηλ. υποκείμενο όνομα που δεν ανήκει στην πρόταση την οποία προσδιορίζει. Αυτή κανονικά εκφέρεται με αφαιρετική, γι' αυτό λέγεται ablativus absolutus (αφαιρετική απόλυτη αντίστοιχη προς τη γενική απόλυτη της αρχαίας ελληνικής): Solon et Pisistratus Servio Τullio regnante viguerunt ο Σόλων και ο Πεισίστρατος έχουν ακμάσει όταν ήταν βασιλιάς ο Σερούϊος Τύλλιος. 160. Διαφορετικά από την αρχαία Ελληνική γλώσσα σχηματίζεται στη Λατινική η αφαιρετική απόλυτη 1) με τη μετοχή του παθητικού παρακειμένου και όταν ακόμη υποκείμενο της πράξεως που φανερώνει η μετοχή λογικώς είναι το ίδιο το υποκείμενο του ρήματος της προτάσεως (σ' αυτή την περίπτωση στην αρχαία Ελληνική χρησιμοποιείται όχι απόλυτη, αλλά συνημμένη μετοχή ενεργητικού ή μέσου αορίστου ή παρακειμένου που δεν υπάρχει στη Λατινική): Amulius expulso fratre regnavit (Amulius expulit fratrem - Amulius regnavit) ο Αμούλιος αφού έδιωξε (= εκβαλών) τον αδελφό του βασίλευσε. Σημείωση.Όταν το ρήμα είναι αποθετικό, μεταβατικό, στην ανωτέρω περίπτωση γίνεται χρήση συνημμένης μετοχής (η οποία πράγματι αντιστοιχεί στη μετοχή ενεργητικού αορίστου ή παρακειμένου της αρχαίας Ελληνικής) π.χ haec locutus abiit αφού είπε (= ειπών) αυτά ανεχώρησε, (ενώ his dictis abiit). 2) Χωρίς καμία μετοχή, με ένα όνομα ή αντωνυμία (προσωπική ή δεικτική) ως υποκείμενο και με κατηγορηματικό προσδιορισμό σ' αυτό: α´) ουσιαστικό, που φανερώνει κάποιο αξίωμα, ιδιαίτερη σχέση ή ενέργεια ή ηλικία, όπως consul, praetor - arbiter, auctor, dux, praeceptor, socius, testis - puer, adulescentulus, senex, κ.ά.τ. β´) επίθετο, που φανερώνει μία ιδιαίτερη διάθεση ή κατάσταση, όπως adversus, conscious, nescius, incertus, invitus, salvus, superstes, vivus, κ.τ.τ. Aυτή η αφαιρετική απόλυτη φανερώνει το πότε ή υπό ποιες συνθήκες γίνεται κάτι, όπως Augustus natus est Cicerone et Antonio consulibus ο Αύγουστος γεννήθηκε όταν ήταν ύπατοι (= υπατευόντων) ο Κικέρων και ο Αντώνιος - patre vivo haec domus aedificata est αυτό το σπίτι χτίστηκε όταν ζούσε ο πατέρας (= ζώντος του πατρός). Σημείωση 1.Δεν μπορούμε να λέμε ότι σε φράσεις όπως οι παραπάνω εννοείται η αφαιρετική της μετοχής ενεστώτα του ρ. esse που δεν υπάρχει (§77, Σημ.), γιατί ό,τι λείπει σε μια γλώσσα δεν είναι δυνατό να το σκέφτονται εκείνοι που τη μιλούν. Σημείωση 2.Και η ablativus absolutus δεν υπήρχε αρχικώς στη Λατινική (πβ. § 155, 2, Σημ.). Διαμορφώθηκε με τον καιρό και προήλθε από φράσεις στις οποίες η αφαιρετική ενός ονόματος με μετοχή φανέρωνε τροπo ή χρόνο, κ.τ.τ. (§ 145, κ.ε.). Π.χ. στη φράση milites gladiis districtis in hostem impetum fecerunt, αρχικά η αφαιρετική gladiis με το μετοχικό της προσδιορισμό districtis ήταν αφαιρετική οργανική (§ 128, 2) και η αρχική έννοια της φράσεως ήταν η εξής: οι στρατιώτες με τα ξίφη γυμνά (= ανεσπασμένα) έκαμαν έφοδο κατά του εχθρού. Εύκολα λοιπόν η φράση αυτή μπορούσε να θεωρηθεί ότι σημαίνει τούτο: οι στρατιώτες αφού τράβηξαν τα ξίφη (= ανασπάσαντες τα ξίφη ή ανασπασθέντων των ξιφών) έκαμαν έφοδο κτλ., οπότε πλέον έχουμε μετοχική σύνταξη και αφαιρετική απόλυτη. Κατά τον ίδιο τρόπο κατόπιν διατυπώθηκε π.χ. και: venit in Italiam Tarquinio regnante, κ.τ.τ. (πβ. και την προέλευση της γενικής απόλυτης στην αρχαία Ελληνική). 3. Το γερούνδιο και το γερουνδιακό. 161. α´) Το γερούνδιο (βλ. § 75, 4). Με δοτική του γερουνδίου που φανερώνει σκοπό (§ 136) συντάσσονται ειδικώς τα επίθετα utilis, inutilis, aptus, idoneus, par, impar, το ρήμα esse (με τη σημασία του οιόν τε είναι, ικανόν είναι), τα ρήματα creare, deligere, praeficere, κ.τ.ό., οι φράσεις operam dare, tempus dare, diem dicere και τέλος ονόματα που φανερώνουν αξίωμα, ιδίως σύνθετα με δεύτερο συνθετικό το όνομα vir, όπως decemviri, tresviri, κ.τ.τ.: aqua semper utilis est bibendo (δοτ.) το νερό είναι πάντοτε ωφέλιμο για να το πίνει κανείς. Όμως στη σύνταξη του γερουνδίου κανονικά γίνεται γερουνδιακή έλξη (βλ. κατωτέρω § 163). 162. β) Το γερουνδιακό. Όπως κάθε επίθετο χρησιμεύει: 1) ως επιθετικός προσδιορισμός: homo non ferendus άνθρωπος όχι ανεκτός∙ 2) ως κατηγορούμενο (μαζί με το esse). Σ΄ αυτή την περίπτωση γίνεται χρήση δύο συντάξεων, α´) προσωπικής συντάξεως, όταν το ρήμα στο οποίο ανήκει το γερουνδιακό, είναι μεταβατικό και συντάσσεται με αιτιατική: (delere Carthaginem) delenda est Carthago = (καταστρεπτέα εστίν η Καρχηδών) πρέπει να καταστραφεί η Καρχηδών∙ (legere libros) libri nobis legendi sunt πρέπει να διαβάζουμε τα βιβλία (αναγνωστέα ημίν τα βιβλία εστί)∙ (βλ. § 135, 3 και πβ. ωφελητέα σοι η πόλις∙ ευ ποιητέοι οι συμμαχείν βουλόμενοι)∙ β´) απροσώπου συντάξεως, όταν το ρήμα στο οποίο ανήκει το γερουνδιακό είναι αμετάβατο, ή δε συντάσσεται με αιτιατική: (eo πορεύομαι) domum nobis eundum est πρέπει να πορευθούμε στην πατρίδα (πορευτέον ημίν οίκαδε)· (obdempero legibus, δοτ.) obtemperandum nobis est legibus πρέπει να υπακούουμε στους νόμους (πβ. πειστέον τῳ νόμῳ)∙ 3) ως κατηγορηματικός προσδιορισμός, κανονικά με ρήματα που έχουν την έννοια του δίδειν ή αναδέχεσθαί τι για ορισμένο σκοπό, όπως do, trado, mitto, relinquo - accipio, suscipio, permitto, loco - curo: urbs militibus diripienda tradita est η πόλη παραδόθηκε στους στρατιώτες για διαρπαγή (= διαρπαστέα). Στην ενεργητική σύνταξη αυτών των ρημάτων κανονικά υπάρχει γερουνδιακή έλξη (βλ. επόμενα). 163. Γερουνδιακή έλξη (attractio gerundīva), δηλ. χρήση του γερουνδιακού αντί γερουνδίου. Συνηθέστατα το γερουνδιακό στις πλάγιες πτώσεις του δεν είναι επίθετο παθητικής διαθέσεως, αλλά αντικαθιστά το αντίστοιχο γερούνδιο και παίρνει την ενεργητική του σημασία. Οταν δηλ. το γερούνδιο ανήκει σε ρήμα μεταβατικό που συντάσσεται με αιτιατική, πολλές φορές το αντικείμενο αυτό του γερουνδίου παίρνει την πτώση του, ενώ το γερούνδιο παίρνει το γένος και τον αριθμό του αντικειμένου του. Λέγεται π.χ. (συνηθέστερα) consuetudo immōlandorum hominum αντί του consuetudο immolandi homines (το έθος του θύειν ανθρώπους =) η συνήθεια να θυσιάζονται άνθρωποι. Σημείωση. Γερούνδιακή έλξη χρησιμοποιείται και στα ρήματα που συντάσσονται με αφαιρετική, utor, frucor, funger και potior (§ 144, 3), επειδή και αυτά αρχικά συντάσσονταν με αιτιατική: spes urbis potiendae (= urbe potiendi ή urbem potiendi): η ελπίδα του να κυριευθεί η πόλη. 164. Χρησιμοποιείται πάντοτε γερουνδιακό (με γερουνδιακή έλξη) αντί γερουνδίου (με το αντικείμενό του σε αιτιατική) κάθε φορά που η σύνταξη απαιτεί 1) να γίνει χρήση δοτικής γερουνδίου. Π.χ. (όχι impar ferendo onus, § 161, αλλά) impar ferendo oneri ανίκανος να βαστάξει το βάρος. 2) να γίνει χρήση αιτιατικής ή αφαιρετικής του γερουνδίου εμπρόθετου, (της ad ή in και αιτιατική ή της ab, de, ex, in με αφαιρετική): multi philosophi scripserunt de contemnenda morte (όχι de contemnendo mortem) πολλοί φιλόσοφοι έγραψαν για την περιφρόνηση του θανάτου. Σημείωση α´.Στις άλλες περιπτώσεις η χρήση τoυ γερουνδιακού (με γερουνδιακή έλξη) αντί του γερουνδίου με αντικείμενο σε αιτιατική είναι προαιρετική. Έτσι π.χ. λέγεται studium evertendi rempublicam και studium evertendae reipublicae η μελέτη της ανατροπής της πολιτείας. Δε γίνεται χρήση γερουνδιακού αντί γερουνδίου, όταν αυτό έχει αντικείμενο επίθετο ή αντωνυμία σε ουδέτερο γένος ars vera et falsa diiudicandi (όχι verorum et falsorum diiudicandorum) η τέχνη να διακρίνονται τα αληθή και τα ψευδή. Σημείωση β´.Για το σουπίνο βλ. § 75, 3. |