Λατινική Γραμματική (Γ΄ Γενικού Λυκείου)

ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ I

120. ΚΑΤΑΛΟΓΟΣ ΤΩΝ ΑΝΩΜΑΛΩΝ ΡΗΜΑΤΩΝ

ab-do αποκρύπτω, βλ. do.

ab-icio (πρόφ. ab-jicio) απορρίπτω, (ab + iacio, § 115, 3, α´). Βλ. iacio.

ab-oleo αφανίζω, -olēvi, -οlĭtum, -olēre. Από αυτό abolesco αφανίζομαι, -lēvi, -lescĕre, § 89, 2 και § 110, 2, α´ (ριζ. οl-, πβ. απ-όλ-λυμι).

ac-cendo ανάβω, -cendi, -censum, -cendĕre (ριζ. cand-, βλ. candeo, § 115, 3, α´).

ac-cerso βλ. ar-cesso.

ac-cĭdo προσπίπτω, -cĭdi, -cidĕre, § 89, 2 και § 100, 2 (ad + cado, § 115, 3, α´). Βλ. cado.

ac-cīdo περικόπτω, (ad + caedo, § 115, 3, β). Βλ. caedo.

ac-cio προσκαλώ, -cire (όπως η δ´ συζυγία). Βλ. cieo § 89, 4, Σημ. 1.

ac-cumbo κατακλίνομαι, -cubui, -cubĭtum, -cumbĕre (ad + cumbo, άχρηστο· ριζ. cub-, βλ. cubo § 96, 2, α).

aceo ξινίζω, -cui, -cēre, § 89, 2. Από αυτό acesco αρχίζω να ξινίζω, -cui, -cescĕre, § 110, 2, α´.

acuo ακονίζω. Όπως το tribuo.

ad-eo, § 93, Σημ.

ad-ĭmo αφαιρώ (ad + emo, § 115, 3, α´).

ad-īpīscor επιτυχαίνω, -ēptus sum, -ipisci, § 80.

ad-doleo θυμιατίζω, -olui, -olēre, § 89, 2. Από αυτό adolesco αναφλέγομαι, -lescĕre, § 110, 2, α´.

ad-olesco και ad-ulesco αυξάνομαι, -olēvi, (-ultum) -olescere (ριζ. ol-, από την al-, βλ. alo).

ad-orior ορμώ, -ortus sum, -orīri, § 80 (όπως το audior)· Βλ. και orior.

ad-sentior. Βλ. assentior, § 81, 2.

a-gnosco αναγνωρίζω, -gnōvi, -gnĭtum, -gnoscĕre. Βλ. nosco.

ago § 87, 2, α´. Βλ. και § 115, 3, Σημ. 1.

aio § 98, 2, α´.

algeo ριγώ, alsi (από το alg-si), algere, § 89, 2. Από αυτό algesco, § 115 ψύχομαι, alsi, algescĕre, § 110, 2, α´.

al-licio δελεάζω, -lēxi, -lectum, -licĕre (ad + lacio,§ 84 και § 115, 3, α΄).

alo τρέφω, αυξάνω, alui, alĭtum και altum, alĕre. Παθ. μετχ. altus και alĭtus.

ambio (ambi + eo), § 93, Σημ.

ambūro περιφλέγω, § 114, 2, α´. Βλ. uro.

amicio περιβάλλω, (amicui και amixi), amictum, amicīre (από το ambi + iacio § 114, 2, α´ και § 115, 3, α´)

am-plector αγκαλιάζω, -plexus sum, -plexum, -plecti, § 80 (ambi + plector, § 114, 2, α´).

ango πνίγω, angĕre, § 89, 2.

animadverto προσέχω. Βλ. verto.

apĕrio ανοίγω, -rui, -rtum, -rire.

apiscor πετυχαίνω, aptus sum, aptum, apisci, § 80. (Σύνθετο -ipiscor, -eptus sum, κτλ. § 115, 3, α´).
ap-pello πλησιάζω, -pŭli, -pulsum, -pellĕre. Βλ. pello (να διακρίνεται από το appello, -avi, ātum, āre καλώ, ονομάζω).

arceo εμποδίζω, arcui, arcēre. Ως σύνθετο –erceo, -ercui (-ercitum), -ercēre, § 115, 3, α´.

ar-cesso και ac-cerso προσκαλώ-cessīvi, -cessitum, -cessĕre, 89, 3.

ardeo καίομαι, arsi, (arsum), ardēre, § 90, 3. Μετοχ. μέλλ. arsūrus. Παράγωγο το ardesco αναλάμπω, arsi, ardescĕre, § 110, 2, α´

arguo ελέγχω. Όπως το tribuo. Μετοχ. μέλλ. arguitūrus.

aspicio προσβλέπω. Βλ. specio.

assentior παραδέχομαι, συμφωνώ, -sensus sum, -sentīri, § 80 και 81, 2.
audio, § 81, 1.

audio, § 78.

au-fero αποκομίζω, abs-tŭli, ab-lātum, au-ferre, § 96 και 102, 2.

au-fugio αποφεύγω, -fūgi, -fugĕre, § 89, 2.

augeo § 86, 1 και § 89, 3.

avere, § 98, 3.

bibo πίνω, bibi, bibĕre, (σουπίνο potum ή haustum από το haurire) § 89, 3. α´.

cado πίπτω, § 87, 2 β´ και § 100, 2. Μετοχ. μέλλ. cāsūrus.

caedo κόπτω, § 87, 2. β´ και § 115, 3, β´.

caleo είμαι θερμός, -lui, -lēre, § 89, 2, από αυτό calesco, § 86, 2, γ´.

calleo έχω κάλους, -llēre, § 89, 2.

candeo είμαι λευκός, -ndui, -ndēre, § 89, 2. Από αυτό candesco λευκαίνομαι, -udui, -ndescĕre, § 110, 2, α´.

caneo είμαι λευκός, -nui, -nēre, § 89, 2. Από αυτό canesco γίνομαι λευκός, -nui, -nescĕre, § 110, 2, α´,

cano ψάλλω, § 87, 2, β´. Ως σύνθετο -cĭno, -cinui, (-centum), -cinĕre, π.χ. con-cĭno, praecĭno προλέγω, § 115, 3, α´.

capesso αρπάζω, -pessīvi, -pessītum, -pessĕre, § 89, 3.

capio παίρνω, § 84. Ως σύνθετο -cipio, -cēpi, -ceptum, cipĕre, § 115, 3, α´ και Σημ. 1.

careo στερούμαι, carui, (caritum), carēre. Μετχ. μέλλ. caritūrus.

carpo δρέπω, § 87, 2, γ´. Ως σύνθετο –cerpo, § 115, 3, α´.

caveo φυλάσσομαι, cavi, cautum, cavēre, § 115, 3, Σημ. 1.

cēdo βαδίζω, cessi, cessum, cedĕre.

censeo τιμώμαι, νομίζω, censui, censum, censēre.

cerno κρίνω, § 86, 2.

cieo κινώ, § 89, 4. Σημ. 1. (και cio, cire, § 89, 2). To σουπίνο και η μετοχή του παθητικού παρακειμένου στο σύνθετο acci(e)o έχουν το i μακρό: accītum, accītus. Στα άλλα σύνθετα το i διφορείται, όπως ex-cĭtus και ex-cītus, con-cĭtus και conc-ītus, in-cĭtus.

cingo ζώνομαι, cinxi, cinctum, cingĕre.

circum-do περικυκλώνω, -dĕdi, -dătum, -dăre, § 89, 4, Σημ. 1 και 2.

circum-sisto περικυκλώνω, -stĕti, -sistĕre. Βλ. sisto.

circum-sto στέκομαι ολόγυρα, -stĕti, -stare. Βλ. sto.

clareo είμαι φανερός, -rui, -rēre, § 89, 2. Από αυτό το claresco αναφαίνομαι, rui, -rescĕre, § 110, 2, α´.

claudo κλείνω, clausi, clausum, claudĕre § 87, 2, γ´. Ως σύνθετο -clūdo, § 115, 3, β´.

co-alesco συναυξάνομαι, -alui, (-alĭtum), -alescĕre. Παθ. μετοχ. coalĭtus (από το άχρηστο alesco και αυτό από το alo).

co-ĕmo συναγοράζω. Βλ. emo και § 115, 1.

co-eo συνέρχομαι. Βλ. eo, § 93 και § 115, 1.

coepi άρχισα, § 98, 1 και Σημ.

caerceo εμποδίζω ολόγυρα, -ercui, -ercĭtum, -ercēre. Βλ. arceo.

co-gnosco (γιγνώσκω) μαθαίνω, -gnōvi, -gnĭtum, -gnoscĕre. Βλ. nosco και πβ. γιγνώσκω.

cogo συγκεντρώνω, cŏēgi, cŏāctum, cōgĕre (cum + ago, co + ago, § 115, 1).

cohibeo συγκρατώ (cum + habeo, § 115, 1 και 3, α´).

col-līdo συνθλίβω, (cum + laedo, § 115, 1 και 3, β´).

col-lĭgo συλλέγω, lēgi, -lectum, -ligĕre, § 115, 3 Σημ. 1.

colo (θεραπεύω) περιποιούμαι, colui, cultum, colĕre.

comb-ūro κατακαίω, (από το co + amburo, § 115, 1). Βλ. uro.

com-ĕdo, § 92 και 115, 1. Βλ. edo.

com-miniscor επινοώ, -mentus sum (-mentum), -minisci, § 80, (ριζ. men-, πβ. memini, § 98, 1).

como καλλωπίζω, compsi, comptum, comĕre.

com-pello συνωθώ, -pŭli, -pulsum, -pellĕre. Βλ. pello.

com-perio πληροφορούμαι, -peri, -pertum, perire, § 89, 3. (ριζ. per- πβ. πείρα από το περ-ja).

com-pingo συνάπτω, -pēgi, -pactum, -pingĕre, § 89, 4 γ´ και § 115, 1, και 3, α´. Βλ. pango.

com-pingo καταγράφω, -pinxi, -pictum, -pingĕre. Βλ. pingo και § 115, 1.

complector περιπλέκομαι, -plexus sum, -plexum, plecti, § 80.

com-pleo γεμίζω, -plēvi, -plētum, -lēre. πβ. deleo.

con-cīdo συμπίπτω. Βλ. ac-cĭdo (cado).

con-cīdo κατακόπτω. Βλ. ac-cīdo (caedo).

con-clūdo κατακλείω. Βλ. claudo.

con-cupisco επιθυμώ, -cupīvi, -cupītum, -cupiscĕre, (από το cupio § 84 και § 110, 2, α´)

con-cutio δασείω, -cussi, -cussum, -cutĕre. Βλ. quatio.

con-dolesco πονώ, -dolui, -dolescĕre. Από το con-doleo.

con-fiteor παραδέχομαι, -fessus sum, -fessum, -fitēri, § 80 (cum + fateor, § 115, 3, α´)

con-gruo συμφωνώ, -grui, -gruĕre, § 89, 2. Βλ. ruo.

con-icio (πρόφ. con-jicio) συμβάλλω (cum + iacio, § 115, 1 και 3, α´).

can-niveo κλείνω τα μάτια, -nixi και –nīvi, -nivēre, § 89, 2.

con-quīro αναζητώ. Βλ. quaero, § 115, 3, β´.

con-scisco αποφασίζω από κοινού, -scīvi, -scītum, -sciscĕre. (από το scio, § 110, 2, α´).

con-sisto στέκομαι, -stĭti, -sistĕre. Βλ. sisto.

con-spicio βλέπω καθαρά. Βλ. specio.

con-sto συνίσταμαι, -stĭti, -stāre. Μετχ. μέλλ. constatūrus, § 110, 2. Βλ. και sto.

con-sŭlo σκέπτομαι, -sŭlui, -sultum, -sulĕre.

con-temno καταφρονώ, -tempsi, -temptum, -temnĕre.

con-temno καταφρονώ, -tempsi, -temptum, -temnĕre.

con-ticesco ή con-ticisco κατασιωπώ, -ticui, -ticescĕre, § 89, 2. Από του taceo, § 115, 1 και § 110, 2, α´.

con-tingo εγγίζω. Βλ. tango, 115, 1, και 3, α´.

coquo μαγειρεύω, coxi, coctum, coquĕre.

crebresco (σύνθετο per-crebresco έχω επίδοση), -brui, -brescĕre (από το επίθ. creber, § 110, 1).

credo πιστεύω, -dĭdi, -dĭtum, -dĕre. Πβ. do.

crepo κροτώ, -pui, -pĭtum, -pāre, § 115, 3, α´.

cresco αυξάνομαι, crēvi, (crētum), crescĕre. (Από το creo, § 110, 2, α´).

cubo κατακλίνομαι, cubui, cubĭtum, cubāre, § 89, 3 και 4.

cupio, § 84.

curro, § 87, 2, β´ και § 100, 1.

debeo οφείλω. Όπως το habeo. (Από το de + habeo, 115, 2, α´).

decet πρέπει, αρμόζει, § 99, 2.

de-cĭdo καταπίπτω. Βλ. ac-cĭdo, (cado).

de-cīdo αποκόπτω. Βλ. caedo.

de-fendo υπερασπίζω, -fendi, -fensum, -fendĕre.

de-fetiscor καταπονούμαι, -fessus sum, -fessum, -fetisci, § 80. Βλ. fatisco.

dēgo περνώ (το χρόνο μου, τη ζωή μου κτλ.). (dēgi), degĕre, § 89, 2 (από το de + ago πβ. cogo).

de-icio (προφ. dejicio), καταρρίπτω. Βλ. conicio.

deleo, § 78.

de-lĭgo εκλέγω, -lēgi, -lectum, -ligĕre, § 115, 3, Σημ. 1.

de-litesco και delitisco αποκρύπτομαι, -litui, -litescĕre, § 89, 2. Βλ. lateo, § 110, 2, α´ και § 115, 2, α΄.

demo αφαιρώ, dempsi, demptum, demĕre. (Από το de + ĕmo, πβ. como).

dascendo κατεβαίνω, § 115, 3, α´ Βλ. scando.

de-sipio παραφρονώ, (-sipui), -sipĕre, § 89, 2, (de + sapio, § 84 και 115, 3, α´).

de-sisto στήνω, -stĭti, -sistĕre. Βλ. sisto.

de-spicio καταφρονώ. Βλ. specio.

de-vertor, § 81, 2.

dico, § 87, 2, γ´και § 84, Σημ. Σύνθετα ēdico προκηρύσσω, interdīco απαγορεύω.

dif-fĕro διασκορπίζω, dis-tŭli, di-lātum, dif-fere, § 115, 2, δ´.

di-lĭgo αγαπώ, -lēxi, -lectum, -ligĕre (dis + lego, § 115, 2, δ´ και 3, γ´ Σημ. 1).

di-lucescit ξημερώνει, lūxit, -lucescĕre.

di-ribeo διαχωρίζω, όπως το habeo. (Από το dis + habeo, § 115, 2, δ´ και 3, α´, πβ. και § 23, 2, Σημ.).

di-rĭgo διευθύνω, -rēxi, -rectum, -rigĕre (dis + rego, § 115, 3, α´).

di-rĭmo χωρίζω, -rēmi, -reptum, -rimĕre (dis + emo, §115, 3, α´, πβ. και § 23, 2, Σημ.).

disco, § 89, 2.

dis-plĭceo δεν αρέσκω (dis + placeo, § 115, 3, α´).

distinguo διακρίνω. Βλ. stinguo.

di-sto απέχω, -stāre, § 89, 2, Βλ. sto.

di-vĭdo διαιρώ, -vīsi, -vīsum, -vidĕre.

do δίνω, § 89, 4, 1 και 2 (ριζ. dov-, dā-, dă-).

do, dĭdi, dĭtum, dĕre (ριζ. de-). Βρίσκεται μόνο σύνθετο με μονοσύλλαβες προσθέσεις, όπως ab-do αποκρύπτω, ad-do προσθέτω, con-do χτίζω, κτλ. Σε μερικά τέτοια σύνθετα όπως το red-do (δίνω ό.τι χρωστώ) υπάρχει η έννοια του προηγούμενου do (=δίνω), § 89, 4, Σημ. 2.

doceo διδάσκω, docui, doctum, docēre.

doleo πονώ, dolui, (dolitum), dolēre.

domo, § 89, 3.

duco οδηγώ, duxi, ductum, ducĕre. § 84 Σημ. και 87, 2, γ´.

edo, § 92.

edūco εξάγω, dūxi, κτλ. Βλ. duco (πρέπει να διακρίνεται από το edŭco. -āvi, -ātum, -āre παιδεύω, ανατρέφω).

egeo έχω ανάγκη, egui, egēre, § 89, 2.

eicio (πρόφ. ejicio, e + iacio), § 115, 3, α΄.

elicio εξάγω, § 84 και § 115, 3, α´. Βλ. lacio.

e-līdo εκθλίβω (e + laedo, § 115, 3, β´).

e-lĭgo εκλέγω, -lēgi, -lectum, -ligĕre, § 115, 3, Σημ. 1. Βλ. lego.

emineo εξέχω, -nui, -nēre, § 89, 2.

emo αγοράζω, ēmi, emptum, emĕre. (Σύνθετα co-emo, αλλά red-ĭmo εξαγοράζω, adĭmo αφαιρώ, interĭmo φονεύω), § 115, 3, α´.

e-mungo (απομύττω) βγάζω τη μύξα μου, (-munxi, -munctum), -mungĕre (ριζ. mug- § 86, 2, α´ και § 89, 1).

eo, § 93 και 89, 4. Σημ. 1.

ex-cello εξέχω, -cellere, (παθητ. μετχ. excelsus), § 89, 2.

ex-clūdo αποκλείω, § 115, 3, β´. Βλ. claudo.

ex-cudo εκτρίβω, (-cūdi, -cūsum), -cudĕre.

ex-cutio (ex + quatio), πβ. § 115, 3, β´.

ex-erceo εξασκώ. Βλ. arceo και cŏerceo.

ex-ĭgo απαιτώ, -ēgi, -actum, -igĕre (ex + ago, § 115, 3, α´).

ex-ĭmo εξαίρω (ex + emo, § 115, 3, α´).

ex-olesco επαυξάνομαι. Εύχρηστη μόνο η μετοχή exolētus, ως επίθετο (= τέλειος), πβ. ad-olesco.

ex-olesco φθίνω, -lēvi, (-lētum), -lescĕre. Πρβ. adolesco.

ex-pergiscor εξεγείρομαι, -perrectus sum, -perrectum, -pergisci, § 80 βλ. pergo και § 110, 2, α´.

ex-perior πειρώμαι, -pertus sum, -pertum, -perīri, § 80. Βλ. comperio.

ex-sisto εξανίσταμαι. Βλ. consisto.

ex-sto εξέχω, exstāre. Μετοχ. μέλλ. exstatūrus.

ex-timesco φοβούμαι, -timui, -timescĕre, § 89, 2. Βλ. timeo και § 110, 2, α´.

ex-uo γδύνω. Όπως tribuo.

facesso πράττω, -cessīvi, -cessītum, -cessĕre.

facio, § 84 και Σημ. Παθητικό του το fio, § 97. Ως σύνθετο: -ficio, -fēci, -fectum, -ficĕre, § 115, 3, α´ και § 117.

fallo σφάλλω, fefelli, fallĕre, § 87, 2, β´. (Από το falno, § 86, 2). Σουπίνο deceptum από το decipĕre.

farcio γεμίζω, farsi, fartum, farcīre, § 89, 3. Ως σύνθετο -farcio, -fersi, -fertum, fercīre, § 115, 3, α´.

fateor ομολογώ, (fassus sum), fatēri, § 80. Ως σύνθετο -fiteor, § 115, 3, α´.

fatisco κοπιάζω, fatiscĕre, § 89, 2 και fatiscor, fatisci, § 80.

faveo ευνoώ, favi, fautum, favēre.

ferio, § 89, 2.

fero, § 96, § 84, Σημ. και 115, 3, Σημ. 1.

ferveo είμαι θερμός, ferbui, fervēre, (και ποιητ. fervo, fervi, fervĕre). πβ. § 89, 3.

fido, § 81, 1.

figo πηγνύω, fīxi, fīxum, figĕre.

findo σχίζω, fĭdi, fissum, findĕre, (ρ. fid-, § 86, 2, α´).

fingo πλάττω, finxi, fictum, fingĕre, (ρ fig-, § 86, 2, α´).

fio, § 97. Βλ. και facio.

flecto λυγίζω, flexi, flexum, flĕctere, (ρ. flec-, § 86, 2, β´).

fleo κλαίω, flēvi, flētum, flēre. Πβ. deleo.

fligo χτυπώ, flixi, flictum, fligĕre, (ρ. flig-, § 87, 2, γ´). Συνήθως σύνθετο: afflīgo καταβάλλω, conflīgo συγκρούομαι.

floreo ανθώ, -rui, -rēre, § 89, 2. Από αυτό floresco (εξανθώ), -scĕre, § 110, 2, α´.

fluo ρέω, fluxi, fluxum, fluĕre, (ρ. flu-, και flug-).

fodio, § 84 και § 87, 2, α´.

for, § 98, 2, δ´.

fore, § 98, 3, Σημ.

foveo θερμαίνω, fōvi, fōtum, fovēre.

frango (κατάγνυμι) θραύω, τσακίζω, frēgi, fractum, frangĕre. (ρ. frag-, § 86, 2, α´, § 87, 2, α´ και 115, 3, α´).

fremo γογγύζω, fremui, (fremĭtum), fremĕre (§ 89, 3).

frendo συντρίβω, fresum (και frēssum), frendĕre.

frico τρίβω, fricui, frictum καί fricātum, fricāre, § 89, 3.

frigeo είμαι ψυχρός, frigēre, § 89, 2. Από αυτό frigesco, -scĕre, § 110, 2, α´.

fruor καρπούμαι, frui. Μτχ. μέλλ. fruitūrus. Οι χρόνοι που λείπουν αναπληρώνονται από το ρ. utor ή από τη φράση fructum capere, § 80 (ρ. fru- και frug-).

fŭgio, § 84, § 87, 2, α´ και § 89, 4. Σημ. 1. Μτχ. μέλλ. fŭgĭturus.

fulcio στηρίζω, fulsi, fultum, fulcīre, § 89, 3.

fulgeo αστράφτω, fulsi, fulgēre, § 89, 2. Από αυτό fulgesco αναλάμπω. -scĕre, § 110, 2, α´.

fundo, § 86, 2, α´.

fundor επιτελώ, functus sum, functum, fungi, § 80.

furo, § 89, 2.

gaudeo, § 81, 1.

gemo στενάζω, -mui, (-mĭtum), -mĕre.

gero φέρω, gessi, gestum, gerĕre, (ρ. ges- πβ. § 23, 2, Σημ.).

gestio υπερηφανεύομαι, καμαρώνω, gestīre, § 89, 2.

gigno, § 86, 3.

gradior βαδίζω, § 80 και 84. Τό σουπίνο gressum αντί grassum κατά τα σύνθετα. Βλ. § 115, 3, α´.

habeo έχω, -bui, -bĭtum, -bēre, § 87, 1, § 88, 2 και 89, 4 Σημ. Ως σύνθετο -hibeo π.χ. adhibeo προσφέρω, prohibeo εμποδίζω, § 115, 3, α´.

haereo (έχομαί τίνος) εξαρτιέμαι από κάποιον, haesi, (haesum), haerēre, § 89, 3. Μτχ. μέλλ. haesurus.

haurio αντλώ, hausi, haustum, haurīre, § 89, 3, (ρ. haus-, πβ. § 23, 2, Σημ.).

hisco χάσκω, hiscĕre, § 89, 2. Από το hio, § 110, 2, α´.

horreo φρίττω, § 89, 2. Από το ρ. αυτό horresco, horrui, horrescĕre, § 110, 2. α´.

(icio ή) ico (πλήττω), χτύπώ īci, (ictum), icĕre. Μτχ. μέλλ. icturus. Παθ. μετ. ictus.

ignosco συγχωρώ. –gnōvi, gnōtum, -gnoscĕre. Πβ. cognosco.

il-licio δελεάζω, -lexi, -lectum, -licĕre, (in + lacio, § 84 και § 115, 3, α´).

im-buo εμβάπτω, όπως το tribuo.

ini-mĭneo επίκειμαι, im-minēre, § 89, 2.

im-pingo (in + pango). Βλ. com-pingo.

im-plĭco § 89, 4, α´.

in-cendo ανάβω, πβ. ac-cendo.

in-cĭdo εμπίπτω, πβ. ac-cĭdo. Βλ. cado.

in-cīdo εγκόπτω, πβ. ac-cīdo. Βλ. caedo.

in-clūdo εγκλείω, πβ. con-clūdo και claudo.

in-cumbo κατακλίνομαι, -cubui, -cubĭtum, -cumbĕre. Βλ. accumbo.

in-cutio ενσείω. Βλ. con-cutio και quatio.

in-dīco κηρύσσω, -dīxi κτλ. Βλ. dīco (πρέπει να διακρίνεται από το indĭco, -avi, -atum, āre δηλώνω).

in-digeo έχω ανάγκη, -gui, -gēre, § 89, 2. Βλ. egeo.

in-dulgeo χαρίζομαι. –lsi, -lgēre, § 89, 3.

in-duo ενδύω. Βλ. ex-uo.

in-fringo θραύομαι. Βλ. frango, § 115, 3, α´.

in-gemisco στενάζω, -mui, -miscĕre, § 89, 2. Βλ. gemeo.

in-gruo ενσκήπτω. Βλ. con-gruo.

in-icio (πρόφ. in-jicio) εμβάλλω. Βλ. conicio.

in-quam, § 98, 2, β´.

in-sulpo εγχαράσσω. Βλ. scalpo.

in-sto επίκειμαι, -stĭti, -stāre. Μτχ. μέλλ. instāturus.

intel-lĕgo κατανoώ, -lexi, -lectum, -legĕre, § 115, 3 Σημ. 1.

in-tueor προσβλέπω, -tuēri. Πρκμ. aspēxi από το aspicio.

irascor οργίζομαι, irasci, § 80. Πρκμ. suscensui από το suscenseo.

jaceo κείμαι, jacui, (jacĭtum), jacēre. Μτχ. μέλλ. jaciturus.

jacio, § 84. Ως σύνθετο -jicio (ή -icio). -jēci, -jectum, -jicĕre, όπως abicio (πρόφ. abjicio), con-icio (προφ. conjicio) κτλ. § 115, 3, α´.

jubeo διατάσσω, jussi, jussum, jubēre.

jungo, § 89, 1.

juvo, § 89, 4.

labor (ολισθαίνω) γλιστρώ, lapsus sum, lapsum, labi § 80.

lacesso ερεθίζω, -ssīvi, -ssītum, -ssĕre. § 89, 3.

lacio, § 84. Αντίθετα -licio, § 115, 3, α´. Βλ. al-licio, elicio και il-licio.

laedo βλάπτω, laesi, laesum, laedĕre, § 87, 2. γ´. Ως σύνθετο lido, § 115, 3, β´.

lambo γλείφω, -bi, -bĭtum, -bĕre.

langueo ατονώ, -guēre, § 89, 2. Από αυτό languesco άτονος γίνομαι, -gui, -guescĕre, § 110, 2, α´.

lateo (λανθάνω) κρύβομαι, -ui, -ēre, § 89, 2.

lavo λούω, lāvi, latum και lavātum, lavāre και lavĕre. Πβ. § 86, 4. Μέσο lavor, lautus sum, lavāri.

lego, § 78, § 89, § 87, 2, § 88 και 115, 3, Σημ. 1.

libet, § 99, 2.

liceo πωλούμαι σε δημοπρασία, -cui, -cĭtum, -cēre, § 89, 2.

liceor αγοράζω σε δημοπρασία, -cĭtus sum, -ēri, § 80.

licet, § 99, 2. Μετοχ. μέλλ. liciturus.

linco γλείψω, -nxi, -ngĕre.

lĭno § 89, 4 και Σημ. 1.

linguo, § 87, 2, α´.

liveo είμαι πελιδνός (= ωχρός) livēre, § 89, 2. Από αυτό livesco, -scĕre, § 110 α´.

laquor, § 80.

luceo φέγγω, luxi, lucēre, § 89, 2. Από αυτό lucesco λάμπω, -scĕre, § 110, 2, α´.

ludo, § 87, 2, γ´.

lugeo πενθώ, luxi, lugēre, § 89, 3.

luo πληρωνω, lui, luĕre. Μτχ. μέλλ. luĭturus.

luo λούω, luĕre, (πβ. lavo, lavĕre). Εύχρηστο στα σύνθετα ab-luo (καθαιρώ) απολυμαίνω, καθαρίζω. (-lŭi, -lūtum, -luĕre), diluo διαβρέχω. κτλ.

madeo είμαι υγρός, -dui, -dēre, § 89, 2. Από αυτό madesco βρέχομαι, -dui, -descĕre, § 110, 2, α´.

maereo είμαι λυπημένος, -rēre, § 89, 2.

malo, § 95.

mando μασιέμαι, -ndi, -nsum, -ndĕre.

maneo μένω, -nsi (-nsum), -nēre, § 89, 3. Μτχ. μέλλ. mansurus.

mansuesco ξημερώνομαι. Βλ. suesco.

marceo είμαι μαραμένος, -cēre, § 89, 2.

medeor θεραπεύω, dēri, § 80 και 89, 2. Πρκμ. sanāvi από το sanare.

memini, § 98, 1.

mereo είμαι άξιος για κάτι, -rui, -rĭtum, -rēre και mereor, -rĭtus sum, -rēri, § 80.

mergo βυθίζω, -rsi, -rsum, -rgĕre.

metior μετρώ, mensus sum, mensum, metīri, § 80 και 89, 3.

meto θερίζω (messum), metĕre, § 89, 2.

metuo φοβούμαι, -tui, -tuĕre.

mico, § 89, 2. Σύνθετο e-mĭco πηδώ έξω. Μτχ. μέλλ. emicaturus.

mingo ουρώ, minxi, minctum και mictum, mingĕre (ρ. mig-, § 89, 1, Πβ. ο-μιχ-είν).

minuo ελαττώνω. Όπως το tribuo.

misceo αναμειγνύω, miscui, mixtum και mistum, miscēre (ρ. mig- Ελλ. μείγ-νυμι και μίσγω).

misereor οικτίρω, -rĭtus sum, -rēri, § 80 και ως απρόσωπο miseret (me) με κατέχει οίκτος, miserĭtum est, miserēre, § 100, 2.

mitto στέλνω, mīsi, missum, mittĕre, § 115, 2, β´.

molo (μύλλω) αλέθω, -lui, -lĭtum, -lĕre.

moneo συμβουλεύω, -nui, -nĭtum, -nēre, § 87, 1 και 88, 2.

mordeo δαγκώνω, momordi, morsum, mordēre, § 87, 2, β´.

morior, § 84 και § 86, 1. Μετοχ. μέλλ. moriturus.

moveo κινώ, mōvi, motum, movēre.

mulceo καταπραΰνω, -lsi, -lsum, -lcēre.

mulgeo (αμέλγω) αρμέγω, -lsi, -lctum, lgere (ρ. mulg-, πβ. α-μέλ-γω).

nanciscor επιτυχαίνω, nanctus ή nactus sum, nactum, nancisci, § 80.

nascor γεννιέμαι, nātus sum, natum, nasci, § 80 (ρ. gna-, από αυτή a-gnascor από το ad-gnasor, cognātus, κτλ. πβ. κασίγνητος).

neco, § 86, 1, α´ και § 89, 4. Σύνθετο e-nĕco κατακτείνω, enecŭi και enecāvi, enectum, enecare.

necto συνδέω, nexi και nexui, nexum, nectĕre.

neg-lĕgo και neg-lĭgo αμελώ, -lexi, -lectum -legĕre, § 115, 3, Σημ. 1.

neo (νήθω) κλώθω, υφαίνω, nēvi, nētum, nēre. Πβ. deleo (αλλά γ´ πληθ. οριστ. ενεστ. neunt ποιητικώς κατά την γ´συζυγία).

nequeo, § 94.

ningit και ninguit (νίφει) χιονίζει, ninxit, ningĕre, § 99, 1. Πβ, § 24.

niteo λάμπω, -tui, -tēre, § 89, 2. Από αυτό nistesco γίγνομαι στιλπνός -tescĕre, § 110, 2, α´.

nitor στηρίζομαι, nīxus ή nisus sum, nixum ή nisum, niti, § 80.

noceo βλάπτω, -cui (-cĭtum), -ere.

nolo, § 95.

nosco (γιγνώσκω) ξέρω, novi, notum, noscĕre (ρ. gno-. απ’ όπου a-gno-sco, co-gnosco, κτλ. με σουπίνο -gnĭtum. Πβ. γι-γνώσκω και nascor).

nubo υπανδρεύομαι, nupsi, nuptum, nubĕre, § 87, 2, γ´, (ρ. nub- πβ. νύ-μ-φη).

nuo κάνω νεύμα. Εύχρηστο μόνο σύνθετο, όπως ab-nuo ανανεύω, adnuo επινεύω, -nui, -nuĕre.

ob-do κάνω επίθεση. Βλ. do.

ob-dormisco αποκοιμούμαι, -mīvi, -miscĕre § 89, 2 και 110, 2, α´.

ob-icio (πρόφ. ob-jicio) προβάλλω. Βλ. ab-icio.

ob-liviscor λησμονώ, -lītus sum, -lītum, -livisci, § 80.

ob-oedio υπακούω, (ob + audio).

ob-sideo πολιορκώ. Βλ. sedeo.

ob-solesco παλαιούμαι, -levi, (-lētum), -lescĕre. Βλ. exolesco.

ob-sto αντιστέκομαι, -stĭti, -stāre. Μτχ. μέλλ. obstātūrus.

oc-cĭdo καταδύομαι, -cĭdi, (-cāsum), -cidĕre. Βλ. cado.

oc-cīdo φονεύω, -cidi, -cisum, -cidere. Βλ. caedo.

oc-cŭlo αποκρύπτω, -cŭlui, -cultum, -culĕre.

odi, § 98, 1.

of-fendo προσκρούω. Βλ. defendo.

oleo μυρίζω, -lui, -lēre, § 89, 2.

operio σκεπάζω, -perui, -pertum, -perīre. Βλ. aperio.

oportet, § 99, 2.

opperior αναμένω, -perītus ή pertus sum, pertum, -perīri, § 80.

ordior αρχίζω, orsus sum, orsum, ordiri, § 80.

orior ανατέλλω, ortus sum, ortum (μετοχ. μέλλ. oritūrus), oriri, § 80. (ρ. or-, όρ-νυ-μι). Στην οριστική του ενεστώτα, την υποτακτική του παρατατικού και στην προστακτική σχηματίζεται κανονικά κατά την γ´ συζυγία: orĕris, orĭtur, orĭmur, orimini - orĕrer, orĕrentur, κτλ.

os-tendo δεικνύω. Χωρίς ύπτιο. Βλ. tendo και § 87, 2, β´. Σημ. και § 115, 2, β´, Σημ.

paciscor συνθέτω, pactus sum, pactum, pacisci, § 80.

paenĭtet (me), μετανοώ, -tuit, -tēre, § 99, 2.

palleο είμαι ωχρός, -llui, -llēre, § 89, 2. Από αυτό pallesco ωχριω, -llui, -llescĕre, § 110, 2, α´.

pando απλώνω, pandi, passum (ή pansum), pandĕre.

pango, § 89, 4, γ´ και § 115, 3, α´.

parco φείδομαι, peperci ή parsi, parcĕre, § 87, 2, β´. Σουπίνο temperatum από το temperare.

pareo φαίνομαι, υπακούω, -rui, -rēre. Σύνθετο ap-pāreo (επιφαίνομαι).

Μτχ. μέλλ. (ap) pariturus.

pario, § 84 και § 87, 2, β´. Μετοχή του μέλλοντος paritūrus.

pāsco, § 86, 2, γ´.

pateo είμαι ανοιχτός, -tui, -tēre, § 89, 2.

patior, § 84.

paveo φοβάμαι, pavēre, § 89, 2. Από αυτό pavesco (πτοούμαι), pavescĕre, § 110, 2, α´.

pecto χτενίζω, pexum, pectĕre.

pellicio σύρομαι, -lēxi, -lēctum, -licĕre. Βλ. lacio.

pello ωθώ, pepŭli, pulsum, pellĕre, § 87, 2, β´

pendeo κρεμιέμαι, pependi, pendēre, § 89, 2 και 3 και § 87, 2, β´.

pendo ζυγίζω, pependi, pensum, pendĕre, § 87, 2, β´.

per-cello καταβάλλω, ανατρέπω, -cŭli, -culsum, -cellĕre.

per-cuctio πατάσσω. Βλ. quatio.

per-do χάνω, -dĭdi, -dĭtum, -dĕre. Βλ. do.

pergo πορεύομαι, per-rēxi, per-rectum, pergĕre (per + rego).

peto ζητώ, -tīvi, -tītum, -tĕre, § 83, Σημ., § 89, 3 και § 115, 3, Σημ. 1.

piget (me) λυπούμαι, (pigŭit), pigēre, § 99, 2.

pingo, § 89, 1, β´.

pinso, § 89, 4, γ´.

placeo αρέσκω, placui και placĭtus sum, placĭtum, placēre, (όπως το habeo). Σύνθετα com-placeo, per-placeo, αλλά dis-plĭceo.

plango χτύπω, -nxi, -nctum, -ngĕre. (ρ. plag-, § 89, 1).

plaudo κροτώ, plausi, plausum, plaudĕre.

plecto, § 86, 2, β´.

plĭco διπλώνω, (plicui), plicatum, plicāre, § 89, 3. Εύχρηστο σύνθετο: ap-plĭco, ex-plĭco, applicāvi και applicui - explicavi και explicui, κτλ.

pluit βρέχει, pluit και (αρχαϊκῶς) pluvit, pluĕre, § 89, 1.

polleo ισχύω, pollēre, § 89, 2.

polliceor υπόσχομαι, pollicĭtus sum, pollicĭtum, pollicēri, § 80.

polluceo θυσιάζω, εκπληρώνω τάξιμο με θυσία, -lūxi, -luctum, -lucēre, § 89, 3.

polluo μιαίνω. Όπως το tribuo.

pōnο αποθέτω, (posīvi) και posui, posĭtum, ponĕre (pro + sino).

porricio προσφέρω στο βωμό, (-reci και) -rēxi, -rectum, -ricĕre. (por + jicio, ήτοι jacio, § 115, 3, α´.

por-rĭgo και (κατά συγκοπή) porgo προτείνω, -rēxi, -rectum, -rigĕre. (pot + rego, § 115, 3, α´).

por-tendo προλέγω. Βλ. tendo και § 87, 2, Σημ.

posco, § 89, 2, α´ και § 87, 2, β´. Σουπίνο postulātum από το postulare.

pos-sĭdeo (κέκτημαι) κατέχω, έχω, -sēdi, -sessum, -sidēre. Βλ. sedeo και § 115, 3, α´.

pos-sīdo αποκτώ, -sēdi, -sessum, -sidĕre. Βλ. sido.

possum, § 91.

potior γίγνομαι κύριος, -tītus sum, -tītum, -tiri, § 80.

polo πίνω, potāvi, potum, potāre, § 81, 2, Σημ.

praebeo παρέχω. Όπως το habeo (prae + habeo), § 115, 3, α´.

prae-dīco προλέγω, -dixi, κτλ. Βλ. dīco (να διακρίνεται το praedĭco, -cāvi, -cātum, -cāre διακηρύττω).

prae-sto προέχω, -stĭti, -stare. Μτχ. μέλλ. praestatūrus. Βλ. sto.

prandeo γευματίζω, prandi, pransum, prandēre, § 81, 2, Σημ. και § 89, 3.
prehendo ή prendo πιάνω με το χέρι μου σφιχτά, -hendi, -hensum, -hendĕre.

premo πιέζω, pressi, pressum, premere. Ως σύνθετο -prīmo, -pressi κτλ. § 115, 3, α´.

pro-do προφέρω, προδίδω. Βλ. do.

proficiscor αναχωρώ, -fectus sum, -ficisci, § 80.

prō-flīgo καταβάλλω, -gāvi, -gātum, -gāre. Βλ. και fligo.

promo εκφέρω, prompsi, promptum, promĕre, (pro + emo).

pudet, § 99, 2. Μετχ. μέλλ. puditurum.

pungo, § 89, 1. β´. Τα σύνθετα έχουν στον παρακείμενο -punxi. π.χ. interpungo, interpunxi, κτλ.

quaero ζητώ, § 89, 4. Σημ. 1. Ως σύνθετο –quīro, § 115, 3, β´.

quaeso, § 98, 2, γ´.

quatio, § 84. Ως σύνθετο -cutio, -cussi, -cussum, -cutĕre, π.χ. concutio διαταράσσω κτλ.

queo, § 94.

queror (μέμφομαι) κατηγορώ, quaestus sum, queri (ρ. ques-, πβ. § 23, 2. Σημ.).

quiesco ησυχάζω, quievi, (quietum), quiescĕre.

rado ξύνω, εξαλείφω, rāsi, rasum, radĕre, § 87, 2, γ´.

rapio, § 84 και § 86, 1, γ´. Ως σύνθετο -ripio, § 115, 3, α´.

red-do. Βλ. do.

re-fello ανασκευάζω, -felli, -fellĕre. Σουπίνο refutātum από το refutāre.

rēfert (meā) με ενδιαφέρει, rētuli, rēferre. Βλ. § 132 Σημ. β´.

rego κατευθύνω, διευθύνω, rēxi, rectum, regĕre. Ως σύνθετο -rĭgo, -rēxi, κτλ, § 115, 3, α´.

re-miniscor ενθυμούμαι, -sci, § 80 και § 89, 1. Οι τύποι που λείπουν αναπληρώνονται από το recordāri.

reor συλλογίζομαι, rātus sum, rēri, § 80.

re-pello απωθώ, reppŭli, repulsum, repellĕre. Bλ. pello.

reperio ανευρίσκω, reppĕri, repertum, reperire. πβ. comperio.

rĕpo έρπω, -psi (-ptum), -pĕre § 87, 2, γ´.

re-posco απαιτώ, -poscĕre. Βλ. posco και § 89, 2.

resipisco σωφρονίζομαι, -sipui, -sipiscĕre. Από το sapio πβ, § 110, 2, α´ και § 115, 3. α´.

respondeo αποκρίνομαι, -spondi, -sponsum, -spondēre. βλ. spondeo.

resto υπολείπομαι, -stĭti, -stāre, βλ. sto.

re-ticesco αποσιωπώ, -ticui, -ticescĕre, § 89, 2. Από το taceo, § 110, 2, α´ και §115, 3, α´.

re-vertor, § 81, 2.

re-vivisco αναζώ, -vixi, -viviscĕre. Από το vivo,§ 110, 2, α´.

rideo, § 89, 3 και § 115, 2, β´ .

rigeo ριγώ, -gŭi, -gēre.

rodo τρώγω, rōsi, rōsum, rodĕre, § 87, 2, γ´.

rudo, § 89, 3.

rumpo θραύω, rūpi, ruptum, rumpĕre.

ruo καταρρίπτω, § 89, 4, Σημ. 1 (μετοχ. μέλλ. ruitūrus). Bλ. και congruo, in-gruo.

saepio (λιγότερο ορθό sepio) περιφράσσω, saepi, saeptum, saepire, § 89, 3.

salio πηδώ, salui, (saltum), salire. Ως σύνθετο -silio, -silui, (-sultum), -silire, § 115, 3, α´.

salvēre, § 89, 3.

sancio επικυρώνω, sanxi, sanctum, sancire, § 89, 3.

sapio, § 84 και 89, 2. Ως σύνθετο -sipio, (-sipui), -sipĕre, § 82, 2 και § 115, 3, α´. Βλ. και resipisco.

sarcio επισκευάζω, sarsi, sartum, sarcire, § 89, 3.

scalpo σκαλίζω, γλύφω, -psi, -ptum, -pĕre, § 87, 2, γ´.

scando, § 88, 1,β´. Ως σύνθετο -scendo, όπως descendo κατεβαίνω κτλ. § 115, 3, α´.

scindo σχίζω, scĭdi, scissum, scindĕre, (ριζ. scid-, § 86, 2, α´).

scio (οιδα) ξέρω, (scīvi και scii, scītum), scire. Από αυτό scisco πληροφορούμαι, scīvi, scītum, sciscĕre, § 110, 2, α´.

scrībo γράφω, scripsi, scriptum, scribĕre, § 87, 2, γ´.

sculpo γλύφω, Βλ. scalpo.

seco, § 89, 3. Μτχ. μέλλ. secatūrus.

sĕdeo κάθομαι, sēdi, sēssum, sedēre, § 89, 2. Ως σύνθετο -sĭdeo, -sēdi, -sēssum, -sidēre· αλλά circum-sedeo, super-sedeo, § 115, 3, α´ και Σημ. 2.

senesco, § 86, 2, γ´.

sentio αισθάνομαι, sensi, sensum, sentire, § 89, 3.

sepelio θάβω, -pelīvi, -pultum, -pelire.

sequor ακολουθώ, secūtus sum, secūtum, sequi, § 80.

sero, § 89, 4, Σημ. 1. Στα σύνθετα το σουπίνο -sĭtum, § 115, 3, α´.

sero συναρμόζω, (serui), sertum, serĕre.

serpo έρπω, -psi, -pere, § 89, 2 και 87, 2, γ´.

sīdo καθίζω, sēdi, sessum, sīdĕre.

sileo σιωπώ, silui, silēre, § 89, 2.

sino, § 89, 4, Σημ. 1.

sisto στήνω, stĭti, (ή stĕti), stătum, sistĕre (si-sto, § 86, 3). Τα σύνθετα absisto, desisto κτλ. χωρίς ύπτιο.

soleo, § 81, 1.

solvo λύνω, solvi, solūtum, solvĕre.

sono ηχώ, -nui, -nāre, § 89, 3, Μτχ. μέλλ. sonaturus.

sorbeo ροφώ, -bui, -bēre, § 89, 2.

sordeo ρυπαίνω, -dui, -dēre, § 89, 2.

spargo σκορπίζω, -rsi, -rsum, -rgĕre. Ως σύνθετο -spergo, § 115, 3, α´.

specio, § 84. Εύχρηστο σε σύνθεση -spicio, -spĕxi, -spectum, -spicĕre, § 115, 3, α´.

sperno καταφρονώ, sprēvi, sprētum, spernĕre.

splendeo λάμπω, -dui, -dēre.

spondeo εγγυώμαι, spopondi, sponsum, spondēre, § 87, 2, β´ και § 89, 3.

spuo πτύω. Όπως το tribuo.

squaleo είμαι αυχμηρός (ξερός) –lēre, § 89, 1.

statuo ιδρύω. Όπως το tribuo. Στα σύνθετα -stituo, § 115, 3, α´.

sterno στρώνω, strāvi, strātum, sternĕre.

sternuo φταρνίζομαι, -nui, -nuĕre, § 89, 2.

stinguo Συνήθως σύνθετο ex-stinguo σβήνω, -stinxi, -stinctum, -stinguĕre. Τα σύνθετα di-stinguo διαστέλλω, in-stinguo κεντρίζω, inter-stinguo προέρχονται από άλλο stinguo = κεντώ.

sto στέκομαι, stēti, (stătum, αλλά  stāturus), stāre, § 100, 2.

strepo, § 89, 3.

stūdeo τρίζω, -di, -dēre και strido, -dĕre, § 99, 2 και 3.

stringo σφίγγω, strinxi, strictum, stringĕre.

struo σωρεύω, strŭxi, structum, struĕre.

studeo σπουδάζω, -dui, -dēre, § 89, 2.

stupeo είμαι έκθαμβος, -pui, -pēre, § 89, 2.

suādeo πείθω, suāsi, suāsum, suadēre, § 89, 3.

suēsco συνηθίζω, suēvi, suētum, suescĕre.

sugo απομυζώ, sūxi, suctum, sugĕre.

sum, § 77 και 100, 2.

sūmo παίρνω, sumpsi, sumptum, sumĕre. (Από το subs + ĕmo).

suo ράβω. Όπως το tribuo.

surgo σηκώνομαι, surrēxi, surrectum, surgĕre. (Από το sub + rego). Και subrigo.

tabeo λυώνω, -bēre, § 89, 2.

taceo σιωπώ, tacui, tacēre. Μετχ. μέλλ. tacitūrus. Η παθητ. μετοχή tacitus, επίθετο = σιωπηλός, § 81, 2. Σημ. Αντιθέτως -ticeo, -ticui, -ticere, § 89, 2 και § 115, 3, α´, βλ. και con-ticesco.

taedet (me) σιχαίνομαι, taeduit ή (per) taesum est, taedēre, § 99, 2 και § 115, 3. Σημ. 1.

tango, § 86, 2, α´. Ως σύνθετο tingo, όπως at-tingo εφάπτομαι, -tĭgi, -tactum, -tingĕre, § 115, 3, α´.

tĕgo στεγάζω, texi, tectum, tegĕre.

temno καταφρονώ, tempsi, temptum, temnĕre.

tendo, § 87, 2, β´ και Σημ. Σύνθετο at-tendo προσέχω, -tendi, -tentum, -tendĕre.

teneo κρατώ, tenui, (tentum), tenēre. Ως σύνθετο -tineo, -tinui, -tentum, -tinēre, § 115, 2, β´, και 3, α´. Του σύνθετου sustineo υπομένω, σουπίνο sustentātum από το sustentare.

tepeo Είμαι χλιαρός, -pēre, § 89, 2. Από το tepesco χλιαίνομαι, -pui. -pescĕre, § 110, 2, α´.

tergeo και σπανίως tergo σφογγίζω, tersi, tersum, tergēre (και tergĕre). Πβ. § 89, 3.

tĕro τρίβω, trīvi, trītum, terĕre.

terreo φοβίζω. Όπως το habeo.

texo υφαίνω, -xui, -xtum, -xĕre.

timeo φοβούμαι, -mui, -mēre, § 89, 2.

tingo ή tinguo βρέχω (πβ. τέγγω) -nxi, -nctum, -ngĕre.

tollo σηκώνω, (sus-tuli, sub-latum), tollĕre. Πβ. fero, § 115, 2, β´.

tondeo κουρεύω, totondi, tonsum, tondēre, § 87, 2, β´, και § 89, 3.

tono βροντώ, -nui, (-nĭtum), -nāre, § 89, 3.

torpeo ναρκώνομαι, -pēre, § 86, 2. Από αυτό torpesco (ναρκώνομαι), -pui, -perscĕre, § 110, 2, α´.

torqueo στρέφω, torsi, tortum, torquēre, § 89, 3.

torreo ξεραίνω, torrui, tostum, torrēre.

trado προδίνω, -dĭdi, -dĭtum, -dĕre. Bλ. do.

trăho σύρω, traxi, tractum, trahĕre.

tremo τρέμω, -mui, -mĕre, § 89, 2.

tribuo απονέμω, tribui, tribūtum, tribuĕre, § 74, 3, γ´ και § 89, 4, Σημ. 1.

trūdo σπρώχνω, trūsi, trūsum, trudĕre, § 87, 2, β´.

tueor τηρώ, φυλάω, tuēri, § 80. Πρκμ. tutātus sum.

tumeo είμαι πρησμένος, (-mui), -mēre, § 89, 2. Από αυτό tumesco (πρήσκομαι), -mui, -mescĕre, § 110, 2, α´.

tundo κρούω, tutŭdi, tūsum, tundĕre, § 87, 2, β´.

turgeo είμαι πρησμένος, -rgēre, § 89, 2.

ulciscor τιμωρώ, ultus sum, ultum, ulcisci, § 80.

unquo ή ungo αλείφω, unxi, unctum, unguĕre, § 87, 2, γ´ .

urgeo ή urgueo σπρώχνω, -ursi, -gēre, § 89, 2.

uro καίω, ussi, ustum, urĕre (ριζ. us-, από την eus- Ελλ. εύω· πβ. § 23, 2, Σημ.).

utor χρησιμοποιώ, usus sum, usum, uti, § 80.

vadο βαδίζω (vasi, vāsum), vadĕre, § 87, 2, γ´.

valeo υγιαίνω, valui, valēre. Μετχ. μέλλ. valiturus.

vĕho μεταφέρω, vexi, vectum, vehĕre.

vello ανασπώ, velli, vulsum, vellĕre § 88, 1.

vendo πωλώ, -dĭdi, -dĭtum, -dĕre. Από το venum που είναι αιτιατική του άχρηστου σε άλλη πτώση ονόματος venus (= πώληση) και do. Παθητ. veneo.

veneo πωλούμαι, (venīvi ή venĭi, venĭtum), venīre· (από το venum+eo. Βλ. προηγούμενο, § 83, Σημ. και § 89, 4, Σημ. 1).

νĕnio, § 89, 3.

vereor, § 80.

vergo κλίνω προς κάτι, versi, vergĕre, § 89, 2.

verro σαρώνω, (versum), verrĕre.

verto στρέφω, verti, versum, vertĕre.

vescor τρώγω, verci, § 80 και § 89, 2. Πρκμ. ēdi από το edo.

veto απαγορεύω, § 89, 4, Σημ. 1.

vĭdeo βλέπω, vīdi, vīsum, vidēre, § 89, 3.

vieo δένω, viētum, -ēre, § 89, 2.

vigeo ακμάζω, -gui, -gēre, § 89, 2. Από αυτό vigesco αναθάλλω, -gui, -gcscĕre, § 110, 2, α´.

vincio δένω, vinxi, vinctum, vincire, § 89, 3.

vinco νικώ, vīci, victum, vincĕre, § 86, 2.

vireo είμαι χλωμός, -rēre, § 89, 2. Από αυτό viresco χλοάζω, -rui, -rescĕre, § 110, 2, α´.

viso επισκέπτομαι, (visi), visĕre, § 89, 2. Βλ. video.

vivo ζω, vīxi, vivĕre. Μτχ. μέλλ. victūrus, § 100, 1.

volo, § 95.

volvo ελίσσω, volvi, volūtum, volvĕre.

vomo κάνω εμετό, -mui, -mĭtum, -mĕre.

voveo εύχομαι, τάζω, vōvi, vōtum, vovēre.