ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ I120. ΚΑΤΑΛΟΓΟΣ ΤΩΝ ΑΝΩΜΑΛΩΝ ΡΗΜΑΤΩΝab-do αποκρύπτω, βλ. do. ab-icio (πρόφ. ab-jicio) απορρίπτω, (ab + iacio, § 115, 3, α´). Βλ. iacio. ab-oleo αφανίζω, -olēvi, -οlĭtum, -olēre. Από αυτό abolesco αφανίζομαι, -lēvi, -lescĕre, § 89, 2 και § 110, 2, α´ (ριζ. οl-, πβ. απ-όλ-λυμι). ac-cendo ανάβω, -cendi, -censum, -cendĕre (ριζ. cand-, βλ. candeo, § 115, 3, α´). ac-cerso βλ. ar-cesso. ac-cĭdo προσπίπτω, -cĭdi, -cidĕre, § 89, 2 και § 100, 2 (ad + cado, § 115, 3, α´). Βλ. cado. ac-cīdo περικόπτω, (ad + caedo, § 115, 3, β). Βλ. caedo. ac-cio προσκαλώ, -cire (όπως η δ´ συζυγία). Βλ. cieo § 89, 4, Σημ. 1. ac-cumbo κατακλίνομαι, -cubui, -cubĭtum, -cumbĕre (ad + cumbo, άχρηστο· ριζ. cub-, βλ. cubo § 96, 2, α). aceo ξινίζω, -cui, -cēre, § 89, 2. Από αυτό acesco αρχίζω να ξινίζω, -cui, -cescĕre, § 110, 2, α´. acuo ακονίζω. Όπως το tribuo. ad-eo, § 93, Σημ. ad-ĭmo αφαιρώ (ad + emo, § 115, 3, α´). ad-īpīscor επιτυχαίνω, -ēptus sum, -ipisci, § 80. ad-doleo θυμιατίζω, -olui, -olēre, § 89, 2. Από αυτό adolesco αναφλέγομαι, -lescĕre, § 110, 2, α´. ad-olesco και ad-ulesco αυξάνομαι, -olēvi, (-ultum) -olescere (ριζ. ol-, από την al-, βλ. alo). ad-orior ορμώ, -ortus sum, -orīri, § 80 (όπως το audior)· Βλ. και orior. ad-sentior. Βλ. assentior, § 81, 2. a-gnosco αναγνωρίζω, -gnōvi, -gnĭtum, -gnoscĕre. Βλ. nosco. ago § 87, 2, α´. Βλ. και § 115, 3, Σημ. 1. aio § 98, 2, α´. algeo ριγώ, alsi (από το alg-si), algere, § 89, 2. Από αυτό algesco, § 115 ψύχομαι, alsi, algescĕre, § 110, 2, α´. al-licio δελεάζω, -lēxi, -lectum, -licĕre (ad + lacio,§ 84 και § 115, 3, α΄). alo τρέφω, αυξάνω, alui, alĭtum και altum, alĕre. Παθ. μετχ. altus και alĭtus. ambio (ambi + eo), § 93, Σημ. ambūro περιφλέγω, § 114, 2, α´. Βλ. uro. amicio περιβάλλω, (amicui και amixi), amictum, amicīre (από το ambi + iacio § 114, 2, α´ και § 115, 3, α´) am-plector αγκαλιάζω, -plexus sum, -plexum, -plecti, § 80 (ambi + plector, § 114, 2, α´). ango πνίγω, angĕre, § 89, 2. animadverto προσέχω. Βλ. verto. apĕrio ανοίγω, -rui, -rtum, -rire. apiscor πετυχαίνω, aptus sum, aptum, apisci, § 80. (Σύνθετο -ipiscor, -eptus sum, κτλ. § 115, 3, α´). arceo εμποδίζω, arcui, arcēre. Ως σύνθετο –erceo, -ercui (-ercitum), -ercēre, § 115, 3, α´. ar-cesso και ac-cerso προσκαλώ-cessīvi, -cessitum, -cessĕre, 89, 3. ardeo καίομαι, arsi, (arsum), ardēre, § 90, 3. Μετοχ. μέλλ. arsūrus. Παράγωγο το ardesco αναλάμπω, arsi, ardescĕre, § 110, 2, α´ arguo ελέγχω. Όπως το tribuo. Μετοχ. μέλλ. arguitūrus. aspicio προσβλέπω. Βλ. specio. assentior παραδέχομαι, συμφωνώ, -sensus sum, -sentīri, § 80 και 81, 2. audio, § 78. au-fero αποκομίζω, abs-tŭli, ab-lātum, au-ferre, § 96 και 102, 2. au-fugio αποφεύγω, -fūgi, -fugĕre, § 89, 2. augeo § 86, 1 και § 89, 3. avere, § 98, 3. bibo πίνω, bibi, bibĕre, (σουπίνο potum ή haustum από το haurire) § 89, 3. α´. cado πίπτω, § 87, 2 β´ και § 100, 2. Μετοχ. μέλλ. cāsūrus. caedo κόπτω, § 87, 2. β´ και § 115, 3, β´. caleo είμαι θερμός, -lui, -lēre, § 89, 2, από αυτό calesco, § 86, 2, γ´. calleo έχω κάλους, -llēre, § 89, 2. candeo είμαι λευκός, -ndui, -ndēre, § 89, 2. Από αυτό candesco λευκαίνομαι, -udui, -ndescĕre, § 110, 2, α´. caneo είμαι λευκός, -nui, -nēre, § 89, 2. Από αυτό canesco γίνομαι λευκός, -nui, -nescĕre, § 110, 2, α´, cano ψάλλω, § 87, 2, β´. Ως σύνθετο -cĭno, -cinui, (-centum), -cinĕre, π.χ. con-cĭno, praecĭno προλέγω, § 115, 3, α´. capesso αρπάζω, -pessīvi, -pessītum, -pessĕre, § 89, 3. capio παίρνω, § 84. Ως σύνθετο -cipio, -cēpi, -ceptum, cipĕre, § 115, 3, α´ και Σημ. 1. careo στερούμαι, carui, (caritum), carēre. Μετχ. μέλλ. caritūrus. carpo δρέπω, § 87, 2, γ´. Ως σύνθετο –cerpo, § 115, 3, α´. caveo φυλάσσομαι, cavi, cautum, cavēre, § 115, 3, Σημ. 1. cēdo βαδίζω, cessi, cessum, cedĕre. censeo τιμώμαι, νομίζω, censui, censum, censēre. cerno κρίνω, § 86, 2. cieo κινώ, § 89, 4. Σημ. 1. (και cio, cire, § 89, 2). To σουπίνο και η μετοχή του παθητικού παρακειμένου στο σύνθετο acci(e)o έχουν το i μακρό: accītum, accītus. Στα άλλα σύνθετα το i διφορείται, όπως ex-cĭtus και ex-cītus, con-cĭtus και conc-ītus, in-cĭtus. cingo ζώνομαι, cinxi, cinctum, cingĕre. circum-do περικυκλώνω, -dĕdi, -dătum, -dăre, § 89, 4, Σημ. 1 και 2. circum-sisto περικυκλώνω, -stĕti, -sistĕre. Βλ. sisto. circum-sto στέκομαι ολόγυρα, -stĕti, -stare. Βλ. sto. clareo είμαι φανερός, -rui, -rēre, § 89, 2. Από αυτό το claresco αναφαίνομαι, rui, -rescĕre, § 110, 2, α´. claudo κλείνω, clausi, clausum, claudĕre § 87, 2, γ´. Ως σύνθετο -clūdo, § 115, 3, β´. co-alesco συναυξάνομαι, -alui, (-alĭtum), -alescĕre. Παθ. μετοχ. coalĭtus (από το άχρηστο alesco και αυτό από το alo). co-ĕmo συναγοράζω. Βλ. emo και § 115, 1. co-eo συνέρχομαι. Βλ. eo, § 93 και § 115, 1. coepi άρχισα, § 98, 1 και Σημ. caerceo εμποδίζω ολόγυρα, -ercui, -ercĭtum, -ercēre. Βλ. arceo. co-gnosco (γιγνώσκω) μαθαίνω, -gnōvi, -gnĭtum, -gnoscĕre. Βλ. nosco και πβ. γιγνώσκω. cogo συγκεντρώνω, cŏēgi, cŏāctum, cōgĕre (cum + ago, co + ago, § 115, 1). cohibeo συγκρατώ (cum + habeo, § 115, 1 και 3, α´). col-līdo συνθλίβω, (cum + laedo, § 115, 1 και 3, β´). col-lĭgo συλλέγω, lēgi, -lectum, -ligĕre, § 115, 3 Σημ. 1. colo (θεραπεύω) περιποιούμαι, colui, cultum, colĕre. comb-ūro κατακαίω, (από το co + amburo, § 115, 1). Βλ. uro. com-ĕdo, § 92 και 115, 1. Βλ. edo. com-miniscor επινοώ, -mentus sum (-mentum), -minisci, § 80, (ριζ. men-, πβ. memini, § 98, 1). como καλλωπίζω, compsi, comptum, comĕre. com-pello συνωθώ, -pŭli, -pulsum, -pellĕre. Βλ. pello. com-perio πληροφορούμαι, -peri, -pertum, perire, § 89, 3. (ριζ. per- πβ. πείρα από το περ-ja). com-pingo συνάπτω, -pēgi, -pactum, -pingĕre, § 89, 4 γ´ και § 115, 1, και 3, α´. Βλ. pango. com-pingo καταγράφω, -pinxi, -pictum, -pingĕre. Βλ. pingo και § 115, 1. complector περιπλέκομαι, -plexus sum, -plexum, plecti, § 80. com-pleo γεμίζω, -plēvi, -plētum, -lēre. πβ. deleo. con-cīdo συμπίπτω. Βλ. ac-cĭdo (cado). con-cīdo κατακόπτω. Βλ. ac-cīdo (caedo). con-clūdo κατακλείω. Βλ. claudo. con-cupisco επιθυμώ, -cupīvi, -cupītum, -cupiscĕre, (από το cupio § 84 και § 110, 2, α´) con-cutio δασείω, -cussi, -cussum, -cutĕre. Βλ. quatio. con-dolesco πονώ, -dolui, -dolescĕre. Από το con-doleo. con-fiteor παραδέχομαι, -fessus sum, -fessum, -fitēri, § 80 (cum + fateor, § 115, 3, α´) con-gruo συμφωνώ, -grui, -gruĕre, § 89, 2. Βλ. ruo. con-icio (πρόφ. con-jicio) συμβάλλω (cum + iacio, § 115, 1 και 3, α´). can-niveo κλείνω τα μάτια, -nixi και –nīvi, -nivēre, § 89, 2. con-quīro αναζητώ. Βλ. quaero, § 115, 3, β´. con-scisco αποφασίζω από κοινού, -scīvi, -scītum, -sciscĕre. (από το scio, § 110, 2, α´). con-sisto στέκομαι, -stĭti, -sistĕre. Βλ. sisto. con-spicio βλέπω καθαρά. Βλ. specio. con-sto συνίσταμαι, -stĭti, -stāre. Μετχ. μέλλ. constatūrus, § 110, 2. Βλ. και sto. con-sŭlo σκέπτομαι, -sŭlui, -sultum, -sulĕre. con-temno καταφρονώ, -tempsi, -temptum, -temnĕre. con-temno καταφρονώ, -tempsi, -temptum, -temnĕre. con-ticesco ή con-ticisco κατασιωπώ, -ticui, -ticescĕre, § 89, 2. Από του taceo, § 115, 1 και § 110, 2, α´. con-tingo εγγίζω. Βλ. tango, 115, 1, και 3, α´. coquo μαγειρεύω, coxi, coctum, coquĕre. crebresco (σύνθετο per-crebresco έχω επίδοση), -brui, -brescĕre (από το επίθ. creber, § 110, 1). credo πιστεύω, -dĭdi, -dĭtum, -dĕre. Πβ. do. crepo κροτώ, -pui, -pĭtum, -pāre, § 115, 3, α´. cresco αυξάνομαι, crēvi, (crētum), crescĕre. (Από το creo, § 110, 2, α´). cubo κατακλίνομαι, cubui, cubĭtum, cubāre, § 89, 3 και 4. cupio, § 84. curro, § 87, 2, β´ και § 100, 1. debeo οφείλω. Όπως το habeo. (Από το de + habeo, 115, 2, α´). decet πρέπει, αρμόζει, § 99, 2. de-cĭdo καταπίπτω. Βλ. ac-cĭdo, (cado). de-cīdo αποκόπτω. Βλ. caedo. de-fendo υπερασπίζω, -fendi, -fensum, -fendĕre. de-fetiscor καταπονούμαι, -fessus sum, -fessum, -fetisci, § 80. Βλ. fatisco. dēgo περνώ (το χρόνο μου, τη ζωή μου κτλ.). (dēgi), degĕre, § 89, 2 (από το de + ago πβ. cogo). de-icio (προφ. dejicio), καταρρίπτω. Βλ. conicio. deleo, § 78. de-lĭgo εκλέγω, -lēgi, -lectum, -ligĕre, § 115, 3, Σημ. 1. de-litesco και delitisco αποκρύπτομαι, -litui, -litescĕre, § 89, 2. Βλ. lateo, § 110, 2, α´ και § 115, 2, α΄. demo αφαιρώ, dempsi, demptum, demĕre. (Από το de + ĕmo, πβ. como). dascendo κατεβαίνω, § 115, 3, α´ Βλ. scando. de-sipio παραφρονώ, (-sipui), -sipĕre, § 89, 2, (de + sapio, § 84 και 115, 3, α´). de-sisto στήνω, -stĭti, -sistĕre. Βλ. sisto. de-spicio καταφρονώ. Βλ. specio. de-vertor, § 81, 2. dico, § 87, 2, γ´και § 84, Σημ. Σύνθετα ēdico προκηρύσσω, interdīco απαγορεύω. dif-fĕro διασκορπίζω, dis-tŭli, di-lātum, dif-fere, § 115, 2, δ´. di-lĭgo αγαπώ, -lēxi, -lectum, -ligĕre (dis + lego, § 115, 2, δ´ και 3, γ´ Σημ. 1). di-lucescit ξημερώνει, lūxit, -lucescĕre. di-ribeo διαχωρίζω, όπως το habeo. (Από το dis + habeo, § 115, 2, δ´ και 3, α´, πβ. και § 23, 2, Σημ.). di-rĭgo διευθύνω, -rēxi, -rectum, -rigĕre (dis + rego, § 115, 3, α´). di-rĭmo χωρίζω, -rēmi, -reptum, -rimĕre (dis + emo, §115, 3, α´, πβ. και § 23, 2, Σημ.). disco, § 89, 2. dis-plĭceo δεν αρέσκω (dis + placeo, § 115, 3, α´). distinguo διακρίνω. Βλ. stinguo. di-sto απέχω, -stāre, § 89, 2, Βλ. sto. di-vĭdo διαιρώ, -vīsi, -vīsum, -vidĕre. do δίνω, § 89, 4, 1 και 2 (ριζ. dov-, dā-, dă-). do, dĭdi, dĭtum, dĕre (ριζ. de-). Βρίσκεται μόνο σύνθετο με μονοσύλλαβες προσθέσεις, όπως ab-do αποκρύπτω, ad-do προσθέτω, con-do χτίζω, κτλ. Σε μερικά τέτοια σύνθετα όπως το red-do (δίνω ό.τι χρωστώ) υπάρχει η έννοια του προηγούμενου do (=δίνω), § 89, 4, Σημ. 2. doceo διδάσκω, docui, doctum, docēre. doleo πονώ, dolui, (dolitum), dolēre. domo, § 89, 3. duco οδηγώ, duxi, ductum, ducĕre. § 84 Σημ. και 87, 2, γ´. edo, § 92. edūco εξάγω, dūxi, κτλ. Βλ. duco (πρέπει να διακρίνεται από το edŭco. -āvi, -ātum, -āre παιδεύω, ανατρέφω). egeo έχω ανάγκη, egui, egēre, § 89, 2. eicio (πρόφ. ejicio, e + iacio), § 115, 3, α΄. elicio εξάγω, § 84 και § 115, 3, α´. Βλ. lacio. e-līdo εκθλίβω (e + laedo, § 115, 3, β´). e-lĭgo εκλέγω, -lēgi, -lectum, -ligĕre, § 115, 3, Σημ. 1. Βλ. lego. emineo εξέχω, -nui, -nēre, § 89, 2. emo αγοράζω, ēmi, emptum, emĕre. (Σύνθετα co-emo, αλλά red-ĭmo εξαγοράζω, adĭmo αφαιρώ, interĭmo φονεύω), § 115, 3, α´. e-mungo (απομύττω) βγάζω τη μύξα μου, (-munxi, -munctum), -mungĕre (ριζ. mug- § 86, 2, α´ και § 89, 1). eo, § 93 και 89, 4. Σημ. 1. ex-cello εξέχω, -cellere, (παθητ. μετχ. excelsus), § 89, 2. ex-clūdo αποκλείω, § 115, 3, β´. Βλ. claudo. ex-cudo εκτρίβω, (-cūdi, -cūsum), -cudĕre. ex-cutio (ex + quatio), πβ. § 115, 3, β´. ex-erceo εξασκώ. Βλ. arceo και cŏerceo. ex-ĭgo απαιτώ, -ēgi, -actum, -igĕre (ex + ago, § 115, 3, α´). ex-ĭmo εξαίρω (ex + emo, § 115, 3, α´). ex-olesco επαυξάνομαι. Εύχρηστη μόνο η μετοχή exolētus, ως επίθετο (= τέλειος), πβ. ad-olesco. ex-olesco φθίνω, -lēvi, (-lētum), -lescĕre. Πρβ. adolesco. ex-pergiscor εξεγείρομαι, -perrectus sum, -perrectum, -pergisci, § 80 βλ. pergo και § 110, 2, α´. ex-perior πειρώμαι, -pertus sum, -pertum, -perīri, § 80. Βλ. comperio. ex-sisto εξανίσταμαι. Βλ. consisto. ex-sto εξέχω, exstāre. Μετοχ. μέλλ. exstatūrus. ex-timesco φοβούμαι, -timui, -timescĕre, § 89, 2. Βλ. timeo και § 110, 2, α´. ex-uo γδύνω. Όπως tribuo. facesso πράττω, -cessīvi, -cessītum, -cessĕre. facio, § 84 και Σημ. Παθητικό του το fio, § 97. Ως σύνθετο: -ficio, -fēci, -fectum, -ficĕre, § 115, 3, α´ και § 117. fallo σφάλλω, fefelli, fallĕre, § 87, 2, β´. (Από το falno, § 86, 2). Σουπίνο deceptum από το decipĕre. farcio γεμίζω, farsi, fartum, farcīre, § 89, 3. Ως σύνθετο -farcio, -fersi, -fertum, fercīre, § 115, 3, α´. fateor ομολογώ, (fassus sum), fatēri, § 80. Ως σύνθετο -fiteor, § 115, 3, α´. fatisco κοπιάζω, fatiscĕre, § 89, 2 και fatiscor, fatisci, § 80. faveo ευνoώ, favi, fautum, favēre. ferio, § 89, 2. fero, § 96, § 84, Σημ. και 115, 3, Σημ. 1. ferveo είμαι θερμός, ferbui, fervēre, (και ποιητ. fervo, fervi, fervĕre). πβ. § 89, 3. fido, § 81, 1. figo πηγνύω, fīxi, fīxum, figĕre. findo σχίζω, fĭdi, fissum, findĕre, (ρ. fid-, § 86, 2, α´). fingo πλάττω, finxi, fictum, fingĕre, (ρ fig-, § 86, 2, α´). fio, § 97. Βλ. και facio. flecto λυγίζω, flexi, flexum, flĕctere, (ρ. flec-, § 86, 2, β´). fleo κλαίω, flēvi, flētum, flēre. Πβ. deleo. fligo χτυπώ, flixi, flictum, fligĕre, (ρ. flig-, § 87, 2, γ´). Συνήθως σύνθετο: afflīgo καταβάλλω, conflīgo συγκρούομαι. floreo ανθώ, -rui, -rēre, § 89, 2. Από αυτό floresco (εξανθώ), -scĕre, § 110, 2, α´. fluo ρέω, fluxi, fluxum, fluĕre, (ρ. flu-, και flug-). fodio, § 84 και § 87, 2, α´. for, § 98, 2, δ´. fore, § 98, 3, Σημ. foveo θερμαίνω, fōvi, fōtum, fovēre. frango (κατάγνυμι) θραύω, τσακίζω, frēgi, fractum, frangĕre. (ρ. frag-, § 86, 2, α´, § 87, 2, α´ και 115, 3, α´). fremo γογγύζω, fremui, (fremĭtum), fremĕre (§ 89, 3). frendo συντρίβω, fresum (και frēssum), frendĕre. frico τρίβω, fricui, frictum καί fricātum, fricāre, § 89, 3. frigeo είμαι ψυχρός, frigēre, § 89, 2. Από αυτό frigesco, -scĕre, § 110, 2, α´. fruor καρπούμαι, frui. Μτχ. μέλλ. fruitūrus. Οι χρόνοι που λείπουν αναπληρώνονται από το ρ. utor ή από τη φράση fructum capere, § 80 (ρ. fru- και frug-). fŭgio, § 84, § 87, 2, α´ και § 89, 4. Σημ. 1. Μτχ. μέλλ. fŭgĭturus. fulcio στηρίζω, fulsi, fultum, fulcīre, § 89, 3. fulgeo αστράφτω, fulsi, fulgēre, § 89, 2. Από αυτό fulgesco αναλάμπω. -scĕre, § 110, 2, α´. fundo, § 86, 2, α´. fundor επιτελώ, functus sum, functum, fungi, § 80. furo, § 89, 2. gaudeo, § 81, 1. gemo στενάζω, -mui, (-mĭtum), -mĕre. gero φέρω, gessi, gestum, gerĕre, (ρ. ges- πβ. § 23, 2, Σημ.). gestio υπερηφανεύομαι, καμαρώνω, gestīre, § 89, 2. gigno, § 86, 3. gradior βαδίζω, § 80 και 84. Τό σουπίνο gressum αντί grassum κατά τα σύνθετα. Βλ. § 115, 3, α´. habeo έχω, -bui, -bĭtum, -bēre, § 87, 1, § 88, 2 και 89, 4 Σημ. Ως σύνθετο -hibeo π.χ. adhibeo προσφέρω, prohibeo εμποδίζω, § 115, 3, α´. haereo (έχομαί τίνος) εξαρτιέμαι από κάποιον, haesi, (haesum), haerēre, § 89, 3. Μτχ. μέλλ. haesurus. haurio αντλώ, hausi, haustum, haurīre, § 89, 3, (ρ. haus-, πβ. § 23, 2, Σημ.). hisco χάσκω, hiscĕre, § 89, 2. Από το hio, § 110, 2, α´. horreo φρίττω, § 89, 2. Από το ρ. αυτό horresco, horrui, horrescĕre, § 110, 2. α´. (icio ή) ico (πλήττω), χτύπώ īci, (ictum), icĕre. Μτχ. μέλλ. icturus. Παθ. μετ. ictus. ignosco συγχωρώ. –gnōvi, gnōtum, -gnoscĕre. Πβ. cognosco. il-licio δελεάζω, -lexi, -lectum, -licĕre, (in + lacio, § 84 και § 115, 3, α´). im-buo εμβάπτω, όπως το tribuo. ini-mĭneo επίκειμαι, im-minēre, § 89, 2. im-pingo (in + pango). Βλ. com-pingo. im-plĭco § 89, 4, α´. in-cendo ανάβω, πβ. ac-cendo. in-cĭdo εμπίπτω, πβ. ac-cĭdo. Βλ. cado. in-cīdo εγκόπτω, πβ. ac-cīdo. Βλ. caedo. in-clūdo εγκλείω, πβ. con-clūdo και claudo. in-cumbo κατακλίνομαι, -cubui, -cubĭtum, -cumbĕre. Βλ. accumbo. in-cutio ενσείω. Βλ. con-cutio και quatio. in-dīco κηρύσσω, -dīxi κτλ. Βλ. dīco (πρέπει να διακρίνεται από το indĭco, -avi, -atum, āre δηλώνω). in-digeo έχω ανάγκη, -gui, -gēre, § 89, 2. Βλ. egeo. in-dulgeo χαρίζομαι. –lsi, -lgēre, § 89, 3. in-duo ενδύω. Βλ. ex-uo. in-fringo θραύομαι. Βλ. frango, § 115, 3, α´. in-gemisco στενάζω, -mui, -miscĕre, § 89, 2. Βλ. gemeo. in-gruo ενσκήπτω. Βλ. con-gruo. in-icio (πρόφ. in-jicio) εμβάλλω. Βλ. conicio. in-quam, § 98, 2, β´. in-sulpo εγχαράσσω. Βλ. scalpo. in-sto επίκειμαι, -stĭti, -stāre. Μτχ. μέλλ. instāturus. intel-lĕgo κατανoώ, -lexi, -lectum, -legĕre, § 115, 3 Σημ. 1. in-tueor προσβλέπω, -tuēri. Πρκμ. aspēxi από το aspicio. irascor οργίζομαι, irasci, § 80. Πρκμ. suscensui από το suscenseo. jaceo κείμαι, jacui, (jacĭtum), jacēre. Μτχ. μέλλ. jaciturus. jacio, § 84. Ως σύνθετο -jicio (ή -icio). -jēci, -jectum, -jicĕre, όπως abicio (πρόφ. abjicio), con-icio (προφ. conjicio) κτλ. § 115, 3, α´. jubeo διατάσσω, jussi, jussum, jubēre. jungo, § 89, 1. juvo, § 89, 4. labor (ολισθαίνω) γλιστρώ, lapsus sum, lapsum, labi § 80. lacesso ερεθίζω, -ssīvi, -ssītum, -ssĕre. § 89, 3. lacio, § 84. Αντίθετα -licio, § 115, 3, α´. Βλ. al-licio, elicio και il-licio. laedo βλάπτω, laesi, laesum, laedĕre, § 87, 2. γ´. Ως σύνθετο lido, § 115, 3, β´. lambo γλείφω, -bi, -bĭtum, -bĕre. langueo ατονώ, -guēre, § 89, 2. Από αυτό languesco άτονος γίνομαι, -gui, -guescĕre, § 110, 2, α´. lateo (λανθάνω) κρύβομαι, -ui, -ēre, § 89, 2. lavo λούω, lāvi, latum και lavātum, lavāre και lavĕre. Πβ. § 86, 4. Μέσο lavor, lautus sum, lavāri. lego, § 78, § 89, § 87, 2, § 88 και 115, 3, Σημ. 1. libet, § 99, 2. liceo πωλούμαι σε δημοπρασία, -cui, -cĭtum, -cēre, § 89, 2. liceor αγοράζω σε δημοπρασία, -cĭtus sum, -ēri, § 80. licet, § 99, 2. Μετοχ. μέλλ. liciturus. linco γλείψω, -nxi, -ngĕre. lĭno § 89, 4 και Σημ. 1. linguo, § 87, 2, α´. liveo είμαι πελιδνός (= ωχρός) livēre, § 89, 2. Από αυτό livesco, -scĕre, § 110 α´. laquor, § 80. luceo φέγγω, luxi, lucēre, § 89, 2. Από αυτό lucesco λάμπω, -scĕre, § 110, 2, α´. ludo, § 87, 2, γ´. lugeo πενθώ, luxi, lugēre, § 89, 3. luo πληρωνω, lui, luĕre. Μτχ. μέλλ. luĭturus. luo λούω, luĕre, (πβ. lavo, lavĕre). Εύχρηστο στα σύνθετα ab-luo (καθαιρώ) απολυμαίνω, καθαρίζω. (-lŭi, -lūtum, -luĕre), diluo διαβρέχω. κτλ. madeo είμαι υγρός, -dui, -dēre, § 89, 2. Από αυτό madesco βρέχομαι, -dui, -descĕre, § 110, 2, α´. maereo είμαι λυπημένος, -rēre, § 89, 2. malo, § 95. mando μασιέμαι, -ndi, -nsum, -ndĕre. maneo μένω, -nsi (-nsum), -nēre, § 89, 3. Μτχ. μέλλ. mansurus. mansuesco ξημερώνομαι. Βλ. suesco. marceo είμαι μαραμένος, -cēre, § 89, 2. medeor θεραπεύω, dēri, § 80 και 89, 2. Πρκμ. sanāvi από το sanare. memini, § 98, 1. mereo είμαι άξιος για κάτι, -rui, -rĭtum, -rēre και mereor, -rĭtus sum, -rēri, § 80. mergo βυθίζω, -rsi, -rsum, -rgĕre. metior μετρώ, mensus sum, mensum, metīri, § 80 και 89, 3. meto θερίζω (messum), metĕre, § 89, 2. metuo φοβούμαι, -tui, -tuĕre. mico, § 89, 2. Σύνθετο e-mĭco πηδώ έξω. Μτχ. μέλλ. emicaturus. mingo ουρώ, minxi, minctum και mictum, mingĕre (ρ. mig-, § 89, 1, Πβ. ο-μιχ-είν). minuo ελαττώνω. Όπως το tribuo. misceo αναμειγνύω, miscui, mixtum και mistum, miscēre (ρ. mig- Ελλ. μείγ-νυμι και μίσγω). misereor οικτίρω, -rĭtus sum, -rēri, § 80 και ως απρόσωπο miseret (me) με κατέχει οίκτος, miserĭtum est, miserēre, § 100, 2. mitto στέλνω, mīsi, missum, mittĕre, § 115, 2, β´. molo (μύλλω) αλέθω, -lui, -lĭtum, -lĕre. moneo συμβουλεύω, -nui, -nĭtum, -nēre, § 87, 1 και 88, 2. mordeo δαγκώνω, momordi, morsum, mordēre, § 87, 2, β´. morior, § 84 και § 86, 1. Μετοχ. μέλλ. moriturus. moveo κινώ, mōvi, motum, movēre. mulceo καταπραΰνω, -lsi, -lsum, -lcēre. mulgeo (αμέλγω) αρμέγω, -lsi, -lctum, lgere (ρ. mulg-, πβ. α-μέλ-γω). nanciscor επιτυχαίνω, nanctus ή nactus sum, nactum, nancisci, § 80. nascor γεννιέμαι, nātus sum, natum, nasci, § 80 (ρ. gna-, από αυτή a-gnascor από το ad-gnasor, cognātus, κτλ. πβ. κασίγνητος). neco, § 86, 1, α´ και § 89, 4. Σύνθετο e-nĕco κατακτείνω, enecŭi και enecāvi, enectum, enecare. necto συνδέω, nexi και nexui, nexum, nectĕre. neg-lĕgo και neg-lĭgo αμελώ, -lexi, -lectum -legĕre, § 115, 3, Σημ. 1. neo (νήθω) κλώθω, υφαίνω, nēvi, nētum, nēre. Πβ. deleo (αλλά γ´ πληθ. οριστ. ενεστ. neunt ποιητικώς κατά την γ´συζυγία). nequeo, § 94. ningit και ninguit (νίφει) χιονίζει, ninxit, ningĕre, § 99, 1. Πβ, § 24. niteo λάμπω, -tui, -tēre, § 89, 2. Από αυτό nistesco γίγνομαι στιλπνός -tescĕre, § 110, 2, α´. nitor στηρίζομαι, nīxus ή nisus sum, nixum ή nisum, niti, § 80. noceo βλάπτω, -cui (-cĭtum), -ere. nolo, § 95. nosco (γιγνώσκω) ξέρω, novi, notum, noscĕre (ρ. gno-. απ’ όπου a-gno-sco, co-gnosco, κτλ. με σουπίνο -gnĭtum. Πβ. γι-γνώσκω και nascor). nubo υπανδρεύομαι, nupsi, nuptum, nubĕre, § 87, 2, γ´, (ρ. nub- πβ. νύ-μ-φη). nuo κάνω νεύμα. Εύχρηστο μόνο σύνθετο, όπως ab-nuo ανανεύω, adnuo επινεύω, -nui, -nuĕre. ob-do κάνω επίθεση. Βλ. do. ob-dormisco αποκοιμούμαι, -mīvi, -miscĕre § 89, 2 και 110, 2, α´. ob-icio (πρόφ. ob-jicio) προβάλλω. Βλ. ab-icio. ob-liviscor λησμονώ, -lītus sum, -lītum, -livisci, § 80. ob-oedio υπακούω, (ob + audio). ob-sideo πολιορκώ. Βλ. sedeo. ob-solesco παλαιούμαι, -levi, (-lētum), -lescĕre. Βλ. exolesco. ob-sto αντιστέκομαι, -stĭti, -stāre. Μτχ. μέλλ. obstātūrus. oc-cĭdo καταδύομαι, -cĭdi, (-cāsum), -cidĕre. Βλ. cado. oc-cīdo φονεύω, -cidi, -cisum, -cidere. Βλ. caedo. oc-cŭlo αποκρύπτω, -cŭlui, -cultum, -culĕre. odi, § 98, 1. of-fendo προσκρούω. Βλ. defendo. oleo μυρίζω, -lui, -lēre, § 89, 2. operio σκεπάζω, -perui, -pertum, -perīre. Βλ. aperio. oportet, § 99, 2. opperior αναμένω, -perītus ή pertus sum, pertum, -perīri, § 80. ordior αρχίζω, orsus sum, orsum, ordiri, § 80. orior ανατέλλω, ortus sum, ortum (μετοχ. μέλλ. oritūrus), oriri, § 80. (ρ. or-, όρ-νυ-μι). Στην οριστική του ενεστώτα, την υποτακτική του παρατατικού και στην προστακτική σχηματίζεται κανονικά κατά την γ´ συζυγία: orĕris, orĭtur, orĭmur, orimini - orĕrer, orĕrentur, κτλ. os-tendo δεικνύω. Χωρίς ύπτιο. Βλ. tendo και § 87, 2, β´. Σημ. και § 115, 2, β´, Σημ. paciscor συνθέτω, pactus sum, pactum, pacisci, § 80. paenĭtet (me), μετανοώ, -tuit, -tēre, § 99, 2. palleο είμαι ωχρός, -llui, -llēre, § 89, 2. Από αυτό pallesco ωχριω, -llui, -llescĕre, § 110, 2, α´. pando απλώνω, pandi, passum (ή pansum), pandĕre. pango, § 89, 4, γ´ και § 115, 3, α´. parco φείδομαι, peperci ή parsi, parcĕre, § 87, 2, β´. Σουπίνο temperatum από το temperare. pareo φαίνομαι, υπακούω, -rui, -rēre. Σύνθετο ap-pāreo (επιφαίνομαι). Μτχ. μέλλ. (ap) pariturus. pario, § 84 και § 87, 2, β´. Μετοχή του μέλλοντος paritūrus. pāsco, § 86, 2, γ´. pateo είμαι ανοιχτός, -tui, -tēre, § 89, 2. patior, § 84. paveo φοβάμαι, pavēre, § 89, 2. Από αυτό pavesco (πτοούμαι), pavescĕre, § 110, 2, α´. pecto χτενίζω, pexum, pectĕre. pellicio σύρομαι, -lēxi, -lēctum, -licĕre. Βλ. lacio. pello ωθώ, pepŭli, pulsum, pellĕre, § 87, 2, β´ pendeo κρεμιέμαι, pependi, pendēre, § 89, 2 και 3 και § 87, 2, β´. pendo ζυγίζω, pependi, pensum, pendĕre, § 87, 2, β´. per-cello καταβάλλω, ανατρέπω, -cŭli, -culsum, -cellĕre. per-cuctio πατάσσω. Βλ. quatio. per-do χάνω, -dĭdi, -dĭtum, -dĕre. Βλ. do. pergo πορεύομαι, per-rēxi, per-rectum, pergĕre (per + rego). peto ζητώ, -tīvi, -tītum, -tĕre, § 83, Σημ., § 89, 3 και § 115, 3, Σημ. 1. piget (me) λυπούμαι, (pigŭit), pigēre, § 99, 2. pingo, § 89, 1, β´. pinso, § 89, 4, γ´. placeo αρέσκω, placui και placĭtus sum, placĭtum, placēre, (όπως το habeo). Σύνθετα com-placeo, per-placeo, αλλά dis-plĭceo. plango χτύπω, -nxi, -nctum, -ngĕre. (ρ. plag-, § 89, 1). plaudo κροτώ, plausi, plausum, plaudĕre. plecto, § 86, 2, β´. plĭco διπλώνω, (plicui), plicatum, plicāre, § 89, 3. Εύχρηστο σύνθετο: ap-plĭco, ex-plĭco, applicāvi και applicui - explicavi και explicui, κτλ. pluit βρέχει, pluit και (αρχαϊκῶς) pluvit, pluĕre, § 89, 1. polleo ισχύω, pollēre, § 89, 2. polliceor υπόσχομαι, pollicĭtus sum, pollicĭtum, pollicēri, § 80. polluceo θυσιάζω, εκπληρώνω τάξιμο με θυσία, -lūxi, -luctum, -lucēre, § 89, 3. polluo μιαίνω. Όπως το tribuo. pōnο αποθέτω, (posīvi) και posui, posĭtum, ponĕre (pro + sino). porricio προσφέρω στο βωμό, (-reci και) -rēxi, -rectum, -ricĕre. (por + jicio, ήτοι jacio, § 115, 3, α´. por-rĭgo και (κατά συγκοπή) porgo προτείνω, -rēxi, -rectum, -rigĕre. (pot + rego, § 115, 3, α´). por-tendo προλέγω. Βλ. tendo και § 87, 2, Σημ. posco, § 89, 2, α´ και § 87, 2, β´. Σουπίνο postulātum από το postulare. pos-sĭdeo (κέκτημαι) κατέχω, έχω, -sēdi, -sessum, -sidēre. Βλ. sedeo και § 115, 3, α´. pos-sīdo αποκτώ, -sēdi, -sessum, -sidĕre. Βλ. sido. possum, § 91. potior γίγνομαι κύριος, -tītus sum, -tītum, -tiri, § 80. polo πίνω, potāvi, potum, potāre, § 81, 2, Σημ. praebeo παρέχω. Όπως το habeo (prae + habeo), § 115, 3, α´. prae-dīco προλέγω, -dixi, κτλ. Βλ. dīco (να διακρίνεται το praedĭco, -cāvi, -cātum, -cāre διακηρύττω). prae-sto προέχω, -stĭti, -stare. Μτχ. μέλλ. praestatūrus. Βλ. sto. prandeo γευματίζω, prandi, pransum, prandēre, § 81, 2, Σημ. και § 89, 3. premo πιέζω, pressi, pressum, premere. Ως σύνθετο -prīmo, -pressi κτλ. § 115, 3, α´. pro-do προφέρω, προδίδω. Βλ. do. proficiscor αναχωρώ, -fectus sum, -ficisci, § 80. prō-flīgo καταβάλλω, -gāvi, -gātum, -gāre. Βλ. και fligo. promo εκφέρω, prompsi, promptum, promĕre, (pro + emo). pudet, § 99, 2. Μετχ. μέλλ. puditurum. pungo, § 89, 1. β´. Τα σύνθετα έχουν στον παρακείμενο -punxi. π.χ. interpungo, interpunxi, κτλ. quaero ζητώ, § 89, 4. Σημ. 1. Ως σύνθετο –quīro, § 115, 3, β´. quaeso, § 98, 2, γ´. quatio, § 84. Ως σύνθετο -cutio, -cussi, -cussum, -cutĕre, π.χ. concutio διαταράσσω κτλ. queo, § 94. queror (μέμφομαι) κατηγορώ, quaestus sum, queri (ρ. ques-, πβ. § 23, 2. Σημ.). quiesco ησυχάζω, quievi, (quietum), quiescĕre. rado ξύνω, εξαλείφω, rāsi, rasum, radĕre, § 87, 2, γ´. rapio, § 84 και § 86, 1, γ´. Ως σύνθετο -ripio, § 115, 3, α´. red-do. Βλ. do. re-fello ανασκευάζω, -felli, -fellĕre. Σουπίνο refutātum από το refutāre. rēfert (meā) με ενδιαφέρει, rētuli, rēferre. Βλ. § 132 Σημ. β´. rego κατευθύνω, διευθύνω, rēxi, rectum, regĕre. Ως σύνθετο -rĭgo, -rēxi, κτλ, § 115, 3, α´. re-miniscor ενθυμούμαι, -sci, § 80 και § 89, 1. Οι τύποι που λείπουν αναπληρώνονται από το recordāri. reor συλλογίζομαι, rātus sum, rēri, § 80. re-pello απωθώ, reppŭli, repulsum, repellĕre. Bλ. pello. reperio ανευρίσκω, reppĕri, repertum, reperire. πβ. comperio. rĕpo έρπω, -psi (-ptum), -pĕre § 87, 2, γ´. re-posco απαιτώ, -poscĕre. Βλ. posco και § 89, 2. resipisco σωφρονίζομαι, -sipui, -sipiscĕre. Από το sapio πβ, § 110, 2, α´ και § 115, 3. α´. respondeo αποκρίνομαι, -spondi, -sponsum, -spondēre. βλ. spondeo. resto υπολείπομαι, -stĭti, -stāre, βλ. sto. re-ticesco αποσιωπώ, -ticui, -ticescĕre, § 89, 2. Από το taceo, § 110, 2, α´ και §115, 3, α´. re-vertor, § 81, 2. re-vivisco αναζώ, -vixi, -viviscĕre. Από το vivo,§ 110, 2, α´. rideo, § 89, 3 και § 115, 2, β´ . rigeo ριγώ, -gŭi, -gēre. rodo τρώγω, rōsi, rōsum, rodĕre, § 87, 2, γ´. rudo, § 89, 3. rumpo θραύω, rūpi, ruptum, rumpĕre. ruo καταρρίπτω, § 89, 4, Σημ. 1 (μετοχ. μέλλ. ruitūrus). Bλ. και congruo, in-gruo. saepio (λιγότερο ορθό sepio) περιφράσσω, saepi, saeptum, saepire, § 89, 3. salio πηδώ, salui, (saltum), salire. Ως σύνθετο -silio, -silui, (-sultum), -silire, § 115, 3, α´. salvēre, § 89, 3. sancio επικυρώνω, sanxi, sanctum, sancire, § 89, 3. sapio, § 84 και 89, 2. Ως σύνθετο -sipio, (-sipui), -sipĕre, § 82, 2 και § 115, 3, α´. Βλ. και resipisco. sarcio επισκευάζω, sarsi, sartum, sarcire, § 89, 3. scalpo σκαλίζω, γλύφω, -psi, -ptum, -pĕre, § 87, 2, γ´. scando, § 88, 1,β´. Ως σύνθετο -scendo, όπως descendo κατεβαίνω κτλ. § 115, 3, α´. scindo σχίζω, scĭdi, scissum, scindĕre, (ριζ. scid-, § 86, 2, α´). scio (οιδα) ξέρω, (scīvi και scii, scītum), scire. Από αυτό scisco πληροφορούμαι, scīvi, scītum, sciscĕre, § 110, 2, α´. scrībo γράφω, scripsi, scriptum, scribĕre, § 87, 2, γ´. sculpo γλύφω, Βλ. scalpo. seco, § 89, 3. Μτχ. μέλλ. secatūrus. sĕdeo κάθομαι, sēdi, sēssum, sedēre, § 89, 2. Ως σύνθετο -sĭdeo, -sēdi, -sēssum, -sidēre· αλλά circum-sedeo, super-sedeo, § 115, 3, α´ και Σημ. 2. senesco, § 86, 2, γ´. sentio αισθάνομαι, sensi, sensum, sentire, § 89, 3. sepelio θάβω, -pelīvi, -pultum, -pelire. sequor ακολουθώ, secūtus sum, secūtum, sequi, § 80. sero, § 89, 4, Σημ. 1. Στα σύνθετα το σουπίνο -sĭtum, § 115, 3, α´. sero συναρμόζω, (serui), sertum, serĕre. serpo έρπω, -psi, -pere, § 89, 2 και 87, 2, γ´. sīdo καθίζω, sēdi, sessum, sīdĕre. sileo σιωπώ, silui, silēre, § 89, 2. sino, § 89, 4, Σημ. 1. sisto στήνω, stĭti, (ή stĕti), stătum, sistĕre (si-sto, § 86, 3). Τα σύνθετα absisto, desisto κτλ. χωρίς ύπτιο. soleo, § 81, 1. solvo λύνω, solvi, solūtum, solvĕre. sono ηχώ, -nui, -nāre, § 89, 3, Μτχ. μέλλ. sonaturus. sorbeo ροφώ, -bui, -bēre, § 89, 2. sordeo ρυπαίνω, -dui, -dēre, § 89, 2. spargo σκορπίζω, -rsi, -rsum, -rgĕre. Ως σύνθετο -spergo, § 115, 3, α´. specio, § 84. Εύχρηστο σε σύνθεση -spicio, -spĕxi, -spectum, -spicĕre, § 115, 3, α´. sperno καταφρονώ, sprēvi, sprētum, spernĕre. splendeo λάμπω, -dui, -dēre. spondeo εγγυώμαι, spopondi, sponsum, spondēre, § 87, 2, β´ και § 89, 3. spuo πτύω. Όπως το tribuo. squaleo είμαι αυχμηρός (ξερός) –lēre, § 89, 1. statuo ιδρύω. Όπως το tribuo. Στα σύνθετα -stituo, § 115, 3, α´. sterno στρώνω, strāvi, strātum, sternĕre. sternuo φταρνίζομαι, -nui, -nuĕre, § 89, 2. stinguo Συνήθως σύνθετο ex-stinguo σβήνω, -stinxi, -stinctum, -stinguĕre. Τα σύνθετα di-stinguo διαστέλλω, in-stinguo κεντρίζω, inter-stinguo προέρχονται από άλλο stinguo = κεντώ. sto στέκομαι, stēti, (stătum, αλλά stāturus), stāre, § 100, 2. strepo, § 89, 3. stūdeo τρίζω, -di, -dēre και strido, -dĕre, § 99, 2 και 3. stringo σφίγγω, strinxi, strictum, stringĕre. struo σωρεύω, strŭxi, structum, struĕre. studeo σπουδάζω, -dui, -dēre, § 89, 2. stupeo είμαι έκθαμβος, -pui, -pēre, § 89, 2. suādeo πείθω, suāsi, suāsum, suadēre, § 89, 3. suēsco συνηθίζω, suēvi, suētum, suescĕre. sugo απομυζώ, sūxi, suctum, sugĕre. sum, § 77 και 100, 2. sūmo παίρνω, sumpsi, sumptum, sumĕre. (Από το subs + ĕmo). suo ράβω. Όπως το tribuo. surgo σηκώνομαι, surrēxi, surrectum, surgĕre. (Από το sub + rego). Και subrigo. tabeo λυώνω, -bēre, § 89, 2. taceo σιωπώ, tacui, tacēre. Μετχ. μέλλ. tacitūrus. Η παθητ. μετοχή tacitus, επίθετο = σιωπηλός, § 81, 2. Σημ. Αντιθέτως -ticeo, -ticui, -ticere, § 89, 2 και § 115, 3, α´, βλ. και con-ticesco. taedet (me) σιχαίνομαι, taeduit ή (per) taesum est, taedēre, § 99, 2 και § 115, 3. Σημ. 1. tango, § 86, 2, α´. Ως σύνθετο tingo, όπως at-tingo εφάπτομαι, -tĭgi, -tactum, -tingĕre, § 115, 3, α´. tĕgo στεγάζω, texi, tectum, tegĕre. temno καταφρονώ, tempsi, temptum, temnĕre. tendo, § 87, 2, β´ και Σημ. Σύνθετο at-tendo προσέχω, -tendi, -tentum, -tendĕre. teneo κρατώ, tenui, (tentum), tenēre. Ως σύνθετο -tineo, -tinui, -tentum, -tinēre, § 115, 2, β´, και 3, α´. Του σύνθετου sustineo υπομένω, σουπίνο sustentātum από το sustentare. tepeo Είμαι χλιαρός, -pēre, § 89, 2. Από το tepesco χλιαίνομαι, -pui. -pescĕre, § 110, 2, α´. tergeo και σπανίως tergo σφογγίζω, tersi, tersum, tergēre (και tergĕre). Πβ. § 89, 3. tĕro τρίβω, trīvi, trītum, terĕre. terreo φοβίζω. Όπως το habeo. texo υφαίνω, -xui, -xtum, -xĕre. timeo φοβούμαι, -mui, -mēre, § 89, 2. tingo ή tinguo βρέχω (πβ. τέγγω) -nxi, -nctum, -ngĕre. tollo σηκώνω, (sus-tuli, sub-latum), tollĕre. Πβ. fero, § 115, 2, β´. tondeo κουρεύω, totondi, tonsum, tondēre, § 87, 2, β´, και § 89, 3. tono βροντώ, -nui, (-nĭtum), -nāre, § 89, 3. torpeo ναρκώνομαι, -pēre, § 86, 2. Από αυτό torpesco (ναρκώνομαι), -pui, -perscĕre, § 110, 2, α´. torqueo στρέφω, torsi, tortum, torquēre, § 89, 3. torreo ξεραίνω, torrui, tostum, torrēre. trado προδίνω, -dĭdi, -dĭtum, -dĕre. Bλ. do. trăho σύρω, traxi, tractum, trahĕre. tremo τρέμω, -mui, -mĕre, § 89, 2. tribuo απονέμω, tribui, tribūtum, tribuĕre, § 74, 3, γ´ και § 89, 4, Σημ. 1. trūdo σπρώχνω, trūsi, trūsum, trudĕre, § 87, 2, β´. tueor τηρώ, φυλάω, tuēri, § 80. Πρκμ. tutātus sum. tumeo είμαι πρησμένος, (-mui), -mēre, § 89, 2. Από αυτό tumesco (πρήσκομαι), -mui, -mescĕre, § 110, 2, α´. tundo κρούω, tutŭdi, tūsum, tundĕre, § 87, 2, β´. turgeo είμαι πρησμένος, -rgēre, § 89, 2. ulciscor τιμωρώ, ultus sum, ultum, ulcisci, § 80. unquo ή ungo αλείφω, unxi, unctum, unguĕre, § 87, 2, γ´ . urgeo ή urgueo σπρώχνω, -ursi, -gēre, § 89, 2. uro καίω, ussi, ustum, urĕre (ριζ. us-, από την eus- Ελλ. εύω· πβ. § 23, 2, Σημ.). utor χρησιμοποιώ, usus sum, usum, uti, § 80. vadο βαδίζω (vasi, vāsum), vadĕre, § 87, 2, γ´. valeo υγιαίνω, valui, valēre. Μετχ. μέλλ. valiturus. vĕho μεταφέρω, vexi, vectum, vehĕre. vello ανασπώ, velli, vulsum, vellĕre § 88, 1. vendo πωλώ, -dĭdi, -dĭtum, -dĕre. Από το venum που είναι αιτιατική του άχρηστου σε άλλη πτώση ονόματος venus (= πώληση) και do. Παθητ. veneo. veneo πωλούμαι, (venīvi ή venĭi, venĭtum), venīre· (από το venum+eo. Βλ. προηγούμενο, § 83, Σημ. και § 89, 4, Σημ. 1). νĕnio, § 89, 3. vereor, § 80. vergo κλίνω προς κάτι, versi, vergĕre, § 89, 2. verro σαρώνω, (versum), verrĕre. verto στρέφω, verti, versum, vertĕre. vescor τρώγω, verci, § 80 και § 89, 2. Πρκμ. ēdi από το edo. veto απαγορεύω, § 89, 4, Σημ. 1. vĭdeo βλέπω, vīdi, vīsum, vidēre, § 89, 3. vieo δένω, viētum, -ēre, § 89, 2. vigeo ακμάζω, -gui, -gēre, § 89, 2. Από αυτό vigesco αναθάλλω, -gui, -gcscĕre, § 110, 2, α´. vincio δένω, vinxi, vinctum, vincire, § 89, 3. vinco νικώ, vīci, victum, vincĕre, § 86, 2. vireo είμαι χλωμός, -rēre, § 89, 2. Από αυτό viresco χλοάζω, -rui, -rescĕre, § 110, 2, α´. viso επισκέπτομαι, (visi), visĕre, § 89, 2. Βλ. video. vivo ζω, vīxi, vivĕre. Μτχ. μέλλ. victūrus, § 100, 1. volo, § 95. volvo ελίσσω, volvi, volūtum, volvĕre. vomo κάνω εμετό, -mui, -mĭtum, -mĕre. voveo εύχομαι, τάζω, vōvi, vōtum, vovēre. |