Θεματικοί Κύκλοι (Γενικού Λυκείου)

eikona98

 

 

 

Παράδοση

 

 

 

Το παρελθόν και το παρόν

Παράδοση και μοναξιά

Παράδοση και νεωτερισμός

Η σχέση μας με την παράδοση

 

 

 

 

Το παρελθόν και το παρόν

 

[...] Ο αρχαίος Αριστοτέλης μάς έμαθε ότι σε κάθε περίπτωση σκόπιμης συμπεριφοράς υπάρχουν δύο φάσεις: η υγιής και η νοσηρά. Η υγιής είναι ορθή, αφού δικαιώνεται από τα πράγματα· η νοσηρά, εσφαλμένη, γιατί πραγματικά η ίδια αναιρεί τον εαυτό της. Η διάκριση του γίνεται κυρίως στα πολιτεύματα, όπου δυσκολεύεται κανείς να διαλέξει μεταξύ μοναρχίας, ολιγαρχίας και δημοκρατίας, και τελικά είναι υποχρεωμένος να θέσει το ερώτημα: ποιο από τα τρία πολιτεύματα επιδιώκει όχι το «ίδιον» συμφέρον των διοικούντων, αλλά το «κοινόν» συμφέρον αρχόντων και αρχομένων; Οπότε καταλήγει στο συμπέρασμα ότι μόνο τα πολιτεύματα του δεύτερου τύπου, τα υγιή, είναι προτιμότερα, ανεξάρτητα από τον τύπο τους, ποτέ τα πρώτα, τα νοσηρά. Η σκέψη του μεγάλου κλασικού, όσο ξέρω, έχει ανέκαθεν ασκήσει βαθιάν επίδραση σε όλους τους στοχαστικούς ανθρώπους και μπορεί να μας βοηθήσει και στην προκειμένη περίπτωση ως μέτρο επιλογής. Υπάρχει άραγε από το ένα μέρος μια υγιής είτε παρελθοντοκρατία είτε παροντοκρατία, και από το άλλο μέρος μια νοσηρά;

Η πείρα μας απαντά στο ερώτημα καταφατικά. Υπάρχει. Και η πρώτη, η νοσηρή λατρεία του παρελθόντος, παρατηρείται συχνότερα σε λαούς, σαν τον δικό μας που έχει μακράν ιστορία πίσω του, ιστορία τριών τουλάχιστο χιλιάδων χρόνων, και κολακεύεται να πιστεύει ότι οι λογάδες του Έθνους (όπως και τα ανώνυμα, τα λαϊκά πνευματικά προϊόντα του) είναι αυτού του δοξασμένου παρελθόντος οι θεματοφύλακες.1 Πολύ περισσότερο παλαιότερα, αλλά έως σήμερα ακόμη, δεν θεωρείται επιστημονικά τεκμηριωμένη η διατριβή, η αφιερωμένη σε φιλοσοφικά κυρίως θέματα, που δεν αρχίζει την έρευνά της όχι μόνο από τον Πλάτωνα και τον Αριστοτέλη, αλλά από αρχαιότερους ακόμη σοφούς, από τους Προσωκρατικούς και τους Ομηρικούς χρόνους. «Αυτό είπε» ο Ησίοδος, «ως εξής αποφάνθηκε ο Ηρόδοτος ή ο Δημόκριτος» κ.ο.κ. και όλοι στέκονται με σεβασμό μπροστά στο σοφό λόγο τους έτοιμοι να τον εφαρμόσουν στη ζωή τους. Την ίδια εντύπωση συναντά κανείς και στους απλοϊκούς ανθρώπους που έχουν στα σχολικά τους χρόνια ακούσει τα μεγάλα ονόματα των Αρχαίων και χωρίς καλά-καλά να μπορούν να προσδιορίσουν τις χρονικές αποστάσεις, καθηλώνονται από το θαυμασμό τους: – Κάτι ξέρουν αυτοί και πρέπει να τους ακούσουμε. Οι τωρινοί δεν μπορούν να παραβγούν μαζί τους. Ακόμα και οι αμέσως υστερότεροι απ' αυτούς. Δεν αποκτά κανείς με το τίποτα τέτοιο όνομα. Καινούρια λόγια τα άλλα. Φτηνά, ή και ψεύτικα...

Αυτή είναι η νοσηρή παρελθοντοκρατία, που με τις υπερβολές της δικαιολογημένα προκαλεί τη δυσφορία, για να μην ειπώ την οργή, των φρόνιμων ανθρώπων. Εξίσου άξια αποδοκιμασίας είναι και η αντίστροφη ροπή, η παροντοκρατία, στη νοσηρότητά της. Αυτή, στους ιστορικούς ιδίως λαούς σαν τον δικό μας, εξοργίζεται με τη διαρκή αναφορά στα αρχαία κλέη, την αποκαλεί πατριδολατρεία, μεγαλαυχία2 επιγόνων, και προτρέπει επικουρία3 να ζητούμε κατά κανόνα στους νεώτερους, τους νεώτατους, τους σύγχρονους σοφούς. Σ' αυτούς που, επειδή ζουν σε κοινωνικές και πνευματικές συνθήκες όμοιες ή περίπου όμοιες με τις δικές μας, μπορούν να μας χειραγωγήσουν. Έτσι, και στις επιστημονικές διατριβές και στα λαϊκά στόματα κυριαρχούν και αποκλειστικά αναφέρονται νέα ονόματα, οι συγγραφείς της «τελευταίας ώρας»:

– Τι μας ωφελεί η γνώμη του Ησιόδου, αφού δεν υπάρχει πια στα χωράφια μας το άροτρό του; Λαμπρή είναι η ιστορία του Θουκυδίδη, αλλά σήμερα και τα οικονομικά και τα πολιτικά προβλήματά μας είναι διαφορετικά. Εκείνοι που μας εκφράζουν τα δίσεχτα χρόνια που ζούμε δεν είναι ούτε ο Πλούταρχος ούτε ο Φιλόπονος ο Βυζαντινός, αλλά ο Kaffka4 και ο Camus5...

Ενώ οι νοσηρές φάσεις αυτής της συμπεριφοράς δεν συμβιβάζονται, οι υγιείς είναι πολύ διαλλακτικές και μπορούν με κάποιο τρόπο να συνυπάρξουν. Προϋποθέτουν όμως πείρα και ωριμότητα, περίσκεψη, προσόν αρκετά σπάνιο στις βιαστικές κοινωνίες μας. Αξιοπαρατήρητο μάλιστα είναι ότι σ' αυτές τις μεικτές λύσεις προσανατολίζονται με τον καιρό πιο πολύ οι πιστοί των νέων ρευμάτων παρά οι αρχαιολάτρες. Αυτοί είναι που κάποτε της σκέψης και της ζωής ο πόνος τούς οδηγεί στην ανακάλυψη ότι, παρά τις σημαντικές διαφορές που χωρίζουν τις σημερινές κοινωνίες από τις παλαιές, τα προβλήματα του ανθρώπου, τα οντολογικά και τα μεταφυσικά, είναι στην κορυφαία μορφή τους τα ίδια. Επομένως ό,τι στοχάστηκαν και ό,τι είπαν οι παλαιοί, ισχύει («τηρουμένων των αναλογιών») και σήμερα. Επομένως φρόνιμα θα κάνουμε να ακούσουμε το λόγο τους, αφού φυσικά τον υποβάλουμε στον έλεγχο των σύγχρονων σοφών που γνωρίζουν και ανατέμνουν την ψυχή και την εποχή μας. Τα περιώνυμα6 Κερκυραϊκά του Θουκυδίδη, όταν τα περάσει κανείς από τη φλόγα της Γαλλικής και έπειτα της Ρωσικής Επανάστασης, έχουν θαυμαστήν επικαιρότητα, λάμπουν από «σύγχρονο» πνεύμα. Το ίδιο και τα «Πολιτικά» του Αριστοτέλη σε συνδυασμό με τις κοινωνικοπολιτικές ζυμώσεις της Νότιας Αμερικής σήμερα. Ο άνθρωπος έμεινε «άνθρωπος», και σαν τέτοιος έχει να μας δώσει τις υποθήκες του, αν όχι πώς να εξωραΐσουμε, τουλάχιστο πώς να «κατανοήσουμε» τη ζωή μας. Οι αλήθειες (ευτυχώς) δεν γερνούν όσο γρήγορα νομίζουμε. Μπορούμε να τις προφτάσουμε...

Μαντεύω μιαν αντίρρηση: Μήπως με αυτή τη συνδιαλλαγή κηρύττουμε τον εκλεκτισμό,7 που και στην αφηρημένη σκέψη όπως και στην καθημερινή πράξη είναι στείρος;

Η απάντησή μου: Νομίζω όχι. Εκείνο που μας πάει μπροστά είναι όχι τόσο οι διακρίσεις και οι αντιθέσεις, όσο ο διάλογος και η συνέχεια των εποχών.

 

Ε. Π. Παπανούτσος
«Τα μέτρα της εποχής μας»

 

 

  1. Ποιο περιεχόμενο δίνει ο συγγραφέας στη νοσηρή παρελθοντοκρατία και παροντοκρατία αντίστοιχα;
  2. Με ποιον τρόπο και κάτω από ποιες προϋποθέσεις επιτυγχάνεται η υγιής στάση απέναντι στο παρόν και παρελθόν;

 

eikona99

 


1 θεματοφύλακας: αυτός που προασπίζει κάτι, ώστε αυτό να εξακολουθεί να υπάρχει

2 μεγαλαυχία: κομπασμός, καυχησιά

3 επικουρία: βοήθεια

4 Φράντς Κάφκα (Franz Kaffka, 1883 – 1924): Τσέχος γερμανόγλωσσος συγγραφέας, εβραϊκής καταγωγής.

5 Αλμπέρ Καμύ (Albert Camus, 1913 – 1960): Γάλλος συγγραφέας, που τιμήθηκε με βραβείο Νόμπελ.

6 περιώνυμος: ονομαστός, περίφημος, ξακουστός

7 εκλεκτισμός και εκλεκτικισμός (στη φιλοσοφία και την αισθητική): η επιλογή στοιχείων και θέσεων από διάφορα, κάποτε και αντιφατικά, συστήματα σκέψης και η ένταξή τους σε ένα νέο σύστημα που συμφιλιώνει τις αντιθέσεις τους

 

 

 

 

 

Παράδοση και μοναξιά

 

Η παράδοση είναι συνέχεια, είναι δεσμός των περασμένων με τα τωρινά και τα μελλούμενα, είναι επίσης ενότητα ανάμεσα σε ανθρώπους σύγχρονους που δέχονται από κοινού την επίδρασή της. Είναι σύνδεσμος πνευματικός και ανθρώπινος μέσα στην ιστορική διάρκεια και μέσα στο παρόν, ας πούμε: στο χώρο και στο χρόνο. Αυτό είναι, άλλωστε, το έθνος, σε τελευταία ανάλυση, δεν είναι τίποτα άλλο: μια κοινή παράδοση που διαμορφώνει μιαν ομαδική συνείδηση. Η έξαρση1 του «αίματος», της «φυλής» με τη βιολογικήν έννοια, είναι καθαρή μυθολογία που αποδείχτηκε μάλιστα, στα χρόνια μας, νοσηρή και επικίνδυνη για την υπόσταση του ανθρώπου. Το «αίμα» δεν αναλύεται σε ποσοστά ούτε και διαιρείται σε καλές και κακές ποιότητες. Από την αυγή της ιστορίας, όλα τα έθνη προέρχονται από το αδιάκοπο και αξεδιάλυτο ανακάτωμα των αιμάτων και κανένα στον κόσμο δεν μπορεί να καυχηθεί πως είναι καθαρόαιμο. Την προσωπικότητα ενός εθνικού ομίλου δεν την προσδιορίζουν βιολογικά στοιχεία, αλλά η παράδοση, στοιχείο πνευματικό κατ' εξοχήν.

Είναι ωστόσο κάθε παράδοση καλή; Απλοϊκό θα ήταν να δώσει κανείς, στο σημείο αυτό, απάντηση ανεπιφύλακτα καταφατική. Αναπόφευκτα, καθώς το ξέρουμε όλοι κι από την πείρα, η παράδοση σέρνει μέσα της και στοιχεία που ξεπεράστηκαν οριστικά και νεκρώθηκαν και δεν χρησιμεύουν πια για το καλό. Η τάση της είναι να τα απορρίπτει αργά-αργά, να αφομοιώνει νέες εισφορές και να ανανεώνεται ολοένα. Το πρόβλημα είναι να τη βοηθούμε να ανανεώνεται χωρίς να σπάσει.

Δεν μπορούμε όμως, άραγε, να ζήσουμε και χωρίς παράδοση; Υλικά, βέβαια, μπορούμε. Λαοί ολόκληροι έκαμαν αρκετές φορές το πείραμα να σπάσουν ριζικά την παράδοσή τους, να ξαναρχίσουν τη ζωή τους από το άλφα, χωρίς το στήριγμά της. Και άτομα αμέτρητα, πνευματικά και ηθικά ξερριζωμένα, υπάρχουν σήμερα και συχνά ευημερούν έξω από κάθε παράδοση, θρησκευτική, γλωσσική, εθνική, εθιμική2 ή άλλη, σαν απλοί αριθμοί ριχμένοι3 στο στρόβιλο των μεγάλων κοσμουπόλεων και της τεχνοκρατίας του καιρού μας.

Εκείνο που μπορούμε να απαντήσουμε στα ερωτήματα που προκύπτουν αυθόρμητα από αυτήν τη συζήτηση είναι ότι ο άνθρωπος είναι καλύτερος και αισθάνεται καλύτερα μέσα στην παράδοση, παρά έξω απ' αυτήν. Η παράδοση τον ενώνει ψυχικά με μια μεγάλη ανθρώπινη πραγματικότητα, μέσα σε χώρο και σε χρόνο, καθώς έλεγα πριν. Η ανθρώπινη θερμότητά της τον παρηγορεί, το κύρος των πνευματικών αξιών που αυτή αντιπροσωπεύει τον στηρίζει ηθικά, η αιωνόβια, αργή δύναμή της τον τονώνει, τον βοηθεί να προχωρήσει στο δύσκολο δρόμο της ζωής.

Έξω από την παράδοσή του θα βρεθεί μοιραία μόνος, έρημος, πικρός και γεμάτος άγχη μέσα στο χάος ενός παράλογου, φοβερού κόσμου που θα του φανεί να μην έχει ούτε νόημα ούτε αιτία ή σκοπό. Μπορεί τότε να προσφέρει στον εαυτό του την παγερή ικανοποίηση ότι ελευθέρωσε τη διάνοιά του από τα παραδομένα και έγινε έτσι πιο έξυπνος και πιο σπουδαίος από τους άλλους που διατηρούν τους πατροπαράδοτους δεσμούς, θα αισθανθεί όμως τον πόνο της πικρής μοναξιάς να τον σφίγγει ανελέητα και την εσωτερική του ισορροπία να κλονίζεται επικίνδυνα. [...]

 

Γιώργος Θεοτοκάς
«Πολιτικά Κείμενα»

 

 

  1. Τι είναι η παράδοση κατά το συγγραφέα; Γιατί αυτή και όχι το «αίμα», με τη βιολογική έννοια, προσδιορίζει τη φυσιογνωμία ενός εθνικού ομίλου;
  2. Πιστεύετε πως η τεχνοκρατία του καιρού μας και το σχήμα της μεγαλούπολης κλονίζουν τη σχέση μας με την παράδοση; Τι σημαίνει να ζει κάποιος έξω από την παράδοσή του;

 

eikona100

 


1 έξαρση: πολύ μεγάλη ένταση των στοιχείων που συγκροτούν κάτι

2 εθιμικός: που έχει διαμορφωθεί κατά το έθιμο, που αφορά τα έθιμα

3 ριχμένοι: ριγμένοι

 

 

 

 

 

Παράδοση και νεωτερισμός


Τυπολογία του πολιτισμικού μας συγκερασμού

 

Το πρόβλημα της υφής,1 της εξέλιξης και της φυσιογνωμίας ενός πολιτισμού, κάθε πολιτισμού, είναι, σε τελευταία ανάλυση, πρόβλημα συγκερασμού.2 Συγκερασμού συστατικών, παρμένων από δύο σταθερές πολιτισμικές πηγές, τις αντιθετικές δομές «παλιό: νέο» – «ντόπιο: ξένο», που αντιστοιχούν με τη σειρά τους σε δύο σταθερούς άξονες, τον χρόνο και τον χώρο (τόπο). Κάθε στιγμή της ζωής και της ιστορικής εξέλιξης κάθε ανθρώπινου πολιτισμού, πλην του χρόνου της γενέσεώς του, περισσότερο ή λιγότερο συνειδητά οι δημιουργοί κάθε πολιτισμού βρίσκονται μονίμως μπροστά στα δύο αντιθετικά και διαλεκτικά3 αυτά ζεύγη: το παλιό και το νέο, το ντόπιο και το ξένο. Μαζί με όσα άλλα στοιχεία συνοδεύουν και συνθέτουν έναν πολιτισμό.

Αν έτσι έχουν τα πράγματα, το ζήτημα του συγκερασμού ως πολιτισμικό αίτημα και πρόβλημα είναι φυσικό να είναι εντονότερο έως καθοριστικό σε χώρες με την πολιτισμική παράδοση της Ελλάδος. Ας το πούμε καθαρά. Μια χώρα όπως η Ελλάδα, μ' έναν κλασικό κόσμο πίσω της πάνω στον οποίο ακούμπησε ό,τι ονομάζεται Δυτικός – Ευρωπαϊκός πολιτισμός, και με μια βυζαντινή αυτοκρατορία που δέσποσε πολιτισμικά επί αιώνες στο χώρο της Ανατολής, μια χώρα με τέτοια μοναδική σχεδόν πολιτισμική κληρονομιά από τη μια, και με το βαρύ φορτίο, από την άλλη μεριά, 400 χρόνων σκλαβιάς, με ό,τι σημαίνει αυτό για τον πολιτισμό και την παιδεία· κι ακόμη μια χώρα που είδε να διαψεύδεται οικτρά το όραμα της Μεγάλης Ιδέας και να εξελίσσεται σε εθνική καταστροφή και ταπείνωση· μια χώρα αιμορραγούσα για χρόνια από την κατακρεούργηση4 ζωτικών μελών της (Ηπείρου, Θράκης, Μακεδονίας, νησιών, Κρήτης), που χρειάστηκαν αγώνες και θυσίες για να επανακτηθούν· μια τέτοια χώρα είναι φυσικό να έχει εντονότερο το πρόβλημα της εθνικής πολιτισμικής ταυτότητας που θα αξιοποιεί ό,τι σημαντικό είχε στο παρελθόν, ενώ συγχρόνως θα στηρίζεται σε ό,τι αποτελεί εθνική πολιτισμική πραγματικότητα σήμερα και εφικτό πολιτισμικό όραμα για το μέλλον.

Μιλώντας για συγκερασμό παράδοσης και νεωτερισμού, είμαστε υποχρεωμένοι να ορίσουμε τις πραγματικές μορφές που πήρε ο συγκερασμός αυτός στον νεοελληνικό πνευματικό χώρο, την «τυπολογία», τρόπον τινά, του συγκερασμού στον νεοελληνικό χώρο. Δύο μορφές αυτής της τυπολογίας είναι καθολικά γνωρίσματα (universalia) στη φυσική πορεία διαμόρφωσης και εξέλιξης κάθε πολιτισμού: η αντίθεση παλιού και νέου καθώς και η αντίθεση ντόπιου και ξένου. Με τέτοιες δομικές αντιθέσεις λειτουργούν όλα τα πολιτισμικά συστήματα. Γλώσσα, λογοτεχνία, τέχνη αλλά και επιστήμη στηρίζονται, κατά βάσιν, στους δύο αυτούς πολιτισμικούς άξονες. [...]

Πέρα από τα καθολικά αυτά στοιχεία των πολιτισμικών συστημάτων, πρέπει να διακρίνουμε τα ιδιαίτερα ή ειδικά πολιτισμικά συστατικά κάθε επιμέρους πολιτισμού. Τέτοια χαρακτηριστικά στην περίπτωση του νεοελληνικού πολιτισμού είναι τα αντιδάνεια πολιτισμικά στοιχεία, ελληνικά στην προέλευσή τους στοιχεία που πήραν οι ξένοι και τα ξαναπαίρνουν από αυτούς οι Έλληνες. Εδώ το ξένο παίζει τον ρόλο του διαμεσολαβητή· στην περίπτωση αυτή ο δανεισμός είναι μια μορφή πολιτισμικής διαμεσολάβησης. Σημαίνουσα5 για τον νεοελληνικό πολιτισμό είναι ακόμη η αντίθεση δυτικού και ανατολικού, που ξεκινάει ως τοπική διάκριση για να εξελιχθεί σε καίρια πολιτισμική αντίθεση ανάμεσα στη δυτική – ευρωπαϊκή πολιτισμική αντίληψη και την ανατολική – βυζαντινή· ανάμεσα στον Έλληνα και το Ρωμιό που στην πραγματικότητα όμως είναι δύο όψεις της προσωπικότητας του ίδιου ανθρώπου, του Νεοέλληνα.

Ας δούμε εν συντομία τις συγκεκριμένες μορφές που πήραν αυτά τα ζεύγη των πολιτισμικών αντιθέσεων στον ελληνικό πνευματικό χώρο:

 

Αρχαίο ελληνικό – νέο ελληνικό

 

Η καθολική πολιτισμική διάκριση παλιού – νέου στην Ελλάδα πήρε φυσικά τη μορφή αντίθεσης ανάμεσα στον αρχαίο ελληνικό και τον νέο ελληνικό πολιτισμικό παράγοντα. Αυτή είναι, με άλλα λόγια, και η κύρια μορφή αντιπαράθεσης ή συγκερασμού ανάμεσα στην παράδοση και τον νεωτερισμό. Το πρόβλημα στην Ελλάδα και στον Ελληνισμό γενικότερα ήδη από τους μετακλασικούς χρόνους, σε όλο το Βυζάντιο, στα μεταβυζαντινά χρόνια και, πολύ πιο έντονα, μετά τη δημιουργία του νεοελληνικού κράτους ήταν η σχέση που θα τηρούσε ο Νέος Ελληνισμός σε όλες τις εκφάνσεις6 του –γλώσσα, λογοτεχνία, τέχνες, εκπαίδευση– προς την παράδοση την ελληνική, αρχαία και βυζαντινή, κλασική – ελληνική και βυζαντινή χριστιανική, ανθρωπιστικά (ουμανιστικά)7 ιδεώδη και χριστιανικά ιδεώδη. Ανάμεσα στη δόξα του Παρθενώνα και των μεγάλων κλασικών από τη μια μεριά, και στην αίγλη της Αγια-Σοφιάς και του βυζαντινού μεγαλοϊδεατισμού από την άλλη. Ποιο θα είναι το «πρόσωπο» και η ταυτότητα του Νέου Ελληνισμού; Θα είναι ό,τι νέο έδωσε ως ήθος και ύφος το δημοτικό τραγούδι, ο Ερωτόκριτος, ο Μακρυγιάννης και ο Θεόφιλος, η λαϊκή εν γένει παράδοση; Κι από κοντά η κρητική και επτανησιακή λογοτεχνία με όλες τις επιδράσεις που δέχτηκε; Και η νεότερη ποίηση του Παλαμά, μαζί με τον μοντερνισμό της γενιάς του '30; Κι από κοντά η ηθογραφία της νεοελληνικής πεζογραφίας μαζί με την ψυχογραφία που αναπτύχθηκε σ' αυτήν; Και φυσικά ο υπερρεαλισμός; Κι όλα αυτά, ιδίως τα έντεχνα δημιουργήματα, πώς και πόσο στηρίχτηκαν στην παράδοση, αρχαία ή βυζαντινή;

Επομένως στην Ελλάδα ο συγκερασμός παράδοσης και νεωτερισμού ως προς την παράδοση κυμάνθηκε ανάμεσα στα κλασικά πρότυπα, που ήταν κι εκείνα που επηρέασαν περισσότερο, και στα βυζαντινά που όψιμα8 και πολύ περιορισμένα αξιοποιήθηκαν. Ο συνδυασμός των δύο αυτών μορφών της ελληνικής παράδοσης σε μια διαχρονική ενότητα που πρωταρχίζει με τα έργα του Κωνσταντίνου Παπαρρηγόπουλου9 και του Σπυρίδωνος Ζαμπελίου,10 από τους πρώτους που χρησιμοποίησαν τον όρο «ελληνοχριστιανικός» (1852), άρχισε μόλις στα τέλη του 19ου αιώνα και άργησε να βρει υποστηρικτές (Παλαμάς, Σικελιανός, Καβάφης, Παπαδιαμάντης, Κόντογλου, Παπατσώνης, ποιητές της γενιάς του '30).

 

Ελληνικό – ξένο/ευρωπαϊκό

 

Η δεύτερη καθολικού τύπου αντίθεση «ντόπια – ξένα» πολιτισμικά στοιχεία συνδέεται με την αποδοχή και εισαγωγή παλιότερα στην Ελλάδα εξελίξεων πνευματικών από τον ευρωπαϊκό χώρο. Έτσι διάφορες σχολές και τάσεις που εμφανίστηκαν κατά καιρούς στην ευρωπαϊκή λογοτεχνία, λ.χ. τα ιπποτικά μυθιστορήματα ή κινήματα όπως ο ρομαντισμός, ο συμβολισμός, ο φουτουρισμός,11 ο ρεαλισμός, ο υπερρεαλισμός κ.ά. είχαν την απήχησή τους στη νεότερη ελληνική λογοτεχνία και τέχνη. Στην περίπτωση αυτής της πολιτισμικής αντίθεσης (ελληνικό – ξένο/ευρωπαϊκό) το ελληνικό στοιχείο αντιπροσώπευε την παράδοση, ενώ το ξένο/ευρωπαϊκό ήταν το νεωτεριστικό στοιχείο.

Ότι η αλληλεπίδραση των λαών στο πνευματικό – πολιτισμικό επίπεδο είναι συνήθης τρόπος πολιτισμικής ανανέωσης σε όλα τα επίπεδα είναι γνωστό. Τέτοια επίδραση, σε βαθμό καθοριστικό για τη φυσιογνωμία του δυτικο-ευρωπαϊκού πολιτισμού, άσκησε με τα πολιτισμικά της δημιουργήματα, ιδίως της κλασικής αρχαιότητας, η ίδια η Ελλάδα. Επομένως η Ελλάδα θα έπρεπε να είναι έτοιμη να λειτουργήσει και ως αποδέκτης πολιτισμικών αγαθών από τις άλλες ευρωπαϊκές χώρες. Ωστόσο, οι νεωτερισμοί που εισήχθησαν ανάλογα με τις συνθήκες, τη μορφή και τον τρόπο υιοθετήσεώς τους, άλλοτε έγιναν αποδεκτές όπως αρχικά ο ρομαντισμός, κι άλλοτε αποκρούστηκαν ως ξενόφερτα, αταίριαστα και φθοροποιά ακόμη για το ελληνικό πολιτισμό στοιχεία (φουτουρισμός, υπερρεαλισμός).

Η απέχθεια προς το ξένο ξεκινούσε άλλοτε ως υπεράσπιση της ελληνικής παράδοσης, άλλοτε ως αντίδραση προς το νεοφερμένο και, γι' αυτό, ξενίζον ευρωπαϊκό στοιχείο κι άλλοτε πάλι ως συντηρητική (αισθητική, ιδεολογική κτλ.) απόρριψη του νεωτερισμού ως νεωτερισμού.

Ο συγκερασμός των ιθαγενών12 πολιτισμικών στοιχείων με ξένα στοιχεία καταλλήλως προσαρμοσμένα και, κυρίως, αφομοιωμένα και οργανικώς εντεταγμένα στην ελληνική παράδοση και κατάσταση, όχι μόνον απετέλεσε συχνό και γόνιμο για τον νεοελληνικό πολιτισμό γεγονός, αλλά με τις συζητήσεις που προκάλεσε και τις θεωρητικές θέσεις και επιχειρηματολογίες, οι οποίες αναπτύχθηκαν από όλες τις πλευρές, έγινε αφορμή να τεθούν και σε θεωρητικό επίπεδο να ξεκαθαριστούν οι θέσεις, να συνειδητοποιηθούν τα προβλήματα και, το κυριότερο, να ωριμάσουν οι τρόποι για την καλύτερή αντιμετώπισή τους.

 

Αρχαίο ελληνικό – ξένο – νέο ελληνικό

 

Συχνά ο ρόλος της ξένης επίδρασης στον συγκερασμό ξένου και ελληνικού στοιχείου δεν ήταν πρωτογενής αλλά υστερογενής, δηλαδή ενδιάμεσος ή διαμεσολαβητικός. Αυτό σημαίνει ότι μορφές, ήρωες, σύμβολα, μύθοι, μοτίβα, λογοτεχνικές δομές γενικότερα που ανάγονται στην αρχαία ελληνική λογοτεχνία ή τέχνη, αφού ενέπνευσαν τους ευρωπαίους συγγραφείς ή καλλιτέχνες, αφού τα μιμήθηκαν, τα επεξεργάστηκαν και τα μετέπλασαν οι ξένοι στη δική τους πνευματική παραγωγή, επανεισήχθησαν στον νεότερο ελληνικό πολιτισμό ως ένα είδος «πολιτισμικών αντιδανείων», για να εμπνεύσουν και τους έλληνες δημιουργούς. Μια ακραία μορφή τέτοιας διαμεσολάβησης είναι η προσέγγιση από Έλληνες των αρχαίων Ελλήνων συγγραφέων (Ομήρου, τραγικών κ.ά.) μέσα από ξένες μεταφράσεις!

Η Αναγέννηση, το κίνημα του νεότερου ευρωπαϊκού κλασικισμού και ιδεαλισμού ορισμένα νεοκλασικά και ρομαντικά κινήματα ενέπνευσαν επίσης τους Έλληνες δευτερογενώς, στην καλύτερη δε περίπτωση τούς έστρεψαν σε μια εκ νέου «ανακάλυψη» των αρχαίων κλασικών.

Ο συγκερασμός του ξένου, νεωτερικού στοιχείου με το ντόπιο ελληνικό και η επανασύνδεση –μέσω του ξένου– με το αρχαίο αποτελεί ιδιαίτερο τύπο συγκερασμού παράδοσης και νεωτερισμού που χαρακτηρίζει τον νεοελληνικό πολιτισμό.

 

Δυτικό - Ανατολικό

 

Ο συγκερασμός –και ο ανταγωνισμός μεταξύ– δυτικών και ανατολικών πολιτισμικών στοιχείων είναι βασικό χαρακτηριστικό της φυσιογνωμίας του νεοελληνικού πολιτισμού. Η διαμάχη των διανοουμένων είχε ως επίκεντρο το αν η νεότερη λογοτεχνία και τέχνη και γενικότερα η πολιτισμική παραγωγή των Νεοελλήνων πρέπει να αντλεί από τα διαχρονικά πρότυπα της κλασικής Ελλάδας, όπως βιώθηκαν και διαμορφώθηκαν στο δυτικό ευρωπαϊκό πολιτισμό («δόγμα Κοραή»), ή αν πρότυπο της πρέπει να είναι η –και χρονικώς εγγύτερα– «γόνιμη, αληθινή παράδοση του χριστιανικού βυζαντινισμού» («θέση Δημαρά»). Ειδικότερα, αν πρέπει να είναι περισσότερο δυτική, ευρωπαϊκή, κλασικιστική και ορθολογική ή αν η κύρια φυσιογνωμία της θα είναι ανατολική και ανατολίτικη, βυζαντινή, χριστιανική, βιωματική, και μυστικιστική. Κοινό στοιχείο και των δύο προσεγγίσεων παραμένει στο βάθος ο ρομαντισμός: είτε ως βίωση και αναβίωση των κλασικών προτύπων και αξιών είτε ως προτυποποίηση των βυζαντινών – χριστιανικών ιδεωδών.

Ό,τι χρειάζεται να συγκερασθεί εδώ, για να αρθούν οι αντιθέσεις, είναι ο Ελληνισμός και η Ρωμιοσύνη, ο Έλληνας και ο Ρωμιός, τα αρχαία κλέη13 με τα νεότερα πάθη, ο κλασικισμός και η ορθοδοξία. Η άρση των αντιθέσεων επιχειρήθηκε βαθμηδόν,14 όταν διανοούμενοι και δημιουργοί συνειδητοποίησαν ότι η ελληνικότητα είναι μια υπερκείμενη15 ιστορική και πολιτισμική έννοια που μπορεί να αγκαλιάσει τόσο τον Έλληνα όσο και τον Ρωμιό. Γιατί ο Μακρυγιάννης δεν βρίσκεται μακριά από τον ιστορικό της Αλώσεως I. Φραντζή και τον ιστορικό των αρχαίων ελληνικών εμφυλίων συγκρούσεων που περιγράφει και καταδικάζει ο Θουκυδίδης ως προς το πνεύμα που προσεγγίζει τα γεγονότα της νεότερης ελληνικής ιστορίας και τη βαθύτερη συνείδηση ελληνικότητας και υγιούς εθνισμού. Ο Κωνσταντίνος Παπαρηγόπουλος πρώτος θα άρει τις αντιθέσεις Ελληνισμού και Ρωμιοσύνης, προβάλλοντας τη συνοχή και τη συνέχεια του Ελληνικού έθνους, την ελληνικότητά του πέρα από τις αλλόφυλες ή εμφύλιες ιστορικές διαμάχες.

 

Γιώργος Μπαμπινιώτης
Από τον ημερήσιο Τύπο

 

 

  1. Ποιο πρόβλημα αντιμετωπίζει κάθε πολιτισμός, σύμφωνα με το συγγραφέα;
  2. Ποιες είναι οι σταθερές πηγές πολιτισμού και πώς συγκεκριμενοποιούνται στον ελληνικό πνευματικό χώρο;
  3. Γιατί στη χώρα μας είναι έντονο το πρόβλημα της πολιτισμικής μας ταυτότητας;
  4. Ποιες μορφές πήρε ο συγκερασμός παράδοσης και νεωτερισμού-ανανέωσης στον ελληνικό πνευματικό χώρο;
  5. Ποια είναι η ιδιαίτερη σχέση του ελληνικού πολιτισμού με το δυτικό;
  6. Ποια είναι τα κυριότερα γνωρίσματα του δυτικού και ποια του ανατολικού πολιτισμού;

 


1 υφή: η φυσική σύνθεση ενός σώματος

2 συγκερασμός: ανάμειξη, ανακάτεμα, συνδυασμός

3  διαλεκτικός: που ακολουθεί τη μέθοδο, σύμφωνα με την οποία, με την αντιπαράθεση των αντιθέτων, καταλήγουμε στη σύνθεση των αντιθέσεων και στην εύρεση της αντικειμενικής πραγματικότητας

4 κατακρεούργηση: σφαγή, κακοποίηση

5 σημαίνω: έχω σημασία, βαρύτητα

6έκφανση: εκδήλωση, έκφραση

7 ουμανιστικός: ανθρωπιστικός

8 όψιμος: που γίνεται ή γεννιέται ή εκδηλώνεται καθυστερημένα

9  Κωνσταντίνος Παπαρρηγόπουλος (1815 – 1891): Ιστορικός από την Κωνσταντινούπολη, καθηγητής πανεπιστημίου, ο πρώτος που έγραψε ιστορία του Ελληνικού Έθνους

10 Σπυρίδων Ζαμπέλιος (1815 – 1881): Νομικός, κριτικός της λογοτεχνίας ο πρώτος Έλληνας βυζαντινολόγος

11 Φουτουρισμός: καλλιτεχνική κίνηση και τεχνοτροπία του 20ού αι., που επιχείρησε να εκφράσει το νέο κόσμο της τεχνολογικής ανάπτυξης και το σύγχρονο άνθρωπο των μεγάλων πόλεων

12 ιθαγενής: ντόπιος

13 κλέος: δόξα

14 βαθμηδόν: λίγο λίγο, σιγά σιγά, βήμα βήμα

15 υπέρκειμαι: βρίσκομαι πάνω σε κάτι άλλο, δεσπόζω

 

 

 

 

 

Η σχέση μας με την παράδοση

 

Η παράδοση είναι κάτι που στην προελληνική ανθρωπότητα το υφιστάμεθα απλώς. Η ελληνική περίοδος της ιστορίας εγκαινίασε ότι αφενός επιλέγουμε μέσα στην παράδοσή μας, αφετέρου τη διαμορφώνουμε αυτή την παράδοση. Αυτό έκανε την αρχαία Ελλάδα να είναι ό,τι είναι. Δεν έμεινε μέσα στην εκάστοτε παράδοσή της. Έφτιαξε άλλα πράγματα. Και για να γίνει αυτό, έπαψαν οι αρχαίοι Έλληνες να φτιάχνουν κούρους από μιαν ορισμένη στιγμή και μετά. Ωραιότατοι οι κούροι, ποιος είπε όχι. Έπαψαν να γράφουν ομηρικά έπη. Βγήκαν άλλοι άνθρωποι και δημιούργησαν άλλα. Η Σαπφώ, ο Αρχίλοχος, οι Αθηναίοι τραγικοί. Για να γίνει ο Θουκυδίδης Θουκυδίδης κατέστρεψε την παράδοση του Ηροδότου. Τη συνέχισε αλλά την κατέστρεψε, διότι η άποψη της φιλοσοφίας της ιστορίας, στην οποία στηρίζεται η ιστοριογραφία του Θουκυδίδη, δεν έχει καμία σχέση με αυτήν του Ηροδότου. Το ίδιο και ο Σωκράτης, κατέστρεψε κατά κάποιον τρόπο τους προσωκρατικούς –καλώς, κακώς, είναι άσχετο. Αυτό θα πει να είσαι μέσα σε μια παράδοση ιστορική, η οποία διαφέρει από τις προελληνικές κατά τούτο: ότι δεν είσαι σκλάβος της παράδοσής σου, αλλά ότι επιλέγεις μέσα από αυτή και συνεχίζεις...

Στην Ελλάδα μάλιστα η επιλογή τίθεται με ιδιαίτερα δραματικό τρόπο, διότι υπάρχει αυτή η τεράστια απόσταση, η πολική αντίθεση ανάμεσα στον αρχαίο ελληνικό κόσμο και στο βυζαντινό. Αντίθεση κοσμοθεωρητική. Αντίθεση μιας κοινωνίας που –πρώτη στην ιστορία– απελευθερώνεται πνευματικά και μιας κοινωνίας που επικαλείται την Αποκάλυψη.

Αντίθεση πολιτική ανάμεσα σε μια κοινωνία που δημιουργεί πρώτη φορά δημοκρατικούς θεσμούς και σε μια θεοκρατική αυτοκρατορία, όπου και οι ανώτατοι αυλικοί φιλούν τα πέδιλα του αυτοκράτορα. Φυσικά οι σημερινοί Έλληνες ούτε αρχαίοι ούτε βυζαντινοί είναι. Αλλά αν έχουν να επιλέξουν κάτι, αυτό κατά τη γνώμη μου είναι ασφαλώς το πραγματικό πνεύμα της αρχαίας ελληνικής δημιουργίας ως αγώνα για την ελευθερία, την αυτονομία, την αυτοθέσμιση.1' Οι σύγχρονοι Έλληνες έχουν να κάνουν τη δική τους Αναγέννηση, το δικό τους Διαφωτισμό, τη δική τους μοντέρνα δημιουργία και όχι να πιθηκίζουν2 το Βυζάντιο.

 

Κορνήλιος Καστοριάδης
Από τον ημερήσιο Τύπο

 

 

  1. Ποιο γεγονός, κατά την άποψη του συγγραφέα, συνιστά την ειδοποιό διαφορά της αρχαίας ελληνικής από τις προελληνικές παραδόσεις;
  2. Γιατί στη σύγχρονη Ελλάδα η επιλογή μέσα από την παράδοση τίθεται με ιδιαίτερα δραματικό τρόπο;
  3. Τι πρέπει να επιλέξουν οι σημερινοί Έλληνες από την παράδοσή τους; Συμφωνείτε με την πρόταση του συγγραφέα; Να διατυπώσετε την προσωπική σας επιλογή με επιχειρήματα.
  4. Να συγκρίνετε τις θέσεις, στις οποίες καταλήγουν οι Γ. Μπαμπινιώτης και Κ. Καστοριάδης, σχετικά με τη στάση των Νεοελλήνων απέναντι στην παράδοσή τους. Σε τι διαφέρουν; Ποια θέση ενστερνίζεστε σεις και με ποια επιχειρήματα;

 

eikona101

Σπ. Βασιλείου, Επίσκεψη τιμής στο γκρεμισμένο σπίτι του Παρθένη

 


1 αυτοθέσμιση: η διαφύλαξη του δικαιώματος της πόλης-κράτους να θεσπίζει η ίδια τους νόμους που θεωρεί ότι εξυπηρετούν καλύτερα τα συμφέροντά της, αυτονομία

2 πιθηκίζω: μιμούμαι, αντιγράφω άκριτα, τυφλά και συνήθως αδέξια