G. Grosz, Δημοκρατικά αυτόματα
Ο πόθος της ελευθερίας και η δύναμη της εξουσίας ή ο πόθος της εξουσίας και η δύναμη της ελευθερίας | ||
Η ελευθερία του ανθρώπου: ελληνική κατάκτηση Η διακριτική θρησκευτικότητα της εξουσίας Ελευθερία: η πραγμάτωση του ανθρώπου Γράμμα απ' τη φυλακή για τους Ευρωπαίους «Από πού ερχόμαστε; Ποιοι είμαστε; Πού πηγαίνουμε;» Η αλήθεια στην πολιτική και η ανοχή του ψεύδους
Η ελευθερία του ανθρώπου: ελληνική κατάκτηση
Πρώτη φορά στην Ελλάδα κερδήθηκαν η ελευθερία του ανθρώπου και ο λόγος της ελευθερίας. Προϋπόθεση, άλλωστε, του λόγου της ελευθερίας είναι ο ελεύθερος άνθρωπος. Η διαλεκτική πορεία που έφερε ως εκεί ήταν επίπονη και προέκυψε από την ένταση των συγκρούσεων του Έλληνα με υπέρτερες δυνάμεις θεϊκές και ανθρώπινες. Καθρέφτης αυτής της πορείας είναι η ζωή και το έργο του Αισχύλου. Μάχεται ο Αισχύλος στον Μαραθώνα και στη Σαλαμίνα με δόρυ και με ασπίδα, όπως μάχεται και η γενιά του, για να προστατέψει την ελληνική ανεξαρτησία από τον δεσποτισμό της Ανατολής. Μάχεται, όμως, ακόμη ο Αισχύλος, αντιπροσωπευτικός κι εδώ εκφραστής της γενιάς του, να ελευθερώσει με τον λόγο της ελευθερίας τον άνθρωπο από πανάρχαιες ανατολικής προέλευσης δοξασίες που τον κρατούσαν δεσμώτη. Με τιτανική προσπάθεια ανοίγει το δρόμο προς τις πηγές της ζωής και της ελευθερίας του ανθρώπου. Ο άνθρωπος ελεύθερος όχι μονάχα απέναντι στον δεσποτισμό των ανθρώπων αλλά και απέναντι στον δεσποτισμό των θεών. Η σύγκρουσή του με τους θεούς βρίσκει την έκφραση της στον «Προμηθέα Δεσμώτη». Η ελεύθερη ατομική ζωή του ανθρώπου βρίσκει τη δικαίωσή της με τον ελεύθερο λόγο της «Ορέστειας» (Φ. Πολίτης).1 [...] «Αφήστε το άτομο ελεύθερο και να έχετε εμπιστοσύνη ότι θα κάνει συνειδητά το καθήκον του». Αυτή είναι η ελληνική ιδέα. Και ούτε είμαι σε θέση να σας πω αν ακούστηκε τελειότερος και αγωγικότερος λόγος ελευθερίας από αυτόν. Την καταπίεση, τον περιορισμό και την απαγόρευση δεν θα τις βρούμε εύκολα στο λεξιλόγιο της ελληνικής θεωρίας για την ελευθερία. «Είναι παράξενο, λέει ο Livingstone,2 ότι με τέτοιες αρχές το ελληνικό πνεύμα παρέμεινε αδιάφθορο: Γραφές και ιερατεία και πολιτικούς δεν ανεχόταν πάνω από το κεφάλι του. Μόνον ρήτορες, φιλόσοφοι, ιστορικοί, ποιητές και καλλιτέχνες του έδειχναν το δρόμο της ελεύθερης σκέψης και δημιουργίας. Κι εκεί φτάνει κανένας μόνο μέσα από την κατάκτηση της καθημερινής ελευθερίας».
Η διακριτική θρησκευτικότητα της εξουσίας
Από την αρχή της ιστορίας του και για πολλές χιλιετίες το κράτος εμφανιζόταν ως ο εγκόσμιος διαμεσολαβητής μιας θεότητας, μιας μεταφυσικής βούλησης κείμενης υπεράνω τόπου και χρόνου. Στην αρχή η θεότητα μιλούσε στη φυλή με τη φωνή του μάγου ή του ιερέα, επιτάσσοντας πίστη και ορισμένους απλούς ηθικούς κανόνες. Την πίστη και τους κανόνες ασπαζόταν και προστάτευε ο αρχιπολεμιστής, ο φύλαρχος ή ο βασιλιάς –συνήθως περιδεής και πάντοτε έτοιμος να ακολουθήσει έναν υποβλητικότερο και παραγωγικότερο σε θαύματα μάγο ή ιερέα. Κάπως έτσι ξεκίνησε η πολύπλοκη σχέση θρησκευτικής πίστης και εγκόσμιας εξουσίας· έτσι και η αμοιβαία στήριξη ιερατείου και κράτους. Στην ουσία τους η σχέση και η αλληλοστήριξη δεν αλλάζουν και πολύ σε μεταγενέστερες ιστορικές εποχές. Ως τη Γαλλική Επανάσταση οι θρησκευτικοί θεσμοί υπαγόρευαν στους πιστούς, μαζί με το δόγμα, και ένα ηθικό και αξιακό σύστήμα· το οποίο ασπάζονταν και εγγυόνταν οι κατέχοντες την κρατική εξουσία, άλλοτε πλήρεις ευσεβείας, άλλοτε απλώς ενθουσιασμένοι με την τάξη που εξασφάλιζαν οι ηθικές επιταγές του Θεού και με τη νομιμότητα που οι επίγειοι εκπρόσωποι του προσέδιδαν στο κράτος. Ως τη σύγχρονη εποχή λοιπόν (την οποία η μόδα επιβάλλει πλέον να ονομάζουμε «νεωτερική») το κράτος ήταν ο θεματοφύλακας μιας ηθικής με θρησκευτική προέλευση. Έτσι νομιμοποιούταν και το ίδιο, στηριζόμενο στο κυρίαρχο ηθικό σύστημα, αλλά και στην υπακοή των υπηκόων του στο ιερατείο.
Η αρχαία Αθήνα και η Ρώμη
Υπήρξαν φυσικά και οι εξαιρέσεις· που δεν πιστοποιούν τον κανόνα (ανόητη φράση)· απλώς τον εκλεπτύνουν. Είναι οι δύο «προ-νεωτερικές» κοινωνίες που σε κάποια ιστορική στιγμή αποπειράθηκαν να διαχωρίσουν την κρατική από τη θρησκευτική νομιμότητα. Και οι δύο απόπειρες ήταν βραχύβιες. Πρώτη, η αθηναϊκή δημοκρατία του λεγόμενου χρυσού αιώνα, αναζήτησε τη νομιμότητά της στην αυτονομία του Δήμου: «έδοξε τω Δήμω».1 Δεν άντεξε και πολύ στον χρόνο. Όπως δεν άντεξε και η άλλη απόπειρα του ανθρώπου της αρχαιότητας να χειραφετήσει2 τους πολιτικούς του θεσμούς από την κηδεμονία της θρησκείας. Η βραχύβια ρωμαϊκή δημοκρατία, πρόγονος του κράτους δικαίου, αντικαταστάθηκε πολύ σύντομα από τον θεό-αυτοκράτορα, γερά στηριγμένο στον τρόμο των λεγεώνων, στον πλούτο των πολιτών και στη συγκαταβατική ανεξιθρησκεία της αυτοκρατορίας –την οποία βεβαίως αντικατέστησαν οι διωγμοί μόλις ο χριστιανισμός άρχισε να απειλεί την καθεστηκυία βάση της κρατικής νομιμότητας. Άλλες σημαντικές εξαιρέσεις δεν υπάρχουν ως την εποχή της νεωτερικότητας· όταν εμφανίζεται η τρίτη εξαίρεση, η σύγχρονη δημοκρατία· η οποία, υποτίθεται, διαχωρίζει ριζικά και δια παντός την κρατική από τη θρησκευτική νομιμότητα, επιβάλλοντας το ανεξίθρησκο κράτος και τον χωρισμό του από την Εκκλησία. «Υποτίθεται»: διατηρούμε τις αμφιβολίες μας. Έστω, η Γαλλική Επανάσταση επέβαλε ένα κράτος ριζικότατα χειραφετημένο από τη θρησκεία: ούτε απλώς ανεξίθρησκο ούτε άθρησκο, αλλά κατηγορηματικώς και βιαίως άθεο. Η πλήρης αυτή χειραφέτηση όμως ήταν εξαιρετικά βραχύβια. Για να επιβιώσει το περικυκλωμένο από τις μοναρχίες γαλλικό κράτος, δεν αρκούσε ο ορθολογικός πατριωτισμός των άθεων επαναστατών, όσες χιλιάδες και αν ήταν. Χρειαζόταν και ο μεταφυσικός εθνικισμός των εκατομμυρίων χωρικών που θα ακολουθούσαν τον Ναπολέοντα στις Άλπεις, στην αφρικανική έρημο και στη ρωσική στέπα. Και οι χωρικοί αυτοί ήταν χριστιανοί. Ποιον άλλο λόγο είχε άραγε ο μεγαλοφυής και μεγαλομανής Κορσικανός να ανεχθεί τη θρησκευτική του στέψη, έστω και με τον τρόπο που την ανέχτηκε; Ποιον άλλο λόγο άραγε θα έχει ο Ντε Γκωλ,3 ενάμιση αιώνα αργότερα, να στέψει το κίνημα με το σταυρό της Λορραίνης, το σύμβολο της θεοπαρμένης Ζαν ντ' Αρκ;
Η νομιμότητα της δημοκρατίας
Έτσι, σκαλίζοντας λίγο παραπάνω την ιστορία, αρχίζουμε να υποψιαζόμαστε ότι ακόμη και στη σύγχρονη εποχή το κράτος εξακολουθεί να στηρίζει τη νομιμότητά του (και) στη θρησκεία –μόνο που τα στηρίγματα είναι σήμερα αφανή, υπόγεια. Στην επιφάνεια η νομιμότητα της σύγχρονης δημοκρατίας στηρίζεται στο δικό της αξιακό σύστημα, ανεξάρτητο από οποιαδήποτε θρησκεία. Αλλά κατά βάθος αυτή η υπερήφανη δημοκρατία, πανίσχυρη μέσα στην υπέρτατη νομιμότητα που της χαρίζει, υποτίθεται, η συναίνεση των πολιτών της και μόνο αυτή, η δημοκρατία αυτή των μοντέρνων καιρών, δεν τολμά να είναι άθεη –γιατί χωρίς την ανοχή της εγκόσμιας θρησκευτικής εξουσίας κινδυνεύει. Αυτή είναι μόνο μία πλευρά των πραγμάτων. Υπάρχει και άλλη. Η σύγχρονη, δυτικής προέλευσης δημοκρατία, στηρίζει τη νομιμότητά της στο αξιακό σύστημα των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και του κράτους του δικαίου. Αυτά, στην επιφάνεια. Στο βάθος οι νεωτερικές αυτές αξίες που στηρίζουν ωραία τις νομοθεσίες και τα συντάγματα των σύγχρονων δημοκρατιών στηρίζονται με τη σειρά τους σε ένα γενικότερο σύστημα ηθικών κανόνων και αξιών το οποίο προέρχεται από τις μεγάλες πηγές της δυτικής ηθικής· από την ιουδαϊκή και τη χριστιανική θρησκεία. Έτσι, κατά βάθος, μέσω ενός ηθικού και αξιακού συστήματος θρησκευτικής προέλευσης, η κρατική νομιμότητα εξακολουθεί ως τις μέρες μας να στηρίζεται (και) στη θρησκεία. Και τι πειράζει; θα αναρωτηθεί ο καλόπιστος χριστιανός, πιστός στην ορθόδοξη, καθολική ή προτεσταντική Εκκλησία του. Τι ωραιότερο από μια δημοκρατία και ένα κράτος δικαίου που ριζώνουν στις μεγάλες διδαχές της Εκκλησίας μου; Δεν είναι έτσι τα πράγματα, δυστυχώς. Άλλα επιτάσσουν οι θρησκείες, άλλα πράττουν οι εγκόσμιοι θρησκευτικοί θεσμοί. Άλλα επιτάσσει η ηθική της δημοκρατίας, άλλα πράττει το εξ ορισμού βίαιο κράτος· και μάλιστα με την ανοχή ή και την έγκριση των εγκόσμιων θρησκευτικών θεσμών. Τα ανθρώπινα δικαιώματα παραβιάζονται ακόμη και στις σημερινές δυτικές δημοκρατίες· αλλά αντί να αντιδρούν αμέσως σύσσωμοι οι θρησκευτικοί τους θεσμοί, αντιδρούν ολομόναχες ιδιωτικές οργανώσεις. Και αυτό είναι τίποτε μπροστά στους μεγάλους ιστορικούς παροξυσμούς της κρατικής βίας και στις αντίστοιχες σιωπές των χριστιανικών εκκλησιών. Η δικαιοσύνη και η δημοκρατία, ο ανθρωπισμός και η αγάπη του πλησίον (έστω και αν ο πλησίον είναι τελώνης, πόρνη ή Σαμαρείτης) δεν έχουν καμία σχέση με τη σιωπή του Βατικανού, όταν οι λόγχες του Μουσολίνι κατέσφαζαν τους Αιθίοπες· ή με τη σιωπή του γερμανικού κλήρου, όταν ο Χίτλερ εξόντωνε τις «βρώμικες» φυλές· ή με τη σιωπή της ελληνορθόδοξης Εκκλησίας για τους βασανισμούς στην Κατοχή και στη δικτατορία· ή με τη σιωπή του Πατριαρχείου της Μόσχας για τα γκουλάγκ4 και του Πατριαρχείου της Σερβίας για τους ομαδικούς τάφους –ώσπου άρχισαν να ενταφιάζονται ομαδικώς και οι Σέρβοι.
Η εμπειρία του κομμουνισμού
Την τελευταία απόπειρα να χειραφετήσει το κράτος (και τον άνθρωπο) από τη θρησκεία επιχείρησε ο κομμουνισμός –τη ριζικότερη και μακροβιότερη από όλες. Όπως στο παρελθόν, έτσι και τώρα η νομιμότητα του κομμουνιστικού κράτους στηρίχθηκε σε ένα ηθικό και αξιακό σύστημα. Πολλοί παρομοιάζουν μάλιστα τον κομμουνισμό με θρησκεία, φέροντας ως επιχείρημα τα χιλιαστικά του κηρύγματα.5 Έχουν άδικο· υπάρχει μια σημαντική διαφορά. Η κομμουνιστική ηθική δεν προερχόταν άνωθεν, από μια υπερφυσική και υπεράνθρωπη θεότητα· δεν στηριζόταν σε μια μεταφυσική πίστη και υπακοή· δεν αναζωπυρωνόταν συνεχώς από την ενοχή του προπατορικού αμαρτήματος και τον τρόμο της τιμωρίας· ούτε από την ελπίδα μιας καλύτερης μετά θάνατον ζωής. Ο Μαρξ και όσοι μετ' αυτόν πίστεψαν πραγματικά στην ηθική αυτή, την ήθελαν να στηρίζεται στην ελεύθερη ανθρώπινη βούληση και να αναζωογονείται συνεχώς από την ελπίδα μιας καλύτερης επίγειας ζωής και από το αίσθημα κοινωνικής ευθύνης του πολίτη. Ελπίδες μακρινές, αξίες και απαιτήσεις δύσκολες για απλούς, αδύναμους ανθρώπους· αλλά και αντιφατικές από τη στιγμή που τις υιοθέτησε, τις διακήρυξε και δήθεν τις εφάρμοσε το κράτος, σύστημα εξ ορισμού εξουσιαστικό και βίαιο. Η εξουσία και η βία δεν συμβιβάζονται με την ελεύθερη βούληση, με την κοινωνική ευθύνη, με ανθρωπιστικές ελπίδες. Αναπόδραστα, ο σοβιετικός κομμουνισμός κατέληξε στον ολοκληρωτισμό. Οι διακηρύξεις του αποδείχτηκαν ψευδείς, η ιδεολογία κίβδηλη.6 Όλα συνέτειναν στην κατάρρευση της εξουσίας του και του ηθικού συστήματος που τη νομιμοποιούσε: η ηθική που αυτοδιαψευδόταν· η εξουσία που συνεχώς ψευδόταν· η επίγεια ελπίδα που διαρκώς εξανεμιζόταν. Αλλά κατά βάθος συνέτεινε επίσης, μου φαίνεται, και η ανθρώπινη ανάγκη για μια άλλη ελπίδα, μεταφυσική: για μια θρησκευτική πίστη που να υπερβαίνει τόσο τον τρόμο του θανάτου όσο και τις απελπισίες της ζωής. Ανάγκη φοβισμένου παιδιού, έντρομη υποδούλωση στον Θεό· από την οποία δεν μπορεί να απελευθερώσει τους ανθρώπους ούτε η βάναυση δικτατορία του προλεταριάτου7 ούτε η παμπόνηρη δημοκρατία του «φιλελεύθερου» χρηματισμού. Και βεβαίως δεν θα τους απελευθερώσει ούτε ο οποιοσδήποτε θεός. Όχι επειδή τους θέλει δούλους –κανένας σοβαρός θεός δεν θα το ήθελε. Αλλά επειδή αποκλείεται να τους θέλει απελεύθερους.8 Αν λοιπόν υπάρχει, πιθανότερο είναι να τους αφήνει μόνους, μήπως και κατακτήσουν μόνοι τους την ηθική, την ομορφιά, τη γνώση– και την ελευθερία, ακόμη και από τον Θεό.
Ελευθερία: η πραγμάτωση του ανθρώπου
[...] Ελευθερία θα ειπεί: απόσειση του ζυγού μιας δουλείας. Και τελείωση: υπερνίκηση της ατέλειας. Εδώ ακριβώς πλέκεται ολόκληρη η ανθρώπινη τραγωδία. Τη δίψα της ελευθερίας, τον πόθο της τελειότητας τον αισθάνεται και τον καταξιώνει μόνο ένα δραματικά προνομιούχο ον μέσα στον κόσμο: εκείνο που έχει επίγνωση της ατέλειας και της δουλείας του, αλλά επειδή δεν θέλει να συνθηκολογήσει και να υποταχθεί, κάνει νόημα και πρόγραμμα της πνευματικής ζωής την υπέρβαση της ατέλειας, την αποτίναξη της δουλείας. Ιδού ο ορισμός του ανθρώπου: Το ψεύδος είναι δουλεία, είναι ατέλεια. Η ασκήμια είναι δουλεία, είναι ατέλεια. Το κακό είναι δουλεία, είναι ατέλεια. Όταν καταλύω το ψεύδος με την εύρεση και τη βεβαίωση της αλήθειας· όταν καταλύω την ασκήμια με την αποκάλυψη του ωραίου σε όλες τις μορφές του· όταν καταλύω το κακό με την αναγνώριση και επιβολή του αγαθού – ελευθερώνω μέσα μου τον άνθρωπο από μια ταπεινωτική δουλεία, του δίνω τη δύναμη και τη χαρά να υπερνικήσει μιαν ανυπόφορη ατέλεια, και έτσι προσφέρω νόημα στη ζωή μου, την κάνω αξιοβίωτη. Κατά το μέτρο που θέλω και μπορώ να φτάσω σ' αυτή την πραγμάτωση και δικαίωση του Ανθρώπινου, προσδιορίζεται μαζί με το βάρος της ευθύνης και το πνευματικό μου μέγεθος. Τόσο πιο «άνθρωπος» γίνεται το θνητό ζώο, όσο μεγαλύτερες και βεβαιότερες νίκες σημειώνει σ' αυτή τη δύσκολη άθληση.
Στο απόσπασμα αυτό, ενώ ο συγγραφέας ξεκινά με τον ορισμό της ελευθερίας, καταλήγει στον ορισμό του ανθρώπου. Αναλύστε την προβληματική του συγγραφέα και εξηγήστε γιατί αυτή οδηγεί στην άρρηκτη σχέση των δύο ορισμών.
Ποιο πάθος λες;
Γράμμα απ' τη φυλακή για τους Ευρωπαίους
Ο Γεώργιος Α. Μαγκάκης, καθηγητής της Νομικής Σχολής του Πανεπιστημίου Αθηνών, συνελήφθη και φυλακίστηκε από τη Χούντα (Δικτατορία 1976 – 1974) ως μέλος της αντιστασιακής οργάνωσης «Δημοκρατική Άμυνα». Έγραψε το κείμενο που ακολουθεί κρυφά στις φυλακές και κατόρθωσε να το στείλει στα ευρωπαϊκά μέσα ενημέρωσης. Δημοσιεύτηκε, από το 1971 και μετά, σ' όλες τις μεγάλες εφημερίδες του κόσμου («Τάιμς» του Λονδίνου και της Νέας Υόρκης, «Μοντ» των Παρισίων κτλ.), δόθηκε ως διδακτική ύλη σε αμερικάνικα πανεπιστήμια, διαβάστηκε από τον Άγγλο ηθοποιό σερ Λώρενς Ολίβιε σε επίσημη τελετή εμπρός στη βασίλισσα της Αγγλίας και εκδόθηκε επανειλημμένα στο εξωτερικό από ελληνικές και ξένες οργανώσεις.
Κρατώ αυτά τα τσαλακωμένα από τους κρυψώνες χαρτιά μου και τα διαβάζω. Έτσι που γραφτήκανε και κρατηθήκανε κρυφά από τους δεσμοφύλακές μου, εκφράζουν μια κάποια διάσωση της ανεξαρτησίας μου και γι' αυτό μου είναι αγαπητά, ακόμη μάλιστα και σαν αντικείμενο, σα χαρτί. Γραφτήκανε σε ώρες που προσπαθούσα να υπερνικήσω μ' αυτά την αγωνία της φυλακής μου. Γι' αυτό δεν είναι ούτε διατύπωση σκέψεων, ούτε βέβαια γράμματα. Είναι ακριβώς αποσπάσματα αυτής της αγωνίας. Κι' όμως δεν τα 'γραψα μόνο για μένα, όσο φτωχά κι' αν είναι. Η αγωνία της φυλακής είναι μαζί με τόσα άλλα και βαθειά ανάγκη για επικοινωνία με τους όμοιούς σου. Μια ανάγκη που την νοιώθεις ώρες – ώρες σαν ασφυξία. Τώρα ξέρω γιατί, καθώς λένε, οι ναυαγοί στα ξερονήσια βάζανε μηνύματα μέσα σε μποτίλιες και τα ρίχνανε στο πέλαγος. Κάτι τέτοιο είναι κι' αυτά τα γραφτά. Δεν είμαι βέβαια ναυαγός, κι' ούτε αισθάνομαι καθόλου για τέτοιος. Μα νιώθω την ίδια αγωνία για επικοινωνία κι' έτσι γράφω τα φτωχά της μηνύματα. Ξέρω μάλιστα για ποιους γραφτήκανε. Σε ποιους θέλω να φτάσουνε. Σ' αυτούς που δεν είναι μέσα στο δράμα του τόπου μου, μα που μπορούν σωστά να το καταλάβουν. [...] Αμύνομαι. Γι' αυτό γράφω. Έτσι κρατώ τη σκέψη μου απ' τη μεριά μου. Αν την αφήσης αστήριχτη χωρίς τα σχήματα των γραμμένων συλλογισμών, αφηνιάζει. Παίρνει παράξενους δρόμους και καταλήγει να γεννά τέρατα. Περνά έτσι απ' τη μεριά του δεσμοφύλακα. Γιατί αυτό θέλουν με τη φυλακή. Σε κλείνουν σ' ένα χώρο τρία βήματα μπρος, τρία πίσω. Να περπατάς έτσι με τις ώρες, με τις μέρες, ασταμάτητα. Στην αρχή βαδίζεις μαζί με τη σκέψη σου. Τα λέτε οι δυο σας και ξεκαθαρίζεις νοήματα. Βρίσκεις τις ιδέες που είναι οι φίλοι σου. Συλλαμβάνεις το κακό με σαφήνεια. Αυτό που ταπεινώνει τον άνθρωπο. Είσαι δικαιωμένος και γι' αυτό δυνατός. Αντέχεις, λες, τη φυλακή. Υπάρχεις μέσα στο κελλί σου να στηρίζης κι' εσύ με τον τρόπο σου το ακατάλυτο ιδεόγραμμα1 του ανθρώπου. Είσαι κατά κάποιο τρόπο σαν εκείνες τις κουρελιασμένες σημαίες της μάχης που κρατιούνται ακόμη στο κοντάρι τους και παίζουν έτσι το ρόλο τους. Μα πώς να περπατάς τρία βήματα μπρος, τρία βήματα πίσω σ' ένα χρόνο κενό, φιλικά κουβεντιάζοντας με τον εαυτό σου; Δε γίνεται. Τα βήματα αυτά βαθμιαία υφαίνουν τον ιστό του ιλίγγου σου. Δεν μπορείς να κουβεντιάζης ασταμάτητα μονάχα με τη σκέψη σου. Αυτός ο δυϊσμός του εαυτού σου, φυσικός στην αρχή, με τον καιρό απειλεί να σου σχίση τα φρένα. Χρειαζόμαστε και τη σκέψη του άλλου ανθρώπου για να τάχωμε καλά με τη δική μας. Χρειαζόμαστε και την κενή από σκέψη ώρα. Καθώς περπατάς μαζί με τη σκέψη σου, αρχίζει ύπουλα με κάτι παράξενες διαφωνίες που όμως κουβεντιάζονται. Αυτό είναι. Αυτό θέλει η φυλακή, ν' αρχίζης να κουβεντιάζης μέσα σου το παράδοξο. Γιατί έτσι αρχίζεις να χάνης τις θέσεις σου. Ασυναίσθητα μπαίνεις σ' ένα στροβίλισμα, που με τον καιρό δυναμώνει και σε απειλεί με ξερρίζωμα. Έτσι αρχίζει η διάσπαση μέσα σου, που καταλήγει να σε κάνει εχθρό με τη σκέψη σου. Γινόσαστε δυο εχθροί, κλεισμένοι μαζί, μοναχοί στον ελάχιστο χώρο του κελλιού σου, μέσα σ' ένα χάος χρόνου. Αναγκαστικά έρχεται ο αλληλοσπαραγμός. Παλεύεις με μια έξαλλη μαινάδα,2 που επιτίθεται στις ελάχιστες βεβαιότητές σου. Σ' αυτές ακριβώς που όσο τις έχεις σώζεσαι, υπάρχεις ακόμη σαν άνθρωπος. Μα άμα τις χάσης, πας, άδειασες. Έμεινες ένα κενό κέλυφος. Αν δεν σου 'μείνε το άγχος θάλεγα πως γίνεσαι ένας πρώην άνθρωπος. Αυτό θέλει η φυλακή. Να καταλήξη η ανθρωπιά σου να είναι μόνο το άγχος σου. Τίποτε άλλο. Κι' αυτή τη δουλειά, την αναθέτει στη σκέψη σου, με το να σε κλείνη κατάμονο μαζί της στις, αδυσώπητα, ομοιόμορφες κενές μέρες σου. Έτσι την μεταβάλλει από το μόνο σύντροφό σου σε έξαλλο εχθρό. Γίνεσαι ακριβώς ένας τέρας. Δυο σιαμαίοι αδελφοί που μισούνται θανάσιμα. Αυτός είναι ο εφιάλτης της μέρας. Τον πολεμώ με το γράψιμο. Αυτό είναι η μόνη μου άμυνα, γιατί συγκρατεί τον εαυτό μου στις σωστές διαστάσεις. Είμαι με δύο χέρια, δύο πόδια, ένα κεφάλι. Με μια σκέψη. Παραμένω όμοιος με τους ομοίους μου. Να ξέρανε αυτοί που φτιάχνουνε το χαρτί και το μολύβι πόσο τους ευλογεί ο φυλακισμένος. Σκέπτομαι τα ανθρώπινα δάχτυλά τους να δουλεύουν και δακρύζω. Μου δίνουν τη μόνη δυνατότητα να σταθώ στην ανθρώπινη θέση μου. Να μην γίνω αυτό που θέλει η φυλακή. Να σωθώ. Γράφοντας δεν είμαι φυλακή. Περνώ χαλινάρι στη σκέψη μου, την κρατώ δίπλα μου σύντροφο και μαζί της ζω στον κόσμο των απλών νοημάτων. Ζω κι' εγώ σαν ένας κάποιος άνθρωπος. [...]
Ζω με κάτι ιδέες που αγαπώ. Αυτές γεμίζουν τις μέρες και τις νύχτες μου. Σ' αυτή την ύπουλη ομοιομορφία των ακίνητων ωρών μου αντιτάσσω την συνομιλία με τις ιδέες μου. Τώρα πια τις ξέρω καλύτερα και τις παραδέχομαι περισσότερο. Περνώντας από την ανάκριση έμαθα την πιο απλή μα και πιο βαθειά ουσία της ανθρώπινης αξιοπρέπειας. Περνώντας από το στρατοδικείο πείνασα για δικαιοσύνη και περνώντας από τη φυλακή δίψασα για ανθρωπιά. Η βία που στραγγαλίζει τη χώρα μου μ' έμαθε πολλά. Ανάμεσα σ' αυτά και την αξία της άρνησης να υποταχτής. Κάθομαι και σκέπτομαι όλα αυτά και γεμίζω με μια παράξενη δύναμη. Μια δύναμη που δε μοιάζει σε τίποτα μ' αυτή που έχουν οι δεσμοφύλακές μου. Γιατί δεν έχει καθόλου φωνές και θρασύτητα. Τη δύναμη της υπομονής. Αυτής που γεννιέται από το συναίσθημα πως έχεις δίκιο. Έτσι αντιμετωπίζω την αδιάκοπη επίθεση από άδειες μέρες που 'χει εξαπολυθή εναντίον μου. Την αποκρούω κάθε φορά στο ξεκίνημά της. Αρχίζω την κάθε μέρα μου προφέροντας τη λέξη «Ελευθερία». Είναι η ώρα που πηγαίνει να χαράξη. Βγαίνω από τον ύπνο και αισθάνομαι πάντα μια πικρή έκπληξη συνειδητοποιώντας κάθε μέρα κι' απ' την αρχή πως βρίσκομαι στη φυλακή. Τότε προφέρω την αγαπημένη μου λέξη. Πριν προφτάση και με κυριαρχήση η συνείδηση της φυλακής. Με τη λέξη αυτή το κελλί μου γεμίζει ιδέα. Είναι μαγική. Και τότε συμφιλιώνομαι με την καινούργια μου άδεια μέρα.
Σκέφτομαι τους συντρόφους μου. Τους πολιτικούς κρατούμενους, που βρήκα στις διάφορες φυλακές. Αυτούς που αντισταθήκανε και τώρα βαδίζουνε μέσα στα κελλιά τους το Γολγοθά τους μ' αυτά τα τρία μικρά νευρικά βήματα μπρος και πίσω. Όλοι τους είναι βασικά από το ίδιο ψυχικό υλικό φτιαγμένοι, κι' ας διαφέρουν τόσο κατά τα άλλα. Έχουνε όλοι τους μια πολύ σπάνια ευαισθησία. Αυτήν την βλέπεις να εκδηλώνεται και στα πιο παραμικρά και πιο μεγάλα. Μιλάνε και προσέχουνε, μην αγγίξουνε την ψυχή του άλλου. Κι' είναι δίπλα του να του δώσουνε νερό προτού να το ζητήση. Να ένα κάποιο παράδειγμα αυτής της ευαισθησίας: Πριν από μέρες ήτανε να αποφυλακισθή ένας μας. Βρισκότανε στο νοσοκομείο της φυλακής. Μπορούσε να φύγη από κει, όμως καθυστέρησε μόνος του την αποφυλάκιση του μια βδομάδα, για να 'ρθη να μας αποχαιρετήση. Εφτά μέρες εθελοντικά φυλακή για να χαιρετήσης τους συντρόφους σου. Αυτό είναι. Έχουνε λοιπόν πάρει πάνω τους πραγματικά ολάκερο το σημερινό πρόβλημα τ' ανθρώπου. Σηκώνουνε συνειδητά το βάρος της τιμής του ταπεινωμένου λαού μας. Κι' αισθάνονται νάναι κοντά σ' όλους τους κατατρεγμένους της γης. Έτσι συλλαμβάνουνε το νόημα σ' όλα τα γεγονότα του κόσμου μέσα από μια βασική ενότητα. Την ενότητα της λαχτάρας του ανθρώπου να γλυτώση από την όποια καταπίεση. Όποιος αντιστέκεται, σ' όποιο μέρος της γης, είναι αδελφός τους. Πριν από καιρό είχανε φέρει στη φυλακή μας δύο Παλαιστίνιους αντάρτες. Από την πρώτη μέρα γινήκαμε ένα μαζί τους. Και ήτανε πραγματικά ένα. Όλοι όσοι αισθάνονται σαν πραγματικό τους χρέος να αντισταθούνε στην καταπίεση, είναι από την ίδια μεριά. Είναι δικοί τους. Η ευαίσθητη συνείδηση για το δράμα του κόσμου είναι δηλαδή όχι μονάχα μια κοινή ιδιότητα, αλλά τελικά κάτι σαν κοινή καταγωγή. Με τέτοιους συντρόφους είναι σπαρμένες οι τόσες φυλακές στον τόπο μου και σε άλλους τόπους. [...]
Μιλάμε για την αξιοπρέπεια του ανθρώπου. Την έζησα. Υπάρχει πραγματικά σαν ευαίσθητο, ατσάλινο ελατήριο στο βυθό του εαυτού μας. Είναι κάτι τελείως άσχετο με την ατομική μας αξιοπρέπεια. Βρίσκεται ριζωμένη μέσα μας πολύ βαθιά απ' αυτήν. Στην κόλαση της ανάκρισης είχα χάσει την προσωπική μου αξιοπρέπεια. Αντί γι' αυτήν είχα τόσο πόνο. Όμως η αξιοπρέπεια του ανθρώπου ήτανε μέσα μου χωρίς να το ξέρω. Κάποια ώρα την αγγίξανε. Σε μια προχωρημένη φάση της ανάκρισης. Δεν την γνωρίζουνε κι' έτσι δεν μπορούνε να την υπολογίσουνε. Λειτούργησε σαν ελατήριο που τίναξε πάνω τα σκορπισμένα ψυχικά μέλη μου. Δεν ήμουνα εγώ που ανασηκώθηκα, ήταν ο ένας οποιοδήποτε του γένους μου. Η αξιοπρέπεια αυτή είναι ο πιο ουσιαστικός σύνδεσμος μεταξύ μας. Ανήκουμε σ' ένα ευαίσθητο γένος. Αυτή την ευαισθησία του γένους μου μόλις ένιωσα, άρχισα να υπερνικώ την ανάκριση. Δεν ήταν πια μια προσπάθεια μονάχα για μένα. Ήταν για όλους μας. Μαζί αντέξαμε. [...] Τους μήνες που έμεινα μέσα στη μηχανή της ανάκρισης, μόνος απέναντι σ' αυτούς με τα πολλά μάτια της αράχνης και με τα ίδια μαζί της αισθήματα, μια νύχτα ένας σκοπός χωροφύλακας μου χαμογέλασε. Την ώρα εκείνη αυτός ο άνθρωπος ήτανε για μένα όλοι οι άνθρωποι. Όταν ύστερα από τέσσερις μήνες απόλυτης απομόνωσης μπήκε στο κελλί μου ο αντιπρόσωπος του Ερυθρού Σταυρού, στο φιλικό του πρόσωπο είδα ξαφνικά όλους τους ανθρώπους. Όταν κάποια μέρα με βάλανε επί τέλους σ' ένα κελλί μαζί μ' έναν άλλο κρατούμενο και κείνος άρχισε να μου μιλά για το πάθος της ζωής του, τις βάρκες και τα καΐκια, και πάλι αυτός ο ένας ήτανε όλοι οι άνθρωποι. Είναι λοιπόν αλήθεια πως υπάρχουνε καταστάσεις που ο καθένας μας αντιπροσωπεύει όλη την ανθρωπότητα. Έτσι και τώρα, τα χαρτιά μου αυτά τα δίνω σ' έναν δυστυχισμένο Ιταλό κρατούμενο που αποφυλακίζεται και δέχτηκε να προσπαθήση να τα βγάλη στον ελεύθερο αέρα. Μ' αυτόν ελπίζω να φτάσουνε σε σας. Ο άνθρωπος αυτός είναι ξανά όλοι οι άνθρωποι για μένα. Όμως είναι καιρός να τελειώνω. Το νεύμα μου έγινε. Έτσι ευτυχώς υπάρχουμε όλοι μας. Εμείς στη φυλακή κι' εσείς σύμφωνοι μαζί μας.
Ο ένας τρόπος είναι ν' αντιδράς στα μεγάλα γεγονότα άμεσα· ο άλλος να τ' αφήνεις πρώτα να κατασταλάξουν, να ξεκαθαριστούν κυρίως. Μιλώ εδώ για τη Χιλή. Όλων μας (όλων;) η αυτόματη τάση είταν να εκδηλωθούμε την πρώτη στιγμή, με το πρώτο μήνυμα, κι' ας είταν αντιφατικές σε κύρια σημεία τους οι πληροφορίες. Η αγανάκτηση έχει αυτοματικό χαρακτήρα, είναι αντίκτυπος μηχανικός σχεδόν. Μόνο που ο προσωπικός ρυθμός μιας στήλης υπαγορεύει, διαμορφώνει ανάλογα και τις εκδηλώσεις της. Έχει ίσως μια χρησιμότητα η κάποια άργητα, όπως έχει τη δική της και η σπουδή. Έτσι ή αλλιώς, ο ξεσηκωμός των συνειδήσεων –όπου υπάρχουν συνειδήσεις– δείχτηκε ζωηρός, αντάξιος της έννοιας άνθρωπος. Ρωμαντική ίσως η ερμηνεία, αλλά δεν νομίζω στην περίπτωση τούτη πως απόμεινε αδικαίωτη. Όχι μόνο ζωηρός στάθηκε ο ηθικός ξεσηκωμός αλλά και παγκόσμιος, παρά κάποιες επιφυλάξεις που βλέπω να διατυπώνονται εδώ-εκεί από μερικούς απαισιόδοξους. Μη ζητάμε τ' αδύνατα! η ηθική ευαισθησία του προηγμένου κόσμου μας είναι στομωμένη. Πάλι καλά και με ό,τι ακούστηκε, ακούγεται. Αλλά εδώ ακριβώς είναι που θέλαμε να στήσουμε τ' αυτί: Στις ανεπίσημες, τις σκόρπιες γύρω φωνές, αυτές που δεν υποχρεώνονται στη γλώσσα των δημόσιων λόγων. Εκεί είναι που πιάνεις την αλήθεια παλλόμενη, ακούς την καρδιά της εποχής σου. Κι' έπειτα, η πρώτη στιγμή είναι συχνά υποβολέας αδέξιος, σου προτείνει φράσεις ρητορικές, που απαγγέλλονται, θέλεις δε θέλεις, με στόμφο. Από το στόμφο δεν βγήκε ποτέ τίποτα καλό, μήτε επέζησε τίποτα. Υπάρχουν ολόκληρες υποθέσεις που χαντακώθηκαν γιατί χαρίστηκαν στο στόμφο. Κάτι ξέρουμε γι' αυτό οι Έλληνες. Αλλοίμονο αν πάει έτσι και η υπόθεση της Χιλής. Θα έχει αδικοχαθεί ο Αλλιέντε. Παρακαλώ τον αναγνώστη να προσέξει πως δεν υπερμαχώ σε υπόθεση ομοϊδεάτη μου. Μαρξιστής, με την πολιτική σημασία που έχει αποκτήσει ο όρος, δεν είμαι. Κι' αν αποτολμώ να μιλήσω εδώ σε πρώτο πρόσωπο, είναι μόνο και μόνο γιατί τέτοιαν αποσαφήνιση πιστεύω πως θα έπρεπε να κάνει ο καθένας μας. Χρειαζόμαστε, ξεκάθαρες τοποθετήσεις μέσα στη δίκη των συνειδήσεων που θα είναι πιθανότατα η τελική ηθική εικόνα του αιώνα τούτου. Πίσω του θ' αφήσει σιδερικά ανάκατα αλλά δεν θα κριθεί από την τελειότητά τους. Το τελειοποιημένο έχει προορισμό να ξεπεραστεί, να διακωμωδηθεί. Ο κόσμος μας θα πάρει έκφραση από τα ψυχολογικά χαρακτηριστικά του, δηλαδή από την ηθική φυσιογνωμία του. Να μην είσαι της άκρας αριστεράς και ν' αναστατώνεσαι για ό,τι έγινε στον Αλλιέντε, να η μοναδική παρηγοριά μέσα σε μιαν υφήλιο καταντημένην όπου έχει καταντήσει η δική μας. Αν αυτό δεν γίνεται, τότε ας αποχαιρετίσουμε για πάντα την ελπίδα. Μάταια ζει ο άνθρωπος: ζει για να ματαιοπονεί και να πεθαίνει. Το άγχος του καιρού μας δεν το έχουν γεννήσει οι θόρυβοι· αυτοί, το επιδεινώνουν μόνο. Το άγχος του καιρού μας το έχει γεννήσει η υποσυνείδητη, αφομοιωμένη αίσθηση μιας απέραντης ματαιοπονίας: Δεν ξέρουμε γιατί υπάρχουμε, γιατί οικοδομούμε, δοκιμαζόμαστε, ψοφάμε. Είμαστε οι υπήκοοι ενός κόσμου δίχως σύστημα αξιών, άρα δίχως αντίκρυσμα, αποχρώντα λόγο. Μήτε πίστη μάς έχει απομείνει μήτε μυθολογία μήτε κοσμοθεωρία. Το σκηνικό του σύμπαντος είναι για μας ο ερημότοπος του «Περιμένοντας τον Γκοντό»,2 με το ξεροδέντρι το κατάλληλο μονάχα για να κρεμαστεί κανένας. Υψώσαμε σε μύθο μας την κερδοσκοπία, με ιέρειά του υστερική την πλεονεξία. Ο Αλλιέντε, ό,τι κι' αν αντιπροσώπευε στο πολιτικό επίπεδο, προσφέρθηκε σφαχτάρι σ' αυτή τη θεότητα, τη θεομπαίχτρα. Έτσι, πέρασε από την ιστορία της Χιλής στην παγκόσμια ιστορία. Είναι το κατόρθωμα αυτών που τον ανέτρεψαν. Όλα συμβάλλουν, στον καιρό μας, στο να διαφθείρεται ο άνθρωπος. Ποιος κάθεται τώρα να στοχαστεί ότι κυβερνώ δεν θα πει εξουσιάζω, θα πει δημιουργώ υποδείγματα. Οι άνθρωποι δεν εκπαιδεύονται στα θρανία· εκπαιδεύονται στην πράξη της κοινωνικής ζωής. Όλοι μιλάνε για καθεστώτα, αγορεύουν για καθεστώτα, τσακώνονται, σκοτώνονται για καθεστώτα, σάμπως το σχήμα να είταν το παν. Το σχήμα δεν λέει τίποτα. Όχι για καθεστώτα, για μεθόδους θα έπρεπε να μιλάμε. Μεταθέσετε το λόγο από το καθεστώς στη μέθοδο και θα ιδήτε αμέσως το εύγλωττο δίπτυχο: Στον κόσμο μας προτείνεται να διαλέξει ανάμεσα σε δυο μηχανισμούς, που συνομολόγησαν μεγαλόψυχα να συνυπάρξουν για να τον εξουσιάζουν: Ο ένας είναι ο ολοκληρωτικός,3 ο άλλος ο γκαγκστερικός.4 Αχάριστη η εκλογή; Ναι, αλλά γιατί; Επειδή πίσω από την καθεστωτική αντίθεση παραμονεύει η μεθοδολογική ταύτιση. Η μέθοδος δίνει την ποιότητα, όχι το καθεστώς. Ο εχθρός κρύβεται ανάμεσά μας: είναι όλοι εκείνοι που πριν εκδηλωθούν έτσι ή διαφορετικά για τον Αλλιέντε σκοτωμένον, κρίνουν πρώτα αν είταν ομοϊδεάτης τους ή όχι, δηλαδή σύμφωνος ή όχι με τα συμφέροντά τους. Κανένας βέβαια δεν είναι σήμερα τόσο ηλίθιος που να περιμένει από τους ανθρώπους να «εξαρθούν» πάνω από τα συμφέροντά τους. Περιμένει όμως, επειδή ίσα-ίσα θεωρεί διανοητικά ξυπνημένη την τωρινή ανθρωπότητα, να καταλάβει πως λύσεις τέτοιες των προβλημάτων της χαντακώνουν μακροπρόθεσμα το συμφέρον ολονών. Γιατί, κι· ας μη το ξέρουν οι άνθρωποι, κι· ας φοράνε την κοινωνική τους λιβρέα ο καθένας, έχουν ένα κοινό συμφέρον. Είναι η σωτηρία του είδους. Το είδος όμως τρέχει ολόισια στο γκρεμό, σπιρουνισμένο από τον οίστρο5 της βίας. Η κάθε παράταξη νομίζει πως θα λύσει το πρόβλημά της, θα κατατροπώσει την αντίπαλη, αν προστρέξει στον επαγγελματισμό της βίας. Το λιοντάρι πίνει το ίδιο του αίμα τρίβοντας τη γλώσσα του στη λίμα. Αν ο Αλλιέντε είχε καταπιαστεί να στηρίξει το ιδεολογικό του πείραμα στη βία κι' έπεφτε, δεν θα ξεσηκωνόταν σήμερα η συνείδησή μας. Μπορεί ν' αποτροπιαζόμασταν σαν άνθρωποι για μια φρικαλέα πράξη, θα νιώθαμε όμως ότι διάλεξε το ανάλογο μερίδιο... μόνος του. «Πάντες γαρ οι λαβόντες μάχαιραν εν μαχαίρα απολούνται»· το είπε ο Χριστός αυτό, που στάθηκε ο γενναιότερος επαναστάτης της Ιστορίας γιατί είταν άοπλος. Και γιατί ξεκίνησε για να θυσιαστεί. Δεν θα έχω την αφέλεια μήτε τη μεγαλορρημοσύνη να πω ότι γι' αυτό κι' επέζησε –γιατί δεν επέζησε. Τον σταύρωσαν, μια φορά οι Ρωμαίοι, τον σταυρώνουν οι Χριστιανικοί λαοί δυο χιλιάδες χρόνια τώρα συνέχεια, αφού πρώτα τον προδώσουν συστηματικά και τον διασύρουν. Η δίκη και το μαρτύριο του Χριστού είναι η σύνοψη όλης της μετέπειτα Ιστορίας. Αλλά είναι μαζί και η οριστική δίκη του ανθρώπου, όπως διεξάγεται από καταβολής του ως τη συντέλεια. Ή στον Καίσαρα ανήκει ο κόσμος ή στο Χριστό, και τους δύο μαζί δεν τους χωράει. Κάθε συγκερασμός τους είναι ανίερος, η έσχατη βεβήλωση. Αν πλαστήκαμε να διακονούμε τον Καίσαρα γιατί αυτός μας εκφράζει βιολογικά, τότε ο Χριστός είταν τ' όνειρο της μεγάλης πλάνης. Διαβάζω πως ο πρόεδρος Αλλιέντε κρίνεται «ρωμαντικός», δεν είχε το αίσθημα του εφικτού, πίστεψε στη νίκη των ειρηνικών μέσων. Κοιτάζω σε φωτογραφίες το πράο, θλιμμένο βλέμμα του, που είταν σα να προαισθάνεται την αποτυχία. Αν και μαρξιστή, για τους μονοπωλητές του θρησκευτικού ζήλου άθεο, αντίχριστο, τον φαντάζομαι τώρα κάπου, σ' άλλη διάσταση, καθισμένον στα πόδια του Χριστού, δεξιά του. Τον δολοφονημένο της Χιλής τον φέρνει κοντά στον προφήτη της Γαλιλαίος το γνώρισμα της έξοχης αποτυχίας. Δίχως αυτήν, ο εγκόσμιος θρίαμβος του ανθρώπου θα είταν απέραντα αξιοθρήνητος.
Μετά από τον πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο, σε μια μικρή παραθαλάσσια πόλη της Νότιας Γαλλίας, τη La Ciotat, βρεθήκαμε σε κάποια γιορτή που γινόταν για την καθέλκυση ενός πλοίου και είδαμε στην κεντρική πλατεία, ανάμεσα σ' ένα ολόκληρο πλοίο που σπρωχνόταν, το μπρούτζινο άγαλμα ενός στρατιώτη του γαλλικού στρατού. Πλησιάσαμε κ' εμείς κοντά και ανακαλύψαμε πως ήταν ένας αληθινός άνθρωπος. Στεκόταν ακίνητος, τυλιγμένος σ' ένα χακί παλτό, το ατσάλινο κράνος στο κεφάλι, μια ξιφολόγχη στο χέρι, κάτω απ' τον καυτό ήλιο του Ιουνίου και πάνω σ' ένα πέτρινο βάθρο. Το πρόσωπο του και τα χέρια του ήταν βαμμένα στο χρώμα του μπρούντζου. Δεν κούναγε τον παραμικρό μυώνα και τα βλέφαρα του δεν πετάρισαν ούτε μια φορά. Στα πόδια του βρισκόταν ένα κομμάτι χαρτόνι που έγραφε: Ο άνθρωπος άγαλμα (Homme Statue) «Εγώ, ο Τσαρλς Λουί Φρανκάρντ, στρατιώτης στο τάδε σύνταγμα πεζικού, σε ένα βομβαρδισμό που έγινε στη μάχη του Verdum έμεινα για πολλές ώρες θαμμένος ζωντανός κάτω από τα χώματα μαζί με τα πτώματα. Όταν με ξέθαψαν, είχα αποκτήσει την ασυνήθιστη ικανότητα να παραμένω ακίνητος, σαν άγαλμα, και όση ώρα θέλω. Αυτή μου η τέχνη έχει εξεταστεί από πολλούς δόκτορες και έχει χαρακτηριστεί σαν μια ανεξήγητη αρρώστια. Βοηθήστε, σας παρακαλώ, έναν άνεργο οικογενειάρχη και πατέρα αμέτρητων τέκνων, με ό,τι έχετε ευχαρίστηση». Ρίξαμε ένα νόμισμα στο πιάτο που βρισκόταν δίπλα στην επιγραφή και συνεχίσαμε πιο κάτω κουνώντας το κεφάλι μας. Εδώ λοιπόν, σκεφτήκαμε, στέκεται Αυτός, οπλισμένος μέχρι τα δόντια, ο ακατανίκητος και άφθαρτος Στρατιώτης πολλών χιλιετηρίδων, αυτός που είναι καμωμένος από Ιστορία, αυτός που πραγματοποίησε τα εκπληκτικά κατορθώματα του Μεγάλου Αλεξάνδρου, του Καίσαρα, του Ναπολέοντα, για τους οποίους έχουμε τόσα πολλά διαβάσει στα σχολικά βιβλία. Αυτός είναι. Δεν κουνάει ούτε τα βλέφαρά του. Αυτός είναι ο τοξότης του Κύρου, ο αρματηλάτης του Καμβύση που η άμμος της ερήμου δεν κατάφερε τελικά να τον θάψει, ο λεγεωνάριος του Καίσαρα, ο λογχοφόρος καβαλάρης του Τζέγκινς Χαν, ο Ελβετός του Λουδοβίκου του δέκατου τέταρτου και ο γρεναδιέρος του Ναπολεόντα του Πρώτου. Κατέχει την όχι και τόσο ασυνήθιστη ικανότητα να κάνει πως δεν καταλαβαίνει τίποτα, όταν δοκιμάζουν επάνω του όλα τα πιθανά και απίθανα μέσα καταστροφής. Όπως μια πέτρα, δίχως αισθήματα (λέει ο ίδιος) στέκεται ακλόνητος, όταν τον στέλνουμε στο θάνατο. Κατατρυπημένος από τα δόρατα των κάθε εποχών, πέτρινων, χάλκινων, σιδερένιων, τσαλαπατημένος από τα άρματα του Αρταξέρξη κ' εκείνα του στρατηγού Λούντεντορφ, διαλυμένος από τους ελέφαντες του Αννίβα και το ιππικό του Αττίλα. Κατατρυπημένος από τα βέλη όλο και πιο εκσυγχρονισμένων τόξων αμέτρητων αιώνων, από τα ιπτάμενα κοτρώνια του καταπέλτη, καταξεσκισμένος από τις σφαίρες, μεγάλες σαν αυγά περιστεριών και μικρές σαν μέλισσες. Στέκεται αυτός, πάντοτε καινούργιος, διαταζόμενος σε αμέτρητες γλώσσες, δίχως να ξέρει το γιατί. Τις χώρες που κατάκτησε δεν τις πήρε ποτέ στα χέρια του, σαν το χτίστη που δεν κατοικεί στο σπίτι που έχτισε ο ίδιος. Μα ούτε και η χώρα τού ανήκει, την οποία υπερασπίστηκε με τόσο σθένος. Ούτε το όπλο μα ούτε και η στολή που φοράει του ανήκει. Εκείνος όμως προχωρεί πάντοτε μπροστά, από πάνω του η θανατερή βροχή των αεροπλάνων και το καυτό λάδι που πέφτει από τις επάλξεις, κάτω από τα πόδια του οι νάρκες και οι παγίδες, γύρω του η πανούκλα και τα δηλητηριώδη αέρια. Σάρκινη τροφή για τα δόρατα και τα τόξα, ο στόχος, ματωμένη λάσπη κάτω από τα τανκς, μπροστά του ο εχθρός και πίσω του ο στρατηγός. Αμέτρητα χέρια υφαίνουν το αμπέχωνό του, σφυρηλατούν το θώρακά του, κόβουν και ράβουν τις μπότες του. Και αμέτρητες οι τσέπες που χάρη σε αυτόν ξεχειλίζουν από χρήμα. Αμέτρητες οι κραυγές σε όλες τις γλώσσες του κόσμου τον εμψυχώνουν να προχωρήσει. Δεν υπάρχει κανένας Θεός που να μην τον ευλογεί. Αυτόν, που είναι μιασμένος από τη φρικιαστική λέπρα της υπομονής, ποτισμένος ως το κόκαλο από την αγιάτρευτη αρρώστια της αναισθησίας. Τι είδους θάψιμο ήταν αυτό κάτω από τα χώματα, σκεφτήκαμε, που τον έκανε να ευχαριστεί την τύχη του γι' αυτή την τρομαχτική, απαίσια και τόσο κολλητική αρρώστια; Δεν θα βρεθεί ποτέ άραγε, αναρωτιόμαστε εμείς, κάποιο φάρμακο για δαύτη;
Οι μάχες που περιγράφονται στα ομηρικά έπη είναι γεγονότα υψηλής κοινωνικότητας. Όταν οι αντίπαλοι αντικρίζονται, ο αναγνώστης γνωρίζει ήδη την προϊστορία τους ή διαβάζει επί τόπου το βιογραφικό τους. Οι μονομάχοι, πρωτοκλασάτοι ήρωες ή νεαροί ευέλπιδες, είναι γενικώς πολύ κατάφρακτοι και χειρωνακτικά απασχολημένοι για να τα «πουν ένα χεράκι», ωστόσο δείχνουν ετοιμότητα για σύντομα σχόλια ή «σάουντμπαϊτς» –περίπου σαν αυτά που φιλοτεχνούσε το ολύμπιο φλέγμα του κ. Μποντ (Τζέιμς Μποντ) σε συνθήκες έσχατης δοκιμασίας. Το σημαντικό είναι ότι με τον έναν ή τον άλλον τρόπο οι αντίπαλοι περίπου «γνωρίζονται». Αυτή η «γνωριμία» είναι το ένα άκρο. Το άλλο είναι ο γάλλος ΝΑΤΟϊκός που, εν συναγερμώ στα σύνορα Σκοπίων1-Κοσσυφοπεδίου, βάζει το δάχτυλο στη σκανδάλη αλλά όχι το χέρι του στη φωτιά αν ρωτηθεί ποιος ακριβώς είναι ο εχθρός του· ή ο άλλος που ξέρει ότι είναι εκεί για να εγγυηθεί την επί γης ειρήνη, αλλά δεν γνωρίζει περισσότερες λεπτομέρειες. Ο αμερικανός χειριστής του μαχητικού μπορεί να είναι ακόμη πιο «νυχτωμένος», προφανώς επειδή η επιχειρησιακή του βάρδια συμπίπτει με το ωράριο του κόμη Δράκουλα –και στο άκρο του άκρου, εκείνος ο καπετάνιος του «Στελθ», που πολέμησε αόρατος εναντίον αοράτων, κατεδύθη άγνωστος μεταξύ αγνώστων και ανελήφθη εκ νέου εις τους ουρανούς μετά τρεις ώρας.2 Ανάμεσα στις ομηρικές μάχες και στην αμερικανική πολεμική τεχνολογία, η ιδεολογία του πολέμου στον δυτικό κόσμο έχει εμφανίσει ενδιαφέρουσες τροπές. Πολύ πριν από το Φρόιντ,3 η αρχαιότητα επεξεργάστηκε τη σχέση πολεμικού και ερωτικού ενστίκτου. Οι σχετικές μεταφορές αφθονούν –από τα «βέλη» και τα «τόξα» του Ερωτιδέα ως τις πλήρως ανεπτυγμένες «ερωτικές εκστρατείες». Πίσω από το «ροκοκό» και το «μπαρόκ»4 της σχετικής εικονοπλασίας και ρητορικής εύκολα διακρίνει κανείς την κοινή αντίληψη ότι ο πόλεμος, όπως ακριβώς και ο έρωτας, είναι έκφραση «πάθους». Αυτός είναι προφανώς ο λόγος που η ποίηση προτιμάει το «ζουμ» σε ζεύγη αντιπάλων στους οποίους αποδίδει περισσότερα ή λιγότερα «ατομικά» χαρακτηριστικά. Ο σπαρτιάτης οπλίτης του Τυρταίου είναι όλκιμος νεανίας ή ώριμος βετεράνος που στήνεται απέναντι στον συγκεκριμένο αντίπαλο· και ο λεγεωνάριος του Οράτιου πρέπει να κοιτάζει κατάματα τον μαυριτανό ή πάρθο αρνητή του ρωμαϊκού «ιμπέριουμ».5 Κατά τον Μεσαίωνα, η αντίληψη του πολέμου ως έκφρασης πάθους ενσωματώνεται στις τελετουργίες του ιπποτικού κώδικα και συγκλίνει προς το «σαβουάρ βιβρ»6 του ρομαντικού έρωτα. Ο ιππότης μάχεται προσηλωμένος στους πολεμικούς κανόνες, όπως ακριβώς διεκδικεί την εκλεκτή του σεβόμενος τις αξιώσεις του αντιζήλου· δείχνει μεγαλοψυχία απέναντι στον ηττημένο της πολεμικής, όσο και της ερωτικής, αναμέτρησης· δέχεται με αξιοπρέπεια και νηφαλιότητα τη δική του ήττα. Το ιπποτικό όραμα της κατάκτησης και της απελευθέρωσης της Ιερουσαλήμ από τους αλλόθρησκους Τούρκους είναι η άλλη όψη του αγώνα για την κατάκτηση της δεσποσύνης. Ο πόλεμος είναι ζήτημα οράματος, πάθους και προσωπικής τιμής. Οι εκλεπτυσμένες μορφές της αναγεννησιακής αστικής κουλτούρας και οι ορθολογικές τάσεις κατά τον 17ο και 18ο αιώνα περιέστειλαν την ιδεολογία του πολέμου ως πάθους που εμπλέκει το σύνολο της προσωπικότητας. Στο τέλος του 15ου αιώνα οι επαγγελματίες στρατιώτες που υπηρετούσαν τους ιταλούς πρίγκιπες και τον Πάπα, οι condottieri, ήταν περισσότερο διπλωμάτες και έμποροι παρά μαχητές, και προτιμούσαν να εξαγοράζουν τους αντιπάλους παρά να τους πολεμούν. Η εποχή των μισθοφόρων που ήταν ισοβίως μάχιμοι χωρίς να δώσουν ποτέ μάχη τερματίστηκε οριστικά, όπως παρατήρησε ο μεγάλος ιστορικός του πολέμου Ferdinand Foch, με τη Γαλλική Επανάσταση, με την οποία το πάθος «υποτροπίασε», ενώ το ίδιο «εμπαθείς» ήταν οι πόλεμοι που εμπνεύστηκαν από το όραμα του εθνικού κράτους. Οι πόλεμοι της ανεξαρτησίας κατά το 19ο αιώνα επαναβεβαιώνουν την ιδέα του πολέμου ως πάθους –που τώρα πυρακτώνεται μέσα στη συλλογική υψικάμινο του «έθνους». Ύστερα ήρθε το Βερντέν. Η βασική αρχή του πολέμου μέχρι τότε ήταν η εξουδετέρωση της στρατιωτικής ισχύος του αντιπάλου. Στο Βερντέν το 1916 ανακαλύφθηκε ο «ολικός» πόλεμος, όπου οι στόχοι της επίθεσης δεν ήταν μόνο στρατιωτικές εγκαταστάσεις αλλά και εργοστάσια παραγωγής πολεμικού υλικού· όχι μόνο οι πολεμιστές αλλά και ο πληθυσμός των πολιτών που θα μπορούσε να γεννήσει στρατιώτες· όχι μόνο η στρατιωτική μηχανή αλλά και ο ανθρώπινος ιστός ενός ολόκληρου έθνους. Οι Γερμανοί μίλησαν για τη «Μάχη του Πολεμικού Υλικού» (Materialschlact), σηματοδοτώντας την έκθλιψη του ανθρώπινου υποκειμένου από το τεχνολογικό αντικείμενο και τη μετάβαση από τον πόλεμο ως δράμα και πάθος στον πόλεμο ως τεχνολογική δοκιμή και παγκόσμια έκθεση πολεμικής βιομηχανίας. Οι γερμανικές «Βέρθες» σφυροκόπησαν το Παρίσι από απόσταση 130 χιλιομέτρων και εγκαινίασαν την εξ αποστάσεως μαζική καταστροφή σε ένα πολεμικό παιχνίδι που έμελλε να έχει «λαμπρή» συνέχεια. Ο «απανθρωπισμός» και η «εκμηχάνηση του πολέμου», όπως έχει επισημανθεί από πολλούς, εξουδετέρωσε οποιαδήποτε έννοια «πάθους». Δεκατρείς γερμανοί γιατροί εξέδωσαν το 1930 μια δίτομη ηθογραφία του Μεγάλου Πολέμου,7 όπου διεκτραγωδούσαν με στατιστική ακρίβεια τη διάχυτη ερωτική ακηδία8 και ανικανότητα των πρωταγωνιστών του. Είναι προφανές ότι ο πόλεμος ως πάθος ακμάζει στις «τζιχάντ» της υφηλίου, στα βουνά του Κουρδιστάν και στο εθνοτικό σφαγείο του Κοσσυφοπεδίου. Είναι όμως εξίσου προφανές ότι οι «Τόμαχοκ» και τα «Στελθ» δεν εμφορούνται από αυτό το πάθος. Δεν υπάρχει λόγος να επαναλάβουμε εδώ μια από τις δεκάδες εικασίες που έγιναν για τους πραγματικούς λόγους που τα ενεργοποίησαν. Αλλά λίγοι από μας μπορούν να αντισταθούν στη μελαγχολική υποψία ότι αυτή η «ανθρωπιστική» επιχείρηση δεν έχει τόσο σχέση με το «δράμα και το πάθος του πολέμου», το οποίο μπορεί να αποδοκιμάζαμε αλλά τουλάχιστον θα καταλαβαίναμε περισσότερο, όσο με τη «Μάχη του Πολεμικού Υλικού» και την παγκόσμια έκθεση πολεμικής βιομηχανίας. Μπορεί η υποψία να είναι άστοχη, αλλά εν τω μεταξύ στα υπερατλαντικά μετόπισθεν συμβαίνουν πράγματα που θα ήταν γελοία αν δεν ήταν τόσο τραγικά. Ο Μπιλ Κλίντον δανείστηκε ένα χάρτη από το διπλανό Δημοτικό για να μυήσει τους «εμπόλεμους» πολίτες του στα μυστήρια της βαλκανικής ανθρωπογεωγραφίας. Οι περισσότεροι πρέπει να εμπεδώσουν ότι η Ελλάδα είναι κοντά στη Myconos, και ότι το Κοσσυφοπέδιο πέφτει μία σπιθαμή πιο πάνω («μάλλον δεν πρέπει να πάμε στη Myconos το καλοκαίρι, honey!). Αυτό ανοίγει καινούργιο κεφάλαιο στην ιδεολογία του πολέμου. Πρέπει να καταγραφεί, όπως και το άλλο: ο πόλεμος στη Γιουγκοσλαβία, λέει, έχει πυροδοτήσει μια σειρά από «shat shows» στα αμερικανικά τηλεοπτικά κανάλια. Όπως λέμε «Μπράβο, καλώς ήρθατε!».
Παρακολουθήστε μέσα στο κείμενο τις διάφορες τροπές που έχει εμφανίσει η ιδεολογία του πολέμου απαντώντας στα εξής ερωτήματα:
«Από πού ερχόμαστε;
Ποιοι είμαστε; Πού πηγαίνουμε;»
Αυτά ήταν τα ερωτήματα που ετέθησαν από έναν μεγάλο καλλιτέχνη, καθώς ο προηγούμενος αιώνας εξέπνεε... Καθώς βαδίζουμε προς την εκπνοή του 20ού αιώνα, στο τέλος μιας ακόμη χιλιετίας, όλοι οι άνθρωποι στον πλανήτη αναρωτιούνται ακριβώς γι' αυτά τα πράγματα. Το ίδιο κι εγώ, αναρωτιέμαι ποια είμαι, την άνοιξη του 1999, στο Βελιγράδι, μέσα στον πόλεμο. Μένω στη Γιουγκοσλαβία, στη γειτονιά μου δεν υπάρχει καταφύγιο, το σπίτι μου δεν έχει υπόγειο, δεν ξέρω πού να πάω...
...Η αρχή του πολέμου και οι επιδρομές στη Γιουγκοσλαβία στις 24 Μαρτίου 1999, στις 8 τοπική ώρα, με βρήκαν σε ένα προάστιο του Βελιγραδίου, στο σπίτι της μητέρας μου. Δεν θα ξεχάσω ποτέ τον παγερό τρόμο στα μάτια του 10χρονου γιου μου. Εκατομμύρια γονείς στη Γιουγκοσλαβία έζησαν και αισθάνθηκαν αυτό το συναίσθημα. Το ζουν άλλωστε μέρα με τη μέρα, νύχτα με τη νύχτα. Ας μη γελιόμαστε –οι άνθρωποι δεν θα συνηθίσουν ποτέ την ιδέα του πολέμου. Μπορεί ίσως να μάθουν να τον υπομένουν, αλλά δεν θα τον συνηθίσουν ποτέ. Ο πόλεμος είναι εφήμερη νόσος, όχι χρόνια. Η ψυχική αγωνία όμως είναι το φυσικό επακόλουθο κάθε πολέμου. Για όλες τις πλευρές. Ας είμαστε ρεαλιστές: τα υλικά αγαθά, τα κτίρια, οι γέφυρες, τα τούβλα, τα σίδερα, όλα θα ζήσουν περισσότερο από εμάς. Είτε γίνεται πόλεμος είτε όχι. Η ανθρώπινη ζωή και η ανθρώπινη ψυχή, όπως αυτή της γάτας, του σκύλου, του λιονταριού ή ακόμη και του λουλουδιού και του δένδρου, είναι τόσο πιο εύθραυστες, τόσο πιο σύντομες. Τα υλικά αγαθά είναι «βιολογικώς» πιο ανθεκτικά από εμάς! Ο 10χρονος γιος μου «τρώει» τα νύχια του. Τον αφήνω να το κάνει. Τον ανακουφίζει ψυχολογικά. Δεν τα «δαγκώνει» μόνο όταν ακούει τον ήχο των σειρήνων να σκίζει τον αέρα ή τον συριγμό των βομβών και των αεροπλάνων που πετούν πάνω από τα κεφάλια μας. Το κάνει συνέχεια. Λίγο προτού ηχήσουν οι σειρήνες τα σκυλιά αρχίζουν να κουνούν ανήσυχα την ουρά τους. Το κλάμα τους είναι συνεχές, γεμάτο αγωνία. Βρίσκονται σε συναγερμό προτού ακουστεί ο πραγματικός συναγερμός. Ανιχνεύουν πριν από τα ραντάρ. Μία από τις τρομαχτικές νύχτες του πολέμου ήταν όταν ένα προάστιο του Βελιγραδίου, η Sremcica, χτυπήθηκε. Πριν από την επιδρομή οι σειρήνες ανήγγειλαν το τέλος του συναγερμού. Βγήκαμε από το καταφύγιο και πήγαμε ανακουφισμένοι στο σπίτι της μητέρας μου. Καθόμουν μπροστά σε ένα μισάνοιχτο παράθυρο, με το ένα παντζούρι κλειστό –σύμφωνα άλλωστε και με τους κανονισμούς. Ξαφνικά διέκρινα στον ορίζοντα έντονο φως, σαν να ήταν ο ήλιος που βγήκε μέσα στη νύχτα. Ύστερα ακούστηκε μια εκκωφαντική ριπή. Τα παράθυρα άρχισαν να τρίζουν. Τρέξαμε στο πυρηνικό καταφύγιο, καθώς μια πνιχτή ηχώ από τις απανωτές προειδοποιήσεις έφτανε στα αφτιά μας. Κάτω από το έδαφος, βαθιά μέσα στις σαρκοφάγους που ως τότε μας έδιναν την ψευδαίσθηση της απόλυτης ασφάλειας και της ακίνητης σιωπής, αισθανθήκαμε τη γη να σείεται συθέμελα! Σωριαστήκαμε κατάχλωμοι στις καρέκλες μας. Κάποιος φώναξε δυνατά: «Κλείστε τις πόρτες!». Αναφερόταν στις μεγάλες σιδερένιες πόρτες, εκείνες που σφραγίζουν για πάντα τις κρύπτες των φαραώ... Η μισή οικογένειά μου βρισκόταν έξω από αυτές τις πόρτες. Ο γιος μου Vuk, η αδελφή μου κι εγώ ήμασταν μέσα... Ένας άνδρας ανακοίνωσε ότι μόλις είχε θέσει σε λειτουργία τον εξαερισμό και μας προειδοποίησε να αναπνέουμε αργά και να παραμένουμε ακίνητοι. Χωρίς να καταλαβαίνω τι γινόταν, αισθανόμουν την καταστροφή. Προσπάθησα να εξηγήσω στο παιδί μου ότι επρόκειτο για ένα παιχνίδι με Ινδιάνους και καουμπόηδες. Ανάγκασα τον εαυτό μου να πάψει να σκέφτεται την υπόλοιπη οικογένεια που βρισκόταν εκεί έξω. Σιγά σιγά αισθανόμουν ότι τα τύμπανα των αφτιών μου θα σπάσουν, εξαιτίας της έλλειψης οξυγόνου. Μια τρομερή ναυτία μού δημιουργούσε τάση προς έμετο. «Κρατήσου, κρατήσου», έλεγα στον εαυτό μου, «για χάρη του παιδιού! Σε λίγο όλα θα περάσουν. Ίσως όλα σταματήσουν μια και καλή!». Ο Vuk ψιθύρισε: «Μαμά, πετάμε με αεροπλάνο;». «Ναι, αγόρι μου. Σε λίγο θα προσγειωθούμε. Σύντομα τα αφτάκια σου δεν θα πονούν πια». Μου φάνηκε ότι ακριβώς στο τελευταίο λεπτό, έπειτα από μια μικρή αιωνιότητα της ζωής μου, άνοιξαν οι σιδερένιες πόρτες και ο φρέσκος αέρας έφτασε στα ρουθούνια μας. Μαζί με τον καθαρό αέρα ήρθαν η μητέρα μου και ο σύζυγος μου Milorad. Φαίνονταν ανήσυχοι, τα πρόσωπά τους ήταν κρυμμένα πίσω από τις πετσέτες. Δεν με ένοιαζε πλέον που βήχαμε συνέχεια και τα μάτια μας έτρεχαν ασταμάτητα εξαιτίας της σκόνης. Τουλάχιστον είχαμε σωθεί από τις κατακόμβες. Δεν ξαναπήγαμε στα καταφύγια ο Milorad, ο Vuk και εγώ. Η αδελφή μου αντιθέτως παραμένει «φυλακισμένη» στα καταφύγια. Για περισσότερες από 20 νύχτες τώρα κοιμάται μέσα στην πνιγηρή μούχλα, ντυμένη από την κορυφή ως τα νύχια με τζάκετ και μπότες. Τυλίγει τη μέση της με μαντίλια και καλύπτεται με αμέτρητες κουβέρτες. Εκείνη δεν έχει παιδιά. Ύστερα από τις πρώτες ημέρες και νύχτες του πολέμου άρχισα να βλέπω εφιάλτες στον ύπνο μου. Το πρώτο όνειρο που είδα μου φάνηκε χειρότερο και από την πραγματικότητα. Ονειρεύτηκα ότι ο Milorad, ο Vuk και εγώ βρισκόμασταν σε μια τεράστια έπαυλη. Υπήρχαν πολλά άγνωστα πρόσωπα εκεί. Ξαφνικά στρατιώτες, με πλήρη εξάρτυση, κατέλαβαν το κτίριο. Δεν ήθελαν όμως να μας πειράξουν. Ήθελαν μόνο να μας προστατεύσουν. Από τι, από ποιον, δεν ήξερα. Το μόνο που ήξερα ήταν ότι ήμασταν φυλακισμένοι. Ο έξω κόσμος δεν θα ήταν ποτέ πια πραγματικός, θα έπαυε να υπάρχει. Το φως, ο αέρας, τα δένδρα, η ελευθερία. Προθανάτια ελευθερία... Διαφορετικές ειδήσεις έρχονται εδώ καθημερινά. Τη μία μέρα μάς λένε ότι το NATO κάνει λόγο για μαζικούς τάφους εθνικιστών Αλβανών. Μπορούν άραγε τώρα να διακρίνουν την εθνικότητα ακόμη και κάτω από το έδαφος; Πρόκειται μήπως για μια μοντέρνα αρχαιολογία; Την άλλη ημέρα ακούμε ότι το NATO χτύπησε ένα καραβάνι από αλβανούς πρόσφυγες. Τι είναι ακριβώς αυτό που επιθυμεί το NATO; Πέρασαν κιόλας 33 ημέρες που οι σειρήνες ηχούν, χωρίς εξαίρεση, κάθε μέρα στις 8 το βράδυ και αναγγέλλουν πάλι ότι ο κίνδυνος πέρασε περίπου στις 8 το πρωί. Ο γιος μου Vuk λέει ότι αναγγέλλουν το βραδινό γεύμα και ότι μετά τον ύπνο σερβίρεται το πρωινό –αν μπορεί κανείς να μιλήσει για ύπνο. Πολλές φορές ο συναγερμός ισχύει όλο το 24ωρο. Συχνά οι βόμβες αρχίζουν να πέφτουν προτού ακόμη ηχήσουν οι σειρήνες –όταν χρησιμοποιούν τα αόρατα όπλα τους. Όπως και να 'χει το πράγμα, είναι μια διαρκής κατάσταση. Το Βελιγράδι είναι ένας συνεχής στόχος. Όπως άλλωστε και η Σερβία. Μπορώ κιόλας να ξεχωρίσω χιλιάδες διαφορετικούς ήχους. Για παράδειγμα: μια τεράστια πόρτα που κλείνει, ένας σεισμός. Διακρίνω ακόμη τους ήχους των αεροπλάνων που πετούν ψηλά ή και χαμηλά, τον συριγμό των πυραύλων που θυμίζουν προς στιγμή βαρελότα του καρναβαλιού, μόνο που δεν είναι... Τα αφτιά μου έμαθαν να τεντώνονται σε κάθε μακρινό και κοντινό ήχο. Όλες οι οικιακές συσκευές ηχούν διαφορετικά από ό,τι συνήθως. Οι λάμπες του σπιτιού έχουν καεί, το ίδιο και ο τηλεφωνητής. Ο υπολογιστής της αδελφής μου κάτι έπαθε και τα δείχνει όλα μπλε. Το χρώμα του ουρανού που όλοι φοβόμαστε... Το χρώμα του καθαρού ουρανού... Ξέχασα να αναφέρω τις μυρωδιές και τις γεύσεις. Τη μυρωδιά της βενζίνης, τη βαριά οσμή του καμένου, την μεταλλική γεύση στο στόμα μετά τη βροχή, σαν τα παλιά σφραγίσματα στα δόντια... Εκτός από το δελτίο για τον καιρό, τη θερμοκρασία και την ατμοσφαιρική πίεση, τώρα μας πληροφορούν και για τις αεροπορικές επιδρομές. Αν θα γίνουν ή όχι. Όσο για τον χρόνο, δεν υπάρχει πλέον για όλους εμάς. Συστέλλεται και διαστέλλεται, αλλά τις περισσότερες φορές δεν υπάρχει... Αρχίσαμε κιόλας να προσαρμοζόμαστε, όμως ποτέ δεν θα το συνηθίσουμε. Είναι επικίνδυνο να το συνηθίσεις.... Το Πάσχα η πόλη γέμισε με πόστερ. Ένα υπέροχο, βαμμένο αβγό. Επάνω του έγραφε: «Ο Χριστός αναστήθηκε». Από κάτω έγραφε στα αγγλικά: «Εκείνοι πιστεύουν στις βόμβες, εμείς στον Θεό!».
Mα, ω Πέρση, άκουε συ τη δικαιοσύνη και μη συδαυλίζεις την αδικία. Γιατί η αδικία είναι ολέθρια για τους μικρούς ανθρώπους– ακόμα κι' οι μεγάλοι δυσκολεύονται να τη σηκώσουνε και κάτου από το βάρος της λυγούν, τη μέρα π' αναπάντεχες καταστροφές συντύχουν. Πολύ προτιμότερος είναι ο δρόμος που περνώντας από την άλλη πλευρά οδηγεί στη δικαιοσύνη. Η δικαιοσύνη, όταν έρθη η ώρα της, θριαμβεύει ενάντια στην αδικία– μα σαν το πάθη πια κανείς κι' άμυαλος νάναι το καταλαβαίνει. Αμέσως βρίσκεται επί τόπου ο Όρκος,1 τρέχοντας στ' αχνάρια των άδικων κρίσεων, ενώ το κλάμα υψώνεται της Δικαιοσύνης, που εδώ κι' εκεί σέρνεται, όπου την οδηγούν εκείνοι που καταβροχθίζουνε τα δώρα και λύνουνε τα διάφορα2 με τις κρισοδικιές τις άδικες. Και τριγυρνάει κλαίγοντας αυτή εκεί που μένουν οι λαοί, στις πολιτείες και στα ύπαιθρα ντυμένη με την καταχνιά και φέρνει συφορές σ' αυτούς που τηνε διώχνουν και το μέτρο το σωστό της απαρνιώνται. [...] Και σεις επίσης, βασιληάδες, στοχασθήτε τούτη τη δικαιοσύνη! Γιατί πολύ κοντά σας οι αθάνατοι βρίσκοντ' εκεί, παραφυλάγοντας αυτούς που με στρεψοδικιές καταδυναστεύουνε τον ένα με τον άλλον, μη λογαριάζοντας το φόβο του θεού. Γιατί τρεις φορές δέκα χιλιάδες πάνω στην πολύβλαστη τη γη είναι οι αθάνατοι απ' τον Δία των θνητών ανθρώπων φύλακες. Αυτοί αγρυπνούνε πάνω από τις δίκες κι' από τ' άθλια έργα, αόρατοι, παντού στον κόσμο τριγυρνώντας. Έχετε ακόμα στο νου σας πώς υπάρχει κάποια παρθένα, η Δικαιοσύνη, κόρη του Διός, που την τιμούν και που τη σέβονται οι θεοί, οι άρχοντες του Ολύμπου: Την βλάπτει λοιπόν κάποιος μ' άδικες κρισοδικιές; – αμέσως τρέχει να καθίση στου Διός τα πόδια του πατέρα της, του γυιού του Κρόνου, και του μηνάει των άδικων ανθρώπων την καρδιά, για να πληρώση ο λαός τα κρίματα των βασιληάδων του, που με ολέθριους στοχασμούς, πότ' έτσι, πότε αλλοιώς, έξω απ' τον ίσιο δρόμο ρίχνουνε τις δίκες με τις άδικες κρισοδικιές των. Ω! Φυλαχτήτε, βασιληάδες, απ' αυτά, κι' ίσια τη γλώσσα σας κρατείτε, σεις που καταπίνετε τα δώρα που σας φέρνουνε, και τις στρεψοδικιές σας λησμονήστε ολότελα. Έχετε στο νου σας πως μαστορεύει δυστυχίες για τον εαυτό του αυτός που μαστορεύει δυστυχίες στους άλλους: ο κακός στοχασμός είναι προπαντός ο πιο κακός για κείνον που τον κάνει. Το βλέμμα του Διός π' όλα τα βλέπει κι' όλα τα καταλαβαίνει, κυττάζει επίσης, αν θελήση, και τούτα σας, και δεν λησμονεί αυτό που θέλει η κλεισμένη μέσα στης πολιτείας τα κάστρα δικαιοσύνη. Κι' εγώ θέλω τώρα να πάψω πια νάμαι δίκαιος, κι' εγώ και το παιδί μου, γιατί έτσι έγινε πια, νάναι ο κακός ο δίκαιος, αφού ο πιο άδικος θα βρη τη μεγαλύτερη δικαιοσύνη!... Μα όχι, έχω την ελπίδα πως ακόμα δεν θα το θελήση να τελεσφορήσουν τέτοια πράγματα ο βαθύσοφος ο Δίας. Κι' όσο για σένα, Πέρση, βάλ' τα αυτά καλά στο νου σου, πρόσεχέ τη δικαιοσύνη και παράτησε τη βία ολότελα. Γιατί ανάμεσα στους ανθρώπους ώρισεν ο γυιος του Κρόνου αυτόν τον νόμο: από τη μια μεριά τα ψάρια και τα θεριά και τα πουλιά τα πετούμενα να τρώνε το ένα τ' άλλο, επειδή ανάμεσά τους δεν υπάρχει καμμία δικαιοσύνη· μα στους ανθρώπους έδωκε τη δικαιοσύνη πούναι απ' όλα τα αγαθά το μεγαλύτερο. Σ' αυτόν που με τη συνείδησή του διαλαλεί τα σύμφωνα με τη δικαιοσύνη ο Δίας ο παντεπόπτης δίνει την ευδαιμονία· μ' αν κανείς με τη συνείδησή του πάρη όρκο ψεύτικο στα λόγια του κι' έτσι πληγώνοντας τη δικαιοσύνη πράξη ανεξιλέωτο κρίμα, η γενιά του σκοτεινή απομένει στους κάτοπι τους καιρούς· ενώ η γενιά τ' ανθρώπου του πιστού στον όρκο του αξαίνει3 πάντα με το μέλλον.
Ο βασιλιάς των Περσών Καμβύσης, γιος του Κύρου, όταν βρισκόταν στην Αίγυπτο, έστειλε τον έμπιστο του Πρηξάσπη στα Σούσα και σκότωσε τον αδελφό του Σμέρδι, επειδή φοβόταν ανταρσία. Καθώς η δολοφονία κρατήθηκε κρυφή, την εξουσία οικειοποιήθηκαν στα Σούσα οι μάγοι των Μήδων με επικεφαλής τον Σμέρδι, αδελφό του Πατιζείθη, τον οποίο είχε αφήσει ο Καμβύσης επιμελητή του παλατιού. Οι Πέρσες πίστεψαν ότι ο Σμέρδις είναι ο αδελφός του Καμβύση. Όταν όμως, μετά το θάνατο του Καμβύση στη Συρία, οι Πέρσες άρχοντες ανακάλυψαν την απάτη, κατέλαβαν με δόλο το παλάτι και σκότωσαν τον Σμέρδι. Ο διάλογος που ακολουθεί έγινε, κατά τον Ηρόδοτο, μετά την επιτυχία του κινήματος. Η κυριαρχία των απόψεων του Δαρείου οδήγησε στο να στεφθεί βασιλιάς. Λίγα χρόνια αργότερα θα αρχίσει τις εκστρατείες του εναντίον της Ελλάδας.
Όταν καταλάγιασε η ταραχή και πέρασαν πέντε μέρες, οι επαναστάτες έκαναν συμβούλιο για την όλη κατάσταση, και είπαν πράγματα που ίσως μερικοί Έλληνες δεν θα τα πιστέψουν, αλλά είναι βέβαιο ότι τα είπαν. Ο Οτάνης είπε ότι έπρεπε οι Πέρσες οι ίδιοι ν' αποφασίζουν για τα πολιτικά ζητήματα. Είπε τα ακόλουθα: «Η γνώμη μου είναι ότι δεν πρέπει να έχωμε πια ένα μόνο μονάρχη. Δεν είναι ούτε ευχάριστο ούτε σωστό. Είδατε σε ποια άκρα έσπρωξε τον Καμβύση η αλαζονεία του και υποφέρατε από την αλαζονεία του μάγου. Πώς, λοιπόν, η μοναρχία μπορεί να είναι ένα πράγμα σωστό, αφού επιτρέπει στον μονάρχη να κάνει ανεξέλεγκτα ό,τι θέλει; Αν γίνη μονάρχης ο άριστος των ανθρώπων θα αλλάξη αμέσως συμπεριφορά. Η θέση του αυτή θα τον γεμίση υπεροψία και ο φθόνος είναι μέσα στην φύση του ανθρώπου. Με τα δύο αυτά είναι γεμάτος από κακία, και πότε παραζαλισμένος από υπεροψία, πότε από φθόνο κάνει πολλά άδικα πράγματα, αν και ένας τύραννος δεν θα έπρεπε να νιώθη φθόνο, αφού τα έχει όλα, αλλά είναι μέσα στην φύση του ν' αποδείχνη στους υπηκόους του το αντίθετο. Αισθάνεται φθόνο για τους καλύτερους πολίτες που βλέπει να ζουν γύρω του και χαίρεται για τους χειρότερους, αλλά και είναι πάρα πολύ πρόθυμος ν' ακούη διαβολές. Το πιο ανάρμοστο όμως από όλα είναι ότι αν κανείς τον κολακεύη με μέτρο, θυμώνει επειδή δεν είναι αρκετή η κολακεία. Αν πάλι τον κολακεύη κανείς πολύ, θυμώνει για την υπερβολή. Αλλά τώρα θα εξηγήσω το χειρότερο. Ανατρέπει πατροπαράδοτα έθιμα, βιάζει γυναίκες, και σκοτώνει ανθρώπους χωρίς να τους δικάση. Ενώ, αν το πλήθος έχει την εξουσία, τότε πρώτ' απ' όλα το πολίτευμα έχει το ωραιότερο όνομα: ισονομία. Ύστερα δεν μπορεί να κάνει τίποτε από τα όσα κάνει ο τύραννος. Με κλήρο ορίζονται οι άρχοντες και αυτοί πρέπει να λογοδοτήσουν και κάθε απόφαση τους πρέπει να εγκριθή από τον λαό. Η γνώμη μου, λοιπόν, είναι να καταργήσωμε την μοναρχία και να δώσωμε την εξουσία στο πλήθος γιατί από τους πολλούς πηγάζει κάθε εξουσία». Αυτή ήταν η γνώμη του Οτάνη. Ο Μεγάβυζος πρότεινε ολιγαρχία, λέγοντας τα ακόλουθα: «Τα όσα είπε ο Οτάνης για την κατάργηση της τυραννίας, τα υιοθετώ κι εγώ, αλλά νομίζω ότι σφάλλει όταν σας συμβουλεύη να δώσετε την εξουσία στον λαό. Δεν είναι η καλύτερη λύση. Δεν υπάρχει τίποτε πιο ασύνετο και πιο αλαζονικό από ένα απαίδευτο πλήθος. Είναι αδύνατον να υποστηριχτή ότι για ν' αποφύγωμε την αλαζονεία ενός τυράννου πρέπει να πέσωμε στην αχαλίνωτη αλαζονεία του πλήθους. Ο τύραννος ό,τι κάνει το κάνει ενσυνείδητα, ενώ το πλήθος ούτε αυτό δεν κάνει. Πώς θα το μπορούσε, αφού δεν έμαθε τίποτε ποτέ του, ούτε ξέρει τίποτε το σωστό απ' τον ίδιο τον εαυτό του και, όταν αναμιχθή στα πράγματα, σπρώχνει ασυλλόγιστα σαν πλημμυρισμένος χείμαρος. Όσοι, λοιπόν, θέλουν το κακό των Περσών ας προτιμούν την δημοκρατία. Εμείς ας διαλέξωμε μιαν ομάδα από τους καλύτερους πολίτες και ας τους παραδώσωμε την εξουσία. Θα είμαστε κι εμείς μεταξύ τους, και είναι φυσικό οι καλύτεροι πολίτες να παίρνουν τις καλύτερες αποφάσεις. Αυτή τη γνώμη είπε ο Μεγάβυζος. Τρίτος μίλησε ο Δαρείος και είπε τα εξής: «Τα όσα είπε ο Μεγάβυζος για την δημοκρατία νομίζω ότι είναι σωστά, αλλά όχι και τα όσα είπε για την ολιγαρχία. Έχομε τρία είδη πολιτεύματος και ας πω ότι και τα τρία είναι άριστα, δημοκρατία, ολιγαρχία, και μοναρχία. Λέω λοιπόν ότι το τελευταίο υπερέχει πολύ από τα άλλα. Αν ο άνθρωπος που είναι μονάρχης είναι άριστος, τίποτε καλύτερο δεν μπορεί να βρεθή. Έχοντας τόσες αρετές, θα φροντίζη με τον καλύτερο τρόπο για τα συμφέροντα του λαού και τα όσα θα σχεδιάζη εναντίον του εχθρού θα μένουν μυστικά. Στην ολιγαρχία, όταν πολλοί προσφέρουν τις υπηρεσίες τους στο κοινό, δημιουργούνται, συνήθως, μεταξύ τους μεγάλες έχθρες. Ο καθένας από τους ολιγαρχικούς θέλει να είναι ο ηγέτης και να επιβάλλη την γνώμη του. Έτσι δημιουργούνται μεταξύ τους μεγάλες εχθρότητες που γεννούν επαναστάσεις κι από τις επαναστάσεις οδηγούνται σε φόνους κι από τους φόνους ξεπηδάει η μοναρχία και αυτό σημαίνει ότι αυτή είναι το καλύτερο πολίτευμα. Αν πάλι ο δήμος έχει την εξουσία, είναι αδύνατο να μην εξαχρειωθή. Και η εξαχρείωση στην δημοκρατία δεν οδηγεί σε έχθρες, αλλά σε φιλικούς δεσμούς ανάμεσα στους κακούς πολίτες, γιατί αυτοί πρέπει να συνεννοούνται ώστε να μπορούν να δρουν. Και αυτό εξακολουθεί έως την ημέρα που θα εμφανισθή κάποιος επικεφαλής του δήμου και θα τους καταδιώξη. Για την επιτυχία του αυτή τον θαυμάζει το πλήθος και ο θαυμασμός αυτός τον αναδείχνει ηγέτη. Είναι, λοιπόν, και αυτό απόδειξη ότι η μοναρχία είναι το καλύτερο πολίτευμα. Αλλά για να τα πη κανείς όλα με μια λέξη, πώς μας δόθηκε η ελευθερία και ποιος μας την έδωσε; Ο δήμος; Η ολιγαρχία; Ή ένας μονάρχης;1 Πιστεύω, λοιπόν, ότι αφού η ελευθερία μάς δόθηκε από έναν άνθρωπο, πρέπει να διατηρήσωμε την μοναρχία και, εκτός απ' αυτό, να μην καταργήσωμε τους πάτριους νόμους όταν έχουν καλώς. Δεν θα είναι καλύτερα.»
Η Δημοκρατία στεφανώνει το Δήμο. Στήλη ψηφίσματος κατά της τυραννίδας, 337/6 π.Χ. (Αθήνα, Μουσείο Αρχαίας Αγοράς)
Υπάρχουν δύο τρόποι να μυήσει κανείς τους νέους στα θέματα της πολιτικής ζωής και να διαμορφώσει την πολιτική σκέψη και συμπεριφορά τους: ο δογματικός του μονολόγου και ο κριτικός του διαλόγου. Τον πρώτο τον μεταχειρίζονται ανέκαθεν τα ανελεύθερα ή ψευδελεύθερα καθεστώτα· ο δεύτερος ταιριάζει στη δημοκρατία. Μια μικρή ανάλυση θα δείξει του καθενός τα φωτεινό σημεία και τις σκιές. Ο εθισμός είναι πανάρχαια μέθοδος αγωγής. Στηρίζεται σε μια διαδικασία –θα έλεγε κανείς– περισσότερο φυσιολογική παρά ψυχολογική, δηλαδή στον τρόπο λειτουργίας των υποφλοιωδών χώρων του εγκεφάλου, και μπορεί να έχει περιορισμένης σημασίας αλλά θετικά και βέβαια αποτελέσματα. Με τον εθισμό «ντρεσάρονται» τα ζώα, τα μικρά παιδιά, τα άτομα και οι ομάδες στις πρωτόγονες, γενικά στις καθυστερημένες κοινωνίες. Τους μηχανισμούς που αποτελούν τη βάση και τις προϋποθέσεις αυτής της μεθόδου, τους έχει μελετήσει και πειραματικά εξακριβώσει ο Ρώσος φυσιολόγος Παύλωφ και η σχολή του. Είναι τα λεγόμενα στην επιστημονική γλώσσα: «εξαρτημένα ανακλαστικά» (reflexes conditionnes). Όταν με την έμμονη και τυπική επανάληψη ορισμένης συμπεριφοράς συνηθίσομε έναν οργανισμό να αποκρίνεται (με τους αδένες, τους μυώνες, το νευρικό δίκτυο, τα «προϊόντα» του εγκεφάλου του: παραστάσεις, συγκινήσεις, ορμές) σε διδόμενο ερέθισμα με την ίδια πάντοτε, σταθερή και ομοιόμορφη αντίδραση, δημιουργείται μεταξύ του ερεθίσματος και της αντίδρασης ένας τόσο στενός και άρρηκτος1 δεσμός, ώστε αρκεί και ένα μέρος ή μια παραλλαγή, ή και η μνημονική εικόνα του ερεθίσματος, να προκαλέσει πλήρη την αντίδραση εντελώς αυτόματα –ούτε κρίση παρεμβαίνει εδώ, ούτε συναισθηματικός διακαθορισμός, ούτε βούληση. Η «συμπεριφορά», από την απλούστερη (έκκριση αδένων) έως την πολυπλοκώτερη (αστερισμός ιδεών), πραγματοποιείται μόνη της με την αναγκαστικότητα και την οριστικότητα που δίνει στην παραγωγή της μια καλοδουλεμένη μηχανή. Δεν χρειάζεται πολλές διευκρινίσεις, για να καταλάβει κανείς ότι με αυτή τη μέθοδο εργάζονται και φέρνουν τα αποτελέσματά τους όλοι οι τύποι της προπαγάνδας. Υποβάλλουν (με έμμεση ή άμεση πίεση) τις συνειδήσεις σε μια διεργασία ανάλογη μ' εκείνη που περιγράψαμε: λέγουν και ξαναλέγουν σε όλους τους τόνους και με την ίδια πάντοτε ομοιομορφία ορισμένα, απλά και αδρά διατυπωμένα πράγματα (όσο πιο χοντροκομμένα είναι, τόσο χαράζονται πιο σίγουρα και πιο βαθιά), υποχρεώνουν και τους ακροατές, μόλις πάρουν την εντολή, να τα ειπούν και να τα ξαναειπούν, τα ίδια και απαράλλαχτα, σύντομα και χτυπητά, σα συνθήματα συνωμοτών ή κραυγές πανικού –και τότε στενεύει σε τέτοιο βαθμό ο πνευματικός ορίζων, γενικότερα ο ψυχικός χώρος των «πειραματόζωων», τυποποιείται και αποκρυσταλλώνεται τόσο στερεά το σύστημα των αντιδράσεων, η «συμπεριφορά» τους, ώστε στο τέλος μεταβάλλονται σε μια πειθήνια αγέλη ανώνυμων όντων που μπορεί κανείς να την κυβερνά μ' ένα νεύμα του μονάχα. Ιδού ο τρόπος με τον οποίο «διαπαιδαγωγούν» τους υπηκόους των, από τα τρυφερά τους κιόλας χρόνια (στο σχολείο, στο αθλητικό γήπεδο, στους επαγγελματικούς συλλόγους, στους ομίλους ψυχαγωγίας – με ρητορικούς λόγους, φυλλάδια και εφημερίδες, σημαίες και εμβλήματα κάθε λογής) τα καθεστώτα τα μονολιθικά που τοποθετούν πολύ χαμηλά στην αξιολογική τους κλίμακα τον άνθρωπο και την ανθρωπιά, και υψηλότερα από κάθε άλλο αγαθό: τη δύναμη και το μεγαλείο του κράτους, που καταβάθος σημαίνει τη φιλαρχία και την πλεονεξία του ηγεμόνα και του θιάσου των κολάκων του. Εδώ καταντά ο δογματισμός του πολιτικού μονολόγου ως μέθοδος αγωγής των νέων: στον εξανδραποδισμό του συνόλου. Γιατί, όπως έχει αποδείξει ο Πλάτων στην «Πολιτεία» του, και ο ίδιος ο τύραννος είναι ανδράποδο – ευτελής δούλος των παθών του... Αλλάξετε τα μαθηματικά σημεία στη φόρμουλα που παρουσιάσαμε, βάλετε στη θέση του συν το πλην, και του πλην το συν, και θα έχετε τον τύπο της αντίστοιχης μεθόδου. Που την ονομάσαμε κριτική μέθοδο του πολιτικού διαλόγου. Όχι πια δουλικός εθισμός με τον μηχανισμό των χαλκευόμενων ανακλαστικών, αλλά ελεύθερη εκλογή συνειδητών τοποθετήσεων υποκειμένων στην αναθεώρηση. Όχι παθητική στάση άβουλου υπηκόου απέναντι σε αναντίλεκτα2 δήθεν κηρύγματα, αλλά στάση υπερήφανη ελεύθερου πολίτη που θεωρεί ευγένεια και εγγύηση της ελευθερίας του το δικαίωμα του ελέγχου. Όχι υποταγή με τη βία, αλλά συνεργασία με την πειθώ. Όχι σκοτισμός της ψυχής με την προπαγάνδα, αλλά φωτισμός του πνεύματος με τη διδαχή. Και διδαχή όχι με κουφά λόγια, αλλά με την πράξη και το παράδειγμα. –Είναι, φαντάζομαι, αυτονόητο ότι άλλος τρόπος πολιτικής αγωγής των νέων μέσα σ' ένα γνήσιο δημοκρατικό καθεστώς δεν υπάρχει από τη μέθοδο του πολιτικού διαλόγου. Δεν εννοείται δημοκρατία με μονόλογο, όπως δεν εννοείται και δημοκρατία με μονοκομματισμό. Το ένα και μόνο κόμμα αποκλείει το διάλογο, την ελευθερία των συζητήσεων, την εκλογή των πολιτικών τοποθετήσεων, την άμιλλα και τον ευγενή ανταγωνισμό– και θέτει τις συνειδήσεις (αν και όταν ξυπνήσουν από το λήθαργο, όπου τις ρίχνουν τα ναρκωτικά της προπαγάνδας) μπροστά στο αποτρόπαιο δίλημμα: ή μέσα στο νόμο και δούλοι, ή έξω από το νόμο και προδότες. Η δημοκρατία στέκεται και πέφτει μαζί με τον ελεύθερο διάλογο και των πολιτών μεταξύ τους και των πολιτικών συλλόγων (των κομμάτων) μέσα και έξω από τις συνελεύσεις (τα κοινοβούλια ή τα συνέδρια). Όταν ο «πατριωτισμός» και η «ορθοφροσύνη» μονοπωλούνται από μια και μόνη πολιτική παράταξη και κάθε αντιγνωμία εκθλίβεται με τη βία (ή με «τεχνάσματα» που η υποκρισία τους τα κάνει ηθικώς χειρότερα από τον ωμό εξαναγκασμό), τότε δημοκρατική ελευθερία δεν υπάρχει, αλλά μόνο τυραννία και εξανδραποδισμός. Από το σημείο τούτο έως το συμπέρασμά μας η απόσταση είναι πλέον μικρή. Από πολλούς και συχνά γίνεται στη χώρα μας η παρατήρηση ότι οι νέοι μας σήμερα δεν ενδιαφέρονται (ή ενδιαφέρονται πολύ χαλαρά) για την πολιτική και το φαινόμενο τούτο είναι κακός οιωνός για το μέλλον της δημοκρατίας μας. Πώς θα ξυπνήσομε το ενδιαφέρον τους; Πώς θα τους δώσομε να καταλάβουν ότι δεν είναι δυνατόν να στερεωθεί και να ευδοκιμήσει το ελεύθερο δημοκρατικό πολίτευμα στη χώρα μας, όταν οι νέοι άνθρωποι δεν ετοιμάζονται πνευματικά από νωρίς, για να ασκήσουν τα πολιτικά τους καθήκοντα την ώρα που θα διαδεχτούν στο στίβο την απερχόμενη γενεά; – Η απάντηση στα ερωτήματα αυτά είναι μία: Να τους διαπαιδαγωγήσομε από τα τρυφερά τους χρόνια. Να θεωρήσομε σοβαρά και με θάρρος μέρος της γενικής παιδείας τους την πολιτική αγωγή. [...]
Η αλήθεια στην πολιτική και η ανοχή του ψεύδους
[...] Το πρότυπο του στρατευμένου διανοούμενου ευδοκίμησε στον αιώνα μας. Και όσο κι αν βρίσκεται σε υποχώρηση σήμερα ο homo ideologicus1 εξακολουθεί να θεωρείται από πολλούς η πολιτική στράτευση ως δείγμα προχωρημένης σκέψης και συμπεριφοράς. Στην πραγματικότητα όμως αντιπροσωπεύει το αντίθετο της προόδου την οποία επικαλείται, εφόσον επιτρέπει ο διανοούμενος στον εαυτό του ελευθερίες με την αλήθεια, εφόσον δεν τη σέβεται ως ρυθμιστική αρχή, δηλαδή ως αρχή που δεσπόζει όλων των άλλων. Αν σε μια ανοιχτή κοινωνία υπάρχει ανοχή και για τέτοιες πρακτικές, αυτό οφείλεται στο γεγονός ότι η συνοχή μιας τέτοιας κοινωνίας δεν απειλείται από τη σύγκρουση μεταξύ αντιπάλων πολιτικών θέσεων και ιδεολογιών, από τη στιγμή που η ενότητά της στηρίζεται όχι σε ένα κοινό πιστεύω, μια κοινή ιδεολογία, αλλά στην ίδια την αρχή της πολυφωνίας. Πιο σημαντική όμως και από αυτή την αρχή της πολυφωνίας είναι εκείνη της κυριαρχίας της αλήθειας. Ο λόγος γι' αυτό είναι απλός. Σε μια ανοιχτή κοινωνία, δηλαδή σε μια ώριμη δημοκρατική πολιτεία, με μια εύρωστη και αναπτυγμένη κοινωνία πολιτών, η δυνατότητα κριτικής είναι αρθρωμένη στους θεσμούς. Τόσο στον κόσμο των ιδεών όσο και στην πολιτική οφείλει κανείς να λογοδοτεί για οποιαδήποτε θεωρία και για κάθε ενέργεια. Και η λογοδότηση συνεπάγεται σε τελευταία ανάλυση έλεγχο ως προς την αλήθεια του λόγου των φορέων δράσης, δηλαδή των πολιτικών προσωπικοτήτων στην πολιτική, των πνευματικών ανθρώπων στο πεδίο των ιδεών. Δεν υπάρχει ούτε μπορεί να υπάρχει ανοχή για το εσκεμμένο ψέμα σε μια δημοκρατία. Σε τελευταία ανάλυση, η αλήθεια όταν γίνεται γνωστή, αναδίδει τη ρυθμιστική της αρμοδιότητα. Δεν επιτρέπεται να παίζει κανείς μαζί της ή να εξαιρείται από αυτήν. Έχοντας αυτά υπ' όψιν, μπορούμε να εκτιμήσουμε καλύτερα τη σημασία της ιδέας που είχε ο Γκράμσι2 για την αλήθεια στην πολιτική. Είναι μια ιδέα που συλλαμβάνει σε όλο της το βάθος την ποιοτική διαφορά ανάμεσα στη σύγχρονη, δημοκρατική, ανοιχτή κοινωνία και το οπισθοδρομικό πρότυπο της κλειστής κοινωνίας και τα αξιακά συνακόλουθά της, όποιο και αν είναι το ιδεολογικό ένδυμα με το οποίο αυτά εμφανίζονται. Το να λέγεται η αλήθεια στην πολιτική είναι περισσότερο από αρχή πολιτικού ήθους. Συνδέεται με την ευρωστία και την αυτοπεποίθηση της πολιτείας, μιας παράταξης ή μιας προσωπικότητας, δηλαδή με την άρνησή της να αποκρύψει ή να διαστρέψει την αλήθεια.
J.Heartfield, Το νόημα του χιτλερικού χαιρετισμού: Εκατομμύρια βρίσκονται πίσω μου, 1932, αφίσα
Στα
είκοσι του χρόνια λέγανε γι' αυτόν: Πάλι το ίδιο λένε· Με μόνη διαφορά
Ένας στίχος του Κ. Π. Καβάφη από το ποίημά του «Υπέρ της Αχαϊκής Συμπολιτείας πολεμήσαντες» αποτελεί τον άξονα του ποιήματος. Το σχετικό απόσπασμα έχει ως εξής:
Όταν θα θέλουν οι Έλληνες να καυχηθούν,
Με ποιες σημασίες χρησιμοποιείται στο ποίημα ο στίχος του Κ. Π. Καβάφη; Ποια κοινωνική και πολιτική συμπεριφορά θέλει, κατά τη γνώμη σας, να σχολιάσει η ποιήτρια; Θεωρείτε εύστοχο τον τρόπο με τον οποίο το επιχειρεί; (Έχετε υπόψη σας ότι η ποιήτρια ανήκει στη λεγόμενη «γενιά του Πολυτεχνείου», που αγωνίστηκε εναντίον της Δικτατορίας του 1967, με αποκορύφωμα την εξέγερση των φοιτητών στο Πολυτεχνείο το Νοέμβριο του 1973).
Γιατί, αλήθεια, οι άνθρωποι ποθούν την πολιτική εξουσία και γιατί –όταν την αποκτούν– δυσκολεύονται τόσο πολύ να την εγκαταλείψουν; Κατά πρώτο λόγο, οι άνθρωποι ωθούνται προς την πολιτική από τα οράματά τους για μια καλύτερη κοινωνική διάταξη, από την πίστη τους σε ορισμένα, καλώς ή κακώς εννοούμενα, ιδανικά και αξίες και από την ανάγκη, ή την ακατάσχετη ορμή, να αγωνιστούν γι' αυτά και να τα κάνουν πραγματικότητα. Κατά δεύτερο λόγο, τους οδηγεί πιθανώς μια φυσιολογική σε κάθε άνθρωπο επιθυμία για επιβεβαίωση του εαυτού του. Μπορεί κανείς να φανταστεί ελκυστικότερο τρόπο να επισφραγίσει την ύπαρξή του και να βεβαιωθεί για την αξία της από τον τρόπο που μας προσφέρει η εξουσία;... Στην τρίτη κατηγορία λόγων, που κάνουν ίσως πολλούς ανθρώπους να ποθούν την εξουσία και να είναι τόσο απρόθυμοι να την εγκαταλείψουν, ανήκουν τα ποικίλα προνόμια τα οποία αναγκαστικά συνοδεύουν τη ζωή ενός πολιτικού, ακόμη και στα δημοκρατικότερα καθεστώτα. Αυτοί οι τρεις λόγοι περιπλέκονται πάντοτε μεταξύ τους με τον πιο πολύπλοκο τρόπο και πολλές φορές είναι σχεδόν αδύνατον να καθορίσουμε ποιος από τους τρεις υπερισχύει. Σχεδόν πάντα πίσω από τους λόγους της πρώτης κατηγορίας κρύβονται οι λόγοι των άλλων δυο. Εγώ τουλάχιστον δεν γνωρίζω πολιτικό που να καταδέχεται να ομολογήσει στον κόσμο, ή έστω και στον εαυτό του, ότι επιδιώκει ένα αξίωμα μόνο και μόνο για να δώσει στον εαυτό του την επισφράγιση της σημασίας και της αξίας του ατόμου του ή –ακόμη χειρότερα– ότι το μόνο που επιθυμεί είναι να μπορέσει να γευτεί τα προνόμια που του προσφέρει η εξουσία. Αντίθετα, όλοι επαναλαμβάνουμε, ξανά και ξανά, ότι εκείνο που επιδιώκουμε δεν είναι η εξουσία καθεαυτή παρά μόνον ορισμένες γενικότερες αξίες και ότι η ευθύνη απέναντι στο σύνολο είναι το μοναδικό πρόσταγμα που μας κάνει να επωμιστούμε το βαρύ φορτίο του αξιώματος μας εν ονόματι των αξιών που υπερασπιζόμαστε... Είμαι από εκείνους που βλέπουν την παραμονή τους στο πολιτικό αξίωμα ως έκφραση του αισθήματος ευθύνης, του αισθήματος χρέους, ακόμη και ως ένα είδος θυσίας. Όσο όμως παρατηρώ άλλους πολιτικούς, τους οποίους γνωρίζω καλά και που διατείνονται ακριβώς τα ίδια, νιώθω την ανάγκη να αναλύομαι, ξανά και ξανά, και να θέτω στον εαυτό μου το ερώτημα: Μήπως και εγώ, παρ' όλα αυτά, αρχίζω να παραπλανώ τον εαυτό μου; Μήπως και στη δική μου περίπτωση πρόκειται περισσότερο για μια ανομολόγητη επιθυμία να βεβαιωθώ πως κάτι σημαίνω, άρα υπάρχω, παρά για αγνή προσφορά για το καλό του συνόλου; Ιδιαίτερη προσοχή αξίζουν οι λόγοι της τρίτης κατηγορίας που ανέφερα, δηλαδή η επιδίωξη των προνομίων που συνεπάγεται η κατάκτηση της εξουσίας ή απλά και μόνο ο εθισμός σ' αυτά τα προνόμια. Είναι άκρως ενδιαφέρον να παρατηρεί κανείς το πόσο διαβολικός είναι ο πειρασμός της εξουσίας σ' αυτή τη συγκεκριμένη σφαίρα. Το φαινόμενο είναι ιδιαίτερα έντονο, όταν βρεθούν ξαφνικά στην εξουσία εκείνοι από εμάς που ποτέ δεν είχαν στα χέρια τους καμία εξουσία και πάντοτε με πολύ θάρρος κατήγγελαν τα προνόμια των ιθυνόντων, διότι αυτά ήταν η αιτία να μεγαλώνει ολοένα το χάσμα ανάμεσα στους ίδιους και όλους τους άλλους. Εμείς οι ίδιοι, λοιπόν, χωρίς να το θέλουμε φυσικά, αρχίζουμε να μοιάζουμε, πολλές φορές επικίνδυνα, με αυτούς ακριβώς τους κατακριτέους προκατόχους μας. Το γεγονός μάς ενοχλεί, μας εξοργίζει, διαπιστώνουμε όμως ότι δεν ξέρουμε πώς –ή απλά δεν είμαστε σε θέση– να αντισταθούμε. Τι συμβαίνει, λοιπόν; Πηγαίνω σε επιλεγμένο γιατρό, δεν είμαι αναγκασμένος να οδηγώ το αυτοκίνητό μου και ο οδηγός δεν είναι αναγκασμένος να κινείται με βήμα σημειωτόν και έξαλλος μέσα στο κέντρο της Πράγας. Δεν αναγκάζομαι να μαγειρεύω, ούτε να τρέχω να προμηθεύομαι τρόφιμα. Ακόμη και το τηλέφωνο το παίρνουν άλλοι, όταν θέλω να μιλήσω με κάποιον. Δηλαδή, βρέθηκα σ' έναν κόσμο προνομίων, εξαιρέσεων, ευνοιών, σ' ένα κόσμο όπου οι ευνοούμενοι σε λίγο δεν θα θυμούνται πια πόσο κοστίζει το εισιτήριο του τραμ ή το βούτυρο, πώς ψήνεται ο καφές, πώς οδηγούν αυτοκίνητο ή πώς τηλεφωνούν. Βρίσκομαι λοιπόν στο κατώφλι εκείνου ακριβώς του κόσμου της αφρόκρεμας που όλη μου τη ζωή επέκρινα. Και το χειρότερο, όλα τούτα έχουν την αλεξίσφαιρη λογική τους. Θα ήμουν γελοίος και αξιοκαταφρόνητος αν έχανα σημαντικότατες για τα συμφέροντα της χώρας μου διαπραγματεύσεις αναλώνοντας τον προεδρικό μου χρόνο στον προθάλαμο του οδοντιάτρου, σε ουρές στο κρεοπωλείο, σε απεγνωσμένες προσπάθειες να νικήσω το σκουριασμένο τηλεφωνικό δίκτυο της Πράγας ή να σταματήσω ένα ταξί χωρίς να είμαι ο τύπος που δείχνει ότι έρχεται από τη Δύση, άρα είμαι γεμάτος δολάρια. Πού σταματά όμως η λογική και η αντικειμενική αναγκαιότητα και αρχίζουν οι δικαιολογίες; Πού σταματά το συμφέρον της πατρίδας και αρχίζει η χαρά των καθολικευμένων προνομίων; Ξανά, λοιπόν, όντας στην εξουσία, είμαι μόνιμα ύποπτος στον εαυτό μου. Όχι μόνο αυτό: αρχίζω ξαφνικά να έχω αυξημένη κατανόηση για εκείνους που τη μάχη τους με τον πειρασμό της εξουσίας σιγά σιγά την χάνουν και, ξεγελώντας τους εαυτούς τους ότι δήθεν ακόμη υπηρετούν αποκλειστικά και μόνο την πατρίδα, όλο και πιο επικίνδυνα κρύβονται πίσω από την πεποίθηση για τη λαμπρότητα του ατόμου τους, συνηθίζοντας τα προνόμια σαν κάτι το αυτονόητο. Ο πειρασμός της εξουσίας ενέχει κάτι το ύπουλο, κάτι το παραπλανητικό και διφορούμενο: αφενώς μεν η πολιτική εξουσία δίνει στον άνθρωπο την καταπληκτική ευκαιρία να επαληθευθεί από το πρωί ως το βράδι, ότι πραγματικά υπάρχει και ότι έχει μιαν αδιαμφισβήτητη ταυτότητα, που με κάθε λέξη ή πράξη χαράζεται πολύ φανερά στον κόσμο γύρω του. Παράλληλα, όμως, η ίδια αυτή πολιτική εξουσία, μαζί με όλα όσα λογικό την συνοδεύουν, κρύβει έναν φοβερό κίνδυνο: ότι, προφασιζόμενη πως επιβεβαιώνει την ύπαρξη και την ταυτότητά μας, ανεπαίσθητα αλλά ανεπανόρθωτα, θα μας την πάρει. Διότι ο άνθρωπος που ξέχασε να οδηγεί αυτοκίνητο, να ψωνίζει, να ψήνει καφέ και να τηλεφωνεί δεν είναι πια ο ίδιος με τον άνθρωπο που ήξερε να τα κάνει όλα αυτά. Ο άνθρωπος που ποτέ στη ζωή του δεν είδε τον εαυτό του με το μάτι της τηλεοπτικής κάμερας και ξαφνικά υποτάσσει την κάθε του κίνηση στο βλέμμα της δεν είναι πια ο ίδιος άνθρωπος. Τον εξουσιάζει κάτι άλλο: το αξίωμά του, οι απαιτήσεις του, οι συνέπειες, τα συνοδευτικά φαινόμενα, τα προνόμια. Ο πειρασμός αυτός έχει κάτι το θανατηφόρο. Κάτω από την φαινομενική υπαρξιακή επιβεβαίωση συντελείται απαλλοτρίωση, αποξένωση, νέκρωση της ύπαρξης. Ο άνθρωπος απολιθώνεται σε προτομή. Η προτομή βέβαια τονίζει την αιώνια δόξα και σημασία του ατόμου του, ταυτόχρονα όμως είναι μόνο ένα κομμάτι νεκρής πέτρας. Ποιο είναι το συμπέρασμα από όλα αυτά; Το συμπέρασμα οπωσδήποτε δεν είναι ότι ο άνθρωπος δεν πρέπει να ασχολείται με την πολιτική, επειδή η πολιτική είναι εξ ορισμού ανήθικη. Το συμπέρασμα είναι άλλο: η πολιτική είναι ένα πεδίο ανθρώπινης δράσης που απαιτεί αυξημένες ικανότητες ως προς το αίσθημα του ήθους, τη δυνατότητα κριτικής αυτοσυλλογής, την πραγματική ευθύνη, την καλαισθησία και τη διακριτικότητα, την ικανότητα διείσδυσης στην ψυχή του συνανθρώπου, το αίσθημα του μέτρου, την ταπεινότητα. Είναι ένα επάγγελμα για εξαιρετικά σεμνούς ανθρώπους, για τους απαραπλάνητους. Όσοι ισχυρίζονται ότι η πολιτική είναι βρώμικη, ψεύδονται. Η πολιτική είναι απλά μια δουλειά που απαιτεί ιδιαίτερα καθαρούς ανθρώπους, επειδή είναι πολύ εύκολο, ασκώντας το επάγγελμα αυτό, να σπιλωθούμε ηθικά. Είναι τόσο εύκολο, που χωρίς συνεχή επαγρύπνηση δεν μπορεί κανείς ούτε καν να το προσέξει. Με την πολιτική θα 'πρεπε λοιπόν να ασχολούνται μόνο άνθρωποι ιδιαίτερα άγρυπνοι, ιδιαίτερα προσεκτικοί στο δέλεαρ υπαρξιακής αυτοεπιβεβαίωσης που φέρει μαζί της η πολιτική εξουσία. Δεν ξέρω καθόλου αν ανήκω στους άγρυπνους αυτούς ανθρώπους. Το μόνο που ξέρω είναι ότι θα έπρεπε να ανήκω σ' αυτούς εφόσον δέχθηκα το αξίωμά μου.
Κατήντησα σχεδόν ανέστιος και
πένης.
Αλλά είμαι νέος και με υγείαν
αρίστην.
Όθεν φρονώ πως είμαι στα γεμάτα
Σ' ό,τι δουλειά με βάλλουν θα
πασχίσω
Θ' απευθυνθώ προς τον Ζαβίνα πρώτα,
Θα με θελήσει πάντως ένας απ' τους τρεις.
Κ' είν' η συνείδησις μου ήσυχη
Αλλά, κατεστραμένος άνθρωπος,
τι φταίω εγώ.
Πολύ συχνά λέγεται ότι η αναγνώριση ενός λάθους από τον διαπράξαντα αυτό και η αίτηση συγγνώμης αφοπλίζει εκείνους οι οποίοι εθίγησαν από το λάθος και οι οποίοι θα διεκδικούσαν διαφορετικά κάποια αποζημίωση. Φαίνεται ότι αυτό είναι πράγματι σωστό, και έτσι εξηγείται το μεγάλο πλήθος των διαπραττομένων λαθών κάθε κατηγορίας. Η εύκολα παρεχόμενη συγγνώμη καθιστά τους ανθρώπους απρόσεκτους και επιρρεπείς προς λάθη. Μάλιστα στην πατρίδα μου λένε χαρακτηριστικά ότι «από τότε που βγήκε η συγγνώμη χάθηκε το φιλότιμο». Στις περιπτώσεις μικρών λαθών η διευθέτηση των προκυπτουσών διαφορών με ένα ή δύο «συγγνώμη» είναι ένας καλός και αποτελεσματικός τρόπος. Σε ορισμένες άλλες περιπτώσεις το «συγγνώμη» συνοδευόμενο από μια μικροσφαλιάρα, κυριολεκτικά ή μεταφορικά, από τον υποστάντα το λάθος προς τον διαπράξαντα εξισορροπεί την κατάσταση και το θέμα τελειώνει εκεί. Όλοι, ή σχεδόν όλοι, οι άνθρωποι κάνουν λάθη. Τα μικρά και ασήμαντα διορθώνονται με τον τρόπο που μόλις είπαμε, δηλαδή άμεσα και ανώδυνα. Τα σοβαρά λάθη έχουν σημαντικές επιπτώσεις και διευθετούνται, όποτε αυτό είναι δυνατό, με άλλους τρόπους. Υπάρχει όμως μια κατηγορία ανθρώπων που κάνουν λιγότερο ή περισσότερο σοβαρά λάθη με σημαντικότατες αρνητικές επιπτώσεις και οι οποίοι ξεγλιστρούν με ένα «συγγνώμη» και ούτε γάτα ούτε ζημιά. Αναφέρομαι στους πολιτικούς. [...] Τα λάθη των πολιτικών όμως δεν είναι όπως αυτά των άλλων ανθρώπων, π.χ. των λογιστών, των ποδοσφαιριστών, των μαγείρων και των οικονομολόγων. Τα λάθη των πολιτικών επηρεάζουν σοβαρά τη ζωή της χώρας και τη ζωή όλων μας. Γι' αυτό η αναγνώριση τους από εκείνους που τα διέπραξαν και η αίτηση συγγνώμης ουδεμία σημασία πρέπει να έχουν για εμάς. Ίσως είναι καλό για τις ψυχές τους, όχι όμως για εμάς τους υπολοίπους που, κατά κύριο λόγο, υφιστάμεθα τις συνέπειες αυτών των λαθών. Επίσης τα λάθη των πολιτικών δεν είναι πάντοτε φανερά, διότι πολλά από αυτά δεν είναι πράξεις αλλά παραλείψεις. Ο πολίτης μπορεί εύκολα να αντιληφθεί τις πράξεις των πολιτικών και να τις κρίνει ως σωστές ή εσφαλμένες με βάση τα δικά του κριτήρια. Οι παραλήψεις όμως δεν είναι τόσο εύκολα αντιληπτές και η κρίση περί αυτών δεν είναι τόσο εύκολη. Θα μπορούσε κανείς να υποστηρίξει ότι στην πολιτική ζωή οι παραλείψεις είναι συχνά πιο σημαντικές από τις πράξεις. Με τους πολιτικούς πρέπει να είμαστε ιδιαίτερα αυστηροί στην κρίση μας για το έργο τους. Τα «mea culpa»1 και τα «συγγνώμη, έκανα λάθος» δεν πρέπει να παίζουν ρόλο στην αξιολόγησή μας για το έργο που παράγουν (ή δεν παράγουν). Γενικά, θα έλεγα ότι για κάθε λάθος, με ή χωρίς συγγνώμη, σφαλιάρα (εννοώ μεταφορικά) και δρόμο. Ουδείς αναντικατάστατος.
|