Εργασία και επάγγελμα | ||
Η εργασία πηγή πλούτου, αξιοπρέπειας και τιμιότητας Η ανάγκη και το κριτήριο του επαγγελματικού προσανατολισμού Ο καταμερισμός και η ειδίκευση Η επιστράτευση της τεχνολογίας
επιφέρει τα πρώτα ψηφιακά
Η εργασία πηγή πλούτου, αξιοπρέπειας και τιμιότητας
Κι' εγώ θα σου μιλήσω, Πέρση,1 που σταλιά μυαλό δεν έχεις, σαν άνθρωπος που θέλει το καλό σου. Την κακομοιριά τη βρίσκει κανείς με το σωρό και πολύ εύκολα· ίσιος είναι ο δρόμος που πάει σ' αυτή κ' η ίδια πολύ κοντά στον άνθρωπο βρίσκεται. Αλλά μπροστά στην αξία τ' ανθρώπου οι αθάνατοι θεοί έχουνε βάλει τον ιδρώτα. Μακρύς κι' ορθός ανήφορος και τραχύς είναι στην αρχή ο δρόμος που οδηγάει σ' αυτή. Μα όταν φθάσης στην άκρη του, εύκολη τότε φαίνεται, όσο και νάναι πολύ δύσκολη. Ο τέλειος άνθρωπος είν' αυτός που μόνος του πάντα, όταν το σκεφτή, θα καταλάβη ποιο, από την αρχή ως το τέλος, θάναι το καλύτερο. Καλός είναι ακόμα κι' εκείνος που πείθεται σ' αυτόν που θα του πη το σωστό. Μ' αυτός που μήτε ο ίδιος καταλαβαίνει, μήτε, ακούγοντας άλλον να του λέη, μπορεί να το βάλη στο νου του, αυτός είν' ολότελα τιποτένιος άνθρωπος. Όμως εσύ, έχε πάντα στο νου σου την προτροπή μου: να εργάζεσαι Πέρση, άνθρωπε από σόι, για να σ' αποστρέφεται η πείνα και η σεβαστή να σ' αγαπάη η Δήμητρα η ομορφοστέφανη και τον σιτοβολώνα σου να στον γεμίζη στάρι. Η πείνα είναι παντοτινός τ' αδούλη2 ανθρώπου σύντροφος. Μα κι' οι θεοί και οι άνθρωποι μισούνε αυτόν που ζη χωρίς δουλειά, κι' έχει τα ίδια τα ένστικτα με τους κηφήνες, που δίχως καν κεντρί, τεμπέληδες άνεργοι, τρώγοντας χαραμίζουνε των μελισσών το μόχτο. Εσύ ν' αγαπάς την τίμια τη δουλειά και να την κάνης, κι' έτσι να πλημμυρά τ' αμπάρια σου το στάρι σου στην εποχή του. Είν' από τη δουλειά μόνο που βρίσκονται οι άνθρωποι με πλούτη και πολλά κοπάδια. Δεν είναι καμμιά ντροπή η δουλειά· η αναδουλειά είναι ντροπή. Αν εργάζεσαι, γρήγορα θα σε ζηλέψη που θα πλουταίνης ο άνεργος: ο πλούτος συντροφεύεται κι' από την αξία κι' από την τιμή. Όπου κι' αν σ' έχει βαλμένον η τύχη σου, το συμφέρο σου είναι να δουλεύης, και γυρίζοντας την όρεξη της αλαφρόμυαλης ψυχής σου από το έχει του άλλου στη δουλειά, να κυττάς με ποιο τρόπο να εξασφαλίσης το ψωμί σου, απαράλλαχτα όπως εγώ σε συμβουλεύω. Υπάρχει μια κακή ντροπή π' ακολουθάει το φτωχό· πάει η ντροπή με την κακομοιριά, και πάει το θάρρος με τον πλούτο. Τα πλούτη δεν πρέπει να τα φέρνη η αρπαγή· εκείνα που δίνει ο θεός είναι πολύ συμφερώτερα. Μπορεί κανείς με του χεριού τη βία μεγάλο ν' αποχτήση πλούτο· μπορεί και με τη γλώσσα να τα ληστέψη, και τέτοια πολλά γίνονται, όταν το δόλωμα του κέρδους ξεγελάση το μυαλό τ' ανθρώπου, κι' αφήση πίσω η αδιαντροπιά κάθε συναίσθηση του δίκηου. Μα εύκολα τότε οι θεοί τού παίρνουνε κάθε υπόληψη κι' εκμηδενίζουνε το σπίτι του ανθρώπου αυτού: κι έτσι για λίγο μόνο καιρό τον ακολουθάει ο πλούτος. [...] Μη γυρεύεις κέρδη κακά κερδισμένα· τα κακά κερδισμένα είναι το ίδιο με τις ζημιές. Αυτόν που σ' αγαπάει να τον αγαπάς, και να πηγαίνης σ' αυτόν πώρχεται σε σε· να δίνης σ' αυτόν που σου δίνει και να μη δίνης σ' αυτόν που δε σου δίνει· σ' αυτόν που δίνει πρόθυμα, πρόθυμα κανείς δίνει, μα σ' αυτόν που δεν δίνει κανένας δεν δίνει. Ο άνθρωπος μάλιστα που τ' αρέσει να δώση, και πολύ τ' αρέσει, χαίρεται δίνοντας αυτός κι' αναγαλλιάζει με το δώσιμο η ψυχή του. Μ' αυτός που με το έτσι θέλω αρπάζει κάτι παραβλέποντας το νόμιμο, όσο μικρό κι' αν είναι εκείνο π' άρπαξε, παγώνει την καρδιά του. Αλλ' αν ακόμα στο μικρό μικρό προσθέτης, και συχνά το κάνης, γρήγορα το μικρό θα σου γενή μεγάλο. Κι' όποιος προσθέτει σ' εκείνο που έχει, φυλάγεται από την φλογάτη πείνα. Καμμιά φροντίδα δεν δίνει στον άνθρωπο αυτό που βρίσκεται μέσα στο σπίτι του: πολύ καλλίτερο νάναι μέσα στο σπίτι, γιατί ό,τι δεν εμπήκε από την πόρτα θάρρειε το ζημία μόνο· είναι μεγάλο καλό νάχης κοντά σου το πράγμα και ν' απλώνης να παίρνης, μα σ' αρρωσταίνει έτσι η ψυχή να το ζητάς και να μη τώχης: κι' εγώ, να το σκεφτής αυτό, σου λέω.
«Ας μην ντρεπόμαστε για τις χειρωνακτικές εργασίες· ούτε να νομίζουμε ότι η εργασία είναι αιτία για κατηγορία· αιτία για κατηγορία είναι η αργία και να μην έχουμε να κάνουμε κάτι. Γιατί, αν η εργασία ήταν εντροπή, δε θα την επιδίωκε ο Παύλος, ούτε θα παράγγελνε σ' εκείνους που δεν εργάζονται, να μην τρώνε. Ντροπή, πραγματικά, είναι μόνο η αμαρτία. Την αμαρτία όμως, και μάλιστα όχι μία ή δύο και τρεις μορφές αμαρτίας, αλλά όλη μαζί την κακία, τη γεννά συνήθως η αργία... Λοιπόν, ό,τι είναι για το άλογο το χαλινάρι, το ίδιο είναι η εργασία για τη φύση μας... Δεν υπάρχει τίποτε απολύτως που να μην καταστρέφεται με την αργία. Πράγματι, και το νερό που είναι στάσιμο, βρωμά, ενώ εκείνο που τρέχει και τριγυρίζει παντού, διατηρεί την καλή του ποιότητα. Και το σίδερο, όταν δε χρησιμοποιείται, γίνεται μαλακότερο και άχρηστο, επειδή καταστρέφεται από τη σκουριά· ενώ εκείνο που χρησιμοποιείται στις εργασίες, είναι πολύ χρησιμότερο, αλλά και πιο ευπαρουσίαστο, αφού δε λάμπει λιγότερο από κάθε ασήμι. Και τη γη που δεν καλλιεργείται, θα μπορούσε να την ιδεί κανείς να μην παράγει τίποτε ωφέλιμο, αλλά βλαβερά βότανα, αγκάθια, τριβόλια και άκαρπα δέντρα, ενώ εκείνην που απολαμβάνει την εργασία, να είναι γεμάτη με ήμερους καρπούς. Και γενικά η αργία καταστρέφει το καθετί· αντίθετα, η εργασία κάνει τα πάντα πιο χρήσιμα. Γνωρίζοντας λοιπόν όλα τούτα, καθώς επίσης και πόση είναι η βλάβη από την αργία και το κέρδος από την εργασία, ας αποφεύγουμε την πρώτη και ας επιδιώκουμε τη δεύτερη».
Η ανάγκη και το κριτήριο του επαγγελματικού προσανατολισμού
Υπήρχε ένας παλαιός νόμος στην Αθήνα, κατά την κρίση μου άριστος, σύμφωνα με τον οποίο, όταν οι νέοι έφταναν στην εφηβική ηλικία οδηγούνταν στα επαγγέλματα, και μάλιστα με τον εξής τρόπο: Τοποθετούνταν φανερά σε όλους τα εργαλεία κάθε επαγγέλματος και οδηγούνταν οι νέοι σ' αυτά· και ανάλογα με το εργαλείο, για τι οποίο τύχαινε να χαίρεται καθένας και έτρεχε να το περιεργαστεί, διδασκόταν και το επάγγελμα που σχετιζόταν με αυτό. Και τούτο, γιατί το επάγγελμα που ταιριάζει με τη φύση μας πετυχαίνει, ενώ εκείνο που δεν ταιριάζει, αποτυχαίνει. Λοιπόν, τι θέλει να μου ειπεί αυτή η διήγηση; Θέλει να μου ειπεί ότι και συ, αφού έχεις φιλική διάθεση προς τη φιλοσοφία, δεν πρέπει να την παραμελείς, ούτε να συνηθίζεις τον εαυτό σου περισσότερο σε κάτι άλλο από εκείνα που δεν ανήκουν σ' αυτήν, αλλά να επιδιώκεις αυτήν, προς την οποία έχεις εκδηλώσει την κλίση σου, όχι μόνο γιατί είναι άριστη, αλλά και επειδή είναι περισσότερο κατάλληλη για τη φύση σου. Και η παροιμία διδάσκει ότι δεν πρέπει κανείς να αλλάζει με τη βία το ρεύμα του ποταμού· και η ποίηση δε θέλει ν' ασχολείται με το άσμα εκείνος που γνωρίζει την τέχνη να διευθύνει τους ίππους. Και τούτο, για να μη συμβεί τι; Για να μην αποτύχεις και στην τέχνη να διευθύνεις τους ίππους και στο άσμα».
Όταν ενδιαφέρομαι να συλλέγω γραμματόσημα και διαθέτω τον ελεύθερο χρόνο μου, ακόμα και χρόνο που συνήθως τον μεταχειρίζομαι για βιοπορισμό, για να προμηθεύομαι και να τακτοποιώ τα αντικείμενα που συλλέγω, ή για να επικοινωνώ με άλλους συλλέκτες και ν' ανταλλάσσω μαζί τους γραμματόσημα· ή όταν τις Κυριακές παίρνω τα σύνεργά μου, πηγαίνω στην παραλία και ψαρεύω, ταλαιπωρούμενος το καλοκαίρι από τον ήλιο και το χειμώνα από το κρύο, κάνω έργο; Βεβαίως. Κάνω και επάγγελμα; Όχι. Έργο κάνω, γιατί αυτές τις ώρες η δραστηριότητά μου ξεκινάει από μια πρόθεση, έχω προγραμματίσει μιαν ενέργεια, αποβλέπω σ' ένα αποτέλεσμα και προσπαθώ με τα μέσα που διαθέτω να το επιτύχω –έστω και για να ευχαριστήσω απλώς τον εαυτό μου, να γεμίσω τον ελεύθερο χρόνο μου κ.ο.κ. Όλα αυτά τα στοιχεία (της οργανωμένης προσπάθειας, της προγραμματισμένης ενέργειας που μεταχειρίζεται ορισμένα μέσα για να φτάσει σε ορισμένο αποτέλεσμα, της πρόθεσης να διαθέσει κανείς μυϊκές δυνάμεις, φαντασία, χρόνο, για να επιτύχει αυτό που επιδιώκει κτλ. κτλ.) υπάρχουν και στο επάγγελμα. Αλλά κοντά σ' αυτά υπάρχουν και μερικά άλλα που δεν τα περιέχει η έννοια του έργου. Γι' αυτό λέγομε για κάποιον μανιώδη, έστω, συλλέκτη γραμματοσήμων: «Αυτός είναι ερασιτέχνης, δεν είναι επαγγελματίας». Πρώτο επειδή στην περίπτωση του ερασιτεχνισμού σα να μην παίρνει κανείς το πράγμα τόσο σοβαρά σε όλη την έκτασή του, σα να διασκεδάζει με αυτό που κάνει, ενώ στο επάγγελμα όλα γίνονται σοβαρά, ακόμη και όταν η απασχόλησή μας είναι ελαφριά. Δεύτερο, επειδή στην περίπτωση του ερασιτεχνισμού δεν αποζεί κανείς από τον κόπο του, ενώ από το επάγγελμα ζει, περιμένει να ζήσει. Τρίτο, επειδή στον ερασιτεχνισμό ο άνθρωπος ξέρει ότι και αν ακόμη αυτό που κάνει λείψει είτε από τη δική του ζωή είτε από τη ζωή του κοινωνικού συνόλου, η ζημιά δεν θα είναι πολύ μεγάλη ούτε γι' αυτόν, ούτε για την κοινωνία· στο επάγγελμα όμως έχει τη συνείδηση ότι έχει ταχθεί σε ορισμένη θέση και τη θέση αυτή, αν την εγκαταλείψει, θα ζημιώσει και τον εαυτό του και το κοινωνικό σύνολο που περιμένει την προσφορά του. [...] Το επάγγελμα είναι συνάρτηση της κοινωνικότητας και η κοινωνικότητα μια ειδική ανθρώπινη διάσταση. Κοινωνία δεν υπάρχει στο ζωικό βασίλειο· μόνο με το ανθρώπινο γένος εμφανίζεται και ευδοκιμεί η συλλογική ζωή που ονομάζομε κοινωνία. Προϋπόθεση και απόρροια της κοινωνικότητας είναι το επάγγελμα. Όπου δεν υπάρχει η κοινωνική διάσταση, εκεί μπορούν να υπάρχουν έργα όλων των ειδών, όχι όμως επάγγελμα. [...] Ο αληθινός επαγγελματίας δεν είναι εκείνος που δουλεύει για το μεροκάματο ή για την προαγωγή και τη σύνταξη, ούτε εκείνος που βασανίζεται στη δουλειά του για την τιμή των όπλων –όπως λέμε– ή για την προσωπική του ικανοποίηση, αλλά αυτός που ξέρει ότι με το έργο του συνεισφέρει στην υγεία, στην ευστάθεια, στην πρόοδο του κοινωνικού συνόλου. Ούτε η επιδίωξη του κέρδους ούτε η όρεξη της δουλειάς ως δουλειάς λείπουν από τον γνήσιο επαγγελματία. Δεν αρκούν όμως για να του δώσομε τον πλήρη χαρακτηρισμό που τον προσδιορίζει. Χρειάζεται να προστεθεί στην έννοια και ένα άλλο γνώρισμα: η επίγνωση ότι με αυτό που κάνει, με τη γνώση, τη δεξιότητα, το μόχθο του, τελεσιουργείται ένα έργο κοινωνικής σημασίας. Γι' αυτό θα έλεγα, συνοψίζοντας όλα όσα προηγήθηκαν, ότι στο επάγγελμα και δια του επαγγέλματος το άτομο πραγματοποιεί την κοινωνική του αποστολή, και αντίστροφα: στα επαγγέλματα και δια των επαγγελμάτων η κοινωνία εξατομικεύει το έργο της, το κατανέμει στα μέλη της. [...] Έχει παρατηρηθεί ότι όσο προχωρεί καλπάζοντας η τεχνολογική ανάπτυξη, τόσο ο τεχνίτης που δενότανε με τη δουλειά του, την έκανε από την αρχή ως το τέλος με όρεξη, τη χαιρότανε (μπορούσε να εργαστεί και λίγη ώρα παραπάνω, δεν λογάριαζε το χρόνο, γιατί έπρεπε να τελειώσει), εξαφανίζεται, και στη θέση του μπαίνει ένας άλλος τύπος εργαζόμενου ανθρώπου που έχει με το έργο μιαν εντελώς διαφορετική σχέση: δεν τον ενδιαφέρει το έργο ως έργο, γιατί ξέρει ότι σήμερα απασχολείται σ' αυτό, αλλ' αν η επιχείρηση δεν ευδοκιμήσει, ή αν ο εργοδότης ανακαλύψει ότι μπορεί να κάνει το ίδιο έργο με φτηνότερα χέρια, θα απολυθεί και θα αναγκαστεί να δουλέψει σε άλλο εργοστάσιο, όπου θα του ζητηθεί άλλου είδους δουλειά. Έτσι γίνεται η αποσύνδεση που έχει ως συνέπεια ο εργαζόμενος να μην αποκτά επαγγελματική συνείδηση, με το νόημα που δώσαμε στον όρο στην αρχή του κεφαλαίου, αφού βλέπει ότι δεν είναι απαραίτητος σε ορισμένο τύπο έργου, ούτε μπορεί να έχει κοινωνικήν αναγνώριση, ηθική καταξίωση η δουλειά του. Αποκλειστική του πια επιδίωξη γίνεται το μεροκάματο· ένα μεροκάματο μάλιστα που προσδιορίζεται από διάφορους άλλους όρους της αγοράς εργασίας, όχι από την ποιότητα, ούτε από την κοινωνική σημασία της δουλειά του. Στο πλαίσιο τούτο δημιουργείται μια παράδοξη σχέση του εργαζόμενου προς την οικονομία, του πολίτη προς το κράτος. Το φαινόμενο το ονόμασε (κατά τον Fichte1 και τον Hegel2) ο Marx3 με μια παραπολύ εύστοχη λέξη: αλλοτρίωση (Entfremdung). «Αλλοτριώνεται», αποξενώνεται ο άνθρωπος από το έργο του. Το έργο και ο άνθρωπος δεν δένονται πια μαζί μέσα σ' ένα κλοιό οικειότητας. Έχουν ξεκολλήσει· συγχρόνως όμως ξεκολλάει και ψυχικά ο άνθρωπος από την κοινωνία. Η εργασία που άλλοτε ήταν υπόθεση ζωής, χαρά ζωής, γίνεται προϊόν που διατιμάται όπως όλα τα άλλα προϊόντα, σύμφωνα με το νόμο της προσφοράς και της ζήτησης. Τώρα δεν χρειαζόμαστε αυτή τη δουλειά –την πληρώνομε φτηνά· αύριο θα τη χρειαζόμαστε– θα την πληρώσομε ακριβά. Όπως διαμορφώνεται η τιμή λ.χ. των λεμονιών στην αγορά: έπεσε χαλάζι και χάλασαν, ακριβαίνουν τα λεμόνια· ευνοήθηκαν οι λεμονιές από τον καιρό, παραγωγή μεγαλύτερη, φτηναίνουν τα λεμόνια... Έτσι γίνεται αλλότριος ο άνθρωπος προς το επάγγελμά του, αλλότριος ο εργαζόμενος προς την εργασία του, και επειδή η εργασία και το επάγγελμα είναι διαστάσεις της ατομικής και της συλλογικής ζωής, αποκολλιέται ο άνθρωπος από την κοινωνία. Και αρχίζει να εμφανίζεται και να πληθαίνει ένας τύπος εργαζόμενου ανθρώπου που δεν ανήκει ψυχικά ούτε στο επάγγελμά του, ούτε στην οικογένειά του, ούτε την πατρίδα του. Ένα ον χωρίς αγάπη, χωρίς δεσμούς, χωρίς ρίζες. Εύκολα μαντεύει κανείς τι τεράστια και περίπλοκα προβλήματα δημιουργούνται απ' αυτή την κατάσταση, ψυχολογικά και ηθικά. Από την ώρα που η εργασία χάνει τον βαθύτερο κοινωνικό προορισμό της και γίνεται εμπόρευμα, ο εργοδότης θεωρεί δικαίωμά του να προσπαθεί να την αγοράσει όσο γίνεται φθηνότερα. Μέσα στους υπολογισμούς του ο επιχειρηματίας λέγει: τόσα για πρώτες ύλες, τόσα για εγκαταστάσεις κτλ. και τόσα για να αγοράσω εργασία. Όλα μπαίνουν πια στην ίδια μοίρα: το υλικό, το εργαλείο και ο άνθρωπος... Με την εξέλιξη λοιπόν προς νέες μορφές παραγωγικής εργασίας, φοβούμαι ότι όχι μόνο δεν καταλύσαμε τον αρχαίο θεσμό της δουλείας, αλλά ιδρύσαμε νέες μορφές του μέσα στην «προχωρημένη» και εξαιτίας της «προχωρημένης» οικονομίας μας. Μορφές που είναι πολύ επικίνδυνες για την ηθική υγεία της κοινωνίας. Κατά τους διορατικότερους οικονομολόγους και κοινωνιολόγους μας, οι βαθειές οικονομικοπολιτικές κρίσεις της εποχής μας μιαν από τις κύριες αιτίες τους έχουν τούτο ακριβώς το γεγονός. [...] Του προβλήματος η λύση θα αναζητηθεί, κατά την ταπεινή μου γνώμη, σε δύο επίπεδα. Πρώτα στο επίπεδο της αντικειμενικής κοινωνικής πραγματικότητας, και έπειτα στο επίπεδο της υποκειμενικής ψυχολογικής πραγματικότητας. Το πρώτο είναι ο στίβος ο κοινωνικός και ο πολιτικός. Η ίδια η οικονομία θα επιβάλει στην πολιτική ηγεσία μορφές εργασίας πολύ πιο ανθρώπινες από όσες έχουν δημιουργηθεί έως τώρα. Άλλωστε, εάν παρακολουθήσομε την εργατική νομοθεσία των περισσότερων κρατών του κόσμου, όπως έχει διαμορφωθεί μέσα στα τελευταία 50 χρόνια, θα ιδούμε μια σταθερή τάση προς την κοινωνική προσφορά της εργασίας: ασφάλιση του εργαζόμενου, πρόνοια για την υγεία του, φροντίδα για τα γερατειά του κ.ο.κ. Παράλληλα γίνεται από τους εργοδότες και τα όργανα του κράτους προσπάθεια να διαπαιδαγωγηθεί ο εργαζόμενος άνθρωπος, να του προσφέρεται τακτικά ψυχαγωγία, να εξασφαλίζεται η εβδομαδιαία του ανάπαυση και να του δίνονται ευκαιρίες να χρησιμοποιεί θετικά με ευπρέπεια, τον ελεύθερο χρόνο του. Επίσης: να συνδεθεί με τη μοίρα της χώρας του και με το γενικότερο καλό της ανθρωπότητας· να διδαχτεί και να παραδεχτεί ότι η «μηχανή», που τον «παραμερίζει», μπορεί κι' αυτή να βοηθήσει να συντελεσθεί με γοργότερο ρυθμό η πρόοδος του κόσμου, η μεγαλύτερη εξανθρώπιση του ανθρώπου. Εάν ο εργαζόμενος δεν αποκτήσει αυτή τη «συνείδηση», δεν έχομε κάνει τίποτε. Όσοι κερδίζουν από το μόχθο του είτε κεφαλαιούχοι είναι (άτομα, εταιρίες, τραστ κτλ.) είτε κράτη (στις σοσιαλιστικές πολιτείες το κράτος είναι ο εργοδότης) πρέπει να καταλάβουν και να αναγνωρίσουν ότι μονιμότερα κέρδη είναι μόνο εκείνα που πραγματοποιούνται με πιο ανθρώπινο τρόπο εργασίας. Το να «διατηρήσει» κανείς κάτι, έλεγαν οι Αρχαίοι, είναι δυσκολώτερο από το να το «αποκτήσει». Εύκολα πληθαίνουν τα κέρδη, αλλά κάποτε εξανεμίζονται όλα διαμιάς. Στο επίπεδο της υποκειμενικής ψυχολογικής πραγματικότητας εκείνο που θα μας επιβληθεί είναι να αξιοποιήσουμε καλύτερα τον παράγοντα: αγωγή. Να στραφούμε προς την οικογένεια, το σχολείο, τα όργανα της πολιτείας που διαπαιδαγωγούν τον άνθρωπο (τη δικαιοσύνη, τη διοίκηση, την εκκλησία κτλ.) και να αξιώσομε να διαφωτίσουν τους νέους τι θα πει επάγγελμα, ποιο είναι το ηθικό νόημα και ο κοινωνικός προορισμός του. – Στο κεφάλαιο αυτό πιστεύω ότι και ο καθένας μας μπορεί (με τις περιορισμένες, έστω, δυνάμεις του και στο στενό κύκλο των σχέσεών του) να βοηθήσει. Ιδίως όσοι από μας είναι γονείς. Όταν το μικρό παιδί, που έκθαμβο βλέπει να λάμπουν τα γαλόνια και τα παράσημα στη στολή των αξιωματικών ή παρακολουθεί με θαυμασμό τον πλούσιο γείτονα που έχει το ωραίο και ακριβό αυτοκίνητο, μας λέγει: «Θα γίνω στρατηγός, μητέρα». «Θα γίνω βιομήχανος, πατέρα». – θα πρέπει να του απαντούμε: «Να γίνεις, παιδί μου. Όλα τα επαγγέλματα είναι ανοιχτά μπροστά σου, αφού ζούμε σε μια κοινωνία που δεν προκαθορίζει τη θέση του κάθε μέλους της ανάλογα με την οικογενειακή του προέλευση. Δεν έχει όμως σημασία το τι θα γίνεις. Σημασία έχει αυτό που θα γίνεις να το αποκτήσεις με την ικανότητα και την αρετή σου. Και να το αγαπάς, να το τιμάς, να σου γεμίζει τη ζωή, να το χαίρεσαι με αυτή την εσωτερική χαρά που δίνει η σωστή σχέση του ανθρώπου με την κοινωνία. Εάν το επάγγελμα που θα κάνεις, ικανοποιεί μόνο τη ματαιοδοξία σου ή υπηρετεί μόνο το στενό υλικό συμφέρον σου, θα είσαι ένας άνθρωπος αποτυχημένος και δυστυχής». Και να του εξηγήσομε ότι υπάρχουν άνθρωποι δυστυχείς με πολλά παράσημα και ευτυχείς χωρίς παράσημα· ότι υπάρχουν άνθρωποι αποτυχημένοι μέσα στα πλούτη και επιτυχημένοι χωρίς πλούτη.
Ο καταμερισμός και η ειδίκευση
[...] Η εργασία, για να γίνεται γρηγορότερα και καλύτερα, έχει κατανεμηθεί σε μικρά κομμάτια και ο καθένας διεκπεραιώνει, συχνά εφ' όρου ζωής, το μικρό κομμάτι που του έλαχε. Έτσι, βέβαια, η προσπάθεια τυποποιείται. Και αν αυτό στην περιοχή της πρακτικής ενέργειας είναι επικίνδυνο, στην περιοχή του θεωρητικού στοχασμού γίνεται επικινδυνότατο. Η τυποποίηση αποτελεί άρνηση της προσωπικής ελευθερίας. Το ιδανικό του «στάνταρντ» μπορεί να είναι χρήσιμο στα βιομηχανικά προϊόντα. Αλλά ο άνθρωπος, τουλάχιστο ίσαμε τη στιγμή τούτη, δεν είναι βιομηχανικό προϊόν. Αργότερα, φυσικά, μπορεί να γίνει. Μπορεί να δημιουργηθούν απέραντα εκκολαπτήρια ανθρωπίνων υπάρξεων. Ο καταμερισμός, που είναι σήμερα το αναπόφευκτο, αύριο μεθαύριο μπορεί να γίνει η νέα μοίρα της ανθρώπινης τραγωδίας. Γιατί η τυποποίηση δεν είναι άσχετη, αν καλοκοιτάξει κανείς το θέμα, προς τον καταμερισμό. Όσο η ενέργεια περιορίζεται σε κλειστούς χώρους, τόσο και το πρόσωπο που ενεργεί μεταμορφώνεται σε ακούσιο όργανο, παύει να συμμετέχει συνειδητά στην προσπάθεια. Η επανάληψη σκοτώνει την ευδιαθεσία και η έλλειψη της ευδιαθεσίας μαραίνει τη φαντασία. Και δεν πρέπει να λησμονούμε πως η φαντασία, είτε εφαρμοσμένη στα πράγματα είτε όχι, είναι πολύτιμη μορφή της ελευθερίας. Ο μεγάλος κίνδυνος λοιπόν υπάρχει εκεί: ο άνθρωπος που επαναλαμβάνει σε μια ολόκληρη ζωή την ίδια κίνηση, που περιορίζει το οπτικό του πεδίο σε μια απειροελάχιστη μορφή ενέργειας, γίνεται πια και ο ίδιος ένας χώρος στεγανός, όπου ο ήλιος από άλλους κόσμους δεν βρίσκει τόπο να πέσει. Και αν αυτό συμβαίνει, με τόσο βλαπτικά αποτελέσματα, στην περιοχή της καθημερινής προσπάθειας, πολύ περισσότερο μπορεί να συμβαίνει, και με συνέπεια την απώλεια της συνείδησης των συνόλων, στην περιοχή της επιστημονικής προσπάθειας. Εκεί πια παίρνει τη μορφή αλγεινής περιπέτειας, που μόνο λίγοι, εξαιρετικά προικισμένοι, μπορούν, και κατά ένα ποσοστό, να την ξεφύγουν. Το ερώτημα τώρα έρχεται από μόνο του: υπάρχει τρόπος σωτηρίας ή όχι; Νομίζω πως άλλος τρόπος δεν μπορεί να υπάρξει έξω από τη διεύρυνση και την καλή χρησιμοποίηση του διαθέσιμου χρόνου. Ένας γιατρός δεν είναι πια σωστό, καθώς έχουν διαμορφωθεί τα πράγματα, να μην έχει ειδικευθεί σ' ένα κλάδο της επιστήμης του. Αλλά θαυμάσια μπορεί να χρησιμοποιεί το διαθέσιμο χρόνο του, για να κερδίζει και τη γενική επιστημονική γνώση, που θα καταστήσει και τη ειδίκευσή του αποτελεσματικότερη. Και η «ανθρώπινη βίδα» πρέπει στην άδεια της ώρα να ξεβιδώνεται όσο πληρέστερα μπορεί, αποβλέποντας στη γενική της καλλιέργεια, ώστε η ομοιομορφία της προσπάθειας να μην προκαλεί την ολοκληρωτική της τυποποίηση. [...] Η ειδίκευση, πρέπει να το πάρουμε απόφαση, δεν είναι μια υπόθεση που μπορεί ν' ανασταλεί ή να περιορισθεί. Όσο προχωρούν οι καιροί, τόσο περισσότερο η γνώση θα κατατεμαχίζεται. Εκείνο λοιπόν που χρειάζεται δεν είναι να την επιτιμούμε, αλλά να προσπαθούμε να την τοποθετήσουμε στον κανονικό χώρο, ώστε να μην αποσκεπάζει ολόκληρο τον άνθρωπο και ν' αφήνει κάποια περιθώρια καθολικότερης δραστηριότητας. Με τον όρο «περιθώρια» δεν εννοώ, φυσικά, την πάρεργη απασχόληση, αυτό που ονομάζει η εποχή μας «χόμπυ». Η πάρεργη απασχόληση σε μια μορφή τέχνης, ας θυμηθούμε τον Αϊνστάιν και το βιολί του, ή σ' ένα άθλημα δεν είναι αυτό που ζητεί η κοινή συνείδηση από το σύγχρονο ειδικό. Ένα «χόμπυ» είναι πολύ συνηθισμένη υπόθεση. Εδώ πρόκειται για κάτι ουσιαστικότερο: για μια μετακίνηση, για μια συμπλήρωση του κοσμοειδώλου που έχει συλλάβει ο ειδικός. Όταν το κοσμοείδωλο ευρυνθεί, και τα σύγχρονα προβλήματα θ' αντιμετωπισθούν γενναιότερα και αποτελεσματικότερα. Και θα επιτευχθεί το μεγάλο όνειρο της γενιάς μας: ο εξανθρωπισμός της επιστήμης. Και θα κατανοηθεί βαθύτερα, πόσο τα πάντα είναι ανωφέλευτα, αν δεν τα κατευθύνει η στοργή προς τον άνθρωπο. Ένας ειδικός αφιλοσόφητος, ανιστόρητος, ανίκανος να γευθεί τις εξαίσιες απολαύσεις της υψηλής καλλιτεχνικής δημιουργίας, ένας επαγγελματίας ειδικός, ακόμη και αν είναι από τη φύση του ο καλύτερος άνθρωπος του κόσμου, μεταμορφώνεται πολύ εύκολα σε πρόσωπο περιορισμένης ευθύνης, σ' ένα εργαλείο χρήσιμο στη μια περίσταση και βλαβερό, όχι άχρηστο μόνο, σε όλες τις άλλες περιστάσεις. Η μονομέρεια είναι μια αρρώστια κ' ένας κίνδυνος –και θανάσιμος κίνδυνος. Αλλά προβλέπω την αντιπαρατήρηση: «Είναι τόσες οι απαιτήσεις της εξειδίκευσης, ώστε δεν απομένει διαθέσιμος χρόνος». Αυτό θα μπορούσε να είναι βάσιμο μόνο στην περίπτωση του μεγαλοφυούς που βιδώνεται νυχτοήμερα στο ερευνητικό του εργαστήριο, αλλοτριωμένος από κάθε άλλη απασχόληση, κάθε χαρά της ζωής, κάθε, τόσο ανθρώπινη, επιτέλους, απόδραση, για να προσφέρει μέγιστες υπηρεσίες στην ανθρωπότητα. Τι να ζητήσει κανείς από αυτό το ιερό τέρας; Θα του επιτρέψει και ανιστόρητο και αφιλοσόφητο και αγεωγράφητο να είναι, προκειμένου να ευοδωθεί ο μεγάλος σκοπός, ν' απαλλαγούν οι άνθρωποι από μιαν αρρώστια ή να επιτύχουν μια φαντασμαγορική άνοδο του πολιτισμικού επιπέδου των. Όταν μιλούμε για τον ειδικό, δεν εννοούμε τις εξαιρέσεις που συμβαίνει πολύ συχνά να μας ξαφνιάζουν και με την όλη πνευματική τους προσωπικότητα. Εννοούμε το μέσο όρο, την καθημερινή παρουσία, αυτή την επιστήμη και την τεχνολογία της κάθε στιγμής. Εννοούμε κυριότατα ένα γενικό τρόπο συμπεριφοράς προς τις καθολικές και αναντικατάστατες αξίες της πνευματικής ζωής. Εννοούμε αυτή την περιφρόνηση που κάθε μέρα και γοργότερα απλώνεται προς κάθε τι που δεν είναι το άμεσο έργο, το τυπικό επάγγελμα και η υλική του απόδοση. Την αυταρέσκεια των πρακτικών ανθρώπων και την αυτεπάρκεια, τη βδελυρή χρησιμοποίηση του διαθέσιμου χρόνου, αυτή την ασυλλόγιστη σπατάλη που φτωχαίνει και αδειάζει τις ψυχές, που στερφεύει1 τα πνεύματα. Το ουσιωδέστερο είναι να μην παύουμε να συλλογιζόμαστε τον άνθρωπο. Ο κόσμος μας, είπε στα 1955 ο Οππενχάιμερ,2 είναι «ένας κόσμος όπου ο καθένας μας, γνωρίζοντας τα όριά του –τον κίνδυνο να είναι επιπόλαιος και τον πειρασμό να είναι κουρασμένος– πρέπει ν' αρπαχθεί από ό,τι τον περιβάλλει, από ό,τι γνωρίζει, από ό,τι μπορεί να κάμει, από τους φίλους του, από την αγάπη του, γιατί αλλιώς θα χαθεί μέσα στην παγκόσμια σύγχυση και δεν θα ξέρει πια τίποτε και δεν θ' αγαπά πια τίποτε».
Η κατεργασία των δερμάτων (βυρσοδεψία) θεωρείται από τις αρχαιότερες τέχνες, γνωστή σε πολλά μέρη του κόσμου. Οι συγγραφείς των κλασικών χρόνων κάνουν λόγο πολλές φορές γι' αυτή, δίνοντας πληροφορίες για τις μεθόδους που χρησιμοποιούνταν τότε. Μεγάλη άνθηση έχουμε και στα βυζαντινά χρόνια, οπότε ήταν μεγάλη η χρήση των δερμάτων στο στρατό (ένδυση, υπόδηση), την οικοσυσκευή κ.ά. Κατά τους νεότερους χρόνους σπουδαία βυρσοδεψικά κέντρα με μεγάλα ταμπάκικα ήταν η Αθήνα, η Θεσσαλονίκη, τα Γιάννενα, η Λάρισα, η Άμφισσα, η Σάμος, η Σύρος και άλλες πόλεις. Τα ταμπάκικα, όπως έλεγαν οι παλιότεροι τα βυρσοδεψεία, ήταν εργαστήρια εγκατεστημένα δίπλα σε ποτάμια ή όπου υπήρχε νερό, στα οποία κατεργάζονταν «ωμά» δέρματα διάφορων ζώων, από τα οποία έφτιαχναν στη συνέχεια παπούτσια, τσάντες, σαμάρια, τσαρούχια, ζακέτες και πολλά άλλα. Τα πιο συνηθισμένα δέρματα που χρησιμοποιούσε ο ταμπάκης ήταν του βοδιού, του γουρουνιού, της αγελάδας, του βουβαλιού, του αλόγου και των αιγοπροβάτων. Τα χοιρινά και τα βοδινά προορίζονταν κυρίως για τσαρούχια, για πάτους και σόλες παπουτσιών και για γκέμια αλόγων. Τα γίδινα και τα πρόβεια προορίζονταν για γιλέκα, για φόδρες στο εσωτερικό των παπουτσιών, για σαμάρια κ.ά. Η δουλειά του ταμπάκη ήταν δύσκολη και ανθυγιεινή. Όλη μέρα στη βρώμα και στη δυσωδία του «σάπιου» δέρματος. Η πρώτη του δουλειά ήταν να βρει τα δέρματα. Η καλύτερη εποχή αγοράς των δερμάτων ήταν ο μήνας Οκτώβριος, γιατί μετά άρχιζαν οι βροχές και τότε τα δέρματα στέγνωναν δύσκολα. Γύριζε, λοιπόν, όλη τη μέρα στα χωριά για να βρει δέρματα, να κάνει τη συμφωνία αγοράς κι έπειτα ν' αρχίζει να τα συγκεντρώνει. Όταν τελείωνε μ' όλα αυτά άρχιζε το πρώτο στάδιο της επεξεργασίας τους, που διαρκούσε 20 ημέρες περίπου. Πρώτα τα αλάτιζε και στη συνέχεια τα αποξήραινε, για να συντηρηθούν. Έπειτα τ' άφηνε για λίγες μέρες βυθισμένα μέσα σε γούρνες με νερό και διάλυμα καυστικής ποτάσας, για να φύγουν οι πολλές βρωμιές και να μαλακώσουν. Μετά τα έβγαζε απ' τις γούρνες και τα άπλωνε τεντωμένα σ' ένα ειδικό πλαίσιο και μ' ένα μαχαίρι τα έξυνε με προσοχή, για να αφαιρεθούν τα υπολείμματα κρέατος και λίπους. Στη συνέχεια τα έβαζε μέσα σε λακκούβες βάθους ενός μέτρου περίπου, γεμάτες με νερό και ασβέστη (ασβεσταριές ή ασβεστερά), όπου παρέμεναν 5 – 8 ημέρες. Εκεί γινόταν η αποτρίχωση· μαλάκωνε τελείως το δέρμα, άνοιγαν οι πόροι του κι έβγαινε εύκολα το τρίχωμα. Η αποτρίχωση μιας παρτίδας δερμάτων διαρκούσε 3 – 5 ημέρες. Το μάδημα γινόταν με τα χέρια καλά λαδωμένα, για να μη ματώνουν. Τη δουλειά αυτή την έκαναν συνήθως γυναίκες, που λέγονταν «μαδήστρες». Η αμοιβή τους ήταν οι «ταμπακότριχες» της κατσίκας και το «ταμπακόμαλλο» του προβάτου από τα οποία έφτιαχναν δέρματα για τα σαμάρια (σαμαρόσκουτα) και δεύτερης κατηγορίας υφάσματα. Οι τρίχες όμως χρησιμοποιούνταν και ως οικοδομικό υλικό, για την κατασκευή βουρτσών, σχοινιών κλπ. Ύστερα έβαζαν τα αποτριχωμένα δέρματα μέσα σε ξύλινες σκάφες, γεμάτες με περιττώματα (ακαθαρσίες) σκύλων (σαμάς) διαλυμένα σε χλιαρό νερό, που είχαν την ιδιότητα να απομακρύνουν τον ασβέστη απ' τα δέρματα, να τα λιπαίνουν και τα να κάνουν ελαστικά και ευκολοδούλευτα. Εδώ παρέμεναν 2 – 3 ημέρες. Μετά τα έπλεναν με άφθονο νερό, γιατί ο «σαμάς» είναι διαβρωτικός και μπορούσε να τα διαλύσει. Έτσι ολοκληρωνόταν το πρώτο στάδιο. Αμέσως μετά άρχιζε το δεύτερο στάδιο της κατεργασίας, η δέψη, που διαρκούσε 15 μέρες περίπου. Η δέψη σταματούσε τη σήψη του δέρματος και το έδινε αντοχή. Η δέψη ήταν η πιο δύσκολη δουλειά. Οι παραδοσιακές μέθοδοι δέψης είναι η φυτική κατεργασία με τανίνη ή με λίπη και έλαια. Τα φυτικά υλικά που χρησιμοποιούσαν στη δέψη και περιείχαν μεγάλη ποσότητα τανίνης ήταν το καπάκι απ' το βελανίδι, τα φύλλα απ' το σχίνο, ο φλοιός του πεύκου και της καστανιάς, η ρίζα του πουρναριού, φύλλα άλλων φυτών κλπ. Αυτά τα τρίβανε σε κατάλληλους μύλους με χειροκίνητα λιθάρια και τα διέλυαν σε ζεστό νερό μέσα σε λίμπες. Άφηναν το νερό να κρυώσει κι ύστερα έριχναν μέσα τα δέρματα. Τα άφηναν έτσι λίγες ημέρες κι έπειτα τα καθάριζαν πάλι, τα στέγνωναν, τα λάδωναν και με ειδικούς κυλίνδρους τα σιδέρωναν. Ήταν το τελευταίο στάδιο, η μετάδεψη, όπου τα δέρματα γυαλισμένα, βαμμένα και σιδερωμένα έπαιρναν την τελική τους μορφή. Έτσι πουλιόταν στους τσαγκάρηδες, τους σαμαράδες, τους τσαρουχάδες και στους άλλους εμπόρους. Σήμερα όλα έχουν αλλάξει. Με τη βοήθεια της χημείας και των ηλεκτρονικών μηχανημάτων οι διαδικασίες έχουν απλουστευθεί και συντομευθεί.
Ένα φάντασμα πλανιέται πάνω από την Ελλάδα: το Χρηματιστήριο. Μάλλον ένα υλικότατο φάσμα, που προκαλεί φρενίτιδα στις μάζες των επενδυτών. Προτού καταλαγιάσει ο κοπετός για τα τζακ ποτ του ΛΟΤΤΟ και του ΠΡΟΤΟ, το πανελλήνιο είχε μάθει να ζει με κωδικούς, ΑΧΕ, ΕΛΔΕ, ΑΕΔΑΚ, καζινόχαρτα, φούσκες και οχτάρια. Το υλικότατο, σαγηνευτικό φάσμα του κέρδους εξαφανίζει τις διαφορές πόλης – υπαίθρου, ταπεινώνει τις ταξικές ανισότητες, εξομοιώνει και ομογενοποιεί. Οι «Αθηναίοι» επενδυτές, που καταφθάνουν στα παραθεριστικά κέντρα οπλισμένοι με κινητό και κωδικό συναλλαγών, για να σπάσουν το φράγμα των 5.000 μονάδων, ανακαλύπτουν ότι δεν είναι μόνοι. Σύμπασα η αγνή ελληνική επαρχία αγωνίζεται κι αυτή να εκτοξεύσει τον Άγιο Δείκτη σε νέα ιστορικά υψηλά επίπεδα. Πρόκειται για παλλαϊκή συστράτευση. Στον αγώνα μετέχουν εστιάτορες, ρουματζήδες, υπάλληλοι του ΙΚΑ, λιμενοφύλακες, σερβιτόροι, εργολάβοι, πωλητές σουβενίρ, Πολωνέζες οικιακοί βοηθοί και Αλβανοί μπακαλόγατοι – χωρίς καμιά υπερβολή. Οι βιοπαλαιστές των επενδύσεων, οι σημερινοί πρωταγωνιστές του λαϊκού καπιταλισμού, δεν χρειάζονται ειδικούς συμβούλους, ειδικές γνώσεις. Ο φούρναρης των Εξαρχείων, ο καφετζής της Μυκόνου, οι άπληστοι διασπορείς των ειδικών στηλών, γνωμοδοτούν, ζυγίζουν, προτείνουν, καθοδηγούν. Οι επιφυλάξεις των οικονομολόγων και η σοβαρή αρθρογραφία αγνοούνται, όταν δε χλευάζονται. Η ιστορία με τις ολλανδικές τουλίπες του 17ου αι., τα κραχ της Φιλαδέλφειας και της Ν. Υόρκης, ο κυκλικός χαρακτήρας των κρίσεων και η στοιχειώδης αλήθεια «όταν κάποιος κερδίζει, κάποιος άλλος χάνει» δεν πτοούν τη φυλή των νεοφώτιστων επενδυτών-τζογαδόρων. Η έφοδος στα κέρδη είναι πια ένας Τζιχάντ, ακήρυκτος ιερός πόλεμος, υπεράνω όλων. Αυτή ακριβώς η φανατική συμπεριφορά είναι το πιο αξιοσημείωτο στοιχείο, αυτή η συμπτωματολογία με τα έντονα χαρακτηριστικά παθογένειας. Πίσω από τον ζήλο των νέων επενδυτών εύκολα διακρίνονται οι άλογες συμπεριφορές, οι ιδεοληψίες και τα «μάγια» του οποιουδήποτε τζογαδόρου. Η νοικοκυρά, που «παίζει» Folli-Follie, Chipita και καλλυντικά Παπαέλληνα και Σαράντη, εξηγεί ότι προτιμά αυτά τα χαρτιά επειδή τυχαίνει να της είναι γνωστά τα προϊόντα των εταιρειών. Ο οδηγός ταξί πουλάει το μερίδιο του στο αυτοκίνητο για να αποκτήσει «ρευστότητα» και ο χαμηλόμισθος δημόσιος υπάλληλος παίρνει καταναλωτικό δάνειο για τον ίδιο λόγο. Πού επενδύουν όλοι αυτοί οι άνθρωποι της διπλανής πόρτας; Προφανώς δεν επενδύουν στην ανάπτυξη της οικονομίας εν γένει. Οι μακροοικονομικοί δείκτες, οι διαπλοκές της πολιτικής με την οικονομία, η ΟΝΕ, τα επιτόκια της FED και οι χρησμοί του Γκρίνσπαν, τους αφήνουν παντελώς αδιάφορους. Το κίνητρο είναι απλό: το γρήγορο, άκοπο κέδρος. Θεμελιώδης αρχή: κανείς δεν πλούτισε διά της εργασίας. Κι όταν ολόγυρα στήνονται χοροί δισεκατομμυρίων, όλοι θέλουν να αγγίξουν το μέλι. Ποιος, λοιπόν, θα συγκεντρωθεί στην εργασία του, στο μεροκάματο ή το μικρομάγαζο, όταν βλέπει ότι το «παίξιμο» μπορεί να αποδώσει σ' ένα χρόνο τα κέρδη ολόκληρης ζωής; Ο καζινο-καπιταλισμός υποσκάπτει τα θεμέλια του συσσωρευτικού καπιταλισμού, διασαλεύει το εργασιακό ήθος, μετατοπίζει το σύστημα αξιών σε νέα, πρωτόγνωρα πεδία. Τώρα κάθε πικραμένος βιοπαλαιστής δικαιούται να βλέπει τον εαυτό του σαν πρωτεϊκό καπιταλιστή, που κερδοσκοπεί με χαρτιά, με άυλες αξίες, με μεταφορές και αλληγορίες πραγματικού χρήματος. Η εργασία δεν παράγει υπεραξίες· τον πλούτο τον φέρνει ο τζόγος, το ρίσκο, η «έξυπνη» τοποθέτηση. Η μετατόπιση από την εργασία στο παιχνίδι των επενδύσεων συνιστά εννοιακή και ψυχική ρήξη. Ο μικροεπιχειρηματίας δεν επιθυμεί να βελτιώσει τη δουλειά του, να επανεπενδύσει τα κέρδη του, να «ματώσει» για να μεγαλώσει. Ο επαγγελματίας δεν έχει κίνητρα για να βελτιωθεί στην ειδικότητά του, να επιμορφωθεί, να εντείνει τις προσπάθειές του· ακόμη και το μπόνους ή μια αύξηση ωχριούν μπροστά σε αποδόσεις 70% και άνω, που προσφέρει το Χρηματιστήριο. Βρισκόμαστε ενώπιον μιας τρομερής επιτάχυνσης βιορρυθμών, όπου ο άνθρωπος της εργασίας μεταβάλλεται ακαριαία σε άνθρωπο της άυλης οικονομίας, σε κυνηγό της κυκλοφορίας χρήματος. Οι παραδοσιακές αξίες υποχωρούν ή καταρρέουν: το να χτίσεις σπίτι, να παντρέψεις κόρη, να σπουδάσεις παιδί, να γράψεις βιβλίο... Η γραμμική ανοδική πορεία, η κοπιώδης ανηφόρα της ζωής, με τα ορόσημα της γνώσης, του νοικοκυριού, της δύσκολα αποκτημένης υπόληψης, υποκαθίστανται από τον γρήγορο πλούτο, την αξιολόγηση βάσει του «έχειν». Δεν ισχυριζόμαστε ότι οι παραδοσιακές αξίες είναι πάντα οι καλύτερες. Οι κοινωνίες προχωρούν, αναθεωρώντας και ανασκευάζοντας. Στην εξεταζόμενη περίπτωση όμως κρίνονται οι απότομες μεταβάσεις, τα άλματα στο πουθενά, ο φενακισμός, ο ζηλωτισμός των νεοφώτιστων, η απληστία και ο φθόνος που δηλητηριάζουν το κοινωνικό σώμα. Παρατηρούμε κυρίως τον παραδομό στη φενάκη και διαβλέπουμε τις τρομερές ψυχικές συνέπειες της οποιασδήποτε αναποδιάς –ανάλογες με την κατάρρευση των αλβανικών πυραμίδων. Η υπερεπένδυση και η τυφλή προσδοκία οδηγούν σχεδόν πάντα στην οδυνηρή διάψευση, στη ματαίωση. Μετά τη μέθη του τζόγου ποιος θα επιστρέψει ατσαλάκωτος στη δουλειά του; Οι ολίγοι κερδισμένοι, σίγουρα όχι. Αυτοί θα επενδύσουν παραγωγικά τα κέρδη τους σε Jeep Wrangler, αδαμαντοκόλλητα ρολόγια και βιλίτσες. Και οι πολλοί χαμένοι, με πικρό στόμα και άδειες τσέπες, θα προσπαθήσουν απλούστατα να ρεφάρουν. Κι όταν δεν ρεφάρουν, θα ξαναγυρίσουν λειψοί, οιονεί ηττημένοι, στη δουλειά τους, πιο ανόρεχτοι από ποτέ, ξεχειλίζοντας πίκρα και φθόνο για τους άλλους, τους τυχερούς. Σε καμία περίπτωση, πάντως, δεν θα πιστεύουν στην αξία της εργασίας τους, στην αξία των χεριών και του μυαλού τους. Οι ώριμες οικονομίες, που έχουν περάσει τι δική μας φάση της bull market,2 ίσως τα έχουν λύσει τα ψυχοκοινωνικά που περιγράφουμε. Εμείς να δούμε πώς θα το ξεπεράσουμε όταν μετά από 12 – 18 μήνες η ξέφρενη bull market καταλαγιάσει και γίνει ώριμη.
Εργασιακή καταπίεση στην ψηφιακή εποχή
Η επιστράτευση της τεχνολογίας επιφέρει τα πρώτα ψηφιακά στρατόπεδα εργασίας
Στις αρχές του περασμένου Αυγούστου, ο γιατρός Γιώργος Μπούλος, που ζει και εργάζεται στο Λονδίνο, δέχτηκε στο γραφείο του τρεις ασυνήθιστους επισκέπτες. Ο Γκραντ Φόστερ, ο Ντάρε Ουέν και ο Κέβιν Ουόρικ, όλοι τους μέλη του τμήματος κυβερνητικής του πανεπιστημίου του Ρέντιγκ, είχαν συστηθεί με την καθιερωμένη βρετανική ευγένεια, προτού ρωτήσουν τον Έλληνα γιατρό εάν θα αναλάμβανε να εμφυτεύσει στο μπράτσο ενός από αυτών ένα... μικροτσίπ. Στην αναμενόμενη δυσπιστία του δρ. Μπούλου, οι τρεις ερευνητές αντιπρότειναν ένα ντοσιέ χιλίων περίπου σελίδων, το οποίο εξηγούσε λεπτομερώς το επιστημονικό τους πείραμα. Ένα μικροτσίπ 64 bit και ένας μικρός ηλεκτρομαγνήτης, συνολικών διαστάσεων 2,3 Χ 0,3 εκ., θα εμφυτευόταν στο αριστερό μπράτσο του καθηγητή Ουόρικ. Παρόμοια μικροτσίπ, τοποθετημένα σε συγκεκριμένα σημεία στο κτίριο του τμήματος κυβερνητικής του πανεπιστημίου του Ρέντιγκ, θα μπορούσαν να βρίσκονται σε συνεχή επικοινωνία με το σώμα του καθηγητή Ουόρικ, κατά την παραμονή του στο κτίριο. Ο σκοπός της έρευνας ήταν να μελετηθούν οι τεχνικές παράμετροι της ηλεκτρομαγνητικής επικοινωνίας μεμονωμένων μικροϋπολογιστών, καθώς και οι πιθανές επιπτώσεις παρόμοιων συστημάτων στο εργασιακό περιβάλλον. Ο δρ. Μπούλος συμφώνησε και το πρωί της 25ης Αυγούστου οι συρόμενες πόρτες του κτιρίου κυβερνητικής του Ρέντιγκ άνοιξαν μπροστά στον Κέβιν Ουόρικ, ενώ η φωνή του υπολογιστή τον καλημέρισε από τα μεγάφωνα της εισόδου: «Καλωσορίσατε καθηγητά Ουόρικ». Το ασανσέρ κλήθηκε αυτομάτως και καλημέρισε κι εκείνο τον Ουόρικ, ο οποίος δεν χρειάστηκε να πατήσει το κουμπί του ορόφου στον οποίο ήθελε να μεταβεί. Ο κεντρικός υπολογιστής γνώριζε ότι το γραφείο του δρ. Ουόρικ βρίσκεται στον 8ο όροφο. Φτάνοντας στην πόρτα του γραφείου του, ο Ουόρικ χρειάστηκε απλά να πλησιάσει το χέρι του στο φωτοκύτταρο της εισόδου ώστε να την ξεκλειδώσει. Μπαίνοντας μέσα, βρήκε τα φώτα ανοιχτά στην ένταση που προτιμά, τη θερμοκρασία του δωματίου στους 22 βαθμούς, τις κουρτίνες τραβηγμένες και τον υπολογιστή του να έχει ήδη φορτώσει τα μηνύματα του ηλεκτρονικού ταχυδρομείου. [...]
Άραγε κινδυνεύουμε;
Η συστηματική επιστράτευση της ψηφιακής τεχνολογίας στην υπηρεσία της αύξησης της εργασιακής αποδοτικότητας έχει ήδη επιφέρει τα πρώτα ψηφιακά στρατόπεδα εργασίας. Οι εργαζόμενοι έχουν καρφιτσωμένη στο πέτο του σακακιού τους μία πλαστικοποιημένη ταυτότητα, μέσα στην οποία βρίσκεται ενσωματωμένος ένας ψηφιακός πομπός. Η ακριβής ώρα άφιξης και αναχώρησης του κάθε εργαζόμενου καταγράφεται από τα φωτοκύτταρα της εισόδου του γραφείου. Παρόμοια φωτοκύτταρα καταγράφουν τον ακριβή χρόνο παραμονής του υπαλλήλου σε κάθε δωμάτιο του εργασιακού χώρου ξεχωριστά, συμπεριλαμβανομένης και της τουαλέτας. Τα τηλέφωνα παρακολουθούνται ολόκληρο το εικοσιτετράωρο από λογισμικά καταγραφής των αριθμών κλήσης. Έτσι, ο εργοδότης γνωρίζει εάν και πόσο συχνά ένας υπάλληλος χρησιμοποιεί το τηλέφωνο για εξωεργασιακούς λόγους. Οι υπολογιστές ενεργούν κι αυτοί ως μηχανές καταχώρησης εργασιακών πρακτικών των εργαζομένων. Προγράμματα παρακολούθησης που διατίθενται στην αγορά, διαθέτουν τη δυνατότητα καταγραφής των επιμέρους πλήκτρων του υπολογιστή που πατάει ο κάθε υπάλληλος. Κατ' αυτόν τον τρόπο, ο εργοδότης έχει τη δυνατότητα να εποπτεύει ηλεκτρονικά, όχι μόνο τι πληκτρολογεί ανά πάσα στιγμή ο κάθε υπάλληλος, αλλά και πόσο γρήγορα πληκτρολογεί. Στις Ηνωμένες Πολιτείες έχουν αναφερθεί περιπτώσεις όπου υπάλληλοι απολύθηκαν διότι δεν κατόρθωσαν να πληκτρολογήσουν τον ποθητό αριθμό των 120.000 πλήκτρων ανά ώρα, όπως αναφερόταν στο συμβόλαιο τους. Πειράματα σαν κι εκείνο του καθηγητή Ουόρικ προσφέρουν στο σύγχρονο εργαζόμενο τον άμεσο έλεγχο των ηλεκτρικών και ηλεκτρονικών εξαρτημάτων του εργασιακού του περιβάλλοντος, όπως –παραδείγματος χάριν– το φως, η θέρμανση, το ασανσέρ και τα συρτάρια του γραφείου του. Η απλόχερη αυτή άνεση όμως συνοδεύεται από ένα βαρύ τίμημα: Ο εργαζόμενος παραδίδει τον άμεσο και καθολικό έλεγχο του εαυτού του στον εργοδότη του. Οι χρήσεις και καταχρήσεις της ψηφιακής τεχνολογίας στον εργασιακό χώρο, καθώς και ο τρόπος με τον οποίο αυτές αναμένεται να στιγματίσουν τη σχέση μεταξύ εργοδοτών και εργαζομένων στον 21ο αιώνα, δεν πρόκειται να περιοριστούν σε συγκεκριμένες μορφές εργασίας. Συστήματα ψηφιακής εργασιακής επιτήρησης μπορούν να εφαρμοστούν το ίδιο αποδοτικά σε ένα εργοστάσιο παραγωγής λαμαρίνας όσο και σε ένα μοντέρνο διαφημιστικό γραφείο. Ταυτόχρονα, η ευελιξία της ψηφιακής τεχνολογίας επιτρέπει την επιτήρηση ολόκληρης της πυραμίδας της εργασιακής ιεραρχίας, από τις καθαρίστριες έως και τους ακριβοπληρωμένους υπεύθυνους μάρκετιγκ. Ίσως το πιο ανησυχητικό απ' όλα είναι πως η ολοκληρωτική έλλειψη νομικού πλαισίου προστασίας των εργαζομένων από την ψηφιακή καταπίεση, αφήνει ως μοναδικό υπερασπιστή των τελευταίων τα οργανωμένα εργασιακά σωματεία που –δυστυχώς– οκνηρούν μπροστά στις απαιτήσεις των εργασιακών διεκδικήσεων της ψηφιακής εποχής.
|