Το γέλιο | ||
Χιούμορ και πνεύμα (1) (2) (3) (4) «Το όνομα του Ρόδου» (αποσπάσματα)
Τι σημαίνει το γέλιο; Τι υπάρχει στο βάθος του αστείου; Τι κοινό μπορούμε να βρούμε σ' ένα μορφασμό γελωτοποιού, σ' ένα λογοπαίγνιο, σε μια παρεξήγηση του ελαφρού θεάτρου, σε μια σκηνή λεπτής κωμωδίας; Ποια διύλιση1 θα μας δώσει την ίδια πάντα ουσία, στην οποία τόσα διαφορετικά προϊόντα δανείζουν τη διακριτική τους οσμή ή το λεπτεπίλεπτο άρωμά τους; Από την εποχή του Αριστοτέλη, οι μεγαλύτεροι στοχαστές καταπιάστηκαν με το μικρό αυτό πρόβλημα που πάντα διαφεύγει όταν προσπαθούμε να το αντιμετωπίσουμε, ξεγλιστρά, ξεφεύγει, ξανασηκώνεται όρθιο, αυθάδης πρόκληση στο φιλοσοφικό στοχασμό. [...] Θα παρουσιάσουμε κατ' αρχάς τρεις παρατηρήσεις που θεωρούμε θεμελιώδεις. Αναφέρονται λιγότερο στο κωμικό καθαυτό και περισσότερο στο μέρος στο οποίο πρέπει να το αναζητήσουμε. Ιδού το πρώτο σημείο στο οποίο θα επιστήσουμε την προσοχή. Δεν υπάρχει κωμικό έξω από το κυριολεκτικά ανθρώπινο. Ένα τοπίο θα είναι πιθανόν ωραίο, χαριτωμένο, υπέροχο, ασήμαντο ή άσχημο· δεν θα είναι ποτέ αστείο. Θα γελάσουμε μ' ένα ζώο, αλλά επειδή θα το συλλάβουμε σε ανθρώπινη στάση ή με ανθρώπινη έκφραση. Θα γελάσουμε μ' ένα καπέλο· μα αυτό που περιγελάμε τότε δεν θα είναι ο κετσές2 ή η ψάθα, αλλά η μορφή που τους έχουν δώσει οι άνθρωποι, η ανθρώπινη ιδιοτροπία που αποτέλεσε το καλούπι του. Πώς ένα γεγονός τόσο σημαντικό στην απλότητά του δεν έχει τραβήξει περισσότερο την προσοχή των φιλοσόφων; Πολλοί έχουν ορίσει τον άνθρωπο ως «το ζώο που ξέρει να γελά». Θα μπορούσαν κάλλιστα να τον ορίσουν ως το ζώο που προκαλεί το γέλιο, γιατί, αν ένα άλλο ζώο ή άψυχο αντικείμενο κατορθώνει να προκαλεί το γέλιο, το κάνει μέσα από την ομοιότητά του με τον άνθρωπο, με το σημάδι με το οποίο το σφραγίζει ο άνθρωπος ή με τη χρήση που του κάνει ο άνθρωπος. Ας επισημάνουμε τώρα, σαν σύμπτωμα όχι λιγότερο αξιοπαρατήρητο, την αναισθησία που συνοδεύει κατά κανόνα το γέλιο. Φαίνεται ότι το κωμικό μπορεί να παραγάγει τη δόνησή του μόνο αν πέσει πάνω σε μια πολύ ήρεμη, πολύ ενιαία επιφάνεια ψυχής. Το φυσικό του περιβάλλον είναι η αδιαφορία. Το γέλιο δεν έχει εχθρό μεγαλύτερο από τη συγκίνηση. Δεν εννοώ ότι θα μας ήταν αδύνατον να γελάσουμε μ' ένα πρόσωπο που μας εμπνέει, λόγου χάρη, οίκτο ή στοργή: μόνο ότι τότε, για μερικές στιγμές, θα πρέπει να λησμονήσουμε αυτή τη στοργή, να σιγάσουμε αυτό τον οίκτο. Σε μια κοινωνία καθαρών νοήσεων οι άνθρωποι πιθανόν πια δεν θα έκλαιγαν, μα ίσως να γελούσαν ενώ ψυχές μονίμως ευαίσθητες, συντονισμένες με τη ζωή, στις οποίες το κάθε συμβάν θα έδινε και συναισθηματικές αντηχήσεις, δεν θα γνώριζαν ούτε θα καταλάβαιναν το γέλιο. Δοκιμάστε για μια στιγμή να ενδιαφερθείτε για όλα όσα λέγονται και για όλα όσα γίνονται, ενεργήστε, στη φαντασία σας, μαζί μ' αυτούς που ενεργούν, νιώστε μαζί μ' αυτούς που νιώθουν, αφήστε επιτέλους τη συμπόνια σας ν' ανθίσει όσο γίνεται πιο πλατιά: σαν μ' ένα χτύπημα με το μαγικό ραβδάκι θα δείτε τα πιο ελαφρά αντικείμενα ν' αποκτούν βάρος κι όλα τα πράγματα να παίρνουν μια χροιά σοβαρότητας. Αποσπαστείτε τώρα από τα πράγματα, παρακολουθήστε τη ζωή σαν αδιάφορος θεατής: πολλά δράματα θα μετατραπούν σε κωμωδία. Μέσα σε μια αίθουσα στην οποία χορεύουν άνθρωποι, αρκεί να κλείσουμε τ' αυτιά στη μουσική για να μας φανούν αμέσως γελοίοι οι χορευτές. Πόσες ανθρώπινες πράξεις θα μπορούσαν ν' αντισταθούν σε μια τέτοια δοκιμασία; Και μήπως δεν θα βλέπαμε πολλές απ' αυτές να μετατρέπονται αμέσως από σοβαρές σε ευτράπελες,3 αν τις απομονώναμε από τη μουσική του συναισθήματος που τις συνοδεύει; Το κωμικό λοιπόν απαιτεί, εντέλει, για να κάνει όλη του την εντύπωση, κάτι σαν στιγμιαία αναισθησία της καρδιάς. Απευθύνεται στην καθαρή νόηση. Μόνο που η νόηση αυτή οφείλει να μένει σε επαφή με άλλες νοήσεις. Ιδού το τρίτο γεγονός στο οποίο θα θελήσουμε να επιστήσουμε την προσοχή. Δεν θ' απολαμβάναμε το κωμικό αν νιώθαμε απομονωμένοι. Φαίνεται ότι το γέλιο έχει ανάγκη από αντίλαλο. Ακούστε το καλά: δεν είναι ήχος έναρθρος, καθαρός, τελειωμένος· είναι κάτι που θα ήθελε να επιμηκυνθεί αντηχώντας σιγά-σιγά, κάτι που αρχίζει με λάμψη και συνεχίζεται με κατρακυλίσματα, όπως η βροντή στο βουνό. Κι ωστόσο η αντήχηση αυτή δεν πρέπει να συνεχίζεται επ' άπειρον. Μπορεί να κινείται μέσα σ' έναν κύκλο όσο θέλουμε πλατύ· ο κύκλος δεν θα πάψει να είναι κλειστός. Το γέλιο μας είναι πάντα το γέλιο μιας ομάδας. Σας έχει πιθανόν συμβεί, σ' ένα βαγόνι τρένου ή σ' ένα οργανωμένο γεύμα, ν' ακούτε ταξιδιώτες να διηγούνται ιστορίες που θα πρέπει να είναι γι' αυτούς κωμικές, αφού τους κάνουν να γελούν με την καρδιά τους. Θα γελούσατε σαν κι αυτούς αν ήσασταν στη συντροφιά τους. Αλλά αφού δεν είστε, δεν έχετε καμία επιθυμία να γελάσετε. Ένας άνθρωπος που τον ρώτησαν γιατί δεν έκλαιγε σ' ένα κήρυγμα στο οποίο όλοι έχυναν άφθονα δάκρυα αποκρίθηκε: «Δεν είμαι απ' αυτή τη ενορία». Ό,τι σκέφτηκε ο άνθρωπος αυτός για τα δάκρυα θ' αλήθευε ακόμα περισσότερο για το γέλιο. Όσο ειλικρινές κι αν υποθέτουμε πως είναι, το γέλιο κρύβει μια υστερόβουλη συνεννόηση, σχεδόν συνενοχή θα έλεγα, με άλλους πραγματικούς ή κατά φαντασίαν γελώντες. Πόσες φορές δεν έχουν πει ότι ο θεατής στο θέατρο γελά τόσο περισσότερο, όσο πιο γεμάτη είναι η αίθουσα; Πόσες φορές δεν έχουν επισημάνει, από την άλλη μεριά, ότι πολλές κωμικές εντυπώσεις είναι αμετάφραστες από τη μια γλώσσα στην άλλη, ότι συνεπώς σχετίζονται με τα ήθη και τις ιδέες μιας επιμέρους κοινωνίας; Αλλά επειδή ακριβώς δεν έχουν καταλάβει τη σημασία του διπλού αυτού γεγονότος, είδαν το κωμικό σαν ένα απλό αξιοπερίεργο, με το οποίο το πνεύμα διασκεδάζει, και το ίδιο το γέλιο σαν ένα φαινόμενο παράξενο, μεμονωμένο, δίχως καμία σχέση με τις υπόλοιπες ανθρώπινες δραστηριότητες. Εξ ου και αυτοί οι ορισμοί, που τείνουν να κάνουν το κωμικό μια σχέση αφηρημένη, την οποία αντιλαμβάνεται το πνεύμα ανάμεσα στις ιδέες, «διανοητική αντίθεση», «αισθητό παραλογισμό» κτλ., ορισμοί οι οποίοι, και αν ακόμα ταίριαζαν πραγματικά σ' όλες τις μορφές του κωμικού, δεν θα εξηγούσαν καθόλου γιατί το κωμικό μάς κάνει να γελάμε. Πράγματι, γιατί αυτή η συγκεκριμένη λογική σχέση, μόλις την αντιληφθούμε, μας κάνει να συσφιχτούμε, να φουσκώσουμε, μας τραντάζει, ενώ όλες οι άλλες αφήνουν το κορμί μας αδιάφορο; Δεν πρέπει να προσεγγίσουμε το πρόβλημα απ' αυτή την πλευρά. Για να καταλάβουμε το γέλιο, πρέπει να το τοποθετήσουμε στο φυσικό του περιβάλλον, που είναι η κοινωνία· πρέπει προπάντων να καθορίσουμε τη χρήσιμη λειτουργία του, που είναι μια κοινωνική λειτουργία. Τέτοια θα είναι, ας το πούμε από τώρα, η κατευθυντήρια ιδέα όλων των ερευνών μας. Το γέλιο οφείλει ν· ανταποκρίνεται σε ορισμένες απαιτήσεις της από κοινού ζωής. Το γέλιο οφείλει να έχει μια κοινωνική σημασία. Ας σημαδέψουμε καθαρά το σημείο στο οποίο συντρέχουν οι τρεις προκαταρκτικές μας παρατηρήσεις. Φαίνεται ότι το κωμικό θα γεννηθεί όταν άνθρωποι ενωμένοι σε ομάδα θα κατευθύνουν την προσοχή τους στον ένα τους, θα σιγάσουν την ευαισθησία τους ή θ' ασκήσουν μόνο τη νόησή τους. Τι λογής είναι, τώρα, το ιδιαίτερο σημείο στο οποίο θα πρέπει να κατευθύνουν την προσοχή τους; Με τι θα ασχοληθεί εδώ η νόηση; Η απάντηση στις παραπάνω ερωτήσεις θα μας φέρει ακόμα πιο κοντά στο πρόβλημα. [...] Αυτό που απαιτούν από τον καθένα μας η ζωή και η κοινωνία είναι μια σταθερά γρηγορούσα προσοχή, που αντιλαμβάνεται τα περιγράμματα της παρούσας κατάστασης, καθώς και μια ορισμένη ελαστικότητα του σώματος και του πνεύματος, που μας κάνει κιόλας να προσαρμοστούμε σ' αυτήν. Ένταση και ελαστικότητα, ιδού δυο συμπληρωματικές δυνάμεις που κινητοποιεί η ζωή. Λείπουν πολύ από το σώμα; Έχετε τα κάθε λογής ατυχήματα, τις αναπηρίες, την αρρώστια. Από το πνεύμα; Έχετε όλες τις βαθμίδες της ψυχολογικής ένδειας,4 όλες τις παραλλαγές της τρέλας. Από το χαρακτήρα, τέλος; Έχετε τις βαθιές ελλείψεις προσαρμογής στην κοινωνική ζωή, πηγές αθλιότητας, μερικές φορές ευκαιρίες για έγκλημα. Από τη στιγμή που απομακρύνονται αυτές οι μειονεκτικότητες, που αφορούν στο σοβαρό της ύπαρξης (και εμφανίζουν την τάση να εξαλειφθούν από μόνες τους μέσα σ' αυτό που ονομάστηκε αγώνας για τη ζωή), το πρόσωπο μπορεί να ζει, και να ζει από κοινού με άλλα πρόσωπα. Αλλά η κοινωνία απαιτεί και κάτι ακόμα. Δεν της αρκεί να ζει· εμφανίζει την τάση να ζει καλά. Αυτό που έχει να φοβάται τώρα είναι ότι ο καθένας μας, ικανοποιημένος με το να δίνει την προσοχή του σε ό,τι αφορά στα ουσιώδη της ζωής, αφήνεται ως προς όλα τα υπόλοιπα στον εύκολο αυτοματισμό των κεκτημένων συνηθειών. Αυτό που πρέπει επίσης να την τρομάζει είναι ότι τα μέλη από τα οποία αποτελείται, αντί ν' αποσκοπούν σε μια ολοένα πιο εύθραυστη ισορροπία βουλήσεων που θα συναρμόζονται ολοένα ακριβέστερα οι μεν στις δε, αρκούνται να σέβονται τις θεμελιώδεις συνθήκες της ισορροπίας αυτής: μια συμφωνία που έχει γίνει ανάμεσα στα πρόσωπα δεν της αρκεί, θα ήθελε μια συνεχή προσπάθεια αμοιβαίας προσαρμογής. Κάθε ακαμψία του χαρακτήρα, του πνεύματος, μέχρι και του σώματος θα είναι συνεπώς ύποπτη για την κοινωνία, επειδή είναι ενδεχομένως το σημάδι μιας δραστηριότητας που καθεύδει5 και μιας δραστηριότητας που απομονώνεται, που εμφανίζει την τάση ν' απομακρυνθεί από το κοινό κέντρο γύρω από το οποίο περιστρέφεται η κοινωνία, τέλος δε, μιας εκκεντρικότητας. Και μολαταύτα η κοινωνία δεν μπορεί να παρέμβει εδώ με μια υλική καταστολή, αφού δεν θίγεται υλικά. Βλέπει μπροστά της κάτι που την ανησυχεί, αλλά μόνο σαν σύμπτωμα –ούτε καν απειλή, το πολύ-πολύ χειρονομία. Θα του απαντήσει λοιπόν με μια απλή χειρονομία. Το γέλιο οφείλει να είναι κάτι τέτοιο, κάτι σαν κοινωνική χειρονομία. Με το φόβο που εμπνέει καταστέλλει τις εκκεντρικότητες, διατηρεί διαρκώς σε εγρήγορση και σε αμοιβαία επαφή ορισμένες δραστηριότητες βοηθητικής τάξεως, που θα διέτρεχαν τον κίνδυνο ν' απομονωθούν και ν' αποκοιμηθούν, κάνει, τέλος, εύκαμπτο ό,τι υπόλειμμα μηχανικής ακαμψίας μπορεί να παραμείνει στην επιφάνεια του κοινωνικού σώματος. Το γέλιο λοιπόν δεν απορρέει από την καθαρή αισθητική, αφού επιδιώκει (ασύνειδα, μέχρι και ανήθικα σε πολλές επιμέρους περιπτώσεις) ένα χρήσιμο στόχο γενικής τελειοποίησης. Έχει ωστόσο κάτι το αισθητικό, αφού το κωμικό γεννιέται ακριβώς τη στιγμή κατά την οποία η κοινωνία και το πρόσωπο, απαλλαγμένα από τη μέριμνα για τη συντήρησή τους, αρχίζουν ν' αντιμετωπίζονται αμοιβαία σαν έργα τέχνης. Κοντολογίς, αν χαράξουμε έναν κύκλο γύρω από τις πράξεις και τις διαθέσεις που εκθέτουν σε κίνδυνο την ατομική ή κοινωνική ζωή και που τιμωρούνται από μόνες τους εξαιτίας των φυσικών τους επιπτώσεων, παραμένει έξω απ' αυτό το πεδίο συγκίνησης και αγώνα, σε μια ουδέτερη ζώνη στην οποία ο άνθρωπος δίδεται απλώς σαν θέαμα στον άνθρωπο, μια ορισμένη ακαμψία του σώματος, του πνεύματος και του χαρακτήρα, την οποία η κοινωνία θα ήθελε να εξαλείψει για ν' αποκτήσει από τα μέλη της τη μεγαλύτερη δυνατή ελαστικότητα και τη μεγαλύτερη δυνατή κοινωνικότητα. Αυτή ακριβώς η ακαμψία είναι το κωμικό, και το γέλιο είναι η τιμωρία της. [...]
Η διάκριση που έκανε ο Baudelaire1 (στο περίφημο δοκίμιο του για την «ουσία του γέλιου») παραμένει. Υπάρχει ένα κωμικό αθώο και ένα κωμικό πονηρό. Το πρώτο (μια εικόνα, μια κίνηση, μια φράση) προκαλεί το αυθόρμητο και ηχηρό γέλιο που το χαιρόμαστε στα παιδιά και στους απλοϊκούς ανθρώπους, και διασκεδάζει χωρίς αναχαιτίσεις όσους το συναντούν. Το δεύτερο (μια γελοιογραφία, ένας μορφασμός, ένα ευφυολόγημα2) γίνεται αντιληπτό μόνο από κείνους που γνωρίζουν τα υπονοούμενά του και ευχαριστούνται όταν συμμετέχουν στην πρόθεση του δημιουργού να «πειράξει» με τα τεχνάσματα και τους υπαινιγμούς του· αλλιώς στενοχωρούνται ή και θυμώνουν. Το αθώο κωμικό είναι –ας πούμε– δισδιάστατο, σκέτη επιφάνεια, δεν έχει «από πίσω» τίποτα, και για τούτο μας κάνει να γελούμε «με την καρδιά μας». Παράδειγμα: οι σκηνές των Αδελφών Μαρξ στον κινηματογράφο. Αντίθετα, στο πονηρό κωμικό υπάρχει τρίτη διάσταση, βάθος, «σημασία», και απαιτεί σκέψη. Κάτι εννοεί, και πρέπει να συλλάβεις αυτό το νόημά του για να διεγερθείς και να ευθυμήσεις ή να οργιστείς. Παράδειγμα: οι περιπέτειες και τα παθήματα του Δον Κιχώτη ή των ηρώων του Μολιέρου. Η μεγαλοφυΐα του Τσάρλι Τσάπλιν συνδυάζει στα καλύτερα έργα του και τους δύο τύπους με τρόπον ανεπανάληπτο. Επικρατέστερο κοινωνικά και για την Τέχνη σπουδαιότερο είναι όχι το αθώο αλλά το πονηρό κωμικό. Προϊόν του καλλιεργημένου πνεύματος, άνθος προηγμένου πολιτισμού. Και αμαρτωλό, όπως πολλές άλλες ανθρώπινες επιτυχίες. Αυτή τη φυσιογνωμία του στοχάζεται ασφαλώς ο Baudelaire όταν γράφει για το γέλιο ότι έχει διαβολική καταγωγή: «είναι ένα από τα κουκούτσια του συμβολικού μήλου της αμαρτίας». [...] Το πονηρό κωμικό μόνο ο πονηρός μπορεί να το γευθεί, και του είδους τούτου η πονηρία δεν βρίσκει έδαφος στις πρωτόγονα αγνές ψυχές για να βλαστήσει. Στην κατηγορία του πονηρού κωμικού ανήκει το δηκτικό χιούμορ, η σάτιρα, που από πολύ αρχαίους χρόνους καλλιεργείται και ευδοκιμεί στις πολιτισμένες κοινωνίες. Ακόμη και στην ιστορία της Τέχνης έχει περίβλεπτη θέση· ας θυμηθούμε τον μεγάλο της μάστορα στο χώρο του θεάτρου, τον ανυπέρβλητο3 Αριστοφάνη. Σάτιρα δεν είναι απλώς το «χωρατό που πειράζει», γιατί το χωρατό (καθώς άλλωστε το λέει και το όνομά του) είναι συνήθως μια χοντροειδής και άτεχνη κοροϊδία. Αλλά ένα έξυπνο παιχνίδι με απομιμήσεις ή λόγια, μια αστειότητα που (καθώς πάλι το λέει η ίδια η λέξη, αφού αστεία είναι τα ήθη του «άστεος») γίνεται με πνεύμα και λεπτό χειρισμό, για να μπορεί να βρει το στόχο και να «καρφώσει». Η σάτιρα είναι ένας τρόπος επιθετικής συμπεριφοράς που κρύβει μέσα του (και συχνά τη φανερώνει με πολλήν αυθάδεια) μια δόση κακίας· τουλάχιστο την έλλειψη επιείκειας. Τρόπος ίσως όχι γενναίος, γιατί το χτύπημα δίνεται στον αντίπαλο από πίσω και με μάσκα, στα «αστεία». Σκοπός είναι κ' εδώ η «σφαγή», αλλά επιδιώκεται χωρίς τον κίνδυνο της απευθείας αναμέτρησης. Σάτιρα αθώα δεν υπάρχει, δεν είναι δυνατόν να υπάρξει, αφού πάντα πληγώνει, και πληγώνει (επικρίνει, στηλιτεύει, διαπομπεύει) με πρόθεση να πληγώσει. Γι' αυτό αναζητεί και προκρίνει την πιο ευαίσθητη πλευρά, το πιο νευραλγικό4 σημείο του εχθρού κ' εκεί χτυπάει αδυσώπητα.5 Και, όπως είπα, εκ του ασφαλούς. Θα ονομάσομε άραγε τη σάτιρα άνανδρο είδος πολέμου; Θα την ειπούμε δειλία, μικροψυχία και ευτέλεια; Πριν αποφανθούμε οριστικά, ας σκεφτούμε ότι όταν απεχθάνεσαι έναν ισχυρό γιατί κάνει απάνθρωπη κατάχρηση της δύναμής του, ή μια κατάσταση πραγμάτων που επιβάλλεται με τη ρομφαία6 της βίας, και δεν έχεις άλλο τρόπο να εκδηλώσεις την αντίθεσή σου, θα καταφύγεις αναγκαστικά στο μόνο μέσον που σου παρέχουν οι μικρές δυνάμεις σου, στη σάτιρα. «Ο έρως του καλού» γράφει ο Εμμανουήλ Ροΐδης (στις περίφημες επιστολές του «Αγρινιώτου Σουρλή») «καλείται ενθουσιασμός και γεννά τους Πινδάρους και τους Μίλτωνας· το μίσος του κακού καλείται σάτιρα και γεννά τους Λουκιανούς και τους Βολταίρους». Ρίζα λοιπόν της σάτιρας δεν είναι μόνο η κακεντρέχεια ή η μνησικακία του δειλού και αποστρεφόμενου τον κίνδυνο ανθρώπου, αλλά κυρίως το μίσος του κακού, η εξέγερση που προκαλεί στον ανίσχυρο η φυσική ή η ηθική καταδυνάστευσή του από πρόσωπα και καθεστώτα τυραννικά. Όπου το σώμα υστερεί, εκεί το πνεύμα έρχεται να το αναπληρώσει. Και χρησιμοποιεί ένα δικό του όπλο, τα φαρμακερά βέλη της σάτιρας. Θα επικαλεστώ και εδώ τη μαρτυρία του Ροΐδη. Για να εξηγήσει το άνθισμα του λογοτεχνικού τούτου είδους στην Ευρώπη κατά τον Μεσαίωνα, ο συγγραφέας της «Πάπισσας Ιωάννας» παρατηρεί: «Εις τους ανθηρούς εκείνους αιώνας της πίστεως και της τυραννίας, ότε ο ιερεύς και ο δήμιος αδελφικώς ενηγκαλισμένοι εκούρευον εν ανέσει την αγέλην των πιστών, η σάτιρα, το δικαίωμα δηλαδή της εκδικήσεως των ύβρεων δια του γέλωτος, ήτο το μόνον εναπολειφθέν εις τους δυναστευομένους». Κάτι γνωρίζομε κ' εμείς από το φαινόμενο τούτο· στα χρόνια της Απριλιανής τυραννίας τα ανέκδοτα που σατίριζαν τους πρωταγωνιστές της εθνικής μας τραγωδίας πολλαπλασιάζονταν και περνούσαν από στόμα σε στόμα με ταχύτητα αστραπής. Η συμβολή τους στην κατάρρευση των τυράννων (παρά τον αντίθετο ισχυρισμό: ότι έτσι ξεθύμαινε η διάθεση για αντίσταση) δεν υπήρξε μικρή –υπονόμευσαν τους ήρωες της βίας με τη γελοιοποίησή τους. Η θέση της σάτιρας μέσα στην ιστορία του πολιτισμού έχει με πολλήν οξυδέρκεια επισημανθεί από τους ερευνητές. Ιδού λ.χ. μια βαθυστόχαστη παρατήρηση του Αγγλοαμερικανού φιλοσόφου Α. Ν. Whitehead. Η σάτιρα, γράφει, ανθίζει απάνω στα σαθρά θεμέλια των κοινωνικών συστημάτων. Χαρακτηριστικά, ο σατιρικός Λουκιανός γεννήθηκε στο τέλος της εποχής του Ρωμαϊκού πολιτισμού, αμέσως έπειτα από το θάνατο του Πλίνιου και του Τάκιτου. Το ίδιο και ο Βολταίρος και ο Ed. Gibbon στον 18ο αιώνα, τότε που η Αναγέννηση έχει εξαντλήσει πια το πρόγραμμά της και αποσύρεται από τη σκηνή της ευρωπαϊκής ιστορίας. «Η σάτιρα είναι η τελευταία αναλαμπή πρωτοτυπίας μέσα σε μια μεταβατική εποχή, καθώς αντικρίζεται η δίοδος που οδηγεί σε τόπους ξερούς και άγονους και στο χαμό. Καθώς το σφρίγος7 πάει, χάνεται, και δεν απομένει πια παρά μια γεύση πικρίας». [...] Η ιδέα είναι δελεαστική και αξίζει να μελετηθεί συστηματικότερα, να υποβληθεί προπάντων στη βάσανο των γεγονότων. Υποθέτω ότι οι φιλόλογοι μας δεν θα δυσκολευτούν να την επαληθέψουν μέσα στην ιστορία της αρχαίας Ελληνικής Γραμματείας, με το εξής περίπου ερμηνευτικό σχήμα (που το σχεδιάζω εντελώς πρόχειρα). Στην ανατολή ενός μεγάλου πολιτισμού, του «Ελληνικού», η Λογοτεχνία εξορμά ως δισυπόστατο έπος, ηρωικό (Όμηρος) και διδακτικό (Ησίοδος). Με τους αδρούς8 τόνους του το έπος είναι μια ουβερτούρα,9 το προοίμιο ενός πολυσύνθετου συμφωνικού ποιήματος. Ακολουθούν τα κύρια μέρη του: πρώτα το λυρικό, έπειτα το τραγικό. Και στο τέλος, με το λυκόφωτο της δύσης αυτού του λαμπρού ιστορικού αστερισμού, έρχεται τσουχτερή και διασκεδαστική η σάτιρα του Αριστοφάνη. Η κωμωδία εγκαθίσταται κ' εδώ στο ετοιμόρροπο οικοδόμημα της Αθηναϊκής δημοκρατίας. Ο ποιητής (και μαζί του ο θεατής), προτού κλείσει οριστικά η αυλαία, κοροϊδεύει και γελάει. Με όλους και με τον εαυτό του... Δεν εγγυώμαι την ακρίβεια της ερμηνείας. Ομολογώ όμως ότι η υπόθεση του Whitehead φωτίζει μια διαδοχή φαινομένων και από την άποψη αυτή είναι χρήσιμη. Η σάτιρα ως φιλολογικό και πολιτικό γεγονός έχει μέσα της κάτι το εσχατολογικό –θα έλεγα. Σαν κάποιο παράξενο ερπετό, ένα κοινωνικό καθεστώς, μια εποχή, ένας πνευματικός συρμός, ένα ύφος ζωής, αφού περαιώσει τον ιστορικό του δρόμο, πεθαίνει δαγκώνοντας τη φαρμακερή του ουρά. Το θέαμα μπορεί να είναι κωμικό, αλλά το γέλιο που προκαλεί γίνεται γρήγορα πολύ πικρό. Αν κοιτάξομε με το πρίσμα τούτο τη φαιδρήν ιστορία του «Ιππότη με τη μελαγχολική μορφή», θα καταλάβομε, νομίζω, βαθύτερα το έργο του Θερβάντες. Η καλλιτεχνική φύση της σάτιρας, όταν εμφανίζεται ως στιχούργημα, ζωγραφική εικόνα ή θεατρική σκηνή, αμφισβητείται· δικαίως. Γιατί ούτε τις προθέσεις έχει ούτε το αισθητικό αποτέλεσμα των γνήσιων μορφών της Τέχνης –το ράσο δεν κάνει τον καλόγερο... Άλλος φαίνεται να είναι ο προορισμός της: ηθικός ή, με το πλατύτερο νόημα του όρου, πολιτικός. Ο σατιρικός συγγραφέας στηλιτεύει, διαπομπεύει, γελοιοποιεί ένα ελάττωμα ή ένα χαρακτήρα για να εξυγιάνει τα κοινωνικά ήθη. Η τακτική που ακολουθεί για να επιτύχει τον στρατηγικό του σκοπό, είναι να προκαλέσει την αποδοκιμασία με τη θυμηδία.10 Δάσκαλος είναι κι' αυτός της αρετής, με δική του όμως μέθοδο: οι τύποι που προβάλλει στις επιδείξεις του είναι παραδείγματα προς αποφυγήν. Υπηρετεί την αλήθεια ξεσκεπάζοντας το ψεύδος που ντύνεται το φόρεμά της για να εξαπατήσει. Είναι πραγματικά αξιοπρόσεχτο ότι ο σατιρικός ρεζιλεύει όχι το φονιά, τον ασελγή,11 το ληστή, αλλά τους κακοποιούς που παίζουν επιτυχώς το ρόλο των τίμιων, των ανεπίληπτων ανθρώπων: τον ραδιούργο, τον κόλακα, τον υποκριτή, τον μεγαλορρήμονα,12 τον δημοκόπο,13 τον ευτελή και τους ομοίους των που είναι πιο επικίνδυνοι στην κοινωνία από τους πρώτους. Την κιβδηλεία14 καταδιώκει, την ψευτιά και την παραποίηση –όχι το καθαρό έγκλημα· αυτό το αφήνει για την αστυνομία... Έχει λοιπόν ο σατιρικός το πάθος (κάποτε και τον φανατισμό) του ηθικολόγου. Δεν υποφέρει τα «στραβά» και εννοεί να τα διαλαλήσει, με τον τρόπο του. «Η στηλίτεψη των ατομικών ελαττωμάτων» γράφει ο Ανδρέας Λασκαράτος «ως και των άλλων στραβών της κοινωνίας είναι αποτελεσματική και ωφέλιμη· καθώς αποτελεσματικός και ωφέλιμος είναι και ο φημισμός των ευγενών κ' εναρέτων πράξεων» («Ιδού ο άνθρωπος», προλεγόμενα). Και τούτο ακόμη: «Η κοινωνία μας νομίζει πως δεν πρέπει να ξεσκεπάζονται τα ελαττώματά της, και θεωρεί εγκληματίαν εκείνον οπού το κάμει. Νομίζει εξεναντίας ότι είναι χρέος κάθε καλού πατριώτη να κηρύττει αρετές εις τον τόπον των ελαττωμάτων της... Εγώ δεν ημπορώ, εν συνειδήσει, να ναναρίσω την κοινωνία μας με το ναρκωτικό νανάρισμα των λαοπλάνων... Εγώ εξεναντίας ξεσκεπάζω τα ελαττώματά της με θάρρος και με εξουσίαν· με όλην εκείνην την εξουσίαν οπού μου δίνει η Αλήθεια» («Τα μυστήρια της Κεφαλονιάς», προϊδέαση). Είναι άραγε όντως αποτελεσματική, έχει επιτυχία στο κοινωνικά αναμορφωτικό πρόγραμμά της η σάτιρα; Οι μεγάλοι συγγραφείς που την εδόξασαν, δεν αμφιβάλλουν. «Πολύ συχνά» βεβαιώνει ο Μολιέρος «τα ωραιότερα νοήματα μιας σοβαρής ηθικής διδασκαλίας είναι λιγότερο ισχυρά από της σάτιρας· και τίποτα δεν διορθώνει καλύτερα τους περισσότερους ανθρώπους από το ζωγράφισμα των ελαττωμάτων τους. Το μεγαλύτερο πλήγμα στην κακία είναι να την εκθέσεις στον περίγελο του κόσμου. Εύκολα υποφέρει κανένας τις επιπλήξεις· αλλά κανένας δεν αντέχει τη γελοιοποίηση. Κάποιος μπορεί να θέλει να 'ναι κακός, αλλά δεν υπάρχει άνθρωπος που να θέλει να 'ναι γελοίος» (από τον πρόλογο στον «Ταρτούφο»). Ασφαλώς, μπορεί το πνεύμα στις σταυροφορίες του να χρησιμοποιήσει όπλα πολύ πιο αποτελεσματικά από κείνα που σκοτώνουν. Η σάτιρα είναι ένα απ' αυτά.
Το φάσμα των εμπειριών που προκαλούν το γέλιο είναι τεράστιο, από το σωματικό γαργάλημα ως τα πνευματικά ερεθίσματα των πιο ποικίλων και εκλεπτυσμένων ειδών. Θα προσπαθήσω ν' αποδείξω ότι υπάρχει μια ενότητα σ' αυτήν την ετερότητα, ένας κοινός παρονομαστής συγκεκριμένου και προσδιορίσιμου σχήματος που καθρεφτίζει τη «λογική» ή «γραμματική» του χιούμορ. Μερικά παραδείγματα θα βοηθήσουν στην ανάπτυξη αυτού του σχήματος. (α) Μαζοχιστής είναι αυτός που ενώ του αρέσει να κάνει ένα κρύο ντους το πρωί, κάνει ένα ζεστό. (β) Μια Αγγλίδα κυρία, όταν ρωτήθηκε από ένα φίλο της για το τι πίστευε για τη μετά θάνατο κατάσταση του μακαρίτη συζύγου της. «Να σου πω, φαντάζομαι ότι η φτωχή ψυχούλα του απολαμβάνει μία αιώνια μακαριότητα, αλλά θα προτιμούσα να μη συζητούμε για τόσο δυσάρεστα θέματα». (γ) Ένας γιατρός παρηγορεί τον ασθενή του· «Έχετε μια πολύ σοβαρή αρρώστια. Από τους δέκα που την παθαίνουν, ένας μόνο γλιτώνει. Ευτυχώς που ήρθατε σε μένα, γιατί τώρα τελευταία είχα εννέα πελάτες με αυτήν την ασθένεια και δεν γλίτωσε κανείς». (δ) Διάλογος σε μια ταινία του Κλωντ Μπέρρι: «Κύριέ μου, θα ήθελα να ζητήσω το χέρι της κόρης σας». «Και γιατί όχι; Έχεις πάρει ήδη τα υπόλοιπα». (ε) Ένας μαρκήσιος στην αυλή του Λουδοβίκου του XV γύρισε ξαφνικά από ένα ταξίδι και, μπαίνοντας στο μπουντουάρ1 της γυναίκας του, την βρήκε στην αγκαλιά ενός επισκόπου. Μετά από μιας στιγμής δισταγμό, ο μαρκήσιος κατευθύνθηκε ήρεμα προς το παράθυρο, έσκυψε έξω και άρχισε να ευλογεί τους διαβάτες στο δρόμο. – «Τι κάνεις εκεί;» φώναξε έντρομη η γυναίκα του. – «Ο Πανιερότατος εκτελεί τα καθήκοντά μου, εκτελώ λοιπόν κι εγώ τα δικά του.» Να υπάρχει ένα κοινό σχήμα που ν' αποτελεί τη βάση αυτών των πέντε ιστοριών; Ξεκινώντας με την τελευταία, ανακαλύπτουμε μετά από λίγη σκέψη ότι η συμπεριφορά του μαρκήσιου είναι συνάμα αναπάντεχη και απόλυτα λογική –μιας λογικής όμως που συνήθως δεν εφαρμόζεται σε τέτοιου τύπου περιστάσεις. Είναι η λογική του καταμερισμού της εργασίας, που κυβερνιέται από κανόνες παλιούς σαν τον ανθρώπινο πολιτισμό. Εμείς όμως περιμέναμε ότι οι αντιδράσεις του θα διέπονταν από ένα διαφορετικό σύστημα κανόνων – τον κώδικα της σεξουαλικής ηθικής. Είναι η διαφορετική σύγκρουση αυτών των δύο αμοιβαία αποκλειστικών συστημάτων κανόνων -ή συνειρμικών περιεχομένων [...]– που παράγει το κωμικό αποτέλεσμα. Μας αναγκάζει ν' αντιληφθούμε την κατάσταση ταυτόχρονα σε δύο αυτοδύναμα αλλά αταίριαστα πλαίσια αναφοράς, μας κάνει να λειτουργούμε ταυτόχρονα σε δύο διαφορετικά μήκη κύματος. Όσο διαρκεί αυτή η ασυνήθιστη κατάσταση, το περιστατικό δεν συσχετίζεται, όπως γίνεται συνήθως, μ' ένα μόνο πλαίσιο αναφοράς, αλλά αμφισυνδέεται με δύο. Έφτιαξα τον όρο «αμφισύνδεση» για να κάνω μια διάκριση ανάμεσα στις ρουτίνες της πειθαρχημένης σκέψης μέσα σ' έναν μόνο κόσμο λόγου –σ' ένα μονάχα επίπεδο σα να λέγαμε– και στους δημιουργικούς τύπους της νοητικής δραστηριότητας που λειτουργούν πάντα σε περισσότερα από ένα επίπεδα. Στο χιούμορ, τόσο η δημιουργία ενός λεπτού αστείου όσο και η ανα-δημιουργική πράξη της σύλληψής του, έχουν να κάνουν με αυτό το απολαυστικό πνευματικό τράνταγμα ενός ξαφνικού άλματος από το ένα επίπεδο, ή συνειρμικό περιεχόμενο, σε κάποιο άλλο. Ας προχωρήσουμε τώρα στα άλλα μας παραδείγματα. Στο διάλογο της ταινίας, το «χέρι» της κόρης γίνεται πρώτα αντιληπτό σ' ένα μεταφορικό πλαίσιο αναφοράς και μετά, απότομα, σ' ένα κυριολεκτικό, σωματικό περιεχόμενο. Ο γιατρός σκέπτεται βασιζόμενος σε στατιστικές πιθανότητες, που οι κανόνες τους δεν ισχύουν σε μεμονωμένες περιπτώσεις, και μία λεπτομέρεια: αντίθετα από το τι προτείνει η αφελής κοινή λογική, οι πιθανότητες επιβίωσης του αρρώστου δεν επηρεάζονται από το τι έγινε πριν και εξακολουθούν να παραμένουν μία προς δέκα. Αυτό είναι ένα από τα βαθιά παράδοξα της θεωρίας των πιθανοτήτων, το μαθηματικό αστείο υπονοεί κάποιο γρίφο. Η χήρα που βλέπει το θάνατο σαν «αιώνια μακαριότητα» και ταυτόχρονα σαν «ένα δυσάρεστο θέμα» εκφράζει χαρακτηριστικά το κοινό πρόβλημα του ανθρώπου που ζει στον «διχασμένο οίκο πίστης και λογικής». Και εδώ, πάλι, το απλό αστείο έχει ασύνειδους υψηλούς και χαμηλούς τόνους που μόνο το εσωτερικό αυτί μπορεί να ακούσει. Ο μαζοχιστής κάτω από το ντους που αυτοτιμωρείται με το να στερεί από τον εαυτό του την καθημερινή τιμωρία του, ελέγχεται από κανόνες που αποτελούν αντιστροφή των κανόνων της κοινής λογικής (θα μπορούμε, επίσης, να κατασκευάσουμε ένα σχήμα στο οποίο ν' αντιστρέφονται και τα δύο πλαίσια αναφοράς: «Σαδιστής είναι εκείνος που φέρεται καλά σ' έναν μαζοχιστή»). Ωστόσο, αυτός που λέει το αστείο δεν πιστεύει πραγματικά ότι ο μαζοχιστής κάνει το ζεστό ντους του για τιμωρία, προσποιείται μόνο πως το πιστεύει. Η ειρωνεία είναι το αποτελεσματικότερο όπλο του είρωνα· προσποιείται ότι δέχεται τους τρόπους σκέψης του αντιπάλου του, για να μπορέσει να βγάλει στο φως την υπονοούμενη εμπάθεια ή τον παραλογισμό τους. Έτσι, το κοινό σχήμα που αποτελεί τη βάση αυτών των ιστοριών είναι η σύλληψη μιας κατάστασης ή ιδέας σε δύο αυτοδύναμα, αλλά αταίριαστα μεταξύ τους πλαίσια αναφοράς ή συνειρμικά περιεχόμενα, θα μπορούσαμε να τ' ονομάσουμε σύγκρουση μεταξύ δύο νοητικών ολονίων, που το καθένα κυβερνιέται από το δικό του σύστημα κανόνων. Μπορούμε να δείξουμε ότι αυτός ο τύπος ισχύει για όλες τις μορφές χιούμορ και πνεύματος, ορισμένες από τις οποίες θα συζητηθούν πιο κάτω. Αλλά καλύπτει μόνο μία πλευρά του χιούμορ – τη λογική δομή του. [...]
Ο πιο χοντροκομμένος τύπος χιούμορ είναι η φάρσα: το τράβηγμα της καρέκλας κάτω από τα χαμηλωμένα οπίσθια του αξιωματούχου. Το θύμα το βλέπουμε πρώτα σαν ένα σπουδαίο άτομο και ξαφνικά σαν ένα αδρανές σώμα που υφίσταται τους νόμους της Φυσικής: η εξουσία ρεζιλεύεται από τη βαρύτητα, το πνεύμα από την ύλη· ο άνθρωπος υποβιβάζεται σε μηχανισμό. Οι στρατιώτες με το βήμα της χήνας που ενεργούν σαν αυτόματα, ο τυπολάτρης που συμπεριφέρεται σαν μηχανικό ρομπότ, ο Επιλοχίας που παθαίνει διάρροια ή ο Άμλετ όταν παθαίνει λόξυγγα δείχνουν τις υψηλές βλέψεις του ανθρώπου να ξεφουσκώνουν εξαιτίας της στερεής σάρκας του. Κάτι παρόμοιο επιτυγχάνεται με τα τεχνουργήματα που παριστάνουν ανθρώπους: ο Παντς και η Τζούντυ, ο φασουλής στο κουτί, οι μαριονέττες που κοροϊδεύουν τους κυρίους τους, λες και το κάνουν από κακία. Στη θεωρία του γέλιου του Ανρί Μπεργκσόν, αυτός ο δυϊσμός1 του λεπτού πνεύματος και της αδρανούς ύλης –τον ονομάζει «το μηχανικό που επικαλύπτει το ζωντανό»– χρησιμεύει σαν εξήγηση όλων των ποικιλιών του κωμικού, ενώ σύμφωνα με τα όσα είπαμε ισχύει μόνο για έναν τύπο κωμικής κατάστασης μεταξύ πολλών άλλων. Από την αμφισύνδεση ανθρώπου και μηχανής, το υβρίδιο2 του ανθρώπου-ζώου απέχει μόνον ένα βήμα. Τα πλάσματα του Ντίσνεϋ φέρονται σαν άνθρωποι χωρίς να χάνουν τη ζωική τους εμφάνιση. Ο γελοιογράφος ακολουθεί τον αντίθετο δρόμο με το ν' αποκαλύπτει χαρακτηριστικά στο ανθρώπινο πρόσωπο που θυμίζουν άλογα, ποντίκια και γουρούνια. Αυτό μας φέρνει στα κωμικά ευρήματα της μίμησης, της προσωποποίησης και της μεταμφίεσης. Τον κωμικό που υποδύεται κάποιο τρίτο πρόσωπο τον βλέπουμε ταυτόχρονα σαν το εαυτό του και σαν κάποιον άλλο. Αν το αποτέλεσμα είναι κάπως μειωτικό –αλλά μόνο σ' αυτήν την περίπτωση– ο θεατής θα γελάσει. Ο κωμικός που υποδύεται κάποιο δημόσιο πρόσωπο, τα δύο πανταλόνια που χρησιμεύουν σαν πόδια του αλόγου, της παντομίμας, οι άντρες που μεταμφιέζονται σε γυναίκες και οι γυναίκες σε άντρες – στην κάθε περίπτωση, τα ζευγαρωμένα σχήματα ανάγουν το ένα τ' άλλο στον παραλογισμό. Η επιθετικότερη μορφή προσωποποίησης είναι η παρωδία που γίνεται με σκοπό να ξεφουσκώσει την κούφια υποκρισία, να γκρεμίσει την ψευδαίσθηση και να υποσκάψει το πάθος, χτυπώντας τις ανθρώπινες αδυναμίες του θύματος. Περούκες που πέφτουν, ηθοποιοί που ξεχνούνε τα λόγια τους, χειρονομίες που μένουν ξεκρέμαστες στον αέρα, τα τεχνάσματα που προτιμάει ο παρωδός, βρίσκονται ξανά στη γραμμή διατομής μεταξύ υπέροχου και γελοίου. [...]
[...] Το γιατί το γαργαλητό προκαλούσε γέλιο, εξακολουθούσε να είναι ένα μυστήριο για όλες τις πρώτες θεωρίες περί κωμικού. Ο Δαρβίνος ήταν ο πρώτος που παρατήρησε ότι η ενστικτώδης αντίδραση στο γαργαλητό είναι μια κίνηση αμηχανίας και η προσπάθεια να τραβήξουμε το σημείο που γαργαλιέται –μια αμυντική αντίδραση φτιαγμένη για ν' αποφεύγει επιθέσεις σε ευαίσθητα σημεία, όπως είναι οι πατούσες των ποδιών, οι μασχάλες, η κοιλιά και τα πλευρά. Όταν μια μύγα κάθεται επάνω στην κοιλιά ενός αλόγου, ένα κύμα μυϊκών συσπάσεων προκαλείται στο δέρμα του –κάτι ανάλογο με τις κινήσεις του παιδιού που γαργαλιέται. Το άλογο όμως δεν γελάει όταν γαργαλιέται και το παιδί όχι πάντα Θα γελάσει μόνο –κι αυτή είναι η ουσία του θέματος– όταν δει το γαργαλητό σαν μια ψευτοεπίθεση, σαν ένα ελαφρά επιθετικό χάδι. Για τον ίδιο λόγο, οι άνθρωποι γελούν μόνο όταν τους γαργαλούν άλλοι και όχι όταν γαργαλιούνται μόνοι τους. Πειράματα που έγιναν στο Γιέηλ σε μωρά κάτω του ενός έτους αποκάλυψαν το όχι και τόσο εκπληκτικό γεγονός ότι γελούσαν δεκαπέντε φορές συχνότερα όταν τα γαργαλούσαν οι μανάδες τους παρά όταν τα γαργαλούσαν ξένοι· και τις περισσότερες φορές που τα γαργαλούσαν ξένοι έκλαιγαν. Γιατί η ψευτοεπίθεση πρέπει ν' αναγνωριστεί σαν προσποίηση, και με τους ξένους δεν είσαι ποτέ σίγουρος. Ακόμα και με τη μητέρα τους υπάρχει κάποιο συναίσθημα αβεβαιότητας και φόβου, η έκφραση του οποίου εναλλάσσεται με το γέλιο στη συμπεριφορά του μωρού· και είναι ακριβώς αυτό το στοιχείο έντασης ανάμεσα στα γαργαλητό που ανακουφίζεται από το γέλιο, το οποίο συνοδεύει το τίναγμα. Ο κανόνας του παιχνιδιού είναι «Άσε με να τρομάξω λίγο, ώστε να μπορέσω ν' απολαύσω καλύτερα την ανακούφισή μου». Έτσι αυτός που γαργαλάει υποδύεται τον επιτιθέμενο, ταυτόχρονα όμως ξέρουμε ότι δεν είναι· ίσως αυτή είναι η πρώτη κατάσταση ζωής που κάνει το βρέφος να ζει σε δύο επίπεδα συγχρόνως –μια ευχάριστη πρώτη γεύση του γαργαλητού που θα νιώσει από το κωμικό στοιχείο του τρόμου. Το χιούμορ στις εικαστικές τέχνες καθρεφτίζει τις ίδιες λογικές δομές που συζητήσαμε πιο πριν. Η πιο πρωτόγονη μορφή του είναι ο παραμορφωτικός καθρέφτης στο Λούνα Παρκ που καθρεφτίζει την ανθρώπινη μορφή μακρουλή σαν κολώνα ή πλακουτσωμένη σε σχήμα βατράχου· κάνει μια φάρσα στο θύμα που βλέπει το είδωλο στον καθρέφτη τόσο σαν το γνώριμο εαυτό του όσο και σαν ένα πειθήνιο κομμάτι πλαστελίνης που μπορεί να τεντωθεί και να ζουληχτεί σε οποιοδήποτε παράλογο σχήμα. Αλλά ενώ ο καθρέφτης παραμορφώνει μηχανικά, ο γελοιογράφος το κάνει εκλεκτικά, με την ίδια τεχνική του υπερβολικού τονισμού των χαρακτηριστικών σημείων και της απλοποίησης των υπολοίπων που χρησιμοποιεί ο σατιρικός συγγραφέας. Όπως ο σατιρικός, έτσι και ο γελοιογράφος αποκαλύπτει το παράλογο στο γνώριμο· και σαν τον σατιρικό, θα πρέπει να μην βρει και αυτός τον στόχο του. Η κακοβουλία του γίνεται ακίνδυνη επειδή ξέρομε ότι οι τερατώδεις κοιλιές και τα στραβά πόδια που ζωγραφίζει δεν είναι πραγματικά· οι πραγματικές δυσμορφίες δεν είναι πια κωμικές, προκαλούνε τον οίκτο. Ο καλλιτέχνης που ζωγραφίζει ένα στιλιζαρισμένο1 πορτρέτο, χρησιμοποιεί και αυτός την τεχνική της εκλογής, της υπερβολής και της απλοποίησης αλλά η στάση του απέναντι στο μοντέλο του χαρακτηρίζεται από μια θετική συμπάθεια στη θέση της αρνητικής κακοβουλίας· και τα χαρακτηριστικά που διαλέγει να τονίσει διαφέρουν αντίστοιχα. Σε ορισμένες σπουδές χαρακτήρων του Λεονάρντο,2 του Χόγκαρθ3 ή του Ντομιέ,4 τα πάθη που καθρεφτίζονται είναι τόσο βίαια, οι μορφασμοί τόσο άγριοι που είναι αδύνατο να καταλάβουμε αν έγιναν σαν πορτραίτα ή σαν καρικατούρες. Αν πιστεύετε ότι δεν είναι δυνατό να υπάρχουν τόσο παραμορφωμένα ανθρώπινα πρόσωπα, ότι ο Ντομιέ προσποιόταν μόνο πως υπάρχουν, τότε έχετε απαλλαγεί από τον τρόμο και τον οίκτο και μπορείτε να γελάσετε ελεύθερα με τα αλλόκοτα σχέδιά του. Αλλά αν νομίζετε ότι αυτό πραγματικά είδε ο Ντομιέ σε αυτά τα απανθρωποποιημένα πρόσωπα, τότε νιώθετε πως βλέπετε ένα έργο τέχνης.
Οι παλαιότερες θεωρίες –συμπεριλαμβανομένων και του Μπεργκσόν και του Φρόυντ– αντιμετώπιζαν το χιούμορ σαν ένα μεμονωμένο φαινόμενο, χωρίς να προσπαθούν να φωτίσουν τις στενές διασυνδέσεις κωμικού και τραγικού, γέλιου και κλάματος, καλλιτεχνικής έμπνευσης, κωμικής επινοητικότητας και επιστημονικής ανακάλυψης. Ωστόσο (όπως θα δούμε), αυτά τα τρία βασίλεια της δημιουργικής δραστηριότητας σχηματίζουν ένα συνεχές χωρίς σαφή σύνορα ανάμεσα στο πνεύμα και την εφευρετικότητα, ανάμεσα στην τέχνη της ανακάλυψης και τις ανακαλύψεις της τέχνης. Έχει ειπωθεί, παραδείγματος χάρη, ότι επιστημονική ανακάλυψη σημαίνει να δεις μια αναλογία που δεν έχει δει κανένας άλλος. Όταν στο Άσμα Ασμάτων, ο Σολομώντας παρομοίασε τον λαιμό της Σουλαμίτιδας μ' έναν πύργο από ελεφαντόδοντο, έβλεπε μια αναλογία που δεν είχε δει κανένας πριν απ' αυτόν· όταν ο Ουίλιαμ Χάρβεϊ1 είδε την καρδιά ενός ψαριού σαν ένα είδος μηχανικής αντλίας, έκανε το ίδιο· και όταν ο γελοιογράφος σχεδιάζει μια μύτη σαν αγγούρι, κάνει και πάλι ακριβώς το ίδιο. Στην πραγματικότητα, όλα τα αμφισυνδετικά σχήματα που συζητήσαμε πιο πάνω και τα οποία συνιστούν την «γραμματική» του χιούμορ, μπορούν να ταχθούν και στην υπηρεσία της τέχνης ή της ανακάλυψης, ανάλογα με την περίπτωση. Το λογοπαίγνιο έχει την αντιστοιχία του στην ομοιοκαταληξία, αλλά και στα προβλήματα που αντιμετωπίζει ο γλωσσολόγος. Η σύγκρουση ανάμεσα σε αταίριαστους κώδικες συμπεριφοράς μπορεί να έχει σαν αποτέλεσμα την κωμωδία, την τραγωδία ή νέες ψυχολογικές ενοράσεις. Ο δυϊσμός πνεύματος και αδρανούς ύλης χρησιμοποιείται από το άτομο που κάνει χοντροκομμένα αστεία, αλλά προσφέρεται και σαν ένα από τα αιώνια θέματα της λογοτεχνίας: το θέμα του ανθρώπου σαν μια μαριονέτα που την κινούν θεοί ή χρωμοσώματα. Η διχοτόμηση ανθρώπου-ζώου καθρεφτίζεται στον Ντόναλντ Ντακ αλλά και στη Μεταμόρφωση του Κάφκα όπως και στα πειράματα με ποντίκια που κάνει ο ψυχολόγος. Η γελοιογραφία δεν έχει την αντιστοιχία της μόνο στην προσωπογραφία του ζωγράφου, αλλά και στα διαγράμματα και τους παραστατικούς χάρτες του επιστήμονα, που τονίζουν τα σχετικά χαρακτηριστικά και παραλείπουν όλα τα υπόλοιπα. Οι συνειδητές και ασυνείδητες διεργασίες που αποτελούν τη βάση της δημιουργικότητας είναι στην ουσία συνδυαστικές δραστηριότητες –η συνένωση χωριστών τομέων γνώσης και εμπειρίας. Σκοπός του επιστήμονα είναι η επίτευξη της σύνθεσης· ο καλλιτέχνης έχει για στόχο του την αντιπαράθεση γνώριμου και αιώνιου· παιχνίδι του χιουμορίστα είναι να μηχανευτεί μια σύγκρουση. Και όπως διαφέρουν τα κίνητρά τους διαφέρουν και οι συγκινησιακές αντιδράσεις που προκαλούνται από κάθε τύπο δημιουργικότητας: η ανακάλυψη ικανοποιεί το «ορμέμφυτο2 της εξερεύνησης»· η τέχνη φέρνει τη συγκινησιακή κάθαρση με το «ωκεάνειο συναίσθημα»· το χιούμορ προκαλεί την κακεντρέχεια και της προσφέρει μια ακίνδυνη διέξοδο. Το γέλιο μπορεί να χαρακτηριστεί σαν «αντίδραση Χαχά», το Εύρηκα του εφευρέτη σαν «αντίδραση Αχά», και η απόλαυση της αισθητικής εμπειρίας σαν «αντίδραση... Αχ». Αλλά οι μεταβάσεις από τη μια στην άλλη είναι συνεχείς: το πνεύμα γίνεται ένα με το επίγραμμα, η γελοιογραφία με το πορτρέτο· και αν πάρουμε την αρχιτεκτονική, την ιατρική, το σκάκι ή την μαγειρική, δεν υπάρχουν ξεκάθαρα σύνορα που να δείχνουν πού τελειώνει το βασίλειο της επιστήμης και πού αρχίζει το βασίλειο της τέχνης. Η κωμωδία και η τραγωδία, το γέλιο και το κλάμα, σημαδεύουν τα άκρα ενός συνεχούς φάσματος.
Ποια είναι η θέση του συγγραφέα
για τη σχέση του χιούμορ με τις άλλες δημιουργικές δραστηριότητες του ανθρώπου;
Διερευνήστε τον τρόπο με τον οποίο αναπτύσσει την επιχειρηματολογία του εντοπίζοντας:
Ο χαρακτήρας του αστείου είναι ένας αξιοζούμενος1 χαρακτήρας. Στη συναναστροφή του ο νους μας, βαρεμένος από έγνοιες, λαβαίνει κάθε τόσο ένα δρόσισμα που μας κάνει να αναφυλλιάζωμε.2 [...] Ο αστείος απεικάζει το ενόν,3 ή δυνατόν αστείον σε κάθε πράγμα, και το εκφράζει με χάρη και με πνεύμα, ώστε να κεντά μ' επιτηδειότητα, και χωρίς να βάνη στα λόγια του πικρίαν. Ο αστείος είναι περιβόλι. Περιβόλι ανθοστόλιστο και χαρμόσυνο· με νόστιμες διασκέδασες· με αγαπητά ξεδόματα· με τόσα και με τόσα δια τα οποία μας γένετ' επιθυμητός και ευπρόσδεχτος. Συνηθάμε να τον θεωρούμεν ως ελαφρόν άνθρωπον, και απατώμεθα. Ο χρωματισμός του πνεύματος είναι ανεξάρτητος από την δύναμιν του νοός. Ώστε, και σοβαροί ανόητοι θα είναι τόσοι, και νουνεχείς αστείοι άλλοι τόσοι. Δυστυχώς όμως ο αστείος κάποτε πιάνει αγάπη στον χρωματισμόν τούτον του πνεύματος του, εμψυχωνόμενος από την αρέσκεια των άλλων· και απλώνεται και παρέκει από το φυσικό και αυθόρμητο. Μα τούτο είναι ένα αληθινό γλύστρημα, μία πραγματική πτώση, την οποίαν ο αστείος πρέπει να προσέχη να αποφεύγη. Ο αστείος είναι κάποτε τέτοιος και εις τα έργα του. Και τότε κάμνει χωρατά πολύ νόστιμα. Είναι δε ως επί το πλείστον εύθυμος· και συνήθως γεννιέται και αναπτύσσεται εις τον κόλπον ευθύμων κοινωνιών, οι οποίες λαβαίνουν ίσως τον χαρακτήρα τους από τα άλατα της γης των, τα οποία θα έχουν επιρροήν απάνου στους χαρακτήρας, καθώς την έχουν και εις τα φαγώσιμα. Είναι δε παρατηρημένο, και ειπώθηκε ότι, «η αστειότης δια να είναι κλασική, πρέπει να βγαίνη από νουν σοβαρόν».Τούτο μπορεί να πωθή και περισσότερο διά τη σάτυρα.4
Ο σατυριστής, ποιητής ή πεζογράφος είναι ο ηθικός εισαγγελεύς της κοινωνίας του. Η δικαιοδοσία του αρχίζει εκείθεν όπου η δικαιοδοσία του νομικού εισαγγελέως παύει. Ο νομικός εισαγγελεύς καταδιώκει τις κακίες τις προβλεμμένες από τον νόμον. Ο σατυριστής καταδιώκει τις λοιπές κακίες όσες ο νομοθέτης δεν έθεσεν υπό την επαγρύπνησιν του εισαγγελέως του. Έτσι, και οι δύο τούτοι εισαγγελείς καταδιώκουν τα στραβά της κοινωνίας, καθένας εντός του κύκλου της δικαιοδοσίας του. Και οι δύο τούτοι εισαγγελείς γίνουνται φοβεροί στην κοινωνίαν εκείνην εις την οποία εξασκούν το έργον τους. Και οι δύο εκθέτονται εις το μίσος των από αυτούς καταδιωκομένων· αλλά με τη διαφορά που ο ένας είναι ασφαλής υπό την σκέπην της εξουσίας, ενώ ο άλλος εκθέτεται εις την ευθύνην όπου ο νόμος του επιβάλλει. Έτσι ο νομικός εισαγγελεύς ημπορεί ελευθέρως και αφόβως να μετέρχεται το έργον του· ενώ ο ηθικός εισαγγελεύς πρέπει να το περιστέλλη σε τρόπον ώστε να μην προσκρούη εις τον νόμον. Το έργον ακολούθως του ηθικού εισαγγελέως είναι δυσχερέστερον από το του νομικού· αλλ' είναι και υψηλότερον και αξιοτιμότερον, ως εξασκούμενον αυθορμήτως και αυταπαρνήτως προς όφελος της κοινωνίας, με κίνδυνόν του, και με παντοίες ζημίες του· επειδή καθένας, καίτοι κατακρίνων την κακίαν των άλλων, αγαπά όμως τη ιδικήν του κακίαν, και μισεί τον κατακριτήν του. Βέβαια, –αν ο Χριστός ήθελε σατυρίσει την κακοήθειαν των Ελλήνων εις τας Αθήνας, καμμία αμφιβολία ότι οι Έλληνες ήθελε του δώσουν το κώνειον· και οι Εβραίοι στα Ιεροσόλυμα ήθελε τον αποθεώσουν. Αν ο Σωκράτης ήθελε σατυρίσει την υποκρισίαν των Φαρισαίων εις τα Ιεροσόλυμα, καμμία αμφιβολία ότι οι Εβραίοι ήθελε τον σταυρώσουν, και οι Έλληνες εις τας Αθήνας ήθελε τον τιμήσουν. Και δεν αμφιβάλλω ότι αν και οι δύο τούτοι ημπορούσανε να ξανάλθουνε στον κόσμο, να έλθουνε στην Κεφαλονιά, να κάμουνε σ' εμάς το μέρος όπου εκάμανε τότε ο καθένας στον τόπο του, δεν αμφιβάλλω, ότι ο κύριος Κοσονάκος5 ήθελε διαταχθεί από την Γενική μας Κυβέρνηση, τη αιτήσει της Ιεράς Συνόδου, να συλλάβη Χριστόν και Σωκράτην, και να τους ενάξη στο Κακουργοδικείον· ενώ οι απ' έξω μακράν ιστάμενοι ήθελε τους θαυμάζουν. Τέτοια είναι η φύση των πραγμάτων. Καθένας θαυμάζει τον θαρραλέον εκείνον αυταπάρνητον οπού ρίπτεται απροφυλάκτως κατά της κακοηθείας των άλλων· αλλά τον σταυρώνει, ή του δίνει το κώνειον, όταν του προσβάλη την ιδικήν του κακοήθειαν. Έτσι, κανένας προφήτης, κανένας σατυριστής, δεν ετιμήθηκε ποτέ στον τόπο του, αλλά εμισήθηκε πάντα, εδιώχθηκε, εκαταστράφηκε. Βέβαια –αν ήτο δεδομένον εις τους ανθρώπους να πλάθουν τον εαυτόν τους όπως θέλουνε, κανένας δεν έπλαθε τον εαυτόν του σατυριστήν· επειδή, σατυριστής θα πη ατυχής. Αλλά τούτο δεν αφέθηκε εις τον άνθρωπον· και είναι η φύση που μας πλάθει καθώς θέλει εκείνη. Μας πλάθει διαφορετικούς όλους, και με προορισμούς διαφέροντας. Εις τον Σαρίπολον,6 πλάθει δικηγόρον· εις τον Τρικούπη, πολιτικόν· εις τον Λασκαράτο, σατυριστήν κτλ. κτλ.· και καθένας μας πρέπει να χρησιμέψη στη ζωή σ' εκείνο δια το οποίον τον έπλασε η φύση· και ο σατυριστής πρέπει του να τρέχη αιωνίως κατόπιν της κακοηθείας, να τη μαστιγώνη, κ' εκείνη με τον όγκο της να πέφτη επάνω του να τόνε ζουπάη.7 Τέτοιος είναι ο σατυριστής! Ο σατυριστής είναι κατ' εξοχήν ηθικολόγος, είναι ευεργέτης της κοινωνίας, και είναι ως επί το πλείστον θύμα της καλής του προαιρέσεως, και της κακής του τύχης. Ω φίλοι σύγχρονοι! Να ηξέρετε, το φυσικό μου τούτο μερτίκωμα8 πόσο μου στοιχίζει σε οικονομικές ζημίες, και πίκρες...
Σχετικά με «Το όνομα του Ρόδου»
Σε μια μονή της βόρειας Ιταλίας, στα μέσα του 14ου αιώνα, γίνεται συνάντηση αντιπροσωπειών του γερμανού Αυτοκράτορα και του Πάπα για την αντιμετώπιση πολιτικοθρησκευτικών διαφορών. Η μονή όμως συγκλονίζεται από μια σειρά σκοτεινών δολοφονιών εις βάρος μοναχών της. Ο Γουλιέλμος της Μπάσκερβιλ, φραγκισκανός μοναχός και απεσταλμένος του Αυτοκράτορα, νους δαιμόνιος και εκπρόσωπος της νέας εποχής (Αναγέννησης) που ανατέλλει αργά και επώδυνα, καταφέρνει να ανακαλύψει την αιτία και το δράστη των δολοφονιών. Είναι ο τυφλός Χόρχε, ο γηραιότερος μοναχός της μονής και βαθύς γνώστης των μυστικών της πλούσιας βιβλιοθήκης της, στην κατοχή της οποίας βρίσκεται το τελευταίο σωζόμενο αντίγραφο του β' τόμου της Ποιητικής του Αριστοτέλη, όπου ο μεγάλος Έλληνας Φιλόσοφος –και αυθεντία κατά τον Μεσαίωνα– εξέθεσε τις απόψεις του σχετικά με την κωμωδία. Ο Χόρχε πιστεύει ότι η μελέτη του έργου αυτού θα ανατρέψει –λόγω του κύρους του φιλοσόφου– όλο το θεοκρατικό οικοδόμημα, που με τόσο πάθος στηρίζει, της εποχής του (Μεσαίωνα). Έτσι, απλώνει στις σελίδες του βιβλίου μια δηλητηριώδη ουσία με αποτέλεσμα, όποιος φιλέρευνος μοναχός κατόρθωνε να το ανακαλύψει στη μυστική του κρύπτη και να το διαβάσει, να δηλητηριάζεται. Στο μυθιστόρημά του «Το όνομα του ρόδου» ο Ουμπέρτο Έκο καταφέρνει, πέρα από τη συγκλονιστική αναπαράσταση της μεταιχμιακής αυτής εποχής, να μας δώσει με λογοτεχνικό ένδυμα ένας οξυδερκές δοκίμιο για το γέλιο και τον τρόπο με τον οποίον το αντιμετωπίζουν οι άνθρωποι, οι κοινωνίες και οι εποχές. Οι διάλογοι που ακολουθούν ανάμεσα στο Γουλιέλμο και τον Χόρχε βρίσκονται ο μεν πρώτος στην αρχή του έργου, όταν ο Γουλιέλμος επισκέπτεται την αίθουσα αντιγραφής της βιβλιοθήκης, ενώ ο δεύτερος στο τέλος, όταν ο Γουλιέλμος έχει ανακαλύψει την αλήθεια· ανάμεσά τους βρίσκεται ο β' τόμος της Ποιητικής του Αριστοτέλη, λίγο πριν ο Χόρχε τον καταστρέψει, καταστρέφοντας ταυτόχρονα με φωτιά ολόκληρη τη μονή μαζί με την πλούσια βιβλιοθήκη της.
[Α] «Μιλούσαμε για το γέλιο», είπε στυφά ο Χόρχε. «Οι κωμωδίες γράφτηκαν από τους ειδωλολάτρες για να ωθήσουν τους θεατές στο γέλιο, και πράξανε κακώς. Ο Κύριος ημών Ιησούς Χριστός δε διηγήθηκε ποτέ ούτε κωμωδίες, ούτε μύθους, μα διαυγείς παραβολές που μας διδάσκουν αλληγορικά πώς να κερδίσουμε τον Παράδεισο, και έτσι πρέπει να είναι». «Αναρωτιέμαι», είπε ο Γουλιέλμος, «γιατί αντιτίθεστε τόσο στη σκέψη ότι ίσως ο Ιησούς γελούσε. Εγώ πιστεύω ότι το γέλιο είναι ένα καλό φάρμακο, όπως τα λουτρά· θεραπεύει τους χυμούς και τις άλλες νόσους του σώματος, και ιδιαίτερα τη μελαγχολία». «Τα λουτρά είναι καλό πράγμα», είπε ο Χόρχε, «και τα συμβουλεύει και ο ίδιος ο Ακινάτης για την καταπολέμηση της θλίψης, που μπορεί να γίνει πάθος, όταν δεν αντιμάχεται το Κακό, που μόνο η τόλμη μπορεί να αποδιώξει. Τα λουτρά αποκαθιστούν την ισορροπία των χυμών. Το γέλιο δονεί το σώμα, παραμορφώνει τις γραμμές του προσώπου, κάνει τον άνθρωπο να μοιάζει πίθηκος». «Οι πίθηκοι δε γελούν, το γέλιο είναι ίδιον του ανθρώπου, είναι σημείο του ορθολογισμού του», είπε ο Γουλιέλμος. «Σημείο του ορθολογισμού του ανθρώπου είναι και ο λόγος, και με το λόγο μπορούμε να βλασφημήσουμε το Θεό. Το ίδιον του ανθρώπου δεν είναι πάντα κατανάγκην ορθό. Το γέλιο είναι σημείο ηλιθιότητος. Αυτός που γελά δεν πιστεύει σ' αυτό που γελά, αλλά ούτε και το μισεί. [...] Η ψυχή είναι γαλήνια μόνον όταν ατενίζει την αλήθεια και αγάλλεται από τις αγαθές πράξεις που έκανε· και κανείς δε γελά για την αλήθεια και το αγαθό. Το γέλιο είναι ο υποκινητής της αμφιβολίας». «Και όμως, η αμφιβολία είναι κάποτε σωστή». «Δε βλέπω το λόγο. Όταν αμφιβάλλεις θα πρέπει να προστρέχεις στις αυθεντίες, στις ρήσεις των πατέρων ή των σοφών, και τότε παύει κάθε πηγή αμφιβολίας. Μου φαίνεσθε βυθισμένος σε αμφισβητήσιμα δόγματα, σαν το δόγματα των Λογικών των Παρισίων...» [...] «Δε συμφωνώ, σεβάσμιε Χόρχε. Ο Θεός θέλησε από μας ν' ασκήσουμε τη λογική μας σε πολλά σκοτεινά σημεία όπου οι Γραφές μάς αφήνουν ελεύθερους ν' αποφασίσουμε. Και όταν κάποιος σας προτείνει να πιστέψετε σε μια πρόταση, εσείς θα πρέπει καταρχήν να εξετάσετε αν είναι αποδεκτή, γιατί η λογική μας είναι δημιούργημα του Θεού, και ό,τι ευχαριστεί τη λογική μας δεν μπορεί παρά να ευχαριστεί το Θείο Λόγο, τον οποίο γνωρίζουμε μόνον από τα συμπεράσματα της λογικής μας, από αναλογίες και αναιρέσεις. Επομένως, βλέπετε ότι κάποτε, για να υπονομευθεί η ψευδής αυθεντία μιας παράλογης πρότασης, που προσβάλλει τη λογική, ακόμα και το γέλιο μπορεί να είναι ένα ορθό μέσο. Συχνά το γέλιο χρησιμεύει για τη σύγχυση των πονηρών και για την κατάδειξη της ανοησίας τους. Διηγούνται για τον Άγιο Μαύρο ότι, όταν οι ειδωλολάτρες τον έβαλαν μέσα σε βραστό νερό, παραπονέθηκε ότι το λουτρό του ήταν πολύ κρύο· ο άρχοντας των ειδωλολατρών έβαλε τότε ανόητα το χέρι του στο νερό για να δοκιμάσει, και κάηκε. Ήταν μια ωραία πράξη αυτού του άγιου μάρτυρα, που γελοιοποίησε τους εχθρούς της πίστης». [...]
[Β] Γουλιέλμος: «Σιγά σιγά διαμορφώθηκε
στο μυαλό μου το πώς θα έπρεπε να είναι αυτό το δεύτερο βιβλίο. Θα μπορούσα να σου
το διηγηθώ σχεδόν ολόκληρο, χωρίς να διαβάσω τις σελίδες που είχαν σκοπό να με δηλητηριάσουν.
Η κωμωδία γεννάται στις κώμες, δηλαδή στα χωριά των αγροτών, σαν ευφρόσυνη τελετή
μετά από κάποιο γεύμα ή κάποια γιορτή. Δεν αφηγείται τις πράξεις των φημισμένων
και ισχυρών ανθρώπων, αλλά των ταπεινών και γελοίων, μα όχι κακών, υπάρξεων, και
δεν τελειώνει με τον θάνατο των πρωταγωνιστών. Επιτυγχάνει το κωμικό αποτέλεσμα δείχνοντας των κοινών
ανθρώπων τα ελαττώματα και τις φαυλότητες. Σ' αυτό ο Αριστοτέλης θεωρεί ότι η τάση
του γέλιου είναι αγαθή δύναμη, που μπορεί να έχει και γνωστική αξία, όταν με τα
έξυπνα αινίγματα και τις απρόσμενες μεταφορές, έστω κι αν τα πράγματα περιγράφονται
διαφορετικά απ' ό,τι είναι, σαν να 'ναι ψέματα, μας υποχρεώνει στην πραγματικότητα
να κοιτάξουμε καλύτερα και μας κάνει να λέμε: ορίστε, έτσι έχουν τα πράγματα κι
εγώ δεν το ήξερα. Η αλήθεια προσεγγίζεται με την αναπαράσταση των ανθρώπων και του
κόσμου χειρότερων απ' ό,τι είναι ή απ' ό,τι τους πιστεύουμε, χειρότερων πάντως απ'
ό,τι μας τους είχαν εμφανίσει τα ηρωικά έπη, οι τραγωδίες και οι βίοι των αγίων.
Έτσι είναι;» Μα εδώ, εδώ...» τώρα ο Χόρχε χτυπούσε το δάχτυλο στο τραπέζι, κοντά στο βιβλίο που είχε ο Γουλιέλμος μπροστά του, «εδώ ανατρέπεται η λειτουργία του γέλιου, εξυψώνεται σε τέχνη, του ανοίγονται οι πόρτες του κόσμου των λογίων, γίνεται αντικείμενο φιλοσοφίας και δόλιας θεολογίας. [...] Το γέλιο ελευθερώνει τον αγροίκο από τον φόβο του διαβόλου, γιατί μες στη γιορτή των τρελών και ο διάβολος φαίνεται φτωχός και ηλίθιος, κι επομένως ελέγξιμος. Αυτό το βιβλίο, όμως, μπορεί να διδάξει ότι η απελευθέρωση από τον φόβο του διαβόλου είναι σοφία. Όταν ο αγροίκος γελά, με το κρασί να κελαρύζει στο λαρύγγι του, νιώθει αφέντης, γιατί έχει αντιστρέψει τις σχέσεις της εξουσίας: το βιβλίο αυτό, όμως, μπορεί να διδάξει στους μορφωμένους τα έξυπνα, και από τη στιγμή εκείνη ένδοξα, τεχνάσματα με τα οποία θα νομιμοποιήσουν αυτή την αντιστροφή. Τότε αυτό που στην ενστικτώδη κίνηση του αγροίκου παραμένει, ακόμα κι ευτυχώς, λειτουργία της κοιλιάς θα μεταμορφωθεί σε λειτουργία της διανοίας. Το ότι το γέλιο είναι ίδιον του ανθρώπου είναι σημείο των ορίων μας ως αμαρτωλών. Όμως από αυτό το βιβλίο πόσες διάνοιες διαβρωμένες σαν τη δική σου δεν θα αντλήσουν τον έσχατο συλλογισμό ότι το γέλιο είναι σκοπός του ανθρώπου! Το γέλιο αποσπά για μερικές στιγμές τον αγροίκο από τον φόβο. Μα ο νόμος επιβάλλεται με το δέος, του οποίου το αληθινό όνομα είναι «φόβος Θεού». Και από το βιβλίο αυτό θα μπορούσε να ξεκινήσει η σπίθα του Εωσφόρου που θα έβαζε μια νέα φωτιά σ' ολόκληρο τον κόσμο: και το γέλιο θα διαγραφόταν σαν ένα νέο τέχνασμα, που κι ο Προμηθέας ακόμη αγνοούσε, για να κατανικηθεί ο φόβος. Ο αγροίκος που γελάει δεν νοιάζεται τη στιγμή εκείνη αν πεθάνει: αργότερα όμως, όταν πάψει η ελευθεριότητά του, η λειτουργία τού επιβάλλει και πάλι, σύμφωνα με το θείο σχέδιο, το φόβο του θανάτου. Και απ' αυτό το βιβλίο θα μπορούσε να γεννηθεί η νέα και καταστροφική επιδίωξη να καταστραφεί ο θάνατος με την απελευθέρωση από τον φόβο. Και τι θα 'μασταν, εμείς τα πλάσματα τα αμαρτωλά, χωρίς τον φόβο, το πιο συνετό και στοργικό ίσως από τα θεία δώρα; Για αιώνες οι δάσκαλοι και οι πατέρες ανέδιδαν μυροβόλες ουσίες ιερής σοφίας για να φέρουν τη λύτρωση, με τη σκέψη των υψηλών πραγμάτων, από την αθλιότητα και τον πειρασμό των ποταπών πραγμάτων. Και το βιβλίο αυτό, δικαιώνοντας την κωμωδία, τη σάτιρα και τη μιμική ως θαυματουργά ιάματα, που φέρνουν την κάθαρση των παθών με την αναπαράσταση του ελαττώματος, της ατέλειας, της αδυναμίας, θα παρακινούσε τους ψευτοσοφούς σε μια προσπάθεια για την υποτίμηση του υψηλού (σε μια διαβολική αναστροφή) με την αποδοχή του ποταπού. Από το βιβλίο αυτό θα γεννιόταν η σκέψη ότι ο άνθρωπος μπορεί να απαιτήσει στον κόσμο αυτό (όπως πρότεινε ο Βάκων σου στο θέμα της φυσικής μαγείας) την αφθονία της χώρας των ονείρων. Όμως αυτό είναι που δεν πρέπει και δεν μπορούμε να δεχτούμε. [...] Οι
δούλοι θα υπαγόρευαν τους νόμους, εμείς (μα κι εσύ επίσης) θα υπακούαμε, καθώς κάθε
νόμος θα είχε καταλυθεί. Κάποιος Έλληνας φιλόσοφος (που αποσπάσματά του παραθέτει
εδώ ο Αριστοτέλης σου, συνένοχη και ρυπαρή1 auctoritas2) είπε ότι η σοβαρότητα
των αντιπάλων θα πρέπει να διασκεδάζεται με το γέλιο, και το γέλιο να αντιπαρατίθεται
στη σοβαρότητα. Η σωφροσύνη των πατέρων μας έχει κάνει την επιλογή της: αν το γέλιο
είναι η τέρψη του όχλου, η ακολασία του όχλου αναχαιτίζεται, ταπεινώνεται και πειθαναγκάζεται
με τη σοβαρότητα. Και ο όχλος δεν έχει τα εφόδια για να εξευγενίσει το γέλιο του,
έτσι που να το κάνει όπλο κατά της σοβαρότητας των ποιμένων, που οφείλουν να τον
οδηγήσουν στην αιώνια ζωή και να τον απομακρύνουν από τους πειρασμούς της κοιλιάς,
των γεννητικών οργάνων, της τροφής, των πρόστυχων του επιθυμιών. Αν όμως μια μέρα
κάποιος, ανακινώντας τα λόγια του Φιλοσόφου, και μιλώντας επομένως σαν φιλόσοφος,
αναγάγει την τέχνη του γέλιου σε επιδέξιο όπλο, αν η ρητορική της πειθούς αντικατασταθεί
από τη ρητορική του χλευασμού, αν η ρητορεία, που σκοπεύει σε υπομονετική και σωτήρια
δημιουργία εικόνων λύτρωσης, αντικατασταθεί από την ρητορεία της ανυπόμονης καταστροφής
και της παραμόρφωσης των πιο ιερών και σεβαστών εικόνων –ω! την ημέρα εκείνη ακόμα
κι εσύ και όλη η σοφία σου Γουλιέλμο, θα έχετε ανατραπεί!. [...]
|