Παναγία ἡ Ρευματοκρατόρισσα Στή μισοβυθισμένη μές στά χώματα Ἀχειροποίητο,1 σέ μιά γωνιά τοῦ νάρθηκα, βρίσκεται σχεδόν παραπεταμένη ἡ Παναγία ἡ Ρευματοκρατόρισσα. Κατεβαίνω ἀρκετά συχνά καί τήν κοιτάζω πικροχαμογελώντας γιά τήν κοινή κατάντια μας. Δέ μοιάζει, βέβαια, μέ προσκύνημα αὐτό πού κάνω καί τό ξέρω καλά. Εἶναι πιό πολύ σάν ἐπίσκεψη σέ μιά παλιά φιλενάδα τῆς γιαγιᾶς μου καί τῆς προγιαγιᾶς μου, ὅπου πάω γιά νά χαϊδευτῶ καί νά κλαυτῶ, μιά κι ἔχουν λείψει προπολλοῦ ἐκεῖνες. Τό κερί τ' ἀνάβω ἁπλῶς γιά νά βλεπόμαστε καλύτερα. Κρυφοκοιταζόμαστε ὥσπου νά λιώσει κι ὕστερα τή φιλῶ στά πεταχτά καί φεύγω. Τά συναισθήματά μας πάντοτε τά καταπιέζουμε στό σπίτι. Ὧρες ὧρες θαρρῶ πώς κάτι θέλει νά μοῦ μιλήσει. Αὐτό καί νά γίνει δέν πρόκειται νά τό θεωρήσω γιά θαῦμα.
Πολλές ἱστορίες, πολλά ἀνέκδοτα καί μυστικά, θά πρέπει νά ξέρει γιά τούς προγόνους μου. Αἰῶνες τήν προσκυνοῦσαν καί τήν ἐμπιστεύονταν στήν πατρίδα. Ἐκεῖ, ἦταν ἀρχόντισσα, εἶχε παλάτι δικό της, αὐτοκρατορικό. Ἐδῶ, μόλις καί τῆς ἐπιτρέπουν νά κουρνιάζει σ' αὐτόν τό νάρθηκα. Πάλι καλά πού δέν τήν ἔστειλαν ἀκόμα σέ κανένα μουσεῖο. Ἡ προσφυγιά κι αὐτηνῆς κι ἡ δική μας οὔτε ἔληξε οὔτε πρόκειται ποτέ νά λήξει. Χάσαμε τά σπίτια μας, τά παλάτια μας, κι ἤρθαμε ἐδῶ νά παλεύουμε μέ τούς σκληροτράχηλους ντόπιους, πού ἀμέσως μᾶς ὅρμηξαν. Τή Ρευματοκρατόρισσα τή φέραν οἱ παππούληδές μου ἀπό μιά πολιτεία τῆς ΙΙροποντίδας. Τήν ἅρπαξαν μιά Κυριακή πρωί καί φύγαν πάνω στ' ἄλογα. Ὁ δεσπότης δέν πρόλαβε νά βγάλει τ' ἄμφιά του, σάν ἦρθε ἡ εἴδηση πώς ἔφταναν οἱ τσέτες.2 Πρόσταξε μοναχά τόν κόσμο νά πάρει ἀμέσως τά βουνά, κι αὐτός, ἀφοῦ τέλειωσε ὅπως ὅπως τή λειτουργία, ἀνέβηκε στό ἄλογο καί καλπάζοντας μές στά χρυσά τούς πρόφταξε. Οἱ γέροι καί τά γυναικόπαιδα ἔτρεχαν τό κατόπι, γύρω τριγύρω ἔφερναν κύκλους τά παλικάρια, καί δίπλα στό δεσπότη ἕνας παλίκαρος μέ τήν εἰκόνα ἀγκαλιά πήγαινε πάνω στ' ἄλογο. Κρύφτηκαν σ' ἕνα σπήλαιο βαθύ καί γλίτωσαν ἀπ' τούς τσέτες, πού πέρασαν ἀπ' τό διπλανό μονοπάτι. Στά μωρά εἶχαν δώσει μόκο, ἀφιόνι3 δηλαδή, κι ἔτσι δέν κλαῖγαν. Ἦταν ἔμπειροι σ' αὐτά καί ἀπό καιρό γιά ὅλα προετοιμασμένοι. Τή νύχτα κατέβηκαν κρυφά τά παλικάρια καί πῆραν κι ἄλλα πράγματα. Ὅμως τόν Ἅγιο Γιώργη τόν Ἀράπη4 κανένας δέν τόν πρόλαβε, τόν εἶχαν κάψει οἱ τοῦρκοι. Ἔκλαψε ὁ δεσπότης σάν τό ἔμαθε καί πῆρε τήν ἀπόφαση νά τούς ὁδηγήσει πιά στήν ἐλεύθερη πατρίδα. Σέ δυό τρεῖς μέρες, τραβώντας συνεχῶς κατά τά δυτικά, ἔφτασαν στόν Ἕβρο καί διάβηκαν σά λιτανεία τό ρεῦμα. Ἡ Ρευματοκρατόρισσα συγκράτησε καί πάλι τό πολύ νερό. Στή Σαλονίκη τούς πιό πολλούς τούς στρίμωξαν στήν Ἀχειροποίητο ἤ ἐκεῖ γύρω. Οἱ τοῦρκοι εἶχαν μετατρέψει γιά αἰῶνες τήν τεράστια ἐκκλησιά σέ τζαμί κι ἔτσι τήν εἶχαν μαγαρίσει.5 Μποροῦσαν λοιπόν νά τή μαγαρίσουν λιγάκι κι οἱ ἀνοικονόμητοι πρόσφυγες. Αὐτοί, ἀφοῦ ἔστησαν τήν εἰκόνα τους στή θέση τοῦ ἱεροῦ, χώρισαν μέ κουβέρτες καί σεντόνια χώρους σά δωμάτια κι ἄρχισαν νά ζοῦν. Ἔρωτες, καβγάδες, ξυλοδαρμοί, γλέντια, χαρές καί γεννητούρια, γίνονταν πίσω ἀπ' τά κρεμασμένα σεντόνια, πού τότε μόνο σηκώνονταν ὅλα, ὅταν ἦταν ἰδιαίτερα μεγάλης σημασίας τό γεγονός. Στά καρναβάλια καίγονταν τό πελεκούδι. Ὥς κι οἱ μπαγιάτηδες σαλονικοί προσπαθοῦσαν νά λάβουν μέρος. Ὕστερα ἀπ' ὅλα αὐτά, ἦταν βέβαια περιττό νά ξαναγιαστεῖ ἡ ἐκκλησία, πράγμα ὅμως πού ἔγινε μεγαλοπρεπῶς, μόλις πέταξαν ἀπό μέσα τούς πρόσφυγες. Ἡ εἰκόνα, φυσικά, ἀπόμεινε αἰχμάλωτη τῶν ξένων παπάδων. Τίς ἱστορίες αὐτές τίς ἔμαθα πολύ ἀργότερα ἀπό ἕνα πλῆθος ἀνθρώπων, πού μέ τόν ἕνα ἤ τόν ἄλλο τρόπο ἔχει πλέον ἐκλείψει. Ἐκτός ἀπ' τήν εἰκόνα, σχεδόν τίποτε ἄλλο δέν ἀπομένει ἀπό κείνη τή γενιά. Ὅσο τήν κοιτάζω, τόσο θαρρῶ πώς βλέπω στό πρόσωπό της τή γιαγιά μου. Ἔτσι θά ἦταν, βέβαια, καί ἡ προγιαγιά μου. Οἱ ἄνθρωποι μοιάζουν στίς δικές τους περιοχές. Εἶναι ὅμως νέα ἡ εἰκόνα καί ὄμορφη καί στό δέρμα κεραμιδιά, σάν νά βουτήχτηκε, πράγμα διόλου ἀπίθανο, σέ αἱμάτινο ποτάμι. Πολλές σφαγές θρυλοῦνται στά παλιά τά χρόνια. Ὁ παππούς μου εἶχε μάθει ἀπ' τόν προπαππού μου καί πάντα κοίταζε τήν πλάτη τοῦ ἀρνιοῦ,6 προβλέποντας τά αἵματα, τίς πεῖνες καί τίς δίψες. Πήγαινε τότε κρυφά καί τό 'λεγε καί παρακαλοῦσε γονατιστός τή Ρευματοκρατόρισσα. Ὅταν ἕνα λατρευτό μου πρόσωπο ἔκαμνε συνέχεια αἱμοπτύσεις βαριές τρέχοντας σάν τρελός γιά γιατρούς, πέρασα μιά στιγμή καί τό 'πα στήν εἰκόνα. Μά, ἦταν ἀργά πιά. Ἔτσι τρέχω πάντα στίς δύσκολες ἤ τίς χαρούμενες στιγμές καί τῆς τά λέω ὅλα. Κι ὄχι πώς περιμένω καμιά βοήθεια. Τί νά σοῦ κάνει κι αὐτή ἐνάντια στήν παντοδύναμη μοίρα; Ἁπλῶς νιώθω τή βαθιά ἀνάγκη νά τά ἐμπιστευτῶ σ' ἕνα δικό μου πρόσωπο, πού ξέρει τή ρίζα μου καί τή φύτρα μου κι ἀνησυχεῖ ἴσως γιά ὁρισμένα καμώματά μου. Στούς γάμους, τίς κηδεῖες καί τά βαφτίσια πάντα τούς συγγενεῖς δέν πρωτοθυμᾶται κανένας; Μιά μέρα, τώρα τελευταῖα, καθώς τῆς παραπονιόμουν νοερά γιά τήν ἀφόρητη πιά ἐρημιά μου, ἄκουσα μέσα μου σάν ἀπάντηση ἕνα ποντιακό τραγούδι μέ ὡραῖο σκοπό: Τήν εἶδα σά νά μοῦ ἔγνεφε ἐνθαρρυντικά — ἴδια ἡ γιαγιά μου, πού ὥς τά τελευταῖα της ἔλπιζε γιά δισέγγονα. «Δίκιο ἔχεις, ψιθύρισα. Καιρός καί γιά κορτσόπλον, πράγματι. Θά σβήσει τό ρέμα μιᾶς γενιᾶς ὁλόκληρης ἀπάvω μου, ἔτσι ὅπως πάω». ( Ἡ σαρκοφάγος, 1971)
Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής Σχόλιο Μνήμες, εικόνες και ιστορίες από μια καθημαγμένη εποχή και από ένα κόσμο βασανισμένο από τις ιδιοτροπίες της ιστορίας. Στο συγκεκριμένο διήγημα το εικόνισμα παύει κατ' ουσίαν να είναι ένα απλό θρησκευτικό σύμβολο· προσκυνώντας και λατρεύοντάς το οι κάθε λογής ξεριζωμένοι κατορθώνουν ν' αγγίξουν τις ρίζες τους, ν' ακούσουν τη φωνή των προγόνων και να αισθανθούν την παραμυθητική στήριξη που παρέχει η παράδοση στις δύσκολες στιγμές του βίου.
Ερωτήσεις
|