Στο σημείο V4,* αυτοκτόνησε ο Σοφοκλής. Ιδού πώς γίνανε τα πράγματα: Φτάνοντας για πρώτη φορά στη Μεγάλη Λίμνη, στρίψαμε δεξιά, κάναμε έναν μεγάλο κύκλο, ξαναπεράσαμε απ' την όχθη, στρίψαμε αριστερά, κάναμε κι άλλον κύκλο και ξαναφτάσαμε στη Μεγάλη Λίμνη. Όταν περνάγαμε για δεύτερη φορά απ' τη Μεγάλη Λίμνη, ο Τηλέμαχος πρότεινε στον Ταγματάρχη να σταματήσουμε για λίγο και να κάνουμε μπάνιο, μα ο Ταγματάρχης τον κοίταξε τόσο έκπληκτος, που ο Τηλέμαχος κοκκίνισε ντροπιασμένος. Περνώντας για τρίτη φορά απ' τη Μεγάλη Λίμνη, έτυχε να σταματήσουμε για την ωριαία στάση, τα «πέντε λεπτά» μας και ήτανε ντάλα μεσημέρι, ο ήλιος μεσούρανα να σε βαράει κατακούτελα, να μην κουνιέται φύλλο. Ο Ταγματάρχης χτύπησε τρεις φορές το κουδούνι (σαν αυτά που κρεμάνε στα κριάρια), η φάλαγγα σταμάτησε, άλλος έκατσε, άλλος ξάπλωσε στην άκρη του δρόμου, το νερό ήτανε καμιά εικοσαριά μέτρα παρακάτω, ίσκιος πουθενά, ούτε δέντρο, ούτε θάμνος, λίγα βούρλα μονάχα κι εκεί που καθόμουνα, είδα ξάφνου τον Σοφοκλή να βγάζει το πουκάμισό του, να ξεκουμπώνει το παντελόνι του, φωνάζοντας στον Ταγματάρχη, «Μια βουτιά θα κάνω, θα γυρίσω πριν περάσουνε τα πέντε λεφτά» και γδύθηκε στο λεφτό, έτρεξε κι έπεσε στο νερό και ο Ταγματάρχης δεν έφερε αντίρρηση και μας έπιασε όλους μια απερίγραπτη φούρια κι αρχίσαμε να γδυνόμαστε, σκίζοντας σχεδόν τα ρούχα μας και κατεβήκανε κι όσοι είχαν βάρδια φρουρήσεως στα υπόγεια, γδύθηκε ως και ο Ταγματάρχης κι έβγαλε ως και το εποφθάλμιο (και είδα τότε με έκπληξη ότι το δεξί του μάτι ήτανε κανονικό, μάτι τυφλού δηλαδή, αλλά εγώ περίμενα πως ήτανε βγαλμένο, περίμενα να δω μια βαθιά τρύπα, ενώ το μάτι του δεν είχε τίποτα, ήταν πολύ καλύτερο κι απ' τα γυάλινα, γιατί λοιπόν να το κρύβει;) και πέσαμε όλοι στο ακύμαντο νερό της λίμνης, που ήταν βέβαια αρκετά θολό στα ρηχά, γιατί είχε βούρκο ο βυθός, μα εγώ ξεμάκρυνα με γρήγορες απλωτές και βρέθηκα σε νερά κρυστάλλινα και έπαψα να ακούω τις φωνές και τα χάχανα των άλλων, είχα γυρίσει ανάσκελα, επέπλεα ασάλευτος με τα μάτια κλειστά, σαν τότε που κολυμπάγαμε στη Βουλιαγμένη με τον Χριστόφορο και τον Αλέκο και έκανα τη «σανίδα» και ύστερα έβγαλα το μαγιώ μου μέσα στο νερό και το πέταξα όσο πιο μακριά μπορούσα και κολύμπησα βιαστικά να το ξαναπιάσω, πριν προφτάσει να βουλιάξει, κι ο Χριστόφορος και ο Αλέκος με μιμήθηκαν και βγήκαμε τσίτσιδοι στα έρημα βραχάκια, μα εκείνη τη στιγμή, άκουσα το κουδούνι να χτυπάει δυο φορές, στράφηκα και είδα τον Ταγματάρχη στην όχθη, ντυμένον, να κρατάει στο αριστερό του χέρι το σιδηροδρομικό ρολόι, κρεμασμένο από την αλυσίδα του. Μερικοί είχαν ήδη βγει και ντυνόντουσαν και μόλις ετοιμάστηκαν οι τρεις πρώτοι, ο Ταγματάρχης τους είπε να ανεβούνε στα κάρα, να πάρουνε τα γκέμια και να ξεκινήσουνε. Τι να κάνουμε κι εμείς, βιαστήκαμε να βγούμε, γιατί δεν άξιζε βέβαια τον κόπο να μείνεις λίγο παραπάνω στο νερό, για να τρέξεις ύστερα να προλάβεις τα κάρα, μέσα σε κείνο το λιοπύρι. Όλοι μας είμασταν πολύ κεφάτοι, ακόμα και ο Σοφοκλής, που βγαίνοντας απ' τη λίμνη, κάτι πάτησε και έκοψε την αριστερή του φτέρνα («Δεν είναι τίποτα, —είπε— μια γρατζουνιά»). Βαδίσαμε γρήγορα, προφτάσαμε τα κάρρα, πρόσεξα πως ο Σοφοκλής πάταγε στα δάχτυλα του αριστερού του ποδιού, παρακάλεσε τελικά τον Ροβήρο να του δέσει την πληγή, τον ενοχλούσε όσο να 'ναι η γρατζουνιά του και για να μην τα πολυλογώ, την άλλη κιόλας μέρα το πόδι του είχε πρηστεί, αναγκάστηκε να βγάλει το γουρουνοτσάρουχο, κούτσαινε, άρχισε να βραδυπορεί και ο Λέανδρος, που είχε βάρδια οδηγού στο τρίτο κάρρο, του είπε να πάρει τη θέση του κι αυτός (ο Λέανδρος) πήδηξε κάτω και πήρε θέση στη βάρδια συνοδείας. Ο Ταγματάρχης είδε αυτή την αλλαγή, κάτι πήγε να πει, άλλαξε όμως γνώμη και δεν είπε τίποτα. Την άλλη μέρα, ο Λεωνίδας, που είχε βάρδια φρουρήσεως στο υπόγειο, παραχώρησε τη θέση του στον Σοφοκλή, μα τούτη τη φορά, ο Ταγματάρχης επενέβη και είπε πως αυτό που κάνανε ήτανε αντικανονικό. Ο Σοφοκλής είχε βάρδια συνοδείας, έπρεπε λοιπόν να βαδίσει δίπλα στο κάρο. Δεν ήταν νοητόν να κάνουνε οι άλλοι της διμοιρίας του διπλές βάρδιες συνοδείας, δηλαδή να κουράζονται διπλά. Η φάλαγγα είχε σταματήσει, επενέβη ο Σταμάτης και είπε πως ήταν απαράδεκτο να κυανιστεί* ένας μαχητής που μπορούσε να κάνει όλες τις άλλες βάρδιες, ακόμα και να πολεμήσει, αν παρουσιαζότανε ανάγκη. Ο Ταγματάρχης δεν απάντησε αμέσως, τον είδα που δίσταζε, λες και έψαχνε να βρει επιχειρήματα και τελικά μας δήλωσε πως ρώτησε με τον ασύρματο το Γενικό Αρχηγείο και η απάντηση ήταν «Σοφοκλής κυάνιο». Ο Σοφοκλής τον κοίταζε σαν χαμένος και τελικά, πρόφερε σχεδόν ψιθυριστά, δεν καταλαβαίνει τι θα κέρδιζε η Αποστολή, αν έλειπε αυτός απ' τη μέση. Τότε ο Ταγματάρχης θύμωσε για καλά (ήταν η πρώτη και η τελευταία φορά που τον έβλεπα να χάνει την ψυχραιμία του) του έβαλε τις φωνές και του θύμισε πως ήτανε προειδοποιημένος, του είχαν εξηγήσει τον κανονισμό της πορείας, το είχε σκεφτεί και το δέχτηκε εθελοντικά να πάρει μέρος στην Αποστολή και βέβαια (ομολόγησε ο Ταγματάρχης) άλλο είναι η θεωρητική κατάστρωση ενός σχεδίου και άλλο η πρακτική εφαρμογή του, γι' αυτό δεν είπε τίποτα όταν ο Λέανδρος του παραχώρησε τα γκέμια, αμφέβαλε κι ο ίδιος, ρώτησε όμως το Γενικό Αρχηγείο και τώρα είναι υποχρεωμένος να εκτελέσει τη διαταγή, επικαλείται τη μαρτυρία του Τηλέμαχου, που ξέρει τον κώδικα και την διάβασε, «Ψέματα, Τηλέμαχε;».
Ο Τηλέμαχος κατένευσε. Ο Σταμάτης παρατήρησε τότε πως μπορούσε κάλλιστα να μη ρωτήσει το Γενικό Αρχηγείο, να πάρει μόνος του μια πρωτοβουλία, να πάρει αυτός την ευθύνη, τι σόι αρχηγός αποστολής ήτανε; Ο Ταγματάρχης κοίταζε τον Σταμάτη σαν να μην πίστευε στ' αυτιά του, μα πριν προλάβει ν' απαντήσει, ο Σοφοκλής όρμησε στο υπόγειο του τρίτου κάρου (ανασήκωσε την κουρελού, που κρεμότανε μπροστά στην μπούκα για να μη φαίνεται) και ξαναβγήκε απ' το υπόγειο, κρατώντας ένα φτυάρι. Έριξε μια ματιά γύρω του, είδε μια γέρικη ελιά στ' αριστερά του δρόμου, προχώρησε κουτσαίνοντας, έφτασε στον αραιό της ίσκιο κι άρχισε να σκάβει, λέγοντας:
— Είμαι ικανός για το συνεργείο ταφής.
Ο Ταγματάρχης συμπλήρωσε το συνεργείο, ορίζοντας στην τύχη άλλους τρεις, σκάψανε όλοι με τη σειρά, με φτυάρια και κασμάδες κι ο Σοφοκλής, έκατσε δίπλα στον ανοιχτό τάφο να καπνίσει το τελευταίο του τσιγάρο, έχοντας δεχτεί και το σιδηροδρομικό ρολόι. Κάπνιζε αμίλητος, με σκυφτό το κεφάλι, έτσι που μπορεί να πέφτω έξω, αλλά μου φάνηκε πως είχε καρφώσει το βλέμμα του στην πληγωμένη του φτέρνα, θα πρέπει να την κοίταζε με μίσος, φαντάζομαι, και όλοι εμείς καθόμασταν σε ημικύκλιο μπροστά του, φάτσα του, μα κανείς δεν τούλεγε τίποτα, ήταν η μόνη φορά που δεν κουβεντιάσαμε με έναν κυανιζόμενο τραυματία, μόνο καθόμασταν εκεί, με σκυμμένα κι εμείς τα κεφάλια και κάποτε κάπνισε ο Σοφοκλής το τσιγάρο του μέχρι τελευταία ρουφηξιά, πέταξε τη γόπα κι απόμεινε κοιτάζοντας το ρολόι, που κράταγε στ' αριστερό του χέρι. Ο Ταγματάρχης σηκώθηκε, στάθηκε προσοχή χαιρετώντας στρατιωτικά, σηκωθήκαμε και όλοι εμείς οι άλλοι και περιμέναμε ασάλευτοι και σε λίγο μου πέρασε η σκέψη πως ο Σοφοκλής αργεί πολύ, θα πρέπει να πέρασαν τα δεκατρία λεφτά, ίσως νάτανε μια ζαβολιά εκ μέρους του, ίσως και να ξεχάστηκε, βυθισμένος ως θα πρέπει να 'τανε σε σκέψεις, μα ξάφνου ο Σοφοκλής πετάχτηκε όρθιος, λέγοντας πως δεν έχει τίποτα, του πέρασε το πόδι του, δεν πονάει, δεν κουτσαίνει πια, να, περπατάει κανονικά, πιο γρήγορα κι απ' το κανονικό —«Με βλέπετε; Δεν κουτσαίνω καθόλου»— και πραγματικά, δεν κούτσαινε, έφτασε δίπλα στο τρίτο κάρο, όπου είχε αφήσει κατάχαμα στο δρόμο το ταγάρι του με το περίστροφο, κρέμασε το ταγάρι στον ώμο του και προχώρησε κατά μήκος των κάρων, σα να βάδιζε σε στρατιωτική παρέλαση και σε λίγο τον άκουσα να τραγουδάει την «Παντιέρα ρόσα», ένα τραγούδι των ιταλών συντρόφων (μου το 'χε μάθει κι εμένα ο Σοφοκλής, το ψιλοτραγουδάγαμε, χαμηλόφωνα, σαν τύχαινε να βρεθούμε μαζί στη βάρδια υπογείου, γιατί ο Ταγματάρχης είχε απαγορεύσει τα τραγούδια, δεν έπρεπε τίποτα να δίνει την εντύπωση πως είμασταν τμήμα στρατού κι αυτουνού του το 'χε μάθει ο Τζιάκομο, που είχε προσχωρήσει στον ΕΛΑΣ και τον γνώρισε ο Σοφοκλής στον Παρνασσό, στην Κατοχή) και τραγουδώντας έτσι, βάδιζε τώρα εν-δυο και ο Ταγματάρχης είπε, σα να αναστέναζε με ανακούφιση, «Όλοι στις θέσεις σας» κι ώσπου να γυρίσουμε στα κάρα και να ξεκινήσουμε, ο Σοφοκλής είχε προχωρήσει καμιά πενηνταριά μέτρα μπροστά απ' τα πρώτα άλογα και σε λίγο σταμάτησε, έκανε μεταβολή και μας φώναξε:
— Βραδυπορείτε! Θα σας κυανίσω!
Γέλασε, κούνησε το χέρι του σα να μας φοβέριζε και συνέχισε να βαδίζει καταμεσής του δρόμου κι η φάλαγγα προχωρούσε ξοπίσω του. Ακόμα κι όσοι είχαν βάρδια φρουρήσεως στα υπόγεια, βαδίζανε δίπλα στα κάρα και κοίταζαν τον Σοφοκλή και ο Τηλέμαχος, που περπάταγε δίπλα στα πρώτα άλογα, δίνοντας τον ρυθμό της πορείας, είχε επιβραδύνει νομίζω το βήμα του, σα να μην ήθελε να φτάσει τον Σοφοκλή, σα να ήθελε να τον αφήσει να προπορεύεται, μα παρ' όλα αυτά, κάτι συνέβη σε λίγο απ' τη μια στιγμή στην άλλη — είχα την αίσθηση πως περπατάω και μένω επί τόπου, λες κι ο δρόμος είχε γίνει κυλιόμενος τάπης, κινούμενος προς την αντίθετη κατεύθυνση, λες και μια αόρατη δύναμη είχε σηκώσει ελάχιστα το κάρρο δίπλα μου, έτσι που οι ρόδες γύριζαν στον αέρα, μόλις — μόλις ακουμπώντας στα χαλίκια, λες κι ο Σοφοκλής, εξακολουθώντας πάντα να βαδίζει μπροστά, παρασυρότανε προς τα πίσω απ' τον κυλιόμενο δρόμο και η πλάτη του όλο και πλησίαζε, όλο και ερχότανε κατά πάνω μου και οι σκούροι λεκέδες απ' τον ίδρωτα διακρίνονταν όλο και καθαρότερα στο πουκάμισό του, όλο και μίκραινε σταθερά η απόσταση που μας χώριζε, ώσπου έφτασε ο Σοφοκλής και πέρασε δίπλα μου κυλιόμενος και είδα πως είχε το δεξί του χέρι μέσα στο κρεμασμένο απ' τον ώμο του ταγάρι και το ταγάρι με ακούμπησε περνώντας από δίπλα μου, στα αριστερά μου και την επόμενη στιγμή, άκουσα έναν πυροβολισμό και σκέφτηκα: «Τον σκότωσε!»
Σκέφτηκα πως ο Σοφοκλής είχε σκοτώσει τον Ταγματάρχη, που βάδιζε λίγο πιο πίσω από μένα, μαζί με τον υπίατρο Ροβήρο, τελευταίοι οι δυο τους της φάλαγγας. (Ο Ταγματάρχης βάδιζε συνήθως επικεφαλής, δίνοντας τον ρυθμό της πορείας, εκτός απ' τις ώρες που κοιμότανε, ή κρυπτογραφούσε τα μηνύματα. Ήταν φυσικό να μην έχει άλλες βάρδιες ο Ταγματάρχης, μπορούσε να κάθεται όση ώρα ήθελε στη στέγη και τον είχα υποπτευτεί πως μένει εκεί, χασομερώντας, σκυμμένος πάνω απ' το Αγγλοελληνικό Λεξικό —δεν ήξερα ακόμα πως ήτανε το Ευαγγέλιο*— υποκρινόμενος πως εργάζεται, γιατί βέβαια δεν μπορούσε να ξαπλώσει, μια και είχε δίπλα του τους δυο της βάρδιας στέγης. Αργότερα, όταν μάθαμε τον κώδικα, όταν είδα πόσο περίπλοκος ήταν —ή μάλλον όχι, ήταν απλούστατος, αλλά η κρυπτογράφηση και η αποκρυπτογράφηση σου παίρνανε πολλή ώρα— πείστηκα πως ο Ταγματάρχης έκανε τίμια και ευσυνείδητα τη δουλειά του, δηλαδή, όσο το δυνατόν γρηγορότερα). Τώρα όμως, ο Ταγματάρχης βάδιζε τελευταίος, λες και περίμενε τον Σοφοκλή, λες και ήθελε να είναι παρών στο σημείο που θα 'ρχιζε ο Σοφοκλής να βραδυπορεί. Μόλις άκουσα λοιπόν το πυροβολισμό, στράφηκα και είδα τον Σοφοκλή πεσμένον ανάσκελα στον δρόμο και τον Ροβήρο σκυμμένον από πάνω του. Ο Ταγματάρχης στεκότανε ασάλευτος, λίγο παράμερα.
— Είναι νεκρός; — τον άκουσα να λέει.
— Σχεδόν, —απάντησε ο Ροβήρος.— Τυφλό τραύμα εξ επαφής στον αριστερό πνεύμονα.
— Πονάει; — ξαναρώτησε ο Ταγματάρχης.
— Δε νομίζω. Έχει χάσει τις αισθήσεις του.
Τα κάρρα σταμάτησαν, όλοι τρέξανε να δουν, μα ο Ταγματάρχης τους έδιωξε διατάζοντάς τους να συνεχίσουν την πορεία, όρισε μόνον τέσσερις που θα μένανε (μεταξύ των οποίων κι εγώ). Ο Ροβήρος εξακολουθούσε να 'ναι σκυμμένος πάνω απ' τον Σοφοκλή, κρατώντας τον σφυγμό του. Ο Ταγματάρχης έβγαλε να στρίψει τσιγάρο κι αν κοίταζες το πρόσωπό του, θα σχημάτιζες την εντύπωση πως είναι πολύ ψύχραιμος, σχεδόν αδιάφορος, τα δάχτυλά του όμως τρέμανε ελαφρώς και δεν τα κατάφερνε να στρίψει το τσιγάρο του και τελικά το τσιγαρόχαρτο σκίστηκε (ενώ ήταν μάστορας στο στρίψιμο, ταχυδακτυλουργός μπορώ να πω και το 'στριβε στο τσάκα τσάκα το τσιγάρο, ακόμα και με το 'να μόνο χέρι) και τότε εγώ, βιάστηκα να βγάλω την αυτόματη ταμπακέρα μου, να στρίψω τσιγάρο και να του προσφέρω (για πρώτη φορά, γιατί ως τα τότε οι σχέσεις μας ήτανε τυπικότατες) και ο Ταγματάρχης το δέχτηκε, το πήρε το έτοιμο τσιγάρο μου, άφησε να πέσει ο καπνός απ' το δικό του σκισμένο τσιγαρόχαρτο, το τσαλάκωσε, το πέταξε, άναψε το καλοστριμμένο μου τσιγάρο και τράβηξε μια βαθιά ρουφηξιά, τη στιγμή που ακούστηκε η φωνή του υπίατρου Ροβήρου, «Είναι νεκρός» — εννοώντας τον Σοφοκλή.