Το Ποιημα Περιλαμβανεται στην ποιητική συλλογή Το κυπαρίσσι των εργατικών (1981). Όπως
είναι γνωστό, μετά την κατάρρευση των καθεστώτων των Ανατολικών χωρών, πολλοί κάτοικοι
κατέφυγαν στην Ελλάδα προς αναζήτηση εργασίας. Στην κατηγορία αυτή ανήκει και το
παιδί του ποιήματος που αναγκάζεται να πηγαίνει όπου υπάρχουν φωτεινοί σηματοδότες
(φανάρια) και σταματούν τα αυτοκίνητα.
Νύχτα. Η κίνηση αραιή στη λεωφόρο.
Μες στο κλειστό, το φωτισμένο εργοστάσιο,
Οι μηχανές, αποσταμένες μα άγρυπνες,
Επιβλέπουν σαν άκακοι γίγαντες |
|
Τον ύπνο του μικρού. Στριμωγμένος |
5 |
Κοντά στη σκάρα του ατμού,
Με
του αδελφού του το παλτό σκεπασμένος
Ξεκουράζεται.
Όλη τη μέρα δουλεύει στα φανάρια |
|
Σκουπίζει τζάμια βιαστικά με το
κόκκινο. |
10 |
Εισπράττει κέρματα ή την εύλογη
αγανάκτηση.
Περιμένει το επόμενο φανάρι.
Τίμια κερδίζει έτσι και ψωμί
Και το μερίδιο του νυχτοφύλακα, |
|
Που τον αφήνει να κοιμάται εκεί
μέσα. |
15 |
|
|
Τα χιονισμένα βουνά της πατρίδας
του,
Τα χέρια της μάνας του που τύλιγαν
γύρω του
Γυναίκειο μαντίλι για το κρύο,
Το δάσκαλο που πληρωνότανε
με γάλα |
|
Μόλις θυμάται. |
20 |
Θυμάται κάτι ελληνικά από το στόμα
του,
Που τώρα εδώ ακούγονται αλλιώτικα.
Όχι σαν βότσαλα γυαλιστερά μεγάλης
θάλασσας,
Όχι σαν ποδοβολητό του αλόγου |
|
Ενός ανίκητου στρατηλάτη, |
25 |
Αλλά να, σαν τα κέρματα στην τσέπη, |
|
|
|
Σαν το φτύσιμο στο βλέμμα του
πελάτη.
Καμιά φορά πιο εγκάρδια
Σαν τούτο δω το βουητό της σκάρας, |
|
Που όλο ανεβάζει το θερμό ατμό. |
30 |