Και βαθιά, κάτω από τα επιχρίσματα
του χρόνου
το γλέντι να κρατάει καλά
ακοίμητο σε
φωτεινά μερόνυχτα κι άφεγγες βδομάδες,
ανεξήγητο σαν θαύμα ή αυτό που
λέμε επεμβάσεις
του αόρατου, επειδή και το φεγγαρόφωτο
σήκωνε σε σκοτεινά κύματα το
'να σπίτι
και τ' ακουμπούσε απαλά πάνω στο
άλλο ξανά και ξανά,
ωσότου όλο
το χωριό γέμιζε Μαύρη Θάλασσα
με τα δελφίνια να γλιστρούν δοξαριές
στις χορδές της λύρας.
Και να προβάλλουν τότε ένας ένας
στη σειρά οι γλεντοκόποι
και ν' ανεβαίνουν με τους ατμούς της νοσταλγίας τους
στον
ουρανό,
αμίλητοι αγναντεύοντας μέσ' απ' τα κλωνάρια του
την ομίχλη του μούστου σ'
όλο το μήκος των ακτών.
Κι ύστερα να πέφτουν με αργές
κινήσεις τυλιγμένοι σε σύννεφα,
που μπορεί να 'ταν σεντόνια κατάλευκα
ονείρου,
κι εκεί να βυθίζονται στον ύπνο,
τύφλα στο μεθύσι,
όχι απ' το γλυκό κρασί, μα απ'
το άλλο το πιο βαρύ
που το 'χει αναμείξει μ' αγιάτρευτο
μαράζι το τραγούδι. |