Κάθομαι
εδώ και περιμένω τι περιμένω δεν
ξέρω. Το μόνο που ξέρω είναι πως ένα ακόμη γλυκό
απόγευμα σουρώνει μες στο σούρουπο. Τα ξύλα
τρίζουν κι η φωτιά με τα τραυλίσματά
της συνεχίζει
τι συνεχίζει. Ώρα να ξαναμπώ στην παιδική μου
σήραγγα ενώ ένα φέγγος
μεσημεριάτικου μαΐστρου
θροΐζει στα μαλλιά. Ώρα ν' ακούσω τη φωνή της
θείας Όλγας
«τραγούδα, μαρέ Τάκη, τραγούδα».
Θεία Όλγα πώς να τραγουδήσω που όλοι κοιμούνται
και τα παράθυρα κλειστά, διπλομανταλωμένα.
Άνθρωποι μιλούν κι άνθρωποι δεν φαίνονται.
Γέλια
παντού, φωνές, πατήματα κι όμως τριγύρω σου μια
ακατάλυτη σιωπή, σαν όταν
πέφτει πυκνό χιόνι. |