Η Καντατα Ειναι ενα Συνθετικο ποίημα με θεατρική, θα λέγαμε, σύνθεση. Ο ίδιος ο ποιητής
δίνει στην αρχή το σκηνικό και τα πρόσωπα. Σκηνικό: Συνοικιακός δρόμος σύγχρονης
πόλης. Αρχίζει να βραδιάζει. Πρόσωπα: Ποιητής. Ο άνθρωπος με το κασκέτο. Διάφοροι
περαστικοί. Χορός από γυναίκες και άνδρες (οι γυναίκες μαζεμένες σε μια εξώπορτα·
οι άντρες αριστερά, πλάι στη σκαλωσιά μιας οικοδομής). Στο απόσπασμά μας μιλάει
ο άνθρωπος με το κασκέτο. Είναι η δεύτερη φορά που παίρνει το λόγο. Την πρώτη φορά
αφηγήθηκε τη σύλληψη ενός φτωχού ανθρώπου — «επιγραφοποιός το επάγγελμα».
«Συχνά» λέει ο ποιητής, «του αρέσει να μιλάει σε ύφος βιβλικό».
16. |
Και την πρώτη νύχτα μπήκε μες στο κελί ένας άνθρωπος που 'χε χάσει το πρόσωπο του, κι ακούμπησε το φανάρι που κρατούσε
κάτω στο πάτωμα. |
17. |
Κι ο ίσκιος του μεγάλωσε πάνω στον τοίχο. |
18. |
Και τον ερώτησε: πού έχεις κρυμμένα τα όπλα; |
19. |
Κι εκείνος, κανείς δεν ξέρει αν από σύμπτωση, ή ίσως
για ν' απαντήσει, |
20. |
έβαλε το χέρι πάνω στην καρδιά του. |
21. |
Και τότε τον χτύπησε. Ύστερα μπήκε άλλος άνθρωπος που
'χε χάσει το πρόσωπό του και τον χτύπησε κι αυτός. |
22. |
Κι οι άνθρωποι που 'χαν χάσει το πρόσωπό τους, ήσαν
πολλοί. |
23. |
Και ξημέρωσε. Και βράδιασε. |
24. |
Ημέρες σαράντα. |
25. |
Κι ήρθαν στιγμές που φοβήθηκε πως θα χάσει το λογικό
του. |
26. |
Και τον έσωσε μια μικρή αράχνη στη γωνιά, που την
έβλεπε
ακούραστη κι υπομονετική να υφαίνει τον ιστό της. |
27. |
Και κάθε μέρα τής τον χάλαγαν με τις μπότες τους μπαίνοντας. |
28. |
Κι εκείνη τον ξανάρχιζε κάθε μέρα. Και της τον χάλαγαν
πάλι. Και
τ' άρχιζε ξανά. |
29. |
Εις τους αιώνας των αιώνων. |