Μπέρτολτ Μπρεχτ, «Η προδοσία»Νά κι οι προδότες. Έχουν σκάψει (Μπρεσλάου, 1933. Κατοικία μικροαστική. Μια γυναίκα κι ένας άντρας στέκονται στην πόρτα κι αφουγκράζονται. Είναι πολύ χλωμοί.) Η ΓΥΝΑΙΚΑ: Τώρα είναι κάτω. Ο ΑΝΤΡΑΣ: Όχι ακόμα. Η ΓΥΝΑΙΚΑ: Σπάσανε τα κάγκελα. Ήταν λιπόθυμος όταν τον βγάλαν απ' το σπίτι. Ο ΑΝΤΡΑΣ: Εγώ είπα μόνο πως οι ραδιοφωνικές εκπομπές του εξωτερικού δεν έρχονται από 'δω μέσα. Η ΓΥΝΑΙΚΑ: Όχι δα, δεν είπες μόνο αυτό. Ο ΑΝΤΡΑΣ: Δεν είπα τίποτ' άλλο. Η ΓΥΝΑΙΚΑ: Μη με κοιτάζεις έτσι. Αφού δεν είπες τίποτ' άλλο, δεν είπες τίποτ' άλλο. Ο ΑΝΤΡΑΣ: Αυτό λέω κι εγώ. Η ΓΥΝΑΙΚΑ: Γιατί δεν πας στη φρουρά να πεις πως δεν είχαν καμιά επίσκεψη το Σάββατο; Ο ΑΝΤΡΑΣ: Δεν πάω στη φρουρά. Πρέπει να 'ναι κτήνη για να τον κάνουν έτσι. Η ΓΥΝΑΙΚΑ: Καλά να πάθει. Τί 'θελε ν' ανακατεύεται με την πολιτική; Ο ΑΝΤΡΑΣ: Πάντως δεν ήταν ανάγκη να του σκίσουνε το σακκάκι. Κανένας μας δεν είναι τόσο χοντρόπετσος. Η ΓΥΝΑΙΚΑ: Το σακκάκι δεν έχει σημασία. Ο ΑΝΤΡΑΣ: Δεν ήταν ανάγκη να του σκίσουν το σακκάκι. [πηγή: Bertolt Brecht, Τρόμος και αθλιότητα του Τρίτου Ράιχ, μτφ. Αγγέλα Βερυκοκάκη, Κάλβος, Αθήνα 1970, σ. 14-15] |