Τόλη Καζαντζή, «Ο Μπλες»

Ήρθαν και πιάσανε το διαμέρισμα στο τρίτο πάτωμα στο μεγαράκι της γουναρούς. Ο πατέρας ψηλός κι αφρόπλαστος, φόραγε άσπρο μεταξωτό πουκάμισο και παντελόνι μπλε-σαξ. Μαζί ήταν και μια γριά ξερακιανή και μαυροφορεμένη κι ένα παιδάκι καλοζωισμένο, στη δικιά μας ηλικία, που το ’χανε ντυμένο με μπλε ναυτικά ρούχα, καπέλο με κορδέλα που ’γραφε «αντιτορπιλλικόν Ασπίς», κι άσπρες, σοσόνια, κάλτσες. Ήρθαν λοιπόν και πιάσανε το διαμέρισμα στο τρίτο, εκεί που λίγο πριν, στην Κατοχή, καθόντανε ο «Περί-Νικολά» με τ’ όνομα, δοσίλογος, φόβος και τρόμος μες στη γειτονιά. Όσο ξεφόρτωναν απ’ τα κάρα τα πράγματά τους, ο μικρός καθόταν ήσυχα απάνω σ’ ένα μπόγο με ρούχα κι εμείς πήγαμε κοντά και βλέπαμε τα πράματά τους, όλα πλούσια, από καρυδιά, τέτοια που κανένας δεν είχε στη γειτονιά κι ούτε σε κανενός το σπίτι είχαμε δει, παρά μονάχα τότε που αδειάζανε τα σπίτια των Εβραίων, ή τα ζωγραφιστά στο υπαίθριο θέατρο «Μακεδονικόν».

Την άλλη μέρα μάθαμε πως ο κύριος, ο πατέρας, ήταν «ιατρός παθολόγος», έτσι έγραφε η μπρούντζινη ταμπελίτσα στην εξώπορτα, κι εκεί που παίζαμε η γριά έφερε το παιδί να παίξει μαζί μας. Σηκωθήκαμε και πήγαμε αλλού και παίζαμε τα πιο επικίνδυνα παιχνίδια μας. Ήτανε, βλέπεις, τα ναυτικά ολοκάθαρα ρούχα του παιδιού που τον κρατάγανε μακριά από μας με το καμποτένιο μας σώβρακο και τα πληγιασμένα ξυπόλητα πόδια. Ακόμη ακόμη το ότι ο πατέρας του ήταν γιατρός, κάτι δηλαδή παραπάνω απ’ τον δικό μας, του έδινε στα μάτια μας μιαν υπεροχή που ήταν αδύνατο να την υποφέρουμε. Δε θέλαμε, λοιπόν, καθόλου την παρέα του κι αυτός έκανε αρκετές μέρες να φανεί στη γειτονιά, κι ύστερα ένα απόγεμα ήρθε εκεί που καθόμασταν, στο πεζούλι του κυρ-Λεωνίδα του μπακάλη κι έκατσε αμίλητος παραπέρα. Τότε ήταν που ο Νώντας τον ρώτησε: «Πώς σε λένε, ρε Μπλε» κι εμείς δεν περιμέναμε το «Χρίστος» που μουρμούρισε εκείνος κι αμέσως του κολλήσαμε το «Μπλες». Εκείνο τ’ απόγεμα δε βρίσκαμε ησυχία. Φαγωμάρα και γκρίνια αναμεταξύ μας. Έτσι στο τέλος χωριστήκαμε και μείναμε μονάχα ο Νώντας, ο Μάριος και γω. Μαζί μας έμεινε κι ο Μπλες. Όμως κι αυτοί που μείναμε δε λέγαμε να συμφωνήσουμε στα παιχνίδια και βριζόμασταν τα χειρότερα. Στο τέλος τα βάλαμε με το Μπλε που ακολουθούσε αμίλητος κι αμίλητος σκούπισε το χέρι του όταν τον βάλαμε να πιάσει μια βέργα πασαλειμμένη με σκατά, τη «χρυσή βεργίτσα» όπως τη λέγαμε, και όταν του είπαμε πως θα κατεβάσουμε το φεγγάρι και τον βάλαμε να κοιτάει ψηλά κι εμείς του κατουρήσαμε κι οι τρεις τα πόδια. Αυτό το αμίλητος μας έκανε θηρία, μια και για την ώρα δε βρίσκαμε άλλα χειρότερα να του κάνουμε. Τότε ο Μάριος είπε να πάμε στην κρυψώνα. Ήταν το υπόγειο ενός βομβαρδισμένου κι ακατοίκητου σπιτιού όπου κρύβαμε ό,τι χρήσιμο βρίσκαμε κι ό,τι βουτούσαμε από δω κι από κει. Μες στο υπόγειο ήταν σκοτάδι πίσσα, κι ο Μπλες που δεν ήξερε τα κατατόπια παρά λίγο να φάει τα μούτρα του. Ανάψαμε μια λάμπα που ’χαμε κι εγώ άνοιξα ένα παλιό ντουλάπι κι έβγαλα τέσσερα τσιγάρα. Ο Μπλες δε θέλησε κι εμείς οι άλλοι τα καπνίσαμε μέχρι τέρμα. Έπειτα ο Νώντας έβαλε το Μπλε να κάτσει σε μια παλιοκαρέκλα, τάχατες για παιχνίδι, κι απότομα, στα κρυφά, του πέρασε απ’ το στήθος ένα σκοινί και στο τέλος τον έδεσε χεροπόδαρα. Ο Μάριος τον ρώτησε «βουβός είσαι ρε», κι ο Μπλες έκανε «όχι», κι ο Μάριος του ’δωσε μια καλαμιά κι ύστερα αρχίσανε και τον βαρούσανε αλύπητα. Ο Μπλες έκλαιγε ένα σιγανό κλάμα κι εκτός απ’ τα δάκρυα άρχισε να τρέχει αίμα απ’ τη μύτη του. Εγώ τους είπα να τον αφήσουνε κι ο Νώντας με τον Μάριο πήγαν πιο πέρα και κρυφομιλούσαν. Τότε βρήκα ευκαιρία και τον έλυσα, του ’σφιξα μ’ ένα πανί το μπράτσο και του ’πα να κρατάει ψηλά το κεφάλι του. Πήγα κοντά στους άλλους κι είπα «κρίμα είναι», κι ο Μάριος «είσαι να τον σκοτώσουμε;» με ρώτησε. Είπα «όχι» κι ο Νώντας «κανένας δεν μας είδε» επέμενε, κι εγώ πάλι «όχι» απάντησα, κι ο Μάριος «θα τον θάψουμε» μου είπε. Πήγα στον Μπλε και στάθηκα μπροστά του. Εκείνος δεν κατάλαβε τίποτα. Ο Μάριος κι ο Νώντας κάνανε τάχα τον αδιάφορο, μα σε μια στιγμή πέσανε απότομα απάνω μου κι οι δυο συνεννοημένοι, μ’ έριξαν κάτω και πέσανε απάνω μου βαρώντας. Τον Μάριο τον νικούσα, με τον Νώντα, ήμασταν ισόπαλοι, όμως και με τους δυο, το ήξερα, δεν θα τα κατάφερνα στο τέλος. Μπόρεσα ωστόσο και σηκώθηκα. Στην αρχή τα πήγαινα καλά. Εκείνοι όμως ξέρανε και προσπαθούσανε να με κουράσουν. Λίγο λίγο έβλεπα τις δυνάμεις μου να φεύγουν. Όταν μάλιστα ο Νώντας μού κατάφερε μια δυνατή στη μύτη και με πήρανε τα αίματα, ήμουνα έτοιμος ν’ αρπάξω τον Μπλε και να το σκάσουμε. Τότε όμως όρμησε εναντίον τους κι ο Μπλες. Δεν ήξερε κόλπα σαν και μας, όμως ήτανε θρεμμένος και δυνατός κι οι άλλοι αμέσως το κατάλαβαν και το ’βαλαν στα πόδια. Μείναμε μονάχοι μας. Ο Μπλες έλυσε το μπράτσο του και με το ίδιο πανί μου ’δεσε το δικό μου. «Κράτα ψηλά το κεφάλι», μου είπε.

Την άλλη μέρα φόρεσε κι αυτός μαύρο καμποτένιο σώβρακο.  

[πηγή: Τόλης Καζαντζής, Η παρέλαση. Διηγήματα, Ερμής, Αθήνα 1976, σ. 58-60]

εικόνα